ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Επιστροφή της πολιτικής, επιστροφή της στρατηγικής, επιστροφή της Αριστεράς

Επιστροφή της πολιτικής, επιστροφή της στρατηγικής, επιστροφή της Αριστεράς


Οι περίοδοι κρίσης φέρνουν αντιμέτωπη την Αριστερά με ανοιχτά στρατηγικά ερωτήματα. Ο εκρηκτικός συνδυασμός ανάμεσα σε κινδύνους και ευκαιρίες, που η κρίση συνεπάγεται, φέρνουν στο προσκήνιο τις απαιτήσεις της συγκυρίας αλλά και τις αδυναμίες της Αριστεράς. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε ξανά τη συζήτηση για τη στρατηγική.

1. Επιστροφή της πολιτικής

Κρίση: κίνδυνοι και ευκαιρίες

Σήμερα έχουμε μπροστά μας μια επίθεση χωρίς προηγούμενο ενάντια στις λαϊκές τάξεις αλλά και μια βαθιά κρίση του αντιπάλου.

Η εκρηκτική κρίση του πυρήνα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής για την αγορά ως μηχανισμό αυτορρύθμισης έρχεται να συναντηθεί με την έμπρακτη αναίρεση ενός ολόκληρου υποδείγματος απόσπασης συναίνεσης και νομιμοποίησης. Η επιλογή από τις δυνάμεις του κεφαλαίου μιας τακτικής «φυγής προς τα εμπρός» και η στροφή σε μια μετα-ηγεμονική και μετα-δημοκρατική πολιτική που δίνει μικρή βαρύτητα στην διεύρυνση της νομιμοποιητικής βάσης, διαμορφώνει μια ιδιαίτερα αντιφατική κατάσταση, όπου η πεποίθηση των αστικών δυνάμεων ότι η πολιτική αυτή θα εμπεδωθεί, όποιες κι αν είναι οι αντιδράσεις, συνυπάρχει με μια ακραία συνθήκη αποξένωσης ή/και εχθρότητας ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων προς την επίσημη πολιτική. Αυτό εισάγει μια κρίσιμη παράμετρο δυνάμει αποσταθεροποιητική στη συγκυρία. Μόνο που η μετατροπή αντικειμενικών κοινωνικών δυναμικών σε αποσταθεροποιητική συνθήκη δεν είναι αυτόματη. Το εάν θα πάρει μορφή συλλογικής συγκροτημένης πάλης ή, αντίθετα, τυφλών εκρήξεων και μορφών ατομικού επιβιωτισμού, έχει σχέση με την κατάσταση στο κίνημα και την Αριστερά.

Η πολιτική είναι πάντοτε επικαθορισμένη και συγκεκριμένη

Η πολιτική στρατηγική της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι απλώς η αντιστοίχησή της με ένα κοινωνικό υποκείμενο ή η έκφραση των άμεσων αιτημάτων του. Η τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης απαιτεί την

συμπύκνωση της πολιτικής σε στόχους. Αυτοί δεν μπορούν να είναι απλώς η γενική επίκληση του κομμουνισμού ως οριακής συνθήκης των σημερινών αντιστάσεων. Χρειάζεται εντοπισμός εκείνων των κρίσιμων στόχων που ορίζουν τη ρήξη και την ακύρωση των βασικών στηριγμάτων του αντιπάλου.

Η πολιτική είναι πάντοτε συμπύκνωση συγκεκριμένων και πρωτότυπων συγκυριών. Η ταξική πάλη δεν διεξάγεται ποτέ μόνο ως «καθαρή» αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας αλλά πάντα σε συνθήκες επικαθορισμού. Καθαρές ταξικές αντιθέσεις δεν υπάρχουν. Οι πολιτικοί κόμβοι γύρω από τους οποίους κρίνεται η έκβαση της πάλης και η διαμόρφωση του συσχετισμού δύναμης, άρα και οι στόχοι που πρέπει να θέσει η Αριστερά, είναι εκ των πραγμάτων επικαθορισμένοι από μια δοσμένη συγκυρία και αναγκαστικά αντιφατικοί.

Αυτό σημαίνει ότι η ταξική πάλη δεν διεξάγεται ποτέ γύρω από αφηρημένους στόχους, όπως ο σοσιαλισμός, αλλά γύρω από συγκεκριμένα επίδικα, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να παρακάμψει. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει τρόπος να παρακάμψουμε το ζήτημα της σχέσης της Ελλάδας με την ΕΕ, την ΟΝΕ και το ευρώ ή το θέμα του χρέους στο όνομα των καθαρών ταξικών αιτημάτων ενάντια στο κεφάλαιο. Αναγκαστικά πρέπει να πάρουμε θέση, να παραδεχτούμε ότι τόσο το θέμα του χρέους και το θέμα του ευρώ αποτελούν σήμερα βασικά στηρίγματα της κυρίαρχης πολιτικής και κατά συνέπεια πρέπει να διαλέξουμε το δρόμο της ρήξης, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.

Η ταλάντευση ανάμεσα στην αντιπολιτική και τη διαχείριση

Αυτό, όμως, μας πάει σε ένα άλλο κομβικό ερώτημα. Ιστορικά η Αριστερά ταλαντευόταν ανάμεσα δύο άκρα. Στο ένα άκρο ήταν η αντιπολιτική, είτε με τη μορφή του κινηματισμού είτε/και με τη μορφή μιας τελεολογίας, σύμφωνα με την οποία η αυθόρμητη τάση των φαινομένων οδηγεί στον κομμουνισμό. Τέτοια είναι σήμερα η τοποθέτηση για το πώς μπορούμε «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία» (John Holloway), που ταυτόχρονα αντανακλά έναν πλούτο εμπειριών και κινημάτων μαζί με την αμηχανία τους, ή η επίκληση μιας «πολιτικής σε απόσταση από το Κράτος» (Αλαίν Μπαντιού). Στο ίδιο μήκος κύματος και μια χιλιαστική λογική της συγκρότησης του επαναστατικού υποκειμένου που βλέπει σήμερα τη δυνητική μαζικοποίηση του στη συντριβή των λαϊκών τάξεων. Στο άλλο άκρο είναι η αντίληψη της κεντρικότητας της πολιτικής ως διακυβέρνησης του υπάρχοντος, που οδηγεί στον κυβερνητισμό, τη διαχείριση και την υποτίμηση της κοινωνικής γείωσης. Ανάμεσα στα δύο άκρα και ταυτόχρονα ενάντια και στα δύο βρίσκεται η πρόκληση μιας αριστερής πολιτικής που επιμένει ότι το θέμα της πολιτικής εξουσίας είναι πραγματικό επίδικο σε οποιαδήποτε απόπειρα κοινωνικού μετασχηματισμού.

2. Επιστροφή της στρατηγικής

Μια συζήτηση που πρέπει να ανοίξει ξανά

Ποια μπορεί να είναι η στρατηγική της Αριστεράς με ορίζοντα την κατάληψη της εξουσίας και τον κοινωνικό μετασχηματισμό; Η συζήτηση γι’ αυτό έχει ουσιαστικά παγώσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 με συμβολική συμπύκνωση την προσπάθεια του Νίκου Πουλαντζά για μια αριστερή επαναδιατύπωση της στρατηγικής του «δημοκρατικού δρόμου» για το σοσιαλισμό. Έκτοτε η Δυτική Αριστερά κινείται σαν να μην τίθεται αυτό το ερώτημα ή σαν να αφορά ένα μακρινό μέλλον. Αρκεί να αναλογιστούμε το βαθμό στον οποίο σημαντικά εγχειρήματα όπως η Κομμουνιστική Επανίδρυση αρχικά, αλλά και το NPA ή ακόμη και το Die Linke δεν ανοίγουν τη συζήτηση. Εξ ου και η διπλή υποκατάσταση: είτε προς ένα κυνικό κυβερνητισμό είτε προς μια αφηρημένη και εγκεφαλική, «πολιτιστική» σχεδόν αντίληψη του κομμουνισμού. Ακόμη και η πλούσια εμπειρία της Λατινικής Αμερικής, με τις νίκες των κινημάτων και την αναμφίβολη αξία των αριστερών κυβερνήσεων, δεν έχει μπορεί να υπερβεί το συχνά συγκρουσιακό δίπολο κοινωνικά κινήματα-προοδευτική κυβερνητική διαχείριση.

Η κεντρικότητα του ερωτήματος της πολιτικής εξουσίας

Όμως, το θέμα της εξουσίας δεν παρακάμπτεται εύκολα. Σαν ίχνος διαπερνά ό,τι κάνουμε ή προτείνουμε σήμερα. Το εάν μιλάμε για το πού θα «πάει η χώρα» και το εάν εκτιμούμε ότι μπορούμε να απευθυνθούμε σε μια ευρύτερη λαϊκή συμμαχία και να συζητήσουμε για το πώς μπορούν τα πράγματα να πάνε καλύτερα –όχι μόνο με την έννοια των μάξιμουμ παραχωρήσεων που μπορούμε να έχουμε από τις δυνάμεις του

κεφαλαίου και τους πολιτικούς εκφραστές του αλλά και με την έννοια του πώς μια άλλη πολιτική διάταξη δυνάμεων θα μπορούσε να πάει τα πράγματα σε διαφορετική κατεύθυνση–περνούν και μέσα από τη στάση που παίρνουμε απέναντι στο θέμα της εξουσίας.

Άλλωστε, το θέμα της εξουσίας συχνά τίθεται από μόνο του. Τομές όπως η έξοδος από το ευρώ, η διαγραφή του χρέους ή η εθνικοποίηση των τραπεζών απαιτούν, τελικά, και μια άλλη πολιτική εξουσία που να συνδυάζει την βίαιη εισβολή των λαϊκών μαζών και κινημάτων στο πολιτικό προσκήνιο και την παρουσία της Αριστεράς στο κυβερνητικό κέντρο ή τουλάχιστον την ικανότητά της να το επηρεάζει καταλυτικά. Η σημερινή δυναμική των κινημάτων και τα επίδικα που τίθενται σε σχηματισμούς, όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται αντιμέτωποι με τη «φυγή προς τα εμπρός», την επίθεση της λιτότητας και τα προγράμματα «δομικής προσαρμογής» που αναιρούν το σύνολο των κατακτήσεων των εργαζομένων, δείχνει ότι δεν αρκεί το ξεδίπλωμα μαχητικών κοινωνικών αγώνων που έχουν κατακτήσεις και παραχωρήσεις εντός της κυρίαρχης στρατηγικής. Σήμερα το διακύβευμα αφορά πλευρές του στρατηγικού πυρήνα της κίνησης του αντιπάλου και κατά συνέπεια η νίκη για τους εργαζομένους απαιτεί πραγματικά πολιτικά ρήγματα.

Μόνο μια τέτοια ικανότητα παρέμβασης και στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, μπορεί να εξασφαλίσει το ξεδίπλωμα εκείνων των κοινωνικών δυναμικών και των διεργασιών πειραματισμού στην αλληλεγγύη, τη συλλογικότητα, τη χειραφέτηση χώρων από τον καταναγκασμό του εμπορεύματος ή την κοινωνική δημιουργικότητα, που σηματοδοτούν την εκκίνηση μιας διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτό προϋποθέτει τη συζήτηση για ένα εναλλακτικό μοντέλο κοινωνικής ανάπτυξης σε ρήξη με τη λογική του κεφαλαίου, που να συνδυάζει την «αποανάπτυξη» με όρους ποσοτικούς, τη ρήξη με τον καταναλωτικό ευδαιμονισμό και τη διεύρυνση του βαθμού πραγματικής ικανοποίησης κοινωνικών αναγκών.

Αναζητώντας την επαναστατική στρατηγική σήμερα

Αναπόφευκτα τίθεται το ερώτημα τι σημαίνουν στους σύγχρονους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς έννοιες όπως δυαδική εξουσία και επαναστατική μετάβαση. Νομίζουμε ότι και τα δύο πρότυπα που προτάθηκαν στον 20ό αιώνα δεν μπορούν να αποτελέσουν άμεσο οδηγό για δράση. Το αρχέτυπο μιας ένοπλης εξέγερσης ενάντια στα «χειμερινά ανάκτορα» που στην κορύφωση της κρίσης θα μπορέσει να καταλάβει την «καρδιά του κράτους» και ως επαναστατικό «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» να εκκινήσει τη διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού δεν μπορεί να περιγράψει όλη την συνθετότητα και την αντιφατικότητα μιας πιθανής διαδικασίας μετάβασης σήμερα. Ούτε μπορούμε να κινηθούμε με τη φαντασίωση ενός κοινοβουλευτικού δρόμου για το σοσιαλισμό, όπου η σταδιακή κατάκτηση θέσεων στην «κοινωνία των πολιτών» θα οδηγούσε σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αυτό δεν αφορά μόνο την μετάλλαξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σε δύναμη διαχείρισης του καπιταλισμού, ούτε την οδυνηρή διάψευση του κομμουνιστικού ρεφορμισμού της δεκαετίας του 1970. Ακόμη και οι πρόσφατες προσπάθειες, ιδίως στη Λατινική Αμερική, συνάρθρωσης των αριστερών κυβερνήσεων και της δράσης των κινημάτων φέρνουν στο προσκήνιο ανοιχτά ερωτήματα και όχι απαντήσεις, όπως διαπιστώνουμε σε όλο το φάσμα από τη συνύπαρξη του Μοράλες με τα κινήματα, στο ιδιότυπο πείραμα της Βενεζουέλας, στη σχεδόν συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα στην κυβέρνηση του PT και κινήματα βάσης όπως το MST στη Βραζιλία.

Σίγουρα δεν είναι εύκολο να δοθεί μια απάντηση που να μην είναι εγκεφαλική και εγγενώς έωλη. Μπορούμε, όμως, να καταθέσουμε την ακόλουθη οριοθέτηση. Στις σημερινές συνθήκες όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και εμφάνισης στοιχείων ηγεμονικής κρίσης στους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς αποτελεί οριακό αλλά υπαρκτό ενδεχόμενο η όξυνση της κοινωνικής σύγκρουσης σε βαθμό αποσταθεροποιητικό για τις εκδοχές αστικής κυβερνητικής διαχείρισης. Εάν μια κοινωνική σύγκρουση πάρει στοιχεία ανοιχτής πολιτικής κρίσης (π.χ. πτώση κυβέρνησης υπό το βάρος του λαϊκού παράγοντα χωρίς άμεση εφικτή εναλλακτική αστική πρόταση) και εάν η Αριστερά έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο, μπορούμε να δούμε εκδοχές ανόδου της Αριστεράς στην εξουσία σε διάφορες παραλλαγές κυβερνήσεων «λαϊκής σωτηρίας» υπό τη δέσμευση του κινήματος. Μια τέτοια κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, στο βαθμό που προχωρούσε σε πραγματικές τομές (π.χ. διαγραφή χρέους, ρήξη με ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, εθνικοποιήσεις), θα μπορούσε να συνδυαστεί με εκκίνηση μιας ιστορικά πρωτότυπης και αναγκαστικά άνισης διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Προϋπόθεση θα ήταν η πραγματική ισχύς των κοινωνικών κινημάτων, όχι απλώς ως συσπείρωση συνδικαλιστικής δύναμης έναντι του κράτους και της εργοδοσίας, αλλά πρωτίστως ως δυναμική κοινωνικής ανατροπής, αυτοδιαχείρισης, αποεμπορευματοποίησης, διαρκούς οικοδόμησης «ελεύθερων χώρων» από τα κάτω. Αυτό θα μπορούσε να είναι η πρώτη εμφάνιση μιας εκδοχής δυαδικής εξουσίας στον 21ο αιώνα? μάλιστα, διακρίνουμε το ίχνος της σε όλες τις μεγάλες συγκρούσεις των τελευταίων ετών, από τις μεγάλες λατινοαμερικανικές κοινωνικές εξεγέρσεις έως τις κορυφαίες στιγμές των ευρωπαϊκών συγκρούσεων και από τους αλλεπάλληλους Γαλλικούς ξεσηκωμούς έως τον ελληνικό Δεκέμβρη και την 5η Μάη.

Επιπλέον, το να συζητήσουμε τέτοια ενδεχόμενα μπορεί να καθοδηγήσει την παρέμβαση και μέσα σε περισσότερο αντιφατικές και σύνθετες καταστάσεις. Για παράδειγμα, εάν απέναντι στην πολιτική κρίση αναδειχθούν ενδοσυστημικές δυνάμεις που αναλαμβάνουν να προχωρήσουν σε μερικές τομές με την προηγούμενη στρατηγική, μόνο μια μάχιμη και διαλεκτική παρέμβαση της Αριστεράς με πρωταρχικό στοιχείο τη γείωση στα κινήματα και σε ριζοσπαστικές πρακτικές ρήξης με τη λογική του κεφαλαίου μπορεί να διευρύνει τις κατακτήσεις και να διατηρήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο και μεγαλύτερων ανατροπών, αποφεύγοντας την απλή καταγγελία και τον κίνδυνο της ενσωμάτωσης.

3. Επιστροφή της Αριστεράς

Η πρόκληση της πολιτικής συγκρότησης

Όλα αυτά, όμως, απαιτούν σύγχρονες μορφές πολιτικής παρέμβασης. Το να σκεφτούμε το θέμα της πολιτικής συγκρότησης απλώς με όρους στρατηγείου ή συγκέντρωσης δυνάμεων, δηλαδή με «στρατιωτικές» μεταφορές, εντοπίζει μόνο μία από τις απαιτήσεις της περιόδου. Σήμερα, απαιτείται να δούμε την πολιτική συγκρότηση ως συλλογική διανοητικότητα, ως πραγματική διαμόρφωση του συλλογικού διανοουμένου (και επομένως του «Σύγχρονου Ηγεμόνα»), ως συλλογική διαδικασία τροποποίησης του κοινού νου, γνώσης του πεδίου της μάχης και παραγωγής πρωτότυπων προγραμματικών κατευθύνσεων για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Σημαίνει αναμέτρηση με την πρόκληση ότι σήμερα οι άνθρωποι, οι εμπειρίες, οι ευαισθησίες που μπορούν να συνδιαμορφώσουν μια τέτοια Αριστερά βρίσκονται ενταγμένα σε ένα πολύ ευρύ και αντιφατικό φάσμα πολιτικών αναγνωρίσεων.

Τα όρια των σχεδίων για την Αριστερά

Με την πρόκληση ριζοσπαστικής ανασύνθεσης είναι αντιμέτωπη και η ελληνική Αριστερά. Αυτά δεν μπορούν να μένουν απλώς στο επίπεδο μιας γενικής επίκλησης –απαιτούν τομές και υπερβάσεις με βάση τις προκλήσεις της συγκυρίας. Μια σειρά σχέδια στην Αριστερά έδειξαν τα όριά τους. Δεν μπορούμε να πάμε μακριά με τη λογική του αντινεοφιλελεύθερου μετώπου και τις σημερινές ελληνικές εκδοχές του όπως η «συνάντηση με το σοσιαλιστικό χώρο» ή η «αντιμνημονιακή ενότητα». Πρέπει να αρνηθούμε μια παράδοση που έλεγε ότι για να συναντηθούμε με όσους αποδεσμεύονται από τη σοσιαλδημοκρατία πρέπει να πάμε δεξιότερα, αντίληψη που αποτέλεσε άλλοθι για δεξιές στροφές και απειλεί να μετατρέψει την Αριστερά σε μοχλό αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού. Η λογική της αυτόκεντρης ανάπτυξης γύρω από ένα κλειστό κομματικό κέντρο, που θεωρεί πως δεν μπορούν να υπάρξουν νικηφόροι αγώνες και τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης παρά μόνο η κομματική ενδυνάμωση, μπορεί να αποτέλεσε ανάχωμα απέναντι στον κίνδυνο γενικευμένης μετάλλαξης και ανυποληψίας της Αριστεράς, ωστόσο οδηγεί στη διάσπαση και την υπονόμευση των αγώνων, στηρίζει αντικειμενικά την κυρίαρχη πολιτική. Ο εγκλεισμός σε μια λογική «αριστερής αντιπολίτευσης» απειλεί να κάνει την αντικαπιταλιστική αριστερά να μη δει πραγματικές ευκαιρίες ή να την ωθήσει στην αυταπάτη ότι είναι η μόνη μη καθεστωτική δύναμη.

Απαιτείται τολμηρή προσπάθεια υπέρβασης των ορίων που έχουν τα υπαρκτά σχέδια για την Αριστερά. Η υπέρβαση αυτή δεν μπορεί να είναι μια εγκεφαλική κατασκευή ή μια θεωρητική τοποθέτηση. Απαιτείται συγκεκριμένος πειραματισμός που να πατάει πάνω στη προσπάθεια τροποποίησης του πραγματικού συσχετισμού δύναμης.

Η ανασύνθεση του κοινωνικού υποκειμένου

Πρώτη προτεραιότητα σήμερα είναι η διαμόρφωση του αναγκαίου αγωνιστικού κοινωνικού μετώπου, της συνάρθρωσης κοινωνικών συγκρούσεων, συνδικαλιστικών μορφών, μορφών αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης, που θα οικοδομήσει την αντίσταση, θα ανατρέψει τη σημερινή επίθεση, θα επιτρέψει την ανάταξη του λαϊκού κινήματος και θα σφυρηλατήσει μια νέα κοινή ταυτότητα και αυτοπεποίθηση των λαϊκών μαζών τροποποιώντας τον κοινό νου και διαμορφώνοντας την υλική βάση ενός σύγχρονου ιστορικού μπλοκ, μιας νέας επιστροφής των μαζών ως συλλογικού υποκειμένου στο ιστορικό προσκήνιο μέσω της ενότητας εργαζομένων, νέων, ανέργων, μεταναστών. Αυτό απαιτεί τομή με όλες τις πρακτικές που έκαναν την Αριστερά στο συνδικαλισμό, στη διοίκηση, στην τοπική αυτοδιοίκηση κομμάτι εκτεταμένης συναλλαγής με την εξουσία.

Χρειάζεται να ορίσουμε ξανά τι σημαίνει κοινωνικό κίνημα, τι σημαίνει εργατικό κίνημα, ποια στρώματα περιλαμβάνει και πώς οικοδομείται. Πρέπει να υπερβούμε τα σημερινά υπαρκτά όρια του συνδικαλιστικού κινήματος και το γεγονός ότιτα στρώματα που αναφέρονται σε οργανωμένες μορφές πάλης είναι μειοψηφικά σε σχέση με το σύνολο των λαϊκών δυνάμεων. Χρειάζεται με τρόπο πρωτότυπο να επανεξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα στο οργανωμένο κίνημα, τις πρακτικές αυτοοργάνωσης σε κάθε επίπεδο, τις μορφές αλληλεγγύης, το πώς θα βρουν τρόπο συλλογικής έκφρασης σε κάθε επίπεδο όσοι σήμερα είναι έξω από τις συγκροτημένες  κινηματικές μορφές, τον τρόπο συλλογικής παρέμβασης όσων βρίσκονται σε συνθήκη αποκλεισμού (άνεργοι, απολυμένοι κ.λπ.). Πρέπει να δούμε πώς θα συναρθρωθούν οι «κλασικές» μορφές κοινωνικές διεκδίκησης και ανταγωνισμού με τις σύγχρονες εκδοχές μαζικής εξεγερτικής δράσης αλλά και τις μορφές συλλογικής επανοικειοποίησης χώρων, που φέρνει στο προσκήνιο η κλιμάκωση των κινημάτων. Άλλωστε, μόνο πάνω στη βάση της επανεμφάνισης των μαζικών κοινωνικών υποκειμένων του κοινωνικού ανταγωνισμού μπορούμε να επανιδρύσουμε το πολιτικό υποκείμενο, την πολιτική Αριστερά και την εργατική δημοκρατία που της αναλογεί.

Η σημασία του πολιτικού προγράμματος

Η κεντρικότητα της πολιτικής απαιτεί την επεξεργασία του αναγκαίου μίνιμουμ πολιτικού προγράμματος, που σήμερα ορίζει τη ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική και σηματοδοτεί τον κλονισμό κρίσιμων πλευρών της αστικής κυριαρχίας. Αυτό δεν μπορεί να είναι, στην ελληνική περίπτωση, απλώς το «Όχι στο Μνημόνιο», γιατί αυτό απλώς κωδικοποιεί τη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών –δεν την μετασχηματίζει σε πολιτική στοχοθεσία, ούτε ανατρέπει το βασικό κόμβο της «παθητικής αντεπανάστασης» του κεφαλαίου, που είναι ακριβώς η λογική «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Αυτό το σηματοδοτούν οι στόχοι για παύση πληρωμών στο χρέος, για έξοδο από το ευρώ και ρήξη με την ΕΕ, για εθνικοποίηση τραπεζών, για αναδιανομή εισοδήματος. Τέτοιοι στόχοι δεν αποτελούν ούτε μεταρρυθμισμό, ούτε οικονομικό «εθνικισμό» ή προστατευτισμό. Είναι στόχοι που εντοπίζουν τους μηχανισμούς με τους οποίους εσωτερικεύεται η συστημική κοινωνική βία και αναπαράγεται ένα επιθετικό καθεστώς συσσώρευσης, είναι στόχοι που σηματοδοτούν τη ρήξη της Αριστεράς με τον ευρωπαϊσμό, τον κυβερνητισμό αλλά και τον αριστερό αναχωρητισμό.

Για μια πρωτότυπη εκδοχή Αριστερού Μετώπου

Η ανασύνθεση σήμερα μιας Αριστεράς επαρκώς ριζοσπαστικής πολιτικά απαιτεί τολμηρά βήματα για μια πρωτότυπη εκδοχή Αριστερού Μετώπου. Αυτό δεν μπορεί σήμερα να είναι η παραδοσιακή δεξιόστροφη εκδοχή του, όπου το κοινωνικό άνοιγμα ταυτίζεται με τη δεξιά στροφή. Ούτε μπορεί να είναι η συσπείρωση των αμιγώς επαναστατικών δυνάμεων, γιατί αυτό σηματοδοτεί μια πολύ περιορισμένη απήχηση. Χρειαζόμαστε το πεδίο συνάντησης ανάμεσα στην Αντικαπιταλιστική Αριστερά, τις αριστερές αναζητήσεις εντός του ρεφορμισμού, τις κοινωνικές δυνάμεις που έρχονται στο προσκήνιο είτε μέσα από την αποδιάρθρωση της κοινωνικής συμμαχίας της σοσιαλδημοκρατίας είτε μέσα από τις εξεγερτικές πρακτικές και τις νέες μορφές αυτοοργάνωσης που αναδύονται μέσα στα κινήματα.

Ένα Αριστερό Μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση, με βάση τις κρίσιμες πολιτικές οριοθετήσεις της περιόδου και την ανάγκη για ένα πολιτικό νεύρο του κινήματος, μπορεί να αποτελέσει την πολιτική έκφραση του δυνάμει ιστορικού μπλοκ. Ένα τέτοιο μέτωπο θα είναι αναγκαστικά αντιφατικό, θα είναι ένα πεδίο όπου η ηγεμονία θα διακυβεύεται, θα είναι όμως, ταυτόχρονα, και ένα πεδίο που θα επιτρέπει νέες συνθέσεις, βάθεμα της πολιτικής κατεύθυνσης και την καλύτερη αναμέτρηση με το ερώτημα της εξουσίας.

Μια τέτοια κατεύθυνση Αριστερού Μετώπου οφείλει να βάζει σήμερα τις πραγματικές οριοθετήσεις που ορίζουν την αριστερή στρατηγική μέσα στη συγκυρία: Τη ρήξη με τον κυβερνητισμό της «αριστεράς του εφικτού», που συμπυκνώνεται στο αίτημα για παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, τη ρήξη με τον ευρωπαϊσμό μέσω της απαίτησης γιαρήξη με την ΕΕ και έξοδο από ΟΝΕ και ευρώ, τη ρήξη μετο νεοφιλελευθερισμό, που συμπυκνώνεται στην εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων αλλά και στη ριζική αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος του κεφαλαίου, τη ρήξη με την ηττοπάθεια και τη γραφειοκρατία μέσω της πρωτοπόρας στράτευσης στην κλιμάκωση των κινητοποιήσεων. Διαφέρει τόσο από την παραδοσιακή αντίληψη «ενότητας της Αριστεράς», η οποία υποτιμούσε το αναγκαίο πολιτικό περιεχόμενο  που πρέπει να έχει μια μετωπική ενότητα και οδηγούσε στην απλή αναπαραγωγή αδιεξόδων και στη λογική του «πόλου των αμιγώς επαναστατικών δυνάμεων», που βάζει τα ανοιχτά ερωτήματα της επαναστατικής στρατηγικής ως προαπαιτούμενα της ενωτικής πολιτικής πρακτικής.

Οποιαδήποτε σύγχρονη εκδοχή Μετώπου δεν μπορεί παρά να έχει βαθιά δημοκρατική μορφή. Να υπερβαίνει τη λογική του κονκλαβίου τάσεων και οργανώσεων, να στηρίζεται στους αγωνιστές της βάσης, να έχει ως ηθική και κοινωνική ραχοκοκαλιά τους αγωνιστές των κινημάτων. Η δημοκρατική μορφή, η λογική της πιο πλατιάς δημοκρατίας σε κάθε επίπεδο, η κατοχύρωση αρχών όπως «ένας σύντροφος, μία ψήφος» δεν είναι εργαλειακό ζήτημα αλλά βαθιά στρατηγικό. Σηματοδοτεί την προσπάθεια σε κάθε επίπεδο, από το κόμμα ή την οργάνωση έως τη βάση του μετώπου, για μια πολιτική διαδικασία που να είναι εργαστήριο παραγωγής πολιτικής γνώσης, πεδίο της αναγκαίας διανοητικότητας της πολιτικής, χώρος πολιτικού πειραματισμού, συλλογική διαδικασία για το τι πρέπει να κρατήσουμε από την ιστορική κληρονομιά του αριστερού κινήματος και συνάμα για το ποιες νέες πρακτικές ή κατευθύνσεις να εντάξουμε στη στρατηγική μας.

Ένα τέτοιο μέτωπο είναι και το μόνο πεδίο, όπου μπορεί να αναδειχθεί ένα σύγχρονο κομμουνιστικό ρεύμα που θα αναφέρεται στην επαναστατική ανατροπή σε τομή με τον οικονομισμό, το δογματισμό, την ιδεολογική αποπτώχευση και τον πρακτικισμό. Όσο κι αν σήμερα μια καταναγκαστική επίκληση του κομμουνισμού μπορεί να φαντάζει επαναστατικός βερμπαλισμός, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τόσο η οικοδόμηση της νικηφόρας αντίστασης όσο και η διαμόρφωση μιας πολιτικά αποτελεσματικής Αριστεράς περνάνε μέσα από την επιμονή στην ανατροπή ως αντικειμενικό όριο των σημερινών αντιστάσεων. Η κατοχύρωση της δυνατότητας μιας εναλλακτικής, μη καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας είναι κομβική πλευρά μιας σύγχρονης αντι-ηγεμονικής απεύθυνσης. Η ριζική καινοτομία και πρωτοτυπία που αναγκαστικά θα χαρακτηρίσει οποιαδήποτε εκδοχή σύγχρονου επαναστατικού κινήματος δεν αναιρεί την επικαιρότητα των κρίσιμων οριοθετήσεων της κομμουνιστικής αναφοράς? την επίγνωση της προτεραιότητας του ταξικού ανταγωνισμού, την κεντρικότητα της πολιτικής πάλης, την εμμονή στην πολιτική συγκρότηση, τη γραμμή μαζών, την αναφορά στην αναγκαστική υλικότητα της επαναστατικής ρήξης.

Όλα αυτά απαιτούν ως συνεκτικό θεωρητικό ιστό την αναφορά σε ένα σύγχρονο επαναστατικό μαρξισμό. Αυτό δεν μπορεί να ειδωθεί ως “άρθρα πίστεως” αλλά ως πρόκληση της ριζικής ανανέωσης της θεωρίας, προκειμένου να  παρακολουθήσουμε τις αλλαγές του σύγχρονου καπιταλισμού και να επιβεβαιώσουμε κρίσιμες οριοθετήσεις, όπως είναι η προτεραιότητα των παραγωγικών σχέσεων πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις, η ειδική βαρύτητα του πολιτικού επιπέδου, η υλικότητα της ιδεολογίας, η διαλεκτική σχέση εθνικού και διεθνικού, η ανισόμετρη ανάπτυξη.

Αντί επιλόγου

Η κατεύθυνση αυτή θα είναι αντιφατική και πρωτότυπη. Αρκετοί από όσους αυτή η κουβέντα αφορά είναι πιθανό, σε πρώτη φάση, να μείνουν εγκλωβισμένοι σε προηγούμενα σχήματα και πρακτικές, συχνά προσκολλημένοι στην Αριστερά της ήττας. Ωστόσο, αυτή η κατεύθυνση μπορεί να έχει υπαρκτή δυναμική, εάν συναντηθεί με κοινωνικές δυναμικές και αναζητήσεις αγωνιστών. Σημάδια ελπίδας υπάρχουν σήμερα μέσα στο τοπίο της Αριστεράς. Στο χώρο του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν φωνές που μιλούν για ρήξη με τον αριστερό ευρωπαϊσμό, τον κυβερνητισμό και τις συμπράξεις με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, την ίδια ώρα που η λογική της «συνάντησης με το σοσιαλιστικό χώρο» αποτελεί εφαλτήριο δεξιών στροφών και η επικέντρωση στην αισθητική και τη μεγαλοστομία δεν αποτέλεσε πολιτική διέξοδο. Στο χώρο του ΚΚΕ είναι ελπιδοφόρες οι φωνές που λένε «φτάνει πια με τα αδιέξοδα του εγκλεισμού και του σεχταρισμού» για να πάρει δυναμική η σημαντική στοίχιση λαϊκών στρωμάτων σε αντισυστημικές και αντι-ΕΕ τοποθετήσεις. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί ένα παράδειγμα δημοκρατικού μετώπου της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που αναμετριέται με την πρόκληση των ερωτημάτων για την Αριστερά συνολικά όντας ταυτόχρονα αναγνωρίσιμο μαζικό πολιτικό ρεύμα. Αυτές οι δυναμικές πρέπει να τολμήσουν να συναντηθούν γύρω από κρίσιμες προγραμματικές οριοθετήσεις και να αναλάβουν το στοίχημα μιας ριζοσπαστικής ανασύνθεσης του τοπίου στην Αριστερά, έχοντας την επίγνωση ότι η Ιστορία ενίοτε συμπυκνώνεται και επιταχύνεται και ότι η δική μας τόλμη ή ατολμία μπορεί να κρίνει εξελίξεις.

Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά έδειξε με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι μπορεί να κάνει τομές με τον εαυτό της. Πρέπει, τώρα, τολμηρά να αναλάβει την ευθύνη να δει πώς μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα συνολικά στο κίνημα και την Αριστερά κάνοντας τομές στη δημοκρατική λειτουργία και συγκρότησή της, στηρίζοντας την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, προβάλλοντας το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό πλαίσιο. Σε μια προηγούμενη περίοδο, όπου ο συνολικός συσχετισμός δύναμης φάνταζε καταθλιπτικός, η Αντικαπιταλιστική Αριστερά είχε πράγματι δίκιο να επενδύει στην ανάπτυξη αντιστάσεων και, πέραν αυτού, στην αυτοτελή της συγκρότηση και μόνο, με σκοπό να έχει ο επαναστατικός δρόμος διακριτή καταγραφή. Η επιτάχυνση και συμπύκνωση διεργασιών, όμως, που φέρνει μια συγκυρία η οποία συνδυάζει την οικονομική κρίση και την αστική «φυγή προς τα εμπρός» με τα εμφανή σημάδια ηγεμονικής κρίσης διαμορφώνει ένα διαφορετικό τοπίο. Το διακύβευμα δεν είναι πλέον μόνο η στήριξη των κοινωνικών αντιστάσεων και η επιβίωση της αναφοράς στον επαναστατικό δρόμο, αλλά εκείνη η Αριστερά που θα οξύνει αντιφάσεις, θα κατακτήσει πολιτικό χώρο, θα συγκροτηθεί ως δυνάμει ηγέτιδα δύναμη του «έθνους των εργαζομένων» με ορίζοντα όχι απλώς την αντίσταση, αλλά την εξουσία και την κοινωνική χειραφέτηση. Αυτή είναι μια πρόκληση που η Αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν μπορεί να αποφύγει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.