ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Δοκίμιο πάνω στην αντίστιξη

La Grande Bellezza - Πολλαπλότητα σε ενότητα: ο πιο γενικός ορισμός της Ομορφιάς


Δοκίμιο πάνω στην αντίστιξη. Φιλοσοφικός αυτοσχεδιασμός. Θρησκευτική αλληγορία. Κατακραυγή της Εκκλησίας. Παραβολή για την αισθητική. Πολύ πιο απλά, ένας ταξιδιωτικός οδηγός για τη Ρώμη, ένας διαρκής έπαινος στην αρχιτεκτονική της, τη γοητεία που κρύβει μέσα στη σιωπή και συνάμα στη χαμέρπεια των πιο φιλήδονων απ' τους κατοίκους της. Όποια κι αν διαλέξει κανείς από τις παραπάνω περιγραφές για την ταινία, σίγουρα μπορεί να βρει στοιχεία που να τον δικαιώνουν. Η Τέλεια Ομορφιά, του Ιταλού Πάολο Σορεντίνο, είναι μια από τις ταινίες αυτές που μια στο τόσο ξεπηδάνε μέσα στο σύγχρονο ευρωπαϊκό σινεμά φέρνοντας σχεδόν αυτούσιες τις πινελιές των μεγάλων Ευρωπαίων δημιουργών, ανοίγοντας ταυτόχρονα και το δρόμο για τους επόμενους.

Αν η γλώσσα του υποκειμενισμού πρέπει κάποτε να πεθάνει, ας αφήσουμε για λίγο το θάνατό της να αναβληθεί. Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που φτιάχτηκε για να είναι αμφίσημο, να παραμένει αινιγματικό, να διχάζει το θεατή για τον πραγματικό σκοπό του σκηνοθέτη μέχρι και την τελευταία στιγμή. Έτσι δεν μπορείς πότε να είσαι σίγουρος για το αν μια σκηνή υπονοεί κάτι άλλο από αυτό που είναι, για το αν ένας διάλογος γράφτηκε για άλλα χείλια, ευρισκόμενος συνεχώς μεταξύ κυριολεξίας και μεταφοράς. Και πάνω σ' αυτό το αδιάκοπο τραμπάλισμα, ο πρωταγωνιστής της ταινίας βρίσκεται να ισορροπεί, να ανακαλύπτει, να εξυψώνεται.

Ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα είναι εκ πρώτης όψεως ένα φαινόμενο διαχρονικό: η αιώνια φιγούρα του αργόσχολου δανδή, του μπον βιβέρ κάθε χώρας, δεκαετίας και εποχής. Κατάφερε μέσα στο κλειστό σύστημα των κοσμικών και καλλιτεχνικών κύκλων της Ρώμης να γίνει το επίκεντρο ενός σύμπαντος φαινομενικά εκλεπτυσμένου και καλαίσθητου. Οι φίλοι και γνωστοί του ταυτόχρονα τον λατρεύουν και τον επικρίνουν. Συγγραφέας του ενός βιβλίου, δημοσιογράφος από χόμπι και όχι από ανάγκη, ποτέ του δεν ασχολήθηκε με την πολιτική, με τις αγαθοεργίες, με την οικογένεια ή τις επιχειρήσεις: με όλο το σύμπλεγμα των ασχολιών και των προσωπείων που κάνουν μια ζωή στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις να φαίνεται θεάρεστη και δημιουργική. Κλείνοντας τα 65 χρόνια του προσπαθεί να ανασκοπήσει τη ζωή του με τρόπο καθ’ όλα λυρικό, περνώντας μέσα από αναμνήσεις, εμμονές και απωθημένα του παρελθόντος, ομολογώντας εξ αρχής ότι αυτό που αναζητούσε ήταν η ωραιότητα και οι κρυψώνες της. Στην πορεία αυτή βρίσκεται πλαισιωμένος από αριστοκράτες, βιομηχάνους, εκδότες, καλλιτέχνες, πολιτικούς, με άλλα λόγια με όλη την “καλή κοινωνία”: αυτήν που συγκεντρωμένη σ’ ένα πανέμορφο μπαλκόνι με θέα στο Κολοσσαίο, διασκεδάζει και σχολιάζει τον εαυτό της με τρόπο αποφασιστικό, κυνικό και ηδυπαθή, πνίγοντας τα όποια απομεινάρια ενοχής στις πιο ακριβές ποικιλίες ιταλικών κρασιών και σαμπάνιας. Εκ πρώτης όψεως όλα μοιάζουν αψεγάδιαστα. Γιατί να βρίσκεται κάπου αλλού η ευτυχία και η ομορφιά;

Η ταινία σκηνοθετικά και εννοιολογικά ακροβατεί συνεχώς στο τεντωμένο σχοινί του αντίθετου. Για κάθε τι υπάρχει και το υποκατάστατό του, η βρώμικη και διεφθαρμένη του εναλλακτική. Αν είναι απλό να το διαπιστώσουμε στην αλληλουχία των εικόνων (όπου τους χορωδιακούς ψαλμούς διακόπτουν εκκωφαντικές κραυγές με μουσική πάρτυ – κι όπου η κάμερα κινείται μεταξύ μοναστηριών και στριπτιζάδικων), είναι ίσως πιο χρήσιμο να σκεφτούμε τις προεκτάσεις που δίνει στο φιλμ ο σκηνοθέτης, δομώντας τρία επίπεδα πάνω στα οποία εφαρμόζει αυτή την αντιστικτική αφηγηματική. Πρώτο και καλύτερο το πεδίο της αισθητικής: δε φαίνεται μόνο από την επιλογή των αλληλοσυγκρουόμενων σεκάνς, αλλά και από το πως μια δηκτικότατη ματιά στη σύγχρονη τέχνη πλαισιώνεται από μια αγάπη για το κλασικό που αντιπροσωπεύουν η Ρώμη και η κληρονομιά της. Η κριτική προς τους σύγχρονους καλλιτέχνες αγγίζει τα όρια της σάτιρας, καθώς οι εμπειρίες του πρωταγωνιστή κάνουν το σχόλιο σαφές: η τέχνη έχει καταντήσει μια απέραντη πρόκληση άνευ σημασίας, μια συνεχής επίκληση του “ιδιαίτερου” που συνορεύει μόνο με το γελοίο, μια κίνηση που έχει χάσει πλέον (θα προσθέταμε) και όποια σχέση θα μπορούσε να έχει με οτιδήποτε ριζοσπαστικό. Από τη μια λοιπόν οι “προχωρημένες” απόπειρες του σύγχρονου, πειραματικού πεδίου στο θέατρο, τη ζωγραφική, τη μουσική που έχουν υποβιβάσει την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία, από την άλλη η κλασική λογοτεχνία, μουσική, ζωγραφική συγκρούονται επί της οθόνης με τις δεύτερες να βγαίνουν νικήτριες χωρίς όμως τις εμμονές του συντηρητισμού.

Πως μια τέτοια οπτική γίνεται προοδευτική; Αν σκεφτούμε ποιος μας την αφηγείται θα το καταλάβουμε. Ένας αμετανόητος εστέτ, ένας λάτρης των ηδονών κηρύσσει την αγάπη προς τη συμμετρία, την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητα. Ο Τζεπ είναι μέλος των επιφανέστερων κοινωνικών κύκλων: η κριτική που δέχεται από τις παρέες του έγκειται στη ράθυμη πολιτική και κοινωνική του στάση, στο ότι ποτέ δεν ασχολήθηκε με κάτι σταθερό, έχασε τις αξίες που δίνουν νόημα στη ζωή όταν τα φώτα της Lamborghini σβήνουν και τα Prada αναπαύονται στην ντουλάπα. Η ταινία όμως έρχεται να αποκαλύψει με τρόπο θορυβώδη την πραγματικότητα και να μας εισάγει έτσι στο δεύτερο επίπεδο της αντίθεσης που αφορά το κοινωνικό σχόλιο. Τα όσα υποτίθεται ότι πρεσβεύουν οι διανοούμενοι και οι ανώτερες κάστες δεν είναι παρά φτηνά σκηνικά για να κρύψουν τη γύμνια τους. Βουτηγμένοι μέσα στην υποκρισία, όσο κι αν φορούν σχολαστικά το προφίλ του επιφανούς, δεν είναι παρά μια ξεπεσμένη και ξεφτιλισμένη τάξη που το μόνο που βρίσκει πλέον για καταφύγιο είναι η αλαζονεία και η απομόνωση. Έτσι ο πρωταγωνιστής βλέπει στο πρόσωπο μιας “πολιτικοποιημένης” συγγραφέως την ενσαρκωμένη συνεκδοχή μιας τάξης που έμαθε να αναπαράγεται μέσα στο ψέμα και την κοροϊδία, να επαίρεται με τις πράξεις της, να κατασκευάζει άλλοθι και αφηγήσεις για να διαστρεβλώνει την ψυχρή αλήθεια και να παρουσιάζεται ως προορισμένη για να καθοδηγεί συνεχώς την κοινωνία ενώ εξακολουθεί σε βάρος της να εγκληματεί. Κοινωνικό σχόλιο, αναμφίβολα κρυμμένο πίσω από πολλά πέπλα, αλλά σαφές και αιχμηρό. Κι επιπλέον με εξοργιστικές ομοιότητες: όλο αυτό το σκηνικό, κι εμάς εδώ στην Ελλάδα, όλο και κάτι μας θυμίζει με τρόπο βασανιστικό. Δείτε την ταινία, και σκεφτείτε ποιον (ή ποιους) σας φέρνει στο μυαλό ο μυστηριώδης γείτονας του πρωταγωνιστή.

Το τρίτο πρίσμα αντιθέσεων απ' όπου μπορούμε να δούμε την ταινία είναι και αυτό στο οποίο αναλογεί το μεγαλύτερο κομμάτι της. Κι αν κάποιος μας έλεγε στην αρχή της ταινίας ότι η κατάληξή της θα βρίσκεται στο πεδίο μιας φιλοσοφικής πραγματείας για την ομορφιά, μέσα από την έννοια του θρησκευτικού, δύσκολα θα καταλαβαίναμε το πως θα φτάναμε ως εκεί. Πράγματι, αν και αρχικά το βάρος πέφτει σε ένα φιλοσοφικό εσωτερικό μονόλογο του πρωταγωνιστή (με όλες τις αναφορές που περιγράψαμε), στην πορεία το θρησκευτικό στοιχείο εισάγεται κλιμακωτά όλο και περισσότερο. Δεν θα μπορούσε άλλωστε μια ταινία γύρω από την Ιταλία και γυρισμένη στη Ρώμη να μην έχει μέσα λίγο Βατικανό. Ο σκηνοθέτης όμως δεν ασχολείται με την Εκκλησία μόνο για να βγει από την άτυπη υποχρέωση. Η ταινία ξεκινά δηλώνοντας από την αρχή ότι το θέμα της είναι η φιλοσοφική αναζήτηση του πρωταγωνιστή για το τι είναι και που βρίσκεται πραγματικά η ομορφιά, ερώτημα ενός ανθρώπου παραδομένου στην καλοπέραση, στην απώλεια κάθε ορίου και την ηδονή. Και επειδή μιλήσαμε για αντιθέσεις, ας σκεφτούμε λίγο τι είναι αυτό που με κάθε τρόπο κηρύσσει η Εκκλησία, πόσο μάλλον η Ρωμαιοκαθολική της εκδοχή: εγκράτεια, ταπεινότητα, αυτοπεριορισμός, ως το μοναδικό μονοπάτι για την εξιλέωση και την πνευματική ευημερία. Το πραγματικό όμως προφίλ των εκπροσώπων της είναι απογοητευτικό: μηχαρορραφίες, κοινωνικές επαφές, δεξιώσεις και τα συναφή – πλάι πλάι με την υποκρισία που κρύβει ο τσιμεντένιος φορμαλισμός πάνω στον οποίο έχουν ραφτεί όλες οι τελετές και τα τελετουργικά. Η σύγχρονη Εκκλησία φαίνεται ένας μηχανισμός που εξυψώνει απατεώνες και λατρεύει ζωντανά λείψανα. Ο φερόμενος ως επόμενος Πάπας δεν κάνει τίποτα άλλο από το να επαναλαμβάνει συνταγές (όπως ακριβώς και ο εργοδότης του). Μέσα από τη μορφή μιας σύγχρονης αγίας ιεραποστόλου όμως, το σκηνικό ανατρέπεται: η Εκκλησία αποχωρίζεται από την πίστη, με την πρώτη να απαξιώνεται με τρόπο εικονοκλαστικό και τη δεύτερη να αποκτά μια πιο προσωπική διάσταση που φέρνει απρόσμενα τον πρωταγωνιστή πιο κοντά στο αντικείμενο της αναζήτησής του. Η τέλεια ομορφιά μπορεί να μην είναι τίποτα άλλο παρά η απλότητα, η εσωτερική γαλήνη, η παύση της φιλήδονης αγωνίας, η θριαμβευτική εικόνα μιας γριάς να ανεβαίνει μια μαρμάρινη σκάλα με τα γόνατα, η εξαγνισμένη σκηνή δύο εφήβων να μένουν γυμνοί ο ένας για τον άλλο σε μια παραλία τα ξημερώματα. Μέσα από την τελική κορύφωση του έργου, ο σκηνοθέτης δίνει ίσως ότι πιο κοντινό μπορούμε να σκεφτούμε για τον τίτλο του (σε ένα φιλμ που παραμένει όμως πολυσήμαντο) και ταυτόχρονα εκφράζει την κρυμμένη του πίστη σε μια νέα εκδοχή Πίστης, σε μια περισσότερο προσωπική και αγνή εκδοχή του Καθολικισμού...

Η θρησκευτική εμμονή του Σορεντίνο μπορεί να ξενίζει. Ταυτόχρονα ίσως ξενίζει και ένα κοινό που αναζητά (και καλά κάνει) στο σινεμά εκτός των άλλων, και μια ματιά πολιτική. Η πολιτική, αναμφίβολα, με την (πολύ) στενή της έννοια δε βρίσκεται στις άμεσες αναφορές (αν και ίσως μια τέτοια παραδοχή αδικεί μεγάλο μέρος της ταινίας που μιλά για τη σύγχρονη Ιταλία με τρόπο καλυμμένο αλλά υπαρκτό). Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε τέχνη είναι παιδί του τόπου και του καιρού της – ας μην ξεχνάμε ότι το σινεμά ως καταρχήν πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο έχει δώσει σε αρκετά μεγάλο βαθμό τη θέση του σε ένα σινεμά ατομοκεντρικό, δήθεν φιλοσοφημένο, άχρωμο και εσωτερικιστικό. Πολλοί σύγχρονοι σκηνοθέτες διστάζουν να επιλέγουν θέματα σαφώς σχετιζόμενα με την κοινωνία ή την πολιτική. Ο Σορεντίνο όμως, έχοντας κάνει το “αγροτικό” του στο “πολιτικό σινεμά” (αυτός ο όρος είναι ευτυχώς αδόκιμος) με το επίσης αμφίσημο αλλά αριστοτεχνικά στημένο Il Divo πάνω στο μόνιμο ταμπού της Ιταλίας (Τζούλιο Αντρεότι – Ερυθρές Ταξιαρχίες), νιώθει πλέον την ωριμότητα και την ανάγκη να φτιάξει μια εκδοχή “ταινίας του δημιουργού”. Πολλά έχουν ειπωθεί για τις ομοιότητες με τον Φελίνι – η σύγκριση κάθε νέου Ιταλού σκηνοθέτη με τον μεγάλο δάσκαλο είναι σχεδόν καταναγκαστική. Πράγματι ο Σορεντίνο έχει επηρεαστεί με τρόπο εξαιρετικά εμφανή, σε ο, τι αφορά το στιλ αφήγησης και γενικότερα τις αναφορές του από τον Φελίνι και περισσότερο από το Οκτώμισι, του οποίου η Τέλεια Ομορφιά θα μπορούσε οριακά να χαρακτηριστεί σύγχρονο ριμέικ. Ωστόσο μια τέτοια προσέγγιση κινδυνεύει πέρα από το προφανέστατο, να κολακέψει δηλαδή το δημιουργό μέσω της σύγκρισης, να υπονομεύσει και την πρωτοπόρα συμβολή του στη σκηνοθεσία που προχωρά με τρόπο σχεδόν ιερόσυλο μπροστά ακόμη και από τον Φελίνι. Αναμφίβολα ένα τέτοιο εγχείρημα ενέχει και αδυναμίες. Ένα στυλ συχνά ακραία φορμαλιστικό αγγίζει πολλές φορές τα όρια του επιτηδευμένου, ενώ πολλά σημεία της ταινίας δεν ξεφεύγουν από την παγίδα του περιττού. Εισάγοντας όμως την πολιτική αλληγορία σε ένα πλαίσιο θρησκευτικό, φτιάχνοντας μια γέφυρα ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη βωμολοχία της κάμερας, ο Σορεντίνο καταφέρνει να ξεφύγει από τον εύκολο δρόμο του στιλιζαρισμένου και ακραία ελιτίστικου σινεμά, προσεγγίζοντας τελικά τη βαριά αλλά μαεστρική τεχνοτροπία ενός άλλου μεγάλου δημιουργού, του δικού μας Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Τι είναι τελικά η Τέλεια Ομορφιά; Είναι μια ταινία με καλόγριες, συγγραφείς, πάρτυ, ιερωμένους, στριπτιζούδες, δεξιώσεις, αριστοκράτες και ναρκωτικά. Είναι όμως και μια ταινία όπου οι ιερωμένοι κάνουν PR, οι στριπτιζούδες γίνονται άγιες, οι καλόγριες κάνουν botox και οι αριστοκράτες μένουν σε γκαρσονιέρες με κομμένο ηλεκτρικό. Μπορούμε λοιπόν να παραμερίσουμε όλες τις προεκτάσεις και να δούμε απλά την προσπάθεια της ταινίας να παίξει με το θεατή, να τον αιφνιδιάσει, να τον προκαλέσει, να του διηγηθεί κάθε ιστορία με τον αντίλογό της και το ανάποδο. Μπορούμε να δούμε λοιπόν την ταινία απλά σαν το άθροισμα των πλάνων της, μια ελεγεία στη Ρώμη και την τέχνη της σκηνοθεσίας, μια ατέλειωτη θωπεία από ένα ζευγάρι (ναπολιτάνικα) μάτια στην πόλη-σκηνικό χιλιάδων διαφορετικών ορισμών για την Τέλεια Ομορφιά. Και ας έχουμε πάντα κατά νου ότι τίποτα εδώ δεν είναι όπως φαίνεται. Άλλωστε, όπως έλεγε ο Φελίνι και επαναλαμβάνει ο Σορεντίνο μέσα από τα χείλη του πρωταγωνιστή του, το σινεμά δεν είναι παρά η τέχνη της αέναης εξαπάτησης - tutto non e che un trucco...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.