Στο Πετρογκράντ ανταμώσαμε όλοι μαζί – εγώ, ο Πετνικώφ, ο Πετρόφσκυ, ο Λούριε, καμιά φορά κι ο Ιβνέφ κι άλλοι Πρόεδροι.
— Ακούστε, φίλοι μου. Να πως έχουν τα πράγματα: δεν κάναμε λάθος όταν μας φάνηκε πως το τέρας του πολέμου είχε μείνει μ’ ένα μονάχα μάτι, και πως το μόνο που είχαμε να κάνουμε εμείς ήταν να καψαλίσουμε ένα παλούκι, να το ξύσουμε στην άκρη για να γίνει μυτερό και να το μπήξουμε με όλη μας τη δύναμη σ’ αυτό το μάτι, να τυφλώσουμε το τέρας, κι ύστερα να κρυφτούμε κάτω από το δέρας. Σωστά μιλάω; Ή μήπως δεν είναι αλήθεια αυτό που λέω;
— Πολύ σωστά, ήταν η απάντηση. Έτσι λάβαμε την απόφαση να βγάλουμε το μάτι του πολέμου. Η Κυβέρνηση του Πλανήτη Γη δημοσίευσε έναν μικρό κατάλογο: «Υπογραφές των Προέδρων του Πλανήτη Γη» σε μια λευκή σελίδα, τίποτε άλλο. Αυτό ήταν το πρώτο μας βήμα.
— Νεκροί! Γυρίστε πίσω και ριχτείτε μαζί μας στον αγώνα! Οι ζωντανοί κουράστηκαν, κάποιος φώναξε δυνατά. Ας γίνουν μια γροθιά μαζί οι ζωντανοί και οι πεθαμένοι.
Σηκωθείτε νεκροί! Βγείτε απ’ τους τάφους σας!
Εκείνες τις μέρες η λέξη «μπολσεβίκος» αντηχούσε με μια παράξενη περηφάνια και ήταν πολύ σύντομα σαφές πως το λυκόφως του «σήμερα» πολύ γρήγορα θα το σκίζαν κανονιές [. . .].
Αργότερα, λίγο πριν ανατραπεί ο Κερένσκι, άκουσα μια έκπληκτη εκτίμηση:
— Είναι τώρα εννέα μήνες εκεί μέσα, κι έχει τόσο εδραιωθεί που θα χρειαστούν κανόνια για να τον βγάλουν έξω.
— Μα τι περιμένει; Υπάρχει πια άνθρωπος που να μην τον θεωρεί για γέλια και για κλάματα;
Η Προσωρινή Κυβέρνηση συνεδρίαζε στο Ανάκτορο Μαρίινσκι εκείνο τον καιρό και μια μέρα της στείλαμε την παρακάτω επιστολή:
Προς την Προσωρινή Κυβέρνηση, Ανάκτορο Μαρίινσκι, Ενταύθα.
Προσοχή – Προσοχή!
Η Κυβέρνηση του Πλανήτη Γη κατά τη συνεδρίαση της 22ας του Οκτώβρη
αποφάσισε:
1. Να θεωρήσει την Προσωρινή Κυβέρνηση προσωρινά ανύπαρκτη, και τον Αρχισαλτιμπάγκο Αλέξανδρο Φιοντόροβιτς Κερένσκι υπό αυστηρό περιορισμό.
[. . .] Μια άλλη φορά στείλαμε αυτό το γράμμα:
Προς Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα Κερένσκαγια, Χειμερινά Ανάκτορα, Ενταύθα
Προσοχή – Προσοχή!
Τι; Ακόμα δεν ξέρετε ότι η Κυβέρνηση του Πλανήτη Γη υπάρχει; Όχι, ακόμα δεν το ξέρετε ότι ήδη υπάρχει.
Η Κυβέρνηση του Πλανήτη Γη (Υπογραφές)
[. . .] Μια άλλη φορά είμαστε όλοι μαζί και μας έτρωγε η ανυπομονησία, γι’ αυτό αποφασίσαμε να τηλεφωνήσουμε στα Χειμερινά Ανάκτορα.
— Χειμερινά Ανάκτορα; Παρακαλώ συνδέστε μας με τα Χειμερινά Ανάκτορα.
— Χειμερινά Ανάκτορα; Εδώ το Σωματείο των Εργατών – Μεταφορέων.
— Τι θέλετε; Η φωνή ψυχρή, ευγενική και άχρωμη.
— Το σωματείο των Εργατών – Μεταφορέων επιθυμεί να μάθει πότε θα μετακομίσουν οι ένοικοι των Χειμερινών Ανακτόρων.
— Τι; Τι;
— Οι ένοικοι εκεί σκοπεύουν να μετακομίσουν;
— Αα! Τιποτ’ άλλο; Ακούστηκε ένα ξινό χαμόγελο.
— Τίποτα! Ακούσαμε κάποιον να γελάει από την άλλη άκρη του καλωδίου. Ο Πετνικώφ κι εγώ αρχίσαμε να γελάμε απ’ τη δική μας άκρη [. . .].
Λίγες μέρες αργότερα η «Αβρόρα» αγκυροβόλησε σιωπηλά στον Νέβα αντίκρυ στα Ανάκτορα, και το μακρύ πυροβόλο της που στράφηκε πάνω τους έμοιαζε σαν ένα άγρυπνο σιδερένιο μάτι – μάτι ενός θαλάσσιου τέρατος.
Όσο για τον Κερένσκι, έλεγαν ότι φυγαδεύτηκε ντυμένος με στολή αδελφής νοσοκόμας και ότι τον υπερασπίστηκαν παλικαρίσια οι πολεμόχαρες κοπέλες του Πετρογκράντ – η τελευταία γραμμή άμυνάς του.
Η λεωφόρος Νιέφσκι ήταν διαρκώς γεμάτη κόσμο, πλημμυρισμένη από τα πλήθη, και δεν έπεσε ούτε ένας πυροβολισμός [. . .].
Η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική στη Μόσχα. Εκεί οι μάχες ήταν σκληρές: Μας πολιορκούσαν επί μια εβδομάδα. Περνάγαμε τις νύχτες στην Καζάνσκι, καθιστοί, με τα κεφάλια μας στα χέρια, και το πρωί δεχόμαστε πυρά στην Τρούμπναγια και στη Μιασνίτσκαγια.
Άλλες περιοχές της πόλης ήταν τελείως αποκλεισμένες. Ωστόσο, μια φορά βγήκα στα Σαντόβαγια και περπάτησα όλη τη Μόσχα αργά τη νύχτα, παρ’ όλο που κάθε τόσο με σταματούσαν και με ψάχναν.
Ήταν στιγμές που το πηχτό σκοτάδι φωτιζόταν από κάποιο τεθωρακισμένο που περνούσε.
Πού και πού άκουγα πυροβολισμούς.
Και τελικά έγινε ανακωχή.
Ξεχυθήκαμε έξω. Τα κανόνια σιώπησαν. Τρέχαμε στους πεινασμένους δρόμους σαν τα παιδιά μετά το πρώτο χιόνι, κοιτώντας τα παγωμένα αστέρια που σχημάτιζαν οι τρύπες απ’ τις σφαίρες στα παράθυρα, τα χιονάτα λουλούδια των λεπτών ρωγμών που διακλαδίζονταν κυκλικά γύρω απ’ τις οπές των βλημάτων. Περπατάγαμε πάνω στα θρύψαλα από τα τζάμια, καθάρια σαν τον πάγο, που κάλυπταν τη λεωφόρο Τβέρσκοϊ.
Χαρούμενες εκείνες οι πρώτες ώρες, καθώς μαζεύαμε τις σφαίρες που είχαν προσκρούσει στους τοίχους, στραβές και λυγισμένες, σαν τα σώματα των καμένων πεταλούδων.
Είδαμε τις μαύρες πληγές στους καπνισμένους τοίχους.
Σ’ ένα μαγαζί είδαμε μια μεγάλη γκρίζα γάτα. Νιαούριζε πίσω απ’ το χοντρό γυαλί εκλιπαρώντας να τη βγάλουν έξω οι άνθρωποι. Όμως παρέμεινε εκεί σε αυστηρή απομόνωση.
Θέλαμε να δώσουμε σ’ όλα το όνομά μας. Παρά τις σιδερένιες βλαστήμιες που μας σφυροκοπούσαν ακατάπαυστα από τα όρη Βορομπιέβι, η πόλη είχε μείνει ακέραια [. . .].
Κι ήταν εδώ όπου για πρώτη φορά φυλλομέτρησα το βιβλίο των νεκρών, σαν είδα το πλήθος από κοντά στον Κήπο Λομονόσοφ, μια μακριά σειρά ανθρώπων που έπιανε όλο τον δρόμο μπροστά στην είσοδο του νεκροτομείου.
Το αρχικό γράμμα μιας νέας εποχής ελευθερίας είναι συχνά γραμμένο με το μελάνι του θανάτου.
Ο Βελιμίρ Χλέμπνικοφ (1885-1922) υπήρξε από τους πρωτοπόρους του ρωσικού φουτουρισμού και εισηγητής της «υπέρλογης» φωνητικής ποίησης ζαούμ. Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Ζαούμ. Διακηρύξεις, στοχασμοί, οράματα (μτφρ. Μίλτος Φραγκόπουλος, Εστία 1995) και γράφτηκε στην πρώτη επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ