ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Σκαλίζοντας τη στάχτη. Ο κόκκινος Οκτώβρης εκατό χρόνια μετά


Το έτος 1914, «όταν τα φώτα θα σβήσουν σε ολόκληρη την Ευρώπη»,[1] θα σημάνει το τέλος μιας πρωτόγνωρα μακράς περιόδου (σχετικής) ειρήνης και την απαρχή μιας πρωτοφανούς σφαγής στρατευμένων αλλά και αμάχων, που θα αποσταθεροποιήσει ολόκληρη την ήπειρο. Έπειτα από δύο χρόνια πολέμου, οι λαϊκές μάζες των εμπόλεμων χωρών ασφυκτιώντας από τα δεινά του πολέμου εκδηλώνουν όλο και συχνότερα και με πολλαπλούς τρόπους την επιθυμία τους για ειρήνη. Ο φόβος των κυρίαρχων, η επανάσταση, τελικά θα γίνει πραγματικότητα, όχι όμως σε κάποια από τις καπιταλιστικά περισσότερο αναπτυγμένες χώρες, όπως είχαν προβλέψει οι θεωρητικοί του μαρξισμού, αλλά εκεί όπου συναρθρώνονται και οξύνονται με τον κατάλληλο τρόπο οι κοινωνικές αντιθέσεις, δηλαδή στη Ρωσία.

Ο Οκτώβρης όμως, πέρα από απάντηση των μαζών της ρωσικής αυτοκρατορίας στον Πόλεμο, θα έρθει και ως απάντηση στην κρίση του αριστερού κινήματος και στον αποστεωμένο μαρξισμό της Β΄ Διεθνούς, που περίμενε ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων θα οδηγούσαν μ’ έναν αυτόματο τρόπο στον σοσιαλισμό και που τα κόμματά της είχαν υποταχτεί στα πολεμικά σχέδια των αστικών τάξεων των χωρών τους. Για τους μπολσεβίκους όμως η κατάληψη της εξουσίας και η εξαγγελία ενός σοσιαλιστικού προγράμματος δεν είχε νόημα αν δεν προσέβλεπαν και σε μια «ευρωπαϊκή» επανάσταση. Και πράγματι το μεγάλο απεργιακό κύμα του Ιανουαρίου του 1918, η γερμανική επανάσταση, η δημοκρατία των συμβουλίων της Ουγγαρίας, η κόκκινη διετία της Ιταλίας (1919-21) και οι κοινωνικές αναταραχές σε μια σειρά άλλων χωρών έδειχναν να επιβεβαιώνουν ότι αυτό το ενδεχόμενο ήταν δυνατό.

Τελικά όμως ο «Οκτώβρης» θα αποτύχει να επικρατήσει στις κοινωνίες με τις τεράστιες βιομηχανικές εργατικές τάξεις. Αντίθετα ο 20ός αιώνας θα γνωρίσει πλήθος αγροτικές και εθνικοαπελευθερωτικές εξεγέρσεις που σήκωσαν τη σημαία του δημιουργώντας ένα παγκόσμιο κίνημα το οποίο δεν είχε προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία και το οποίο έφτασε να ορίζει τις τύχες του 1/3 της ανθρωπότητας. Σήμερα δεν μπορούμε να φανταστούμε τον 20ό αιώνα χωρίς τον Οκτώβρη, καθώς κάθε μεγάλο γεγονός που έλαβε χώρα μετά το 1917 φέρει το χνάρι του. Ο φόβος των αστικών τάξεων απέναντι στις λαϊκές μάζες κατά τον Μεσοπόλεμο, ο ισπανικός Εμφύλιος, η ευρωπαϊκή Αντίσταση στη ναζιστική κατοχή και η μεγάλη αντιφασιστική νίκη, η μεγάλη Κινεζική Επανάσταση, οι αντιαποικιακοί αγώνες, η παγκόσμια έκρηξη της νεολαίας το 1968 και οι κοινωνικοί αγώνες στις μητροπόλεις του καπιταλισμού ήταν όλα τους γεγονότα σημαδεμένα από τον Οκτώβρη.

Οι πρακτικές συνέπειες του 1917 υπήρξαν έτσι πολύ μεγαλύτερης έντασης και διάρκειας από εκείνες του 1789, θα είναι όμως πολύ διαφορετικές για τον κόσμο από ό,τι για την ίδια τη Ρωσία. Η ήττα της επανάστασης εκεί, αποτέλεσμα της απομόνωσής της και των δυσκολιών με τις οποίες βρέθηκε αντιμέτωπη αλλά και της υποτίμησης ζητημάτων όπως η ανάγκη για πραγματικούς προλεταριακούς θεσμούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, θα είναι σταδιακή, δεν θα αναιρέσει το γεγονός ότι έξω από τη Ρωσία εκατομμύρια άνθρωποι συνεχίζουν να αγωνίζονται στο όνομα του κομμουνισμού. Η επικράτησ της επανάστασης, που φάνταζε τόσο αδύνατη στην αρχή, έμοιαζε με εκπλήρωση του χιλιαστικού οράματος ενός ιστορικά αναπόφευκτου σοσιαλισμού που έφερε την εγγύηση της επιστήμης. Επρόκειτο για αλλαγή που είχε ξεκινήσει ήδη, καθώς η εποχή του καπιταλισμού έμοιαζε να φτάνει στο τέλος της. Η αίσθηση ότι ανήκουν σε μια υπερεθνική κοινότητα που υπηρετεί έναν παγκόσμιο σκοπό τού έδινε τρομακτική δύναμη και εξηγεί και την ηρωική επιμονή και αυτοθυσία που επέδειξαν εκατομμύρια κομμουνιστές σε όλον τον κόσμο.

Βρισκόμαστε όμως πλέον πολύ μακριά από εκείνον τον Οκτώβρη, σε μια εποχή βαθιάς ήττας για όσους επιμένουν ακόμη να οραματίζονται έναν δικαιότερο κόσμο, όπου τόσο το πολιτικό όσο και το κοινωνικό υποκείμενο θα πρέπει να ανασυντεθούν εκ νέου. Το κοινωνικό αυτό υποκείμενο, ας το ονομάσουμε «λαό», η δυνητικά αντικαπιταλιστική και αναγκαστικά αντιφατική συμμαχία όλων των κοινωνικών στρωμάτων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εξαρτώνται από την πώληση της εργατικής τους δύναμης για να τα βγάλουν πέρα, είναι σήμερα διαιρεμένο. Το «κόμμα» ως η πολιτική του πρωτοπορία μένει να δημιουργηθεί.

Το να πιάσουμε το νήμα του Οκτώβρη σήμερα σημαίνει να δούμε ότι ο Οκτώβρης ήταν ρήξη με το παρελθόν και τη συνήθεια της αριστεράς, η οποία είχε φτάσει στα όριά της το 1914. Υπό αυτή την έννοια, αποτέλεσε ένα πείραμα για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό, η εξέλιξη του οποίου δεν ήταν προκαθορισμένη. Για τον αποτιμήσουμε, επομένως, θα πρέπει να αποφεύγουμε τόσο την αγιοποίησή του όσο και τη δαιμονολογία του «ολοκληρωτισμού», όπως και τις απλοποιήσεις που βλέπουν την ήττα του στη δράση είτε «πρακτόρων» είτε «γραφειοκρατών». Χρειάζεται να αντιληφθούμε ότι οι εξελίξεις ήταν αποτέλεσμα της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του σοβιετικού κοινωνικού σχηματισμού και συγκεκριμένων επιλογών που σε συγκεκριμένες στιγμές καθόρισαν την πορεία του. Σημαίνει όμως πάνω από όλα να κάνουμε σήμερα τη δική μας ανάλογη τομή. Επιστροφή στον Οκτώβρη δηλαδή όχι ως επανάληψη αλλά ως καινοτομία, ως πρωτότυπη σκέψη, ως τόλμη, ως πειραματισμός. Αν, για παράδειγμα, η μορφή του κόμματος νέου τύπου έδωσε κάποτε ακόμα και σε μικρές οργανώσεις τη δυνατότητα να επιτυγχάνονται δυσανάλογα αποτελέσματα, θα πρέπει να δούμε ότι έφερε μαζί της και μια σειρά προβλημάτων που λειτουργούσαν ανασταλτικά στην εσωτερική του δημοκρατία και στο πλήρες ξεδίπλωμα των αντιθέσεων.

Σήμερα πρέπει να αντιληφθούμε τη μορφή κόμμα όχι ως τον εγγυητή της αλήθειας και της ορθής γραμμής αλλά ως το πολιτικό πεδίο στο οποίο συναντιούνται και συναρθρώνονται οι διάφορες διεκδικήσεις, ως το πεδίο αγώνων και συγκρούσεων, ως διαδικασία ανάδυσης και επίλυσης αντιθέσεων, ως μια δυναμική συλλογική και δημοκρατική διαδικασία. Ως ένα εργαστήρι νέων ιδεών και πολιτικών σχεδίων που θα είναι πάντα ανοιχτό στις δυναμικές της ταξικής πάλης αποτελώντας το κέντρο της εργατικής αντιηγεμονίας· που θα αντιλαμβάνεται την πιο πλατιά δημοκρατία στο εσωτερικό του ως παράγοντα ισχύος και όχι αδυναμίας του· που δεν θα υποκαθιστά τις μάζες και δεν θα «κυβερνά» στο όνομά τους αλλά θα διαπερνιέται από τη συναίσθηση ότι ένα κίνημα που θέλει να τις φέρει στο προσκήνιο θα πρέπει και να τις εμπιστεύεται, να μαθαίνει από αυτές και να βασίζεται στην επινοητικότητά τους· που θα επανεξετάζει συνεχώς την τακτική και τη στρατηγική της και που δεν θα θέτει το μεγάλωμα των κομματικών οργανώσεων ως αυτοσκοπό αλλά θα το αντιλαμβάνεται ως τμήμα και ως λογική συνέπεια μιας διαδικασίας άσκησης επιτυχημένης μαζικής πολιτικής· που κατά συνέπεια δεν θα αντιλαμβάνεται την επαναστατική πολιτική ως συσσώρευση δυνάμεων και όρων εν αναμονή της «μεγάλης ρήξης». Να αντιληφθούμε επομένως τη μορφή κόμμα ως έναν οργανισμό που δεν θα μοιάζει πια με το κράτος, αλλά πολύ περισσότερο με τη νέα κοινωνία την οποία οραματιζόμαστε.

Παράλληλα, χρειάζεται να δούμε ότι κομμάτι ενός σύγχρονου αντιηγεμονικού σχεδίου αποτελεί και η δημιουργία θεσμών σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής και σε μαζική βάση, θεσμών οι οποίοι θα πιάνουν τη μεγάλη ποικιλία των δραστηριοτήτων που δομούν και οργανώνουν τις σύγχρονες κοινωνίες αλλά και θα αναμετριούνται με τις πολλαπλές σχέσεις εξουσίας που διαπερνούν το κοινωνικό σώμα. Αυτό σημαίνει ότι δίπλα στο κόμμα θα πρέπει όχι μόνο να επιτρέψουμε αλλά και να επιδιώξουμε την ανάδυση εξωκομματικών οργανώσεων, οι οποίες θα διατηρούν μια αντιφατική και συχνά συγκρουσιακή σχέση απέναντί του. Μιλάμε για την ύπαρξη ενός κινήματος που δεν θα επιδιώκει την ομογενοποίηση και την ομοιομορφία των μελών του, αλλά αντίθετα θα ενδυναμώνεται από τις διαφορετικές πρακτικές και εμπειρίες που αυτά φέρουν. Το ενιαίο μέτωπο των υποτελών τάξεων, όπως λέει και ο Αντόνιο Γκράμσι, δεν μπορεί παρά να αναδυθεί μέσα στον αγώνα.

Ο λαϊκός παράγοντας όμως θα πρέπει να παραμείνει ενεργός και μετά την κατάληψη της εξουσίας. Γιατί ένας βασικός τρόπος να αντιμετωπιστούν οι τάσεις γραφειοκρατικοποίησης και παλινόρθωσης είναι οι μάζες να βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση, να διατηρούν συνεχή παρουσία και να παίζουν τον αποφασιστικό ρόλο κατά τη μακρά και αντιφατική περίοδο της μετάβασης. Δεν πρέπει δηλαδή να είναι πειθαρχημένες αλλά δραστήριες, άλλωστε εντέλει εκείνες και όχι οι βουλευτές ή τα μέλη κάποιας κεντρικής επιτροπής είναι που κάνουν τις επαναστάσεις και η χειραφέτησή τους μπορεί να είναι μονάχα δικό τους έργο.

Σημαίνει επίσης να είμαστε τολμηροί και στο πεδίο της θεωρίας, να αναζητάμε έναν μαρξισμό και μια ριζοσπαστική θεωρία που δεν θα παράγονται στα ινστιτούτα μαρξισμού-λενινισμού αλλά, αν θέλουμε να είναι πραγματικά μάχιμοι, δεν θα μπορεί παρά να είναι προϊόντα της δράσης και της εμπειρίας των λαϊκών μαζών. Σημαίνει να προσπαθήσουμε, πατώντας στην τομή του Οκτώβρη και σε όσα μας κληροδότησε να διαβάσουμε τις αλλαγές που συμβαίνουν στον σύγχρονο καπιταλισμό, να παραγάγουμε νέες αναλύσεις για τις τάξεις και τις ταξικές σχέσεις των κοινωνιών μας· να αναμετρηθούμε με την έννοια της συγκυρίας, της τακτικής και της στρατηγικής, να δούμε τι σηματοδοτεί σήμερα επαναστατική ρήξη, να στοχαστούμε ξανά πάνω στη διαδικασία μετάβασης και για το πώς θα κερδηθούν τα τόσο κρίσιμα για την επιτυχία της ενδιάμεσα στρώματα· να δούμε το προλεταριακό κράτος ως ένα κράτος με κύριο σκοπό την αυτοαναίρεσή του, να υπερβούμε άρα τον κρατισμό και τη λατρεία του ισχυρού κράτους, αναγνωρίζοντας ότι είναι οι πρακτικές και όχι τα πρόσωπα οι οποίες αναπαράγουν την αστική εξουσία.

Σήμερα η εξέλιξη της ταξικής πάλης απαιτεί νέες απαντήσεις σε νέα ερωτήματα. Η Δύση έχει πλέον σταματήσει να αποτελεί το κέντρο του κόσμου και αποβιομηχανοποιείται (τουλάχιστον όσον αφορά τις παραδοσιακές βιομηχανίες), έχουμε αστικά στρώματα που δεν κατέχουν μέσα παραγωγής (βλ. μάναντζερ). Τα εργατικά στρώματα είναι μορφωμένα περισσότερο από ποτέ, την ώρα που η αποξένωση από την εργασία, δηλαδή ο έλεγχος που ασκεί ο μεμονωμένος εργαζόμενος στη διαδικασία παραγωγής έχει αυξηθεί, κάτι που ευνοεί την έκρηξη και τη μαζική αποδοχή της ψευδοεπιστήμης, που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια. Οι νέες τεχνολογίες και η σχέση μας μαζί τους, το προσφυγικό και η συνθήκη μεταδημοκρατίας που έχει επικρατήσει σε πολλές χώρες αποτελούν πολύ σοβαρές προκλήσεις. Όλα αυτά, μαζί με την καταστροφή του περιβάλλοντος, θα πρέπει να μας κάνουν να αναρωτηθούμε μήπως τελικά η λύση είναι η αποανάπτυξη και όχι η ανάπτυξη, μήπως δηλαδή ζούμε όλοι καλύτερα με λιγότερα, μήπως ζητούμενο δεν είναι η αύξηση των παραγόμενων αγαθών αλλά η δικαιότερη κατανομή τους.

Στη δεδομένη συγκυρία όλα αυτά μπορεί να φαντάζουν «εκτός τόπου», «υπερφίαλα», «μεγάλα», όταν ζητούμενο είναι τα «απλά» και τα «καθημερινά». Όμως όσο βαριά κι αν είναι η ήττα και όσο και να το επιθυμούν οι κυρίαρχοι, δεν υπάρχει δυνατότητα επιστροφής στην Πετρούπολη του 1914. Στην πραγματικότητα οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων δείχνουν ότι «η αστάθεια είναι εδώ». Ο καπιταλισμός δείχνει πλέον να αδυνατεί να δώσει λύσεις στα σύγχρονα προβλήματα και να εγγυηθεί ένα καλύτερο αύριο, δημιουργώντας αντίθετα έναν πληθυσμό που φαίνεται «να περισσεύει». Οι αγώνες των τελευταίων ετών έχουν επίσης δείξει ότι βρισκόμαστε (ξανά) σε μια εποχή όπου η απλή αντίσταση πλέον δεν φτάνει για να αποτραπεί η αποδόμηση των λαϊκών κατακτήσεων.

Όταν οι κυρίαρχοι μας λένε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, να τολμήσουμε να ονειρευτούμε ξανά το μέλλον και να δώσουμε την προοπτική ενός καλύτερου κόσμου, να προβάλουμε ένα όραμα που δεν θα είναι ούτε χιλιαστικό ούτε αναπτυξιακό, μακριά από ντετερμινισμούς και βεβαιότητες. Να αναγεννήσουμε την παγκόσμια ελπίδα ενός βαθιά χειραφετητικού προτάγματος κοινωνικής αλλαγής, ενός νέου διεθνισμού, που δεν θα απαιτεί τον παραμερισμό κάθε ποικιλομορφίας και την εξάλειψη των εθνικών διαφορών, αλλά θα σέβεται την ανεξαρτησία και την ιδιαιτερότητα κάθε επιμέρους κινήματος. Να αναγεννήσουμε το όραμα ενός σοσιαλισμού που δεν θα ταυτίζεται με το «εξηλεκτρισμός και σοβιέτ», πόσο μάλλον με τα γκουλάκ, που θα επιδιώξει να μετασχηματίσει τις σχέσεις παραγωγής και όχι να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις και δεν θα ταυτίζει την κρατική ιδιοκτησία και την κρατική συγκεντροποίηση με την καταστροφή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Που δεν θα ονειρεύεται ένα ισχυρό κράτος αλλά αντίθετα τη συντριβή του και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και θα επιδιώκει όχι να οικοδομήσει αλλά να μετασχηματίσει. Που δεν θα περιμένει τις συνθήκες να ωριμάσουν, αλλά θα επιδιώκει να επιφέρει το ίδιο το κίνημα την κρίση στους από πάνω. Που δεν θα αναζητά τη βασιλική οδό για την εξουσία, αλλά ταυτόχρονα θα κατέχεται από τη συνείδηση ότι η σύγκρουση με την αστική τάξη είναι δεδομένη και πρέπει να δοθεί.

Παρότι στο πλαίσιο της μάχης μας ενάντια στον ιδεαλισμό θα πρέπει να αποφεύγουμε τους ιδεοτύπους και τη χρήση εύκολων συμβολισμών, αν χρειάζεται οπωσδήποτε να παραγάγουμε ένα νέο σύμβολο το οποίο θα εκφράζει τους υποτελείς, αυτό δεν μπορεί πλέον να είναι ο γεροδεμένος και γεμάτος ζωτικότητα άρρενας λευκός βιομηχανικός εργάτης. Μάλλον θα είναι μια μαύρη λεσβία μετανάστρια με κατεστραμμένη υγεία, που εργάζεται σε call center ή σε εταιρεία καθαρισμού, που έρχεται αντιμέτωπη όχι μονάχα με την ταξική καταπίεση αλλά και τον καθημερινό ρατσισμό και σεξισμό, βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις και πρακτικές εντός των λαϊκών στρωμάτων, με τις οποίες θα πρέπει να συγκρουστούμε καθώς και αυτό είναι μέρος της προσπάθειας για μια άλλη κοινωνία.

 

Το παρόν κείμενο παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 16 Δεκεμβρίου 2017, στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων που διοργάνωσε η Αριστερή Ανασύνθεση με θέμα «Ανιχνεύοντας την επικαιρότητα του κόκκινου Οκτώβρη». Στην ίδια εκδήλωση μίλησαν επίσης ο Χρήστος Μάης και ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος.

 

 

 

 

 

 

 

[1] Η φράση αναφέρεται στην έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και ανήκει στον υπουργό Εξωτερικών της Ηνωμένου Βασιλείου Έντουαρντ Γκρέυ.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.