ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ |
Τετ, 14/06/2017 - 08:05

Το χρέος, ο Σόιμπλε, οι εφοπλιστές και το βουντού: Υποσημειώσεις για τον ρόλο του ευρώ


Πρόσφατα, στο πλαίσιο της διαμάχης (ή «διαμάχης») της Γερμανίας με το ΔΝΤ για την εξέλιξη της αξιολόγησης και του ελληνικού χρέους, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έκανε μια σειρά από δηλώσεις που αφορούσαν τη χώρα μας.

Από αυτές που ακούστηκαν περισσότερο εδώ, η πρώτη (στην οποία είχε ομολογουμένως ένα κάποιο δίκιο) ήταν ότι ο κ. Τσίπρας εξελέγη με την υπόσχεση να καταργήσει τα φορολογικά προνόμια των εφοπλιστών, αλλά «τίποτα δεν έγινε». Η δεύτερη (στην οποία επίσης είχε ένα κάποιο δίκιο) ήταν πως «εάν η Ελλάδα θέλει να παραμείνει υπό τις ισχύουσες προϋποθέσεις συμμετοχής σε ένα σταθερό νόμισμα με χαμηλά επιτόκια, τότε πρέπει να θέσει την οικονομία και τον κρατικό της μηχανισμό σε κατάσταση που να διασφαλίζει αυτή την παραμονή μακροχρόνια». Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα εσωτερική λογική που συνδέει αυτές τις δύο, επιφανειακά τόσο διαφορετικές έως αντιφατικές, δηλώσεις.

Αντιφατικές επειδή, αν πάρουμε για μια στιγμή τη θέση ενός νεοφιλελέ αναλυτή, μπορούμε να αναρωτηθούμε: «Αν η Ελλάδα πρέπει να γίνει ανταγωνιστική, ώστε να παραμείνει στο ευρώ, πώς θα το καταφέρει αυτό αν διώξει τους εφοπλιστές της, ένα από τα πιο παραγωγικά κεφάλαια διεθνώς, αυξάνοντας τη φορολογία τους; Ο χερ Σόιμπλε φαίνεται πως μας δουλεύει». Είναι ενδιαφέρον ότι και αυτή η άποψη θα είχε, επίσης, ένα κάποιο δίκιο. Συγκεκριμένα, ότι ο χερ Σόιμπλε μας δουλεύει.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή, κοιτώντας κάποια δεδομένα.

 

Τα δεδομένα...

Και το πρώτο από αυτά είναι το γεγονός ότι το γερμανικό διαμετακομιστικό εμπόριο χάνει γρήγορα θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη. Μία μέρα μετά τις «εφοπλιστικές» δηλώσεις Σόιμπλε, η τρίτη μεγαλύτερη (και η αρχαιότερη) γερμανική εταιρεία θαλάσσιων μεταφορών, η Rickmers, βάρεσε κανόνι (γεγονός που προφανώς το γνώριζε ήδη ο Σόιμπλε όταν έκανε τις δηλώσεις του). «Η Rickmers είναι γαλαζοαίματη της ναυτιλίας», λέει ο Βασίλης Καρατζάς, διευθύνων σύμβουλος της Karatzas Marine Advisors με έδρα τη Νέα Υόρκη. «Το να τους βλέπουμε να καταθέτουν αίτημα πτώχευσης είναι σαν να βλέπουμε έναν βασιλιά να χάνει τον θρόνο του»[1] [σ.σ.: κλαψ, λυγμ].

Το δεύτερο γεγονός είναι ότι το ελληνόκτητο εφοπλιστικό κεφάλαιο (αφήνουμε εδώ κατά μέρος τις οργανικές του σχέσεις με το Λονδίνο) κατέχει περίπου τον μισό εμπορικό στόλο της Ε.Ε., ένα ποσοστό πραγματικά τεράστιο και κάπως ασύμβατο με τη διεθνή θέση της χώρας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Τα δύο παραπάνω γεγονότα τα υπενθυμίζει χαιρέκακα στην απάντησή της στον χερ Σόιμπλε η ΕΕΕ, η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών: «Ο κ. Σόιμπλε, αγνοώντας με εμμονή το ιδιαίτερα ευνοϊκό καθεστώς που διέπει τη γερμανική ναυτιλία, στρέφεται με τις δηλώσεις του εναντίον της ελληνικής ναυτιλίας, που τυχαίνει όμως να εκπροσωπεί και το 50% της κοινοτικής, μια πρωτιά που μάλλον ενοχλεί. [. . .] Δημιουργείται επίσης το ερώτημα μήπως η αποτυχία της γερμανικής ναυτιλιακής πολιτικής, που παρ’ όλες τις ευνοϊκές ρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα (πλοιοκτησία, διαχείριση, φυσικό πρόσωπο) δεν κατάφερε να στηρίξει τη ναυτιλία της, είναι το κίνητρο που υποκινεί τον υπουργό στις δηλώσεις αυτές»,[2] κ.ο.κ. (Ενδιαφέρον στοιχείο: οι εφοπλιστές, επιδεικνύοντας με περηφάνια το απύθμενο θράσος τους, δεν παραλείπουν να σημειώσουν επίσης ότι οι φοροαπαλλαγές τους είναι συνταγματικά επιβεβλημένες, άρα δεν μπορεί να γίνει τίποτε γι’ αυτές, δυστυχώς [σ.σ.: κλαψ, λυγμ]. Το κατόρθωμα-φάρο αυτό του αντιλαϊκισμού, να εντάξει δηλαδή σε σύνταγμα χώρας το μεγαλύτερο ρουσφέτι της παγκόσμιας ιστορίας, το κατάφερε θυμίζουμε ο γίγας του νομικού ορθολογισμού και του συνταγματικού διαφωτισμού, ο Ευάγγελος Βενιζέλος.)

Το τρίτο γεγονός έχει να κάνει με τον αδυσώπητο πόλεμο που διεξάγεται αυτή τη στιγμή στο διεθνές διαμετακομιστικό εμπόριο για εκκαθάριση μη παραγωγικών κεφαλαίων, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, με αφορμή την κρίση.[3] Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια περίπου, πριν από την κρίση, με τις τεράστιες παραγγελίες καραβιών που έγιναν τότε (βασικά σε ναυπηγεία σε χώρες τής Άπω Ανατολής). Όταν ήρθε η κρίση, ο διεθνής εφοπλισμός βρέθηκε με πολλά, τεράστια και ακριβά καράβια που δεν είχε τι να τα κάνει, δεδομένης της μείωσης των εμπορικών ροών (αν και, απ’ ό,τι φαίνεται, οι Έλληνες εφοπλιστές ήταν σε σχετικά καλύτερη κατάσταση έχοντας κρατήσει τις παραγγελίες τους και έχοντας περισσότερα καράβια στα τάνκερ και όχι στα ξηρού φορτίου). Η διαδικασία αυτή, τμήμα της «κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου», είχε αποτέλεσμά καμιά δεκαριά κανόνια μεγάλου μεγέθους.[4] Η Κορεατική Hanjin πέρυσι ήταν το μεγαλύτερο από αυτά, ενώ και η «δική μας» COSCO δεν θα την είχε γλιτώσει αν δεν ήταν κρατική – αν δηλαδή το ΚΚΚ δεν είχε σαφή άποψη για τα στρατηγικά του συμφέροντα. Η Rickmers είναι απλώς ο τελευταίος κρίκος σε μια μακριά αλυσίδα, αν και ιδιαίτερα σημαντικός κρίκος, τόσο λόγω της ιστορίας της εταιρείας όσο και κυρίως λόγω της γερμανικής ανικανότητας να τη στηρίξει. Δεν είναι όμως μόνο τα κανόνια: το τελευταίο διάστημα οι ειδοποιήσεις για μειώσεις κερδών πέφτουν σαν το χαλάζι, επηρεάζοντας το σύνολο των μεγαθηρίων της σχετικής αγοράς.

Οι ναυτιλιακές, ως διεθνείς εμπορικές επιχειρήσεις, αυτά που μπορούν να κάνουν για να επαναφέρουν την κερδοφορία τους είναι:

– να προσλαμβάνουν ναύτες μόνο από «φτηνές» χώρες: πρόκειται για στρατηγική που χρόνια ακολουθεί το ελληνόκτητο κεφάλαιο και στηρίζεται στην απόλυτη υπεραξία·

– να συγχωνευθούν, αυξάνοντας τις οικονομίες κλίμακας και μειώνοντας τα κόστη·

– να αναδιαρθρωθούν, δηλαδή να εφαρμόσουν νέες τεχνολογίες, είτε μέσα στο ίδιο το καράβι, μειώνοντας έτσι το προσωπικό (ήδη στη Νορβηγία κάνουν πειράματα με μη επανδρωμένα καράβια) είτε στον τρόπο με τον οποίο φορτώνονται ξεφορτώνονται τα εμπορεύματα, μειώνοντας τους χρόνους αναμονής (τα παραπάνω βασίζονται στην σχετική υπεραξία).

Η αναδιάρθρωση τώρα, αντίθετα από τις απλές απολύσεις, δεν γίνεται από μόνη της, είναι μια διαδικασία για την οποία χρειάζονται κεφάλαια τα οποία μπορεί να τα δώσει ως δάνειο μόνο μια τράπεζα. Για να το κάνει αυτό η τράπεζα, πρέπει να κρίνει ότι το σχέδιο που προτείνει η ναυτιλιακή, το «business plan» όπως το λέμε, έχει όντως πιθανότητες να δώσει κέρδη, άρα και το δάνειο να αποπληρωθεί με τον τόκο του στην ώρα του κ.λπ. Αν η τράπεζα, με τα δικά της κριτήρια –τα οποία συνήθως δεν διαφέρουν και πολύ από το βουντού– κρίνει ότι η επιχείρηση δεν έχει σοβαρές πιθανότητες να τα καταφέρει, τότε μόνο μία λύση μένει, το λουκέτο. Έτσι λοιπόν έγινε και στην περίπτωση της Rickmers που λέγαμε στην αρχή: η εταιρεία πήγε στην τράπεζά της, την HSH Nordbank, και ζήτησε νέο δάνειο και αναδιάρθρωση του χρέους της, λέγοντας ότι θα αναδιαρθρωθεί και η ίδια. «Η HSH Nordbank ανακοίνωσε ότι το συμβούλιο της εξέτασε προσεκτικά τα επιχειρηματικά σχέδια της Rickmers προτού αποφασίσει ότι δεν είναι βιώσιμα»...

... Το οποίο βασικά σημαίνει ότι άκουσαν την παρουσίαση του εκπροσώπου της εταιρείας και δεν τους άρεσαν και τόσο πολύ αυτά που προβλέπονταν για τα επόμενα πέντε δέκα χρόνια εκεί μέσα. Η διαδικασία τής σε βάθος χρόνου πρόβλεψης κερδοφορίας είναι μια διαδικασία του τύπου «μου αρέσει γιατί φαίνεται να ξέρει τι λέει» σε αντίθεση με το «δεν μου άρεσε καθόλου». Πρόκειται για μια διαδικασία τόσο επιστημονική όσο και το βουντού. «Οι ομολογιούχοι της Rickmers», συνεχίζει η ανακοίνωση της τράπεζας, «λένε ότι αναμένουν από την ιδιοκτήτρια της εταιρείας, Bertram R.C. Rickmers, να διαφυλάξει τα πάγια της εταιρείας».

 

... και η μαύρη μαγεία

Εάν δει κανείς μια χώρα ως επιχείρηση, με τον τρόπο δηλαδή που βλέπουν τις χώρες οι Σόιμπλε και οι Μητσοτάκηδες του κόσμου αυτού, τότε όταν επιχειρηθεί μια αντίστοιχη διαδικασία επαναχρηματοδότησης και αναδιάρθρωσης σε μια χώρα –και όχι απλώς σε μια επιχείρηση– προκύπτουν δύο σοβαρά προβλήματα: το πρώτο είναι ότι οι μικρομέτοχοι της «επιχείρησης»-χώρα, οι ψηφοφόροι δηλαδή, είναι αδύνατο να δεχτούν το κλείσιμο της «επιχείρησης». Εξάλλου, πώς ακριβώς «κλείνεις» μια χώρα;

Το δεύτερο είναι ότι, αντίθετα με μια πραγματική επιχείρηση, οι μικρομέτοχοι-ψηφοφόροι είναι δύσκολο να δεχτούν τις αναδιαρθρώσεις που απαιτεί κάθε αξιοσέβαστο business plan. Ο μέσος ψηφοφόρος δεν είναι εύκολο να ψηφίσει για «μη λαϊκιστές», δηλαδή διάφορους τυχάρπαστους, μηδενικών πολιτικών ικανοτήτων τύπους (εντελώς τυχαίο παράδειγμα: η Μέυ της Βρετανίας) που προτείνουν μονότονα τα ίδια και τα ίδια μέτρα, επώδυνα για την κοινωνία αλλά ευχάριστα για την τσέπη των κολλητών τους. Και αυτό μάλιστα σε περιόδους κρίσης, που η «επιχείρηση»-χώρα δεν προσφέρει κάποιου τύπου «μέρισμα». Σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, ένα τέτοιο μέρισμα μπορεί π.χ. να είναι δουλειές για όλους. Αντίθετα λοιπόν, σε περιόδους κρίσης οι ψηφοφόροι είναι πολύ πιθανό να προτιμήσουν τον «λαϊκιστή» της εκλογικής τους περιφέρειας, που μπορεί καμιά φορά να λέει και την αλήθεια, ή –πιο συχνά– διαφορετικά ψέματα (π.χ. να προτείνει να σταματήσουν μεν οι απολύσεις ντόπιων, αλλά και να μην προσληφθούν άλλοι ξένοι), ή απλώς υπόσχεται να διαφυλάξει τα πάγια της χώρας και να μην τα ξεπουλήσει μπιρ παρά.

Έτσι και στην περίπτωσή μας. Ο χερ Σόιμπλε μας λέει ότι το business plan που υπέβαλε η κυβέρνηση δεν είναι επαρκές. Γιατί; Επειδή στη διαπραγμάτευση Βερολίνου-ΔΝΤ αφενός διαπιστώνεται βέβαια η «τεράστια πρόοδος» που έχει κάνει η Ελλάδα, αλλά από την άλλη προκύπτουν διαφωνίες για το από εδώ και πέρα: συγκεκριμένα οι διαφωνίες αφορούν τη βιωσιμότητα του χρέους ΜΕΤΑ το 2030 και μέχρι το 2059.[5] Θα επρόκειτο περί απίστευτης γελοιότητας (με την έννοια ότι αφορά κάτι χαζούς) αν δεν μας αφορούσε κι εμάς. Γιατί το 2030 είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς με οποιαδήποτε επιστημονική βεβαιότητα που θα βρίσκεται η οικονομική κατάσταση μιας μεγάλης επιχείρησης. Μα τι λέμε, το 2030 είναι αδύνατο να προβλεφθεί πού θα βρίσκεται το ψιλικατζίδικο της γωνίας. Επομένως, το να προβλεφθεί πού θα είναι τότε η Γερμανία ή, πολλώ μάλλον, η Ελλάδα είναι κάτι που μόνο ένας μεγάλος μάγος του βουντού μπορεί να το κάνει. Κι αυτό πάλι, μόνο με περιορισμένη αξιοπιστία. Όποια δεν το πιστεύει, μπορεί να ρίξει μια ματιά στις προβλέψεις όλων των μεγάλων μάγων στις παραμονές της τρέχουσας κρίσης: τα πράγματα τότε τα έβλεπαν όλοι τους υπέροχα. Οι πιο απαισιόδοξοι ανάμεσά τους έλεγαν ότι κάνα δυο μικροπροβλήματα που φαίνονταν στον ορίζοντα δεν ήταν και τόσο σοβαρά και ότι δεν υπήρχε τίποτα που να μην το διευθετεί ένας μικρός χορός της βροχής. (Περίεργο. Φαίνεται ότι κανείς δεν τον χόρεψε τελικά αυτόν τον χορό.)

Το επίδικο επομένως είναι καθαρά πολιτικό – και όχι οικονομικό: το κατά πόσο θα δεχτεί η Ελλάδα τις αναδιαρθρώσεις. Όμως ο συγκεκριμένος τρόπος που αυτό σερβίρεται είναι οικονομικού χαρακτήρα και είναι το νόμισμα, το ευρώ. Και η δήλωση του Σόιμπλε είναι εξαιρετικά εναργής.

Πράγματι ο Γερμανός υπουργός γνωρίζει από (ταξικό) ένστικτο ότι το χρήμα είναι το αίμα της «οικονομίας», δηλαδή του καπιταλισμού. Το χρήμα δεν είναι ένα απτό «πράγμα», π.χ. πλούτος· το χρήμα είναι μετρητής ανταλλακτικής αξίας, μιας κοινωνικής δηλαδή σχέσης. Όμως το νόμισμα (το ευρώ, το δολάριο, το γεν, το φράγκο κ.λπ.), ως συγκεκριμένη υλοποίηση του γενικού καπιταλιστικού χρήματος στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού κουβαλάει μέσα του τους όρους συγκρότησης του γενικού κοινωνικού κεφαλαίου και τους ειδικούς ιστορικούς προσδιορισμούς αυτού του συγκεκριμένου κράτους. Με άλλα λόγια, το νόμισμα που χρησιμοποιεί ένα κράτος, λίγο πολύ καθορίζει τον τρόπο που θα «ρέει» η ανταλλακτική αξία στα όριά του. Και, ως διεθνές χρήμα, ως μέσο διεθνών συναλλαγών, μετράει σε έναν βαθμό και τη θέση του κράτους στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Αυτοί που βρίσκονται στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής τροφικής πυραμίδας είναι εκεί επειδή έχουν πιο κοφτερά δόντια, εκμεταλλεύονται δηλαδή αποτελεσματικότερα τους εργαζόμενούς τους και αυτό φαίνεται στην σταθερότητα του νομίσματός τους, στα χαμηλά επιτόκια, στο γεγονός ότι γίνεται αμέσως σεβαστό και επιθυμητό από όλους τους υπόλοιπους καπιταλιστές. Τέτοιο φιλοδοξούσε να γίνει το ευρώ όταν θα μεγάλωνε – αλλά έπεσε στον δρόμο του η Ελλάδα...

Σοβαρά τώρα, στην περίπτωση του ευρώ, ενός νομίσματος-συμβιβασμού και ισορροπίας δυνάμεων των Ευρωπαίων εταίρων, το νόμισμα λειτουργεί ως εξαναγκασμός υιοθέτησης των στάνταρ των πιο παραγωγικών δυνάμεων, ακριβώς όπως τα λέει ο Σόιμπλε. Μάλιστα ο ίδιος σε παράλληλες δηλώσεις του σε ιταλικά μέσα είπε: «Εάν μια χώρα δεν θέλει να φύγει [σ.σ.: από την ευρωζώνη], πρέπει να κάνει δομικές μεταρρυθμίσεις, όπως η Ελλάδα. Με το ευρώ έχει τελειώσει η εποχή που κάποιες χώρες μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικές με υποτίμηση των νομισμάτων τους». Σύμφωνα με πηγές του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών, αυτό σημαίνει επίσης ότι «η Ελλάδα θα έχει ολοκληρώσει την προσπάθεια εξόδου από την κρίση χρέους όταν το μεταρρυθμιστικό της πλαίσιο θα της επιτρέπει να αυξήσει σταθερά τις εξαγωγές της και όχι όταν θα έχει απλώς μειώσει σε απόλυτα μεγέθη το χρέος της».[6]

Ακριβώς! Τα «σκληρά» νομίσματα κερδίζουν αυτόν τον χαρακτηρισμό από τη σκληρή εκμετάλλευση των εργαζομένων στο εσωτερικό της χώρας που τα εκδίδει. Η «σκληρότητα» έχει να κάνει με τη διαρκή δυνατότητα εξαγωγών, πρώτα εμπορευμάτων και αργότερα, όταν το νόμισμα έχει πλέον κατοχυρωθεί διεθνώς, κεφαλαίων. Όποιος θέλει λοιπόν να χρησιμοποιεί το «σκληρό» ευρώ, θα πρέπει αναγκαστικά να είναι «ανταγωνιστικός» στις εξαγωγές του ή να κόψει τον λαιμό του.

Με βάση τα παραπάνω, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς τι ακριβώς το ουτοπικό είναι αυτό που περιμένει η ελληνική κυβέρνηση ως «ελάφρυνση του χρέους» και «επιστροφή στις αγορές». Για το ευρωπαϊκό κέντρο, η διαδικασία αυτή δεν έχει σκοπό τη μείωση του χρέους, ώστε να «ξαναγυρίσει η χώρα στην κανονικότητα», αλλά ακριβώς το αντίθετο, την αύξηση της παραγωγικότητας ώστε να μειωθεί «μακροπρόθεσμα» το χρέος. Οι διαφορές μεταξύ Γερμανών και Γάλλων είναι διαφορές βαθμού και όχι ποιότητας, όλοι θέλουν το ίδιο πράγμα, απλώς οι Γάλλοι είναι λίγο πιο μαλακοί. Είναι προφανές επομένως ότι η μόνες δυνατές «λύσεις» που μπορεί να δοθούν είναι εκείνες που δεν θα αρέσουν στην κυβέρνησή μας (και, εννοείται ούτως ή άλλως, ούτε σε μας).

Να παρατηρήσουμε εδώ ότι η διαδικασία αυτή εντάσσεται σε ευρύτερες αλλαγές στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η μετατόπιση της διεθνούς παραγωγικής ισχύος ανατολικά, στην Κίνα, φτάνει σταδιακά στα όριά της. Οι μισθοί και τα κόστη εκεί θα αρχίσουν τώρα να ανεβαίνουν, μια διαδικασία που ο καθρέφτης της είναι η σταδιακή πτώση του κόστους παραγωγής στη Δύση μέχρι να επιτευχθεί μια ισορροπία κάπου στη μέση. Η Ελλάδα, με βάση αυτό το σκεπτικό, πρέπει να αποτελέσει το παράδειγμα για το πώς επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο. Φυσικά δεν διευκρινίζεται, σε περίπτωση γενικότερης επιτυχίας, το πώς θα γίνει να είναι όλες οι χώρες ταυτόχρονα μικρές Γερμανίες που το εμπορικό τους ισοζύγιο θα είναι πάντα θετικό. Όταν κάποια χώρα εξάγει, κάποια άλλη εισάγει, όταν κάποια είναι πλεονασματική, κάποια άλλη είναι ελλειμματική. Αν λοιπόν το νεοφιλελεύθερο όραμα επιτύχει παγκοσμίως, πώς ακριβώς γίνεται αυτό, να μην υπάρχει κάποιος που να εισάγει τα εξαγώγιμα προϊόντα όλων των άλλων;

Τέλος πάντων, αδιαφορώντας, όπως πάντα κάνουν, για την πραγματικότητα, το σχέδιο που προτείνουν οι νεοφιλελεύθεροι είναι να καταστεί η Ελλάδα παράδειγμα για τους υπόλοιπους. Παράδειγμα αναγκαίο δεδομένης της σοβαρότατης μακροχρόνιας κρίσης στις μεγάλες χώρες της Ε.Ε. (κυρίως Ιταλία αλλά και Γαλλία, Ισπανία κ.ο.κ.). Αν δεν υπάρξει επιτυχία εδώ, το τρέχον μοντέλο συσσώρευσης τίθεται εν αμφιβόλω, με άδηλες ευρύτερες συνέπειες. Σε αυτό ομονοούν τόσο η Γερμανία όσο και το ΔΝΤ, με τις ανησυχίες του δεύτερου να περιορίζονται στις διεθνείς και όχι μόνο ευρωπαϊκές ισορροπίες που οφείλει αυτό να τηρεί. Εξού και οι προσχηματικές και αστείες διαφωνίες των δύο ως προς τη βιωσιμότητα.

Αν λοιπόν η χώρα διατηρήσει την τρέχουσα θέση της στην ευρωζώνη και δεν επιχειρήσει από μόνη της τη δύσκολη διαδικασία απαλλαγής της από τον ιμπεριαλιστικό της βραχνά (και τον ιμάντα μεταβίβασης της εξουσίας του, το ευρώ), τότε είτε θα φύγουμε όταν φύγουν και οι υπόλοιποι (με αφορμή λ.χ. την Ιταλία σε ένα καταστροφικό διαλυτικό γεγονός) είτε θα προκύψει το θαύμα και η Ελλάδα θα γίνει ένα λαμπρό εξαγωγικό υπόδειγμα, μια χώρα που με τη σκληρή δουλειά της και τον τίμιο ιδρώτα των καπιταλιστών της θα δείξει σε όλη την οικουμένη, με σφιγμένα τα δόντια αλλά και λάμψη στα μάτια, τον δρόμο της εξόδου από την κρίση.

Το πώς ακριβώς θα γίνει δυνατό αυτό το θαύμα του βουντού είναι κάτι που το συμβούλιο των μάγων ακόμα συνεδριάζει για να το αποφασίσει.

 

[1] «Πτώχευσε η τρίτη μεγαλύτερη ναυτιλιακή της Γερμανίας», capital.gr, 4.6.2017.

[2] Ηλίας Μπέλλος, «Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών: Προκλητικά αβάσιμες οι δηλώσεις Σόιμπλε για την ελληνική ναυτιλία», kathimerini.gr, 2.6.2017.

[3] «Why the Global Shipping Industry Will Be Tough to Salvage», stratfor.com, 27.3.2017.

[4] «Dry-bulk shipping under water as bankruptcies rise», hellenicshippingnews.com, 8.2.2016.

[5] Γιάννης Αγγέλης, «Λύση θα υπάρξει, αλλά όχι αυτή που περιμένει η Αθήνα», capital.gr, 2.6.2017.

[6] Γιάννης Αγγέλης, «Διπλή και... ασφυκτική η πίεση στην Αθήνα πριν από τη συμφωνία», capital.gr, 3.6.2017.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.