Το τελευταίο διάστημα ένα φάντασμα φαίνεται να πλανιέται πάνω από τις ευρωπαϊκές (και όχι μόνο) μητροπόλεις: το φάντασμα της νεολαίας και της πιθανολογούμενης έκρηξής της. Πάνω στη λεπτή γραμμή των ισορροπιών που κινείται ο αστικός σχεδιασμός, μεταξύ κοινωνικής βαρβαρότητας από τη μια, και της πιθανότητας κοινωνικών εξεγέρσεων με ανυπολόγιστες συνέπειες από την άλλη εντάσσεται και μια –αναγκαία κατά τη γνώμη των επιτελείων– προσπάθεια ριζικής μεταρρύθμισης στους χώρους όπου ζει και αναπαράγεται η νεολαία.
Οι φοιτητικές εκρήξεις των τελευταίων χρόνων σε Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Ολλανδία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν μπορεί να είναι και δεν είναι απλές συμπτώσεις. Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής προσαρμογής οι περικοπές στην εκπαίδευση είναι από τις πρώτες που μπαίνουν στη σειρά και δημιουργούν αντιδράσεις, λένε οι επίσημοι αναλυτές. Αν κοιτάξει κανείς όμως κάτω από το χαλάκι της ρηχής δημοσιογραφίας και των φτηνών εξηγήσεων, υπάρχουν πολύ βαθύτεροι λόγοι τόσο για την επίθεση στη νεολαία όσο και για το εύρος και το βάθος των αντιδράσεων.
Το κόκκινο νήμα των τελευταίων χρόνων
Έχει γραφτεί επανειλημμένως ότι η νεολαία αποτελεί ευαίσθητο κοινωνικό δείκτη για τα κακώς κείμενα εντός ενός κοινωνικού σχηματισμού. Οι σημερινοί πανευρωπαϊκοί φοιτητικοί-νεολαιίστικοι αγώνες δεν μπορούν παρά να ιδωθούν ως συνέχεια, ως το κόκκινο νήμα των αντίστοιχων κινητοποιήσεων, που φαίνεται να άνοιξαν μια νέα περίοδο από το 2000 και μετά.
Με την έντονη παρουσία στα αντιπολεμικά κινήματα και τα κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, η νεολαία εξέφρασε μια γενική αντίθεση με την παγκόσμια κατάσταση που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, έχοντας όμως θολή εικόνα για τον κόσμο, και συνθήματα που σε ένα αντινεοφιλελεύθερο πλαίσιο των παγκόσμιων κινημάτων δεν βάθαιναν όσο αντιστοιχούσε. Η ελπίδα όμως ότι η γενιά που δεν έζησε τις ιστορικές ήττες μπορεί να κάνει εφικτή μια άλλη κοινωνία εδραιώθηκε στις πρώτες μαζικές αμφισβητήσεις ενός κόσμου όπου φαίνεται να κυριαρχούν αρκτικόλεξα όπως ΔΝΤ, ΠΟΕ, ΝΑΤΟ κ.λπ. Η γενική αμφισβήτηση οδηγήθηκε σε πιο απτά και άμεσα ζητήματα φοίτησης και εργασίας με την έκρηξη στη Γαλλία το 2005-2006 ενάντια στο CPE, όπου, για πρώτη φορά, διαμορφώθηκε από τους κρατούντες σχέδιο επίθεσης σε όλο το φάσμα της νεολαίας και όχι σε επιμέρους μερίδες μέσω της προσπάθειας για θεσμοποίηση της μαθητείας και της ανασφάλιστης εργασίας.
Ο διετής νικηφόρος αγώνας του ελληνικού φοιτητικού κινήματος ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16, την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και τη σκλήρυνση του πλαισίου φοίτησης με το νόμο Γιαννάκου επηρεάστηκε από τη δυναμική της νίκης της γαλλικής νεολαίας ενάντια στο CPE και αποτέλεσε, κατά μια έννοια, το ελληνικό αντίστοιχο, με πρωτοφανή για τα ελληνικά και ευρωπαϊκά δεδομένα διάρκεια, μαζικότητα, πανελλαδικότητα, κλιμάκωση. Αναμφίβολα, πρωτοπόρα ήταν η συμμετοχή του συνόλου της νεολαίας (κοινωνικά και ηλικιακά) στην κοινωνική έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008 στην Ελλάδα, με βαθιά επιρροή όμως σε διάφορες μητροπόλεις, αν κρίνει κανείς και από το κίνημα αλληλεγγύης στο Δεκέμβρη από τις νεολαίες άλλων ευρωπαϊκών, και όχι μόνο, χωρών.
Από τότε μέχρι τους σημερινούς και τους αυριανούς αγώνες, αναμφίβολα η νεολαία δείχνει αυτοτέλεια και ριζοσπαστικότητα στις κινητοποιήσεις της, που μένει να ερμηνευτεί και να ενδυναμωθεί. Ταυτόχρονα, χρόνο με το χρόνο, οι νίκες και οι ήττες, οι μάχες και οι μορφές πάλης, η συνείδηση ότι η νεολαία των ευρωπαϊκών χωρών έχει κοινά προβλήματα και μέσα από κοινά κανάλια αναζητεί τις λύσεις διαμορφώνουν συλλογική εμπειρία στο νεολαιίστικο κίνημα που συσσωρεύεται. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτό θα φανεί τα επόμενα χρόνια είναι μάλλον πολιτικός μύωπας. Παρόλα αυτά, μένει το ερώτημα: τι κοινά χαρακτηριστικά έχει η επίθεση στη νεολαία, πού στοχεύει και πώς ερμηνεύονται οι μορφές αντίδρασης της νεολαίας;
Η νεολαία προέβλεψε την κρίση;
Χρόνια τώρα, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν υπάρξει διακηρύξεις επί διακηρύξεων για την από κοινού μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης και την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός «κοινού χώρου εκπαίδευσης» για τις ευρωπαϊκές χώρες μέσω συνθηκών, όπως της Μπολόνια ή της Λισαβόνας. Χρόνια τώρα επιχειρούνται κοινές πολιτικές και μεταρρυθμίσεις με ανισόμετρα αποτελέσματα στις διάφορες χώρες και μάλιστα, κατά καιρούς, έχει επικρατήσει και προβληματισμός για τη γενική πορεία των σχεδιασμών στα ευρωπαϊκά επιτελεία, αφού από τη μια είχαν να αντιμετωπίσουν περιπτώσεις αναταραχών και ανατροπών νόμων, ενώ από την άλλη τα πρώτα αποτελέσματα της άκρατης εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων σχεδιασμάτων σε χώρες, όπως η Πορτογαλία για παράδειγμα, δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντικά.
Με το ξέσπασμα όμως της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης το 2007-2008, τέτοιες ανισομέρειες και πισωγυρίσματα δεν μπορούν πια να γίνουν ανεκτά και ένας νέος γύρος επίθεσης στη νεολαία, πάνω ακριβώς στις ίδιες συνταγές και με αιχμή τη σπουδάζουσα, φαίνεται να έχει ανοίξει ούτως ώστε να καλυφθεί το χαμένο έδαφος των προηγούμενων χρόνων. Αυτή τη φορά, όμως, έχει μεγαλύτερο εύρος και βάθος, και έναν μισοδιακηρυγμένο σαφή στόχο: τώρα, που για να ξεπεραστεί άμεσα η κρίση απαιτείται φτηνή και ευέλικτη εργασία, δεν επιτρέπεται να αφεθεί η νέα γενιά να διαμορφώσει προσδοκίες, συλλογικές αναπαραστάσεις και να εκπαιδευτεί σε χαλαρό πλαίσιο. Αντίθετα, είναι αναγκαία μια επόμενη φουρνιά εργαζομένων με δεξιότητες, που θα εργάζεται χωρίς πολλές απαιτήσεις και που δεν θα ξέρει πώς να διεκδικεί τα συμφέροντά της.
Αναφέρθηκε και πιο πάνω, ότι η νεολαία αποτελεί ευαίσθητο κοινωνικό δείκτη και αυτό φαίνεται να επιβεβαιώθηκε από τις κινητοποιήσεις τις την περίοδο που οι ολοένα και διογκούμενες τάσεις υπερσυσσώρευσης των τελευταίων ετών εν τέλει οδήγησαν στο ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Αναλύσεις των προηγούμενων ετών, που ξέφυγαν από τον οικονομισμό του να μένεις μόνο στην άμεσα οικονομική όψη των μεταρρυθμίσεων (όχι πως δεν έχει και αυτή ιδιαίτερα σοβαρά χαρακτηριστικά), σωστά επισήμαναν ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες των νεολαιίστικων κινητοποιήσεων τα τελευταία χρόνια ήταν η με μαζικούς όρους απαξίωση των προσδοκιών για επαγγελματική αποκατάσταση των νέων, και η διεκδίκηση όρων που να μπορούν να εγγυηθούν αξιοπρεπή ζωή.
Ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου ο εκπαιδευτικός μηχανισμός έχει σε μεγάλο βαθμό συνδεθεί με την κοινωνική και επαγγελματική ανέλιξη, οι θεσμικές τομές προσπάθησαν να χτυπήσουν ακριβώς το σημείο στο οποίο οι προσδοκίες συμπυκνώνονται• στην αξία του πτυχίου σαν διαβατήριο για την αγορά εργασίας. Όμως, οι προσδοκίες για καλύτερη εργασιακή ένταξη τη βοήθεια των εκπαιδευτικών μηχανισμών ήταν και το στοιχείο που εν τέλει διατηρούσε τη συνοχή και την ηγεμονία εντός των μηχανισμών στους οποίους ζει και συγκροτείται η νεολαία.
Οι τάσεις υπερσυσσώρευσης απαιτούσαν φτηνό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό, και διαμόρφωναν μια πραγματικότητα που απαιτούσε μια αντιστοίχως ιδεολογικά και γνωστικά εξοπλισμένη νεολαία, οξύνοντας υπαρκτές αντιφάσεις στο εσωτερικό των μηχανισμών, όπως ειδίκευση για γρήγορη απορρόφηση στην εργασία, αλλά ταυτόχρονα και γενικές δεξιότητες για ευελιξία και εργασιακή περιπλάνηση. Ταυτόχρονα, η δυναμική της συγκεκριμένης ζήτησης εργασίας, ως μοναδικής εναλλακτικής λύσης απέναντι στη μεγεθυνόμενη ανεργία, διαμόρφωσε το έδαφος για τις αντίστοιχες θεσμικές τομές. Σε αυτό το πεδίο διεξήχθησαν οι αγώνες των προηγούμενων ετών και ίσως, με αυτήν την έννοια, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η νεολαία με τους αγώνες της ουσιαστικά προέβλεψε την επερχόμενη τότε κρίση.
Με την έκρηξη των αντιφάσεων και το ξέσπασμα της κρίσης, ο αστισμός φαίνεται να έχει υλοποιεί ένα σχέδιο ριζικής τροποποίησης των όρων διαμόρφωσης και αναπαραγωγής της νεολαίας, γιατί αντιλαμβάνεται ότι το στρατηγικό ζητούμενο σήμερα είναι η διαμόρφωση του αύριο, και ο αστισμός τα παίζει όλα για όλα• για ένα μέλλον σημαντικά μεγαλύτερης εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας, που απαιτεί ανοχή σε πολύ σκληρότερους όρους διακυβέρνησης και πολιτικής. Οι κρατούντες γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό το μέλλον δεν μπορεί να φτιαχτεί παρά με τους αυριανούς εργαζόμενους, των οποίων και πρέπει να ορίσει τους όρους διαβίωσης σήμερα!
Για να γίνει αυτό, πρέπει να αλλάξουν ριζικά οι δομές της εκπαίδευσης ώστε να αρθούν ενεργές αντιφάσεις, όπως η υπερβολική μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που δεν μπορεί να συναντηθεί με αντίστοιχα πολλές θέσεις εργασίας και δημιουργεί αναταράξεις. Άρα, γίνεται αναγκαίο, μέσω και οικονομικών φραγμών (π.χ. τρομακτική αύξηση διδάκτρων στην Αγγλία), να απομαζικοποιηθούν οι πανεπιστημιακοί χώροι και να στραφούν στο διαχωρισμό των μαζικών μεταδευτεροβάθμιων ιδρυμάτων που οδηγούν σε πιστοποιητικά χωρίς αντίκρυσμα εργασιακό, και πανεπιστημίων-ελίτ για όσους μπορούν να αντέξουν τα υψηλά δίδακτρα.
Η γκρίζα ζώνη μεταξύ εκπαίδευσης και εργασίας
Εντός αυτής της συγκυρίας και των νέων δεδομένων, το νεολαιίστικο κίνημα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις έχει δώσει ήδη ισχυρούς αγώνες και αποκτά ανώτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Αν η Γαλλία θεωρείται αναμενόμενη πηγή αναταράξεων στη νεολαία, οφείλεται τόσο στο ότι αποτέλεσε την πρώτη χώρα στην οποία το κίνημα νεολαίας αυτοτελώς εξερράγη σε μια αντισυστημική κατεύθυνση που δεν μπορούσε καμία μερίδα της πολιτικής σκηνής να προβλέψει ή να στοχαστεί (Μάης ’68), όσο και στην πρόσφατη ιστορία αγώνων και συγκρούσεων της γαλλικής νεολαίας και των εργαζομένων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μάχη γύρω από το Σύμφωνο Πρώτης Απασχόλησης (CPE) το 2006.
Η μάχη αυτή, αν και έχουν παρέλθει κάποια χρόνια, έχει ιδιαίτερη αξία να αναφερθεί στο συγκεκριμένο πλαίσιο συζήτησης, γιατί μας δίνει απλόχερα το κλειδί για την απάντηση σε ένα διπλό ερώτημα: τι επιδιώκουν οι κυβερνώντες – γιατί εξεγείρεται η νεολαία; Είναι ακριβώς το σημείο εξόδου από το μηχανισμό της εκπαίδευσης και της εισόδου στην εργασία που αποτελεί τον γόρδιο δεσμό. Είναι το μόνιμο «πρόβλημα», το μόνιμο αγκάθι, που προκαλεί αστάθεια στους αναπτυγμένους κοινωνικούς σχηματισμούς της Δύσης.
Ο Σαρκοζί επιχείρησε να λύσει τον γόρδιο δεσμό προτείνοντας πενταετή ζώνη, στην οποία το καθεστώς για τους νέους εργαζόμενους θα ήταν πλήρως ελαστικό, με σταθερά χαμηλή αμοιβή και αμφίβολα ασφαλιστικά δικαιώματα. Αντί να φτάσει στη λύση, όμως, εισέπραξε ένα γιγάντιο και ποιοτικά πρωτόγνωρο κίνημα αντίστασης, που κατάφερε να συνδέσει τα προβλήματα της εκπαίδευσης και της εργασίας, κινητοποιώντας το στρώμα που κωδικά ονομάζουμε «νέοι εργαζόμενοι». Η έκβαση της μάχης, με την ανατροπή των σχεδιασμών για το CPE, ήταν ένα πρώτο μήνυμα ότι οι νέοι της Ευρώπης δεν θα καθίσουν με σταυρωμένα χέρια να ατενίζουν προς ένα όλο και χειρότερο μέλλον. Από τις μετέπειτα πολιτικές επιλογές των δυτικών κυβερνήσεων φαίνεται ότι αυτό το μήνυμα ελήφθη και απαντιέται με μεταρρυθμίσεις σοκ.
Ο άγγλος ασθενής
Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, μετά το CPE, άνοιξε ένας κύκλος επίθεσης στην εκπαίδευση και στο ειδικό σημείο της –τη σύνδεση με την εργασία– από τις νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, οι κινήσεις αυτές απαντήθηκαν με συνταρακτικές για τα δεδομένα της κάθε χώρας νεολαιΐστικες κινητοποιήσεις. Η Ιταλία έχει δυο χρόνια τώρα, με μαθητές και φοιτητές στο δρόμο ενάντια στην υπουργό Παιδείας Τζελμίνι• η κινητικότητα της νεολαίας σε ΗΠΑ, Γερμανία και Ολλανδία είναι πραγματικά αξιοσημείωτη, αλλά, χωρίς δεύτερη σκέψη, το πρωτοφανές σημείο για το ευρωπαϊκό νεολαιίστικο κίνημα αποτέλεσαν οι κινητοποιήσεις των άγγλων φοιτητών.
Στην Αγγλία, οι Μουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισμού, πιστοί στο δόγμα «μικρότερο κράτος, περικοπή δαπανών, επέλαση της αγοράς ως εγγυητή της κοινωνικής δικαιοσύνης», πρότειναν ως λογική λύση τη μείωση της κρατικής χρηματοδότησης και άρα την εκτόξευση των διδάκτρων σε τριπλάσια ποσά, πετώντας επί της ουσίας εκτός πανεπιστημίων χιλιάδες νέους και νέες που δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Η νεοσύστατη κυβέρνηση Κάμερον έκανε την πρώτη της κίνηση. Απροσδόκητα, και οι φοιτητές έκαναν τη δική τους.
Αποτέλεσμα ζυμώσεων χρόνων μέσα στα αγγλικά πανεπιστήμια και σίγουρα επηρεασμένες από το γενικότερο ευρωπαϊκό κλίμα, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις θα ήταν αρκετά φτωχό να θεωρηθούν απλή αντίδραση στην αύξηση των διδάκτρων. Η αύξηση λειτούργησε πολύ περισσότερο σαν θρυαλλίδα για να ξεσπάσει ένα πολύμορφο και πανεθνικό φοιτητικό κίνημα με κέντρο και ζωντανό κύτταρο τα μεγάλα και διάσημα ιδρύματα του Κέιμπριτζ, τα λονδρέζικα πανεπιστήμια, το Μπράιτον και το Σάσεξ, που αποτελούν χώρους με μεγάλα ποσοστά ανταλλαγής φοιτητών και με χαρακτηριστικά πιο κοντά στα πανεπιστήμια του ευρωπαϊκού Νότου. Μια αλυσίδα από αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις και συζητήσεις που ανοίγεται στους νεανικούς χώρους, το ξαναζωντάνεμα της αριστερής συζήτησης για το αύριο του κινήματος, αλλά και η μαχητικότητα απέναντι στις δυνάμεις καταστολής, φανερώνουν το κοινωνικό βάθος και εύρος των ζητημάτων που κινητοποιούν τους νέους. Οι εικόνες τού να περικυκλώνεται και να πολιορκείται το κοινοβούλιο από δεκάδες χιλιάδες φοιτητές, η καταστροφή των γραφείων του κυβερνώντος κόμματος και η στιγμή που εξαγριωμένοι νέοι επιτίθενται στο σύμβολο εξουσίας και κοινωνικής ενοποίησης της Βρετανίας, τον πρίγκιπα Κάρολο, σίγουρα έγραψαν ιστορία στη συλλογική συνείδηση των κατοίκων της πατρίδας του βιομηχανικού καπιταλισμού και του θατσερισμού.
Από τότε, αν και έχει περάσει μόλις ένας χρόνος, τα βαθιά κοινωνικά αίτια της έκρηξης των άγγλων φοιτητών έχουν βρει πολύμορφα κανάλια έκφρασης. Τόσο ο τεράστιος σε μαζικότητα και συμμετοχή απεργιακός κύκλος του δημόσιου τομέα στην Αγγλία όσο και η τυφλή εξέγερση των αποκλεισμένων νεολαίων (μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς) που απαιτούσαν να γίνουν ορατοί εντός της κοινωνικοπολιτικής τάξης της χώρας, αποτελούν συμβάντα πάνω στο ίδιο πεδίο: την ολοένα και μεγαλύτερη υποχώρηση των οικονομιών της Δύσης, με την παράλληλη διάλυση του μοντέλου εργασίας και κοινωνικής κινητικότητας που μεταφράζεται σε διογκούμενη ανεργία και τεράστια ανασφάλεια. Ανάμεσα στις ραγδαίες ανακατατάξεις στην εργασία και τη βίαιη επίθεση για αλλαγή του εκπαιδευτικού υποδείγματος φαίνεται να δημιουργείται μια γκρίζα ζώνη της τωρινής εργαζόμενης νεολαίας, συνδετικού κρίκου μεταξύ της προηγούμενης ισορροπίας και των μελλοντικών κοινωνικών σχέσεων.
Ο κύκλος που άνοιξε με το CPE και την «ελαστασφάλεια» χαράσσει τα όρια αυτής της γκρίζας ζώνης, περικλείοντας το σύνολο των νέων εργαζομένων, και το μόνο που υπόσχεται είναι ανεργία, κυνήγι του μεροκάματου και του μηνιάτικου και πολλές φορές (ειδικά για την Ελλάδα) μετανάστευση. Από την άλλη, όμως, τα κοινωνικά στρώματα αυτά αποτελούν δυναμίτη στα θεμέλια του νέου ευρωπαϊκού και δυτικού οικοδομήματος και με τη ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση και πολιτικοποίησή τους εγγυώνται ότι τα επόμενα χρόνια οποιοσδήποτε σχεδιασμός από πλευράς αστικών επιτελείων είναι εξαρχής ναρκοθετημένος.
Δεν πρόκειται απλώς για μια μάχη
Κοιτώντας την εμμονή με την οποία επανέρχονται οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, δεμένες με την προώθηση μορφών εργασιακού μεσαίωνα για τους νέους εργαζόμενους, αλλά και την επαναλαμβανόμενη ανορθογραφία της νεολαιΐστικης αντίστασης, αντιλαμβάνεται κανείς ότι εδώ παίζεται ένα μεγάλο στοίχημα. Οι άρχουσες τάξεις των ευρωπαϊκών σχηματισμών, βασισμένες σε δημογραφικές αναλύσεις [1] (που τόσο αρέσουν στον κυρίαρχο τρόπο σκέψης), εκτιμούν ότι η προηγούμενη γενιά εργαζομένων –αυτοί που αγωνίστηκαν και κέρδισαν εργασιακά δικαιώματα και κοινωνικό κράτος–αποσύρεται από την εργασία και βλέπουν την κρίση σαν μια ευκαιρία να τα πάρουν όλα πίσω από την επόμενη γενιά, αυτούς που τώρα βρίσκονται εντός των εκπαιδευτικών μηχανισμών ή που έχουν μόλις ενταχθεί στην εργασία.
Η απαίτηση είναι σαφής: μείωση του μισθολογικού κόστους, ραγδαία υποτίμηση της τιμής της εργατικής δύναμης με παράλληλη διατήρηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος το εργατικό δυναμικό να είναι εκπαιδευμένο και καταρτισμένο, ώστε να κερδηθεί η επερχόμενη σύγκρουση με τις αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις (Κίνα, Ινδία κ.λπ.). Ποιος θα βγει κερδισμένος από αυτήν τη σύγκρουση; Κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει. Ένα είναι βέβαιο, όμως• η νεολαία στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις και στις ΗΠΑ, στο κέντρο των σχηματισμών που αγωνίζονται για την ηγεμονία στον παγκόσμιο καπιταλισμό, μπορεί να παίξει το ρόλο του αστάθμητου παράγοντα με αποσταθεροποιητικά χαρακτηριστικά που να αγγίζουν τον πυρήνα της αστικής και ιμπεριαλιστικής πολιτικής.
Το κίνημα της νεολαίας δεν μπαίνει σε καλούπια, δεν χειραγωγείται και πάνω απ’ όλα δεν ακολουθεί την πεπατημένη των συνδικαλιστικών αγώνων των προηγούμενων περιόδων, που είχαν μια σειρά ονομαστικούς στόχους και με περιορισμένης διάρκειας κινητοποιήσεις κατέληγαν σε συμβιβασμό. Αντίθετα, έχει πολλές φορές χαρακτήρα «ή όλα ή τίποτα», μαζικότητα, μαχητικότητα και ριζοσπαστισμό, απρόβλεπτη εκκίνηση και διάρκεια, γρήγορη κλιμάκωση και βαθύ κοινωνικό έρεισμα, ενώ βρίσκεται πλέον σε πλατιά κοινωνική συμμαχία με όλα τα νέα στρώματα στην εργασία που γίνονται στόχος των κοινών πολιτικών. Αυτά τα στοιχεία το καθιστούν άκρως επικίνδυνο για τη νεοσυντηρητική πολιτική του σοκ που ακολουθείται από τις κυβερνήσεις σήμερα, καθώς αντιπροτάσσουν κινήματα με εξεγερσιακά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να δώσουν άλλη δυναμική στην υπόθεση ενός κοινωνικού μετώπου ανατροπής.
[1] “Europe’s worrying gerontocracy – What happens when older voters dominate European electorates”, 8/4/2010 (http://www.economist.com/node/15867833)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ