ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ |
Τρί, 30/05/2023 - 12:10

Για την ιστορία, την πάλη των τάξεων και τη φιλοσοφία: Εκδοτικό σημείωμα στην «Απάντηση στον Τζων Λιούις»


Το ανά χείρας κείμενο διατηρεί μια εξόχως ιδιαίτερη θέση στο σύμπαν των κειμένων του Λουί Αλτουσέρ, πριν απ’ όλα γιατί συνιστά ακόμα και σήμερα, πενήντα και πλέον χρόνια μετά τη δημοσίευσή του και παρά το πλήθος βιβλίων του συγγραφέα του που είναι πλέον διαθέσιμα, μία από τις πιο γνωστές παρεμβάσεις του· η Απάντηση στον Τζων Λιούις συγκεντρώνει μερικές από τις πιο διάσημες σελίδες που έγραψε ποτέ ο Αλτουσέρ, και ως εκ τούτου είναι ένα κείμενο που καθόρισε σε σημαντικό βαθμό την πρόσληψή του από το κοινό.

Στην απήχηση αυτή συνέτεινε ασφαλώς η μορφή του: Πρόκειται για ένα κείμενο πολεμικής· όχι για οποιοδήποτε δοκίμιο θεωρίας, μα για ένα δοκίμιο θεωρίας το οποίο οργανώνεται σε αντιπαράθεση με θέσεις και απόψεις που μπορεί να εκφέρονται μεν εκείνη τη στιγμή από τον Άγγλο μαρξιστή φιλόσοφο Τζων Λιούις αλλά συνιστούν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τον (μαρξιστικό) «κοινό νου» της περιόδου, απηχώντας την ηγεμονία των πιο ισχυρών σημείων της κυρίαρχης, αστικής ιδεολογίας μέσα στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

Η ευρύτερη πολιτική συγκυρία του κομμουνιστικού κινήματος δρα όχι μόνο ως υπόστρωμα της διαμάχης αλλά πολύ περισσότερο ως πυροδότης της. Το διακύβευμα της αντιπαράθεσης είναι, με άλλα λόγια, εξόχως πολιτικό, τόσο στη θεωρία όσο και στην καθαυτό πολιτική, στη στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος. Βρισκόμαστε στο 1972, χρονιά του Κοινού Προγράμματος του ΓΚΚ με τους Σοσιαλιστές, ο Μάης του ’68 δεν απέχει παρά ελάχιστα χρόνια και ο απόηχός του παραμένει εκκωφαντικός, όπως κι εκείνος της εισβολής των σοβιετικών τανκς στην Πράγα· στην Κίνα εξελίσσεται ακόμη η Πολιτιστική Επανάσταση, την ίδια στιγμή που η Σοβιετική Ένωση βρίσκεται στο απόγειο του μπρεζνιεφισμού, και τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης οργανώνουν και τυπικά πλέον τη δεξιά στροφή τους.

Σε αυτή τη συνθήκη, όπου παραμένει έντονη η ανάπτυξη των οργανωτικών μορφών του κομμουνιστικού και του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη και οξεία η στρατηγική αντιπαράθεση για τη συγκρότηση και την κατεύθυνσή του, η θεωρητική σύγκρουση μεταξύ των σημαινόντων θεωρητικών του μαρξιστικού στρατοπέδου ήταν μάλλον δεδομένο ότι θα συγκέντρωνε το ενδιαφέρον διεθνώς.

 

Μπορεί η Απάντηση στον Τζων Λιούις να χρωστά εν μέρει τη σημαντική απήχησή της στη συγκυρία μέσα στην οποία κυκλοφόρησε, οι αιτίες αυτής της απήχησης όμως καθόλου συγκυριακές δεν υπήρξαν. Και αυτό γιατί στις σελίδες της ο Αλτουσέρ προσφέρει μια συμπυκνωμένη και ταυτόχρονα συστηματική αλλά και εξαιρετικά εύγλωττη και διεισδυτική απόρριψη του κυρίαρχου σοβιετικού μαρξισμού, παρουσιάζοντας την ίδια στιγμή τις πιο στρατηγικές θέσεις του για τη μαρξιστική θεωρία, τόσο για την υλιστική φιλοσοφία όσο και για τον ιστορικό υλισμό. Δεν θα ήταν παράτολμο δηλαδή να υποστηρίξουμε ότι η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

Κατευθυντήριο νήμα της Απάντησης είναι η κριτική στον ανθρωπισμό, στον οποίο ο Αλτουσέρ επανέρχεται για να απορρίψει τη θέση που φαντάζει αυταπόδεικτη, ότι «ο άνθρωπος κάνει την ιστορία», επιμένοντας ότι την ιστορία την «κάνουν» οι μάζες, και μάλιστα όχι βουλησιαρχικά αλλά μονάχα μέσα στο πλαίσιο της πάλης των τάξεων, η οποία συνιστά και την κινητήρια δύναμή της, αφαιρώντας έτσι από αυτή κάθε τελεολογία, κάθε τελικό σκοπό, κάθε Τέλος. Σε θεωρητικό επίπεδο, επιμένει ο Αλτουσέρ, η κατηγορία του ανθρώπου συνιστά μια αστική φιλοσοφική κατηγορία, που συσκοτίζει τις κοινωνικές σχέσεις και τη δομική τους ανισότητα, την εκμετάλλευση και την καταπίεση πάνω στις οποίες οργανώνονται.

 

Την ίδια στιγμή όμως, η μανιφεστοειδής μορφή της Απάντησης, ο αφοριστικός τρόπος της συμπυκνωμένης διατύπωσης των αλτουσεριανών θέσεων, και ο ουσιώδης χαρακτήρας της ως πολεμικής είναι ακριβώς τα στοιχεία στα οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η πιο διαδεδομένη κριτική στο συγκεκριμένο κείμενο: ότι πρόκειται για ένα από τα πιο «δογματικά» του συγγραφέα της.

Και πράγματι, αν επιχειρήσουμε να προσπελάσουμε το κείμενο αυτό σήμερα, με την απόσταση όχι μόνο τη χρονική αλλά και την πολιτική, την ιδεολογική και την πολιτισμική που μας χωρίζει από τη συγκυρία της συγγραφής του, θα σταθούμε καταρχάς σε δύο βασικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, στη γλώσσα του, μια γλώσσα που μοιάζει σε σημεία της παρωχημένη και άκαμπτη καθώς επιμένει να χρησιμοποιεί την ιδιόλεκτο του κομμουνιστικού κινήματος της εποχής, με προεξάρχουσα τη διαρκή επίκληση στον «μαρξισμό-λενινισμό». Δεύτερον και κυριότερο, στη μορφή του: Παρότι ο Αλτουσέρ επεξεργάζεται ήδη από χρόνια και προτείνει έναν μαρξισμό ανοιχτό, σε αντιπαράθεση με κάθε αναπαραγωγή του ως κλειστού «συστήματος», εντούτοις η μορφή της Απάντησης συχνά παραπέμπει στο αντίθετο· στη διεκδίκηση μιας νέας, δικής του, όπως θα κατηγορηθεί συστηματικά από τους θεωρητικούς του αντιπάλους, μορφής ορθοδοξίας.

Ωστόσο, το αναγνωστικό κοινό θα διαπιστώσει σχετικά εύκολα τη θεμελιώδη μορφική διαφορά που έχουν τα ερευνητικά κείμενα του Αλτουσέρ της ίδιας περιόδου –το πλήθος των αδημοσίευτων χειρογράφων του– σε σχέση με όσα ο ίδιος επέλεξε να δημοσιεύσει. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει ότι τόσο το λεξιλόγιο όσο και η μορφή της Απάντησης, η ίδια η πρακτική της δημοσιοποίησής της, συνιστά από τη μεριά του συγγραφέα το ίχνος μιας συνειδητής δημόσιας πολιτικής στρατηγικής στη θεωρία: Ο Αλτουσέρ επιχειρεί να χρησιμοποιήσει κοινά μέσα γι’ αυτό του το διάβημα, αφενός να μιλήσει την «κομματική» γλώσσα της εποχής, την οποία άλλωστε μιλά το μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου του, και αφετέρου να διατυπώσει τις θέσεις του αφοριστικά και διαιρετικά επιδιώκοντας να παραγάγει τα μέγιστα πολιτικά και θεωρητικά αποτελέσματα.

 

Αν όμως περιοριστούμε σε αυτά τα χαρακτηριστικά, που περισσότερο παραπέμπουν σε μια στρατηγική λόγου –την υποταγή στις πολιτικές συμβάσεις της εποχής μέσα στη μαρξιστική θεωρητική συζήτηση–, κινδυνεύουμε να χάσουμε από την οπτική μας την ενδεχομένως σοβαρότερη ιδιαιτερότητα του κειμένου: Το γεγονός ότι συνιστά έναν από τους πιο σημαντικούς σταθμούς στην εξέλιξη της σκέψης και της θεωρητικής διαδρομής του Αλτουσέρ, δηλαδή ένα από τα πιο σημαντικά κείμενά του από μια καθαρά θεωρητική σκοπιά.

Ας εξηγηθούμε.

Το 1967, δύο μόλις χρόνια μετά την εντυπωσιακή είσοδό του στο θεωρητικό προσκήνιο με την έκδοση των δύο βασικών του βιβλίων, του Για τον Μαρξ και του Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, ο Αλτουσέρ εκκινεί μια, όπως θα αποδειχτεί, μακρά αλλά και βαθιά διαδικασία φιλοσοφικής αυτοκριτικής. Βασικό αντικείμενο της αυτοκριτικής αυτής θα αποτελέσει ο ίδιος ο ορισμός του για τη φιλοσοφία και οι θεωρητικές του συνέπειες.

Έτσι, στο πλαίσιο του σεμιναρίου του στην École Normale Supérieure εκείνη τη χρονιά, το οποίο έχει αντικείμενο τη φιλοσοφία για επιστήμονες, ο Αλτουσέρ μετατοπίζεται από τη θέση του ότι η φιλοσοφία συνιστά μια «θεωρία της θεωρητικής πρακτικής», όπως την είχε διατυπώσει στο περίφημο δοκίμιο «Για την υλιστική διαλεκτική», όπου παρουσίαζε τη φιλοσοφία ως μια «επιστήμη των επιστημών», για να διατυπώσει για πρώτη φορά τη θέση ότι η φιλοσοφία δεν έχει αντικείμενο, όπως οι επιστήμες, ούτε ιστορία, αλλά αντιθέτως διατυπώνει θέσεις. Το χειρόγραφο με τίτλο «Μάθημα φιλοσοφίας για επιστήμονες», που συγγράφει ο Αλτουσέρ εκείνη την περίοδο και μένει αδημοσίευτο μέχρι το 1974, αποτελεί έτσι τον θεωρητικό τόπο μιας νέας ερευνητικής και θεωρητικής τροχιάς που τροφοδοτεί έκτοτε το σύνολο του έργου του.

Η πρώτη δημόσια αποτύπωση αυτής της νέας πρόσληψης της φιλοσοφίας έρχεται τον Φλεβάρη του 1968 όταν, μπροστά στη Γαλλική Εταιρεία Φιλοσοφίας, ο Αλτουσέρ εκφωνεί την περίφημη διάλεξή του με τίτλο «Ο Λένιν και η φιλοσοφία». Εκεί διατυπώνει ανοιχτά τη θέση ότι η φιλοσοφία είναι, σε τελική ανάλυση, πολιτική στη θεωρία, συμπληρώνοντας ότι μπορεί να μην έχει μεν αντικείμενο αλλά έχει διακυβεύματα. Δύο διακυβεύματα, θα πει εκείνη την στιγμή ο Αλτουσέρ: την πολιτική και τις επιστήμες, για να συμπληρώσει ότι η φιλοσοφία διαιρεί, δεν ενώνει, και ότι η μεροληψία είναι καταστατική της συνθήκη.

Το κείμενο «Ο Λένιν και η φιλοσοφία» θα αποτελέσει έκτοτε για τον Αλτουσέρ προγραμματικό φιλοσοφικό μανιφέστο μέσω του οποίου θα διατυπώσει μια νέα, εντελώς διαφορετική στη μορφή και στο περιεχόμενό της θέση για το τι είναι η φιλοσοφία· θα διατυπώσει έναν ορισμό γι’ αυτήν, που ενώ δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί, ωστόσο δείχνει σε μια κατεύθυνση από την οποία ο Αλτουσέρ δεν θα υπαναχωρήσει ποτέ: εκείνη της άμεσης συσχέτισης ανάμεσα στη φιλοσοφία, την ταξική πάλη και την πολιτική, πολύ μακριά από την προσέγγισή της είτε ως ενός κλειστού συστήματος είτε ως κάποιας γνωσιολογίας, και ακόμα πιο μακριά από την όποια θεωρησιακή της σύλληψη.

Η δημοσίευση της πολεμικής στην «Περίπτωση Αλτουσέρ» από τον Τζων Λιούις στο Marxism Today τους πρώτους μήνες του 1972 γίνεται η αφορμή ώστε ο Αλτουσέρ να επανέλθει στο ερώτημα της φιλοσοφίας, προχωρώντας σε σχέση με το «Ο Λένιν και η φιλοσοφία», για να διατυπώσει την οριστική του πλέον θέση: Η φιλοσοφία είναι, σε τελική ανάλυση, ταξική πάλη στη θεωρία. Και, ακόμα περισσότερο, διακυβεύματά της δεν είναι μόνο η πολιτική και οι επιστήμες, όπως έγραψε το 1968, αλλά όλες οι κοινωνικές πρακτικές, προαναγγέλλοντας έτσι τρόπον τινά τη Μύηση στη φιλοσοφία για τους μη φιλοσόφους, στην οποία, ορισμένα χρόνια μετά, ο ίδιος θα επιχειρήσει να συστηματοποιήσει τη θεωρητική φύση της φιλοσοφίας, τη σημασία της για τους καθημερινούς ανθρώπους και τις πρακτικές τους, αλλά και να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να συμβάλει στην εγγύηση ή στην υπονόμευση της καπιταλιστικής ιδεολογικής ηγεμονίας.

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά, επομένως, τον θεωρητικό τόπο στον οποίο ο Αλτουσέρ παρουσιάζει συνολικά το πρώτο, βασικό περίγραμμα της αυτοκριτικής του γύρω από τον θεωρητικισμό που εκτιμά ότι έφεραν όψεις προηγούμενων, θεμελιωδών αναλύσεών του, αυτοκριτική στην οποία θα επανέλθει δύο χρόνια μετά, το 1974, ακόμα πιο ανοιχτά πλέον, με την έκδοση των περίφημων και εξίσου διάσημων Στοιχείων αυτοκριτικής, ενός κειμένου που καθόλου τυχαία γράφτηκε ακριβώς την ίδια περίοδο με την Απάντηση, το καλοκαίρι του 1972, και βρήκε τον δρόμο του για το τυπογραφείο την ίδια χρονιά με το χειρόγραφο των μαθημάτων φιλοσοφίας για επιστήμονες, στο οποίο ο Αλτουσέρ έδωσε τον τίτλο Φιλοσοφία και αυθόρμητη φιλοσοφία των επιστημόνων.

Ιδού λοιπόν η ιδιαιτερότητα αυτού του κειμένου σε όλη της την έκταση και την ένταση: ένα δημόσιο μανιφέστο, μια συμπυκνωμένη πολεμική διατύπωση πολιτικών και θεωρητικών αφορισμών του συγγραφέα του, που λαμβάνει χώρα στον ιδεολογικό ανταγωνισμό προς όφελος της υλιστικής φιλοσοφικής τάσης, και ταυτόχρονα ένα κείμενο δημόσιας φιλοσοφικής αυτοκριτικής, μια αποτύπωση της αυτοκριτικής ως φιλοσοφικής στρατηγικής αυτής καθ’ εαυτήν, ως πολιτικής στη θεωρία –για να το θέσουμε με τους όρους του ίδιου του Αλτουσέρ–, αλλά κι ένα κείμενο πρωτογενούς, πρωτότυπης διατύπωσης σημαντικών θεωρητικών θέσεων μέσα στο συνολικό έργο του Γάλλου φιλοσόφου.

Και βέβαια, η Απάντηση στον Τζων Λιούις εξακολουθεί να είναι ίσως το μοναδικό κείμενο στο οποίο ο Αλτουσέρ δεν επιχειρεί μόνο να περιγράψει μια –σχεδόν πάντοτε υπό έλευση– υλιστική φιλοσοφική πρακτική, όπως θα κάνει στη Μύηση, αλλά τη δοκιμάζει κιόλας ο ίδιος, χαράσσοντας διαχωριστικές γραμμές, εκφέροντας θέσεις που είναι αντι-θέσεις, και διερευνώντας τα αποτελέσματα των θέσεων αυτών, τον τρόπο που ανοίγουν ή όχι δρόμους στη θεωρία και στην ιδεολογική ταξική πάλη υπέρ των υπό εκμετάλλευση τάξεων. Και είναι ίσως οξύμωρο ότι, ενώ σε όλη τη δεκαετία του ’70 ο Αλτουσέρ επικεντρώνεται στα αναγκαία χαρακτηριστικά μιας υλιστικής πρακτικής στη φιλοσοφία, εντούτοις μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι επιχειρεί να δοκιμάσει τα χαρακτηριστικά αυτά, να θέσει σε κίνηση τούτη την πρακτική της φιλοσοφίας, κυρίως –αν όχι μόνο–στην Απάντηση.

Ενδεχομένως για τον λόγο αυτόν η Απάντηση στον Τζων Λιούις αποτέλεσε ένα από τα κείμενα που άσκησαν βαθιά επίδραση στους μαθητές και συνεργάτες του Αλτουσέρ, πρωτίστως στον Μισέλ Πεσέ, τον Ντομινίκ Λεκούρ και τον Ετιέν Μπαλιμπάρ, δίνοντας το έναυσμα για ένα ολόκληρο κύμα ερευνών και βιβλίων που οι ίδιοι θα παραγάγουν μέσα από τη θεωρητική τροχιά και τη φιλοσοφική πρακτική που σκιαγραφεί η Απάντηση στον Τζων Λιούις, όπως και τα Στοιχεία αυτοκριτικής. Και δεν είναι τυχαίο που αυτή η παρέμβαση άνοιξε τον δρόμο σε νέες έρευνες οι οποίες επί της ουσίας δρομολόγησαν τον αλτουσεριανό μαρξισμό της δεκαετίας του ’70 – διότι αυτό είναι κι ένα βασικό χαρακτηριστικό της υλιστικής πρακτικής στη φιλοσοφία, ότι απελευθερώνει χώρο για το ξεδίπλωμα πρακτικών, ότι τις σέβεται και δεν τις επισκιάζει, δεν τις ολοποιεί. Άρα θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η Απάντηση είναι το κατεξοχήν κείμενο που φωτίζει τα χαρακτηριστικά μιας υλιστικής πρακτικής στη φιλοσοφία.

 

Έχοντας διαγράψει μια συνήθη για τον Αλτουσέρ παρέκβαση μέσω της φιλοσοφίας, ας επιστρέψουμε τώρα στην αρχή για να διατυπώσουμε μια τελευταία πρόταση: Το διακύβευμα της Απάντησης δεν είναι μόνο αλλά ούτε και κυρίως θεωρητικό. Είναι, όπως υποστηρίξαμε, πολιτικό. Γιατί η σκοπιμότητα που γεννά την Απάντηση στον Τζων Λιούις δεν είναι κάποιος απολίτικος σχολαστικισμός για τη φιλοσοφική κατηγορία του ανθρώπου, αλλά ακριβώς η σημασία των φιλοσοφικών κατηγοριών του ανθρωπισμού και του οικονομισμού στο ιδεολογικό οικοδόμημα του σοβιετικού μαρξισμού και των κυρίαρχων πολιτικών και κρατικών μορφών του.

Και πριν απ’ όλα, του «σταλινισμού» τον οποίο επιχείρησε να καταδικάσει το περίφημο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956 αλλά, αντί για μια στρατηγική κριτική, προσέφερε μόνο τη βολική απόδοση των δεινών στην υποτιθέμενη «λατρεία» ενός προσώπου, αφήνοντας ταυτόχρονα στο απυρόβλητο τις υλικές κοινωνικές σχέσεις και το σύστημα εξουσίας, του οποίου το ιστορικό πρόσωπο υπήρξε εκπρόσωπος.

Στην Απάντηση στον Τζων Λιούις, ο Αλτουσέρ επιχειρεί ακριβώς μια αριστερή κριτική στην κυρίαρχη κριτική τής μέχρι τότε ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος· στην κυρίαρχη κριτική η οποία στόχευε να εδραιώσει προς όφελός της τα αποτελέσματα που η προηγούμενη ιστορική περίοδος είχε διαμορφώσει, και να οριστικοποιήσει και τυπικά την απόστασή της από οποιοδήποτε επαναστατική κατεύθυνση.

 

Μολονότι η Απάντηση στον Τζων Λιούις είναι ένα ιδιαίτερα γνωστό βιβλίο, η απόσταση που μας χωρίζει από εκείνη την αντιπαράθεση και τη συγκυρία καθιστά τον τίτλο του βιβλίου ενδεχομένως κρυπτικό και ως εκ τούτου λιγότερο προσιτό σε ένα νεότερο κοινό. Για τον σκοπό αυτόν, συνοδεύσαμε τον τίτλο με έναν ενδεικτικό για το περιεχόμενο του βιβλίου υπότιτλο, του οποίου τη διατύπωση δανειστήκαμε από το οπισθόφυλλο που ο ίδιος ο Αλτουσέρ είχε συγγράψει για τη γαλλική έκδοση.

Επιλέξαμε δε, υπό τον τίτλο «Σημείωση του συγγραφέα», να συμπεριλάβουμε στην αρχή τής ανά χείρας έκδοσης ολόκληρο το κείμενο που αποτυπώνεται στο γαλλικό οπισθόφυλλο, καθώς συνιστά ένα πρωτογενές κείμενο που ο Αλτουσέρ συνέγραψε ακριβώς με σκοπό να απευθυνθεί στο αναγνωστικό κοινό παρουσιάζοντας εν συντομία τις βασικές κατευθύνσεις του κειμένου.

Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι η Απάντηση στον Τζων Λιούις, μετά τη δημοσίευσή της στο Marxism Today το 1972, εκδόθηκε ως βιβλίο τον Ιούνιο του 1973 και ανατυπώθηκε τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Κατά την ανατύπωση, αντιστράφηκε η σειρά παράθεσης των δύο «συμπληρωματικών» κειμένων που είχαν συμπεριληφθεί στο βιβλίο, με αποτέλεσμα πλέον να εμφανίζεται πρώτη η «Σημείωση» και δεύτερη η «Παρατήρηση», χωρίς να αλλάζει οτιδήποτε άλλο. Η παρούσα ελληνική έκδοση ακολουθεί τη σειρά που επιλέγει η ανατύπωση του Αυγούστου. Αυτή την κάπως περίπλοκη σύνδεση των τριών κειμένων διευκρινίζει ο Αλτουσέρ στη «Σημείωση του συγγραφέα» και στο «Προλογικό σημείωμα», που παρατίθενται στην αρχή του βιβλίου αυτού.

 

εκδόσεις Εκτός Γραμμής

Μάιος 2023

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.