Το κείμενο αυτό γράφεται με αφορμή το περιστατικό με τους φαντάρους που σχημάτισαν τον αλβανικό αετό. Στόχος του είναι κυρίως ο προβληματισμός και η κατανόηση της ευρύτερης κατάστασης στην αλβανική/αλβανόφωνη νεολαία, της πράξης καθαυτήν, του ακόλουθου θορύβου που δημιούργησε, των διαφόρων τοποθετήσεων που ακούστηκαν και του τρόπου που παρουσιάστηκε και χρησιμοποιήθηκε από το πολιτικό προσωπικό και τα μίντια.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, δηλαδή από την επίμαχη σκηνή με τους νέους που σχηματίζουν τον αλβανικό αετό. Αυτό το σύμβολο-χειρονομία είναι άραγε εθνικιστικό ή πατριωτικό (τη διαφορά ανάμεσα στα δύο δεν θα την αναλύσω, για οικονομία χρόνου θεωρώ πως αυτή η διάκριση είναι αντιληπτή); Απάντηση μανιχαϊστική σε αυτό το ερώτημα δεν υπάρχει. Η πραγματικότητα είναι ότι ο δικέφαλος αετός είναι ένα εθνικό σύμβολο της Αλβανίας και των Αλβανών. Όπως κάθε εθνικό σύμβολο, εμπεριέχει το πατριωτικό στοιχείο και, όπως με κάθε εθνικό σύμβολο, έχει γίνει προσπάθεια οικειοποίησης του από τους εθνικιστές, από εκείνους που είναι πιο «πατριώτες» από τους άλλους. Συνεπώς, ο αετός σίγουρα είναι σύμβολο των Αλβανών· το ότι το χρησιμοποιούν και εθνικιστές το κάνει τόσο εθνικιστικό όσο και την ελληνική σημαία. Αν θεωρούμε πως η ελληνική ή οποιαδήποτε σημαία/σύμβολο είναι εθνικιστικό, τότε το ίδιο πρέπει να συμπεράνουμε και για τον αλβανικό αετό. Στο ερώτημα λοιπόν αν η χειρονομία των νεαρών φαντάρων συμβόλιζε τη Μεγάλη Αλβανία ή οποιαδήποτε άλλη εθνικιστική ονείρωξη, η απάντηση είναι μάλλον όχι. Και αυτό το «μάλλον» δεν βρίσκεται τυχαία εκεί. Διότι υπάρχει η εξαιρετικά μικρή πιθανότητα να είναι και οι εφτά φαντάροι εθνικιστές και οπαδοί της μεγάλης Αλβανίας (ο προβληματισμός αυτός δεν τίθεται επειδή ο γράφων πιστεύει ότι τούτο μπορεί να συμβαίνει, αλλά για να οδηγηθούμε στην παρακάτω σκέψη).
Βέβαια αν αυτό το εξαιρετικά απίθανο σενάριο ισχύει, πρέπει η ελληνική κοινωνία να στοχαστεί βαθιά για να κατανοήσει το πώς είναι δυνατόν νεολαίοι που μεγάλωσαν με την ελληνική παιδεία να ασπάζονται ένα μισαλλόδοξο αλυτρωτικό σχέδιο το οποίο στρέφεται μερικώς κατά της χώρας που μεγάλωσαν και αποτελούν κομμάτι της. Ιδίως εάν τελικά οι φαντάροι είναι και ομογενείς από τη Βόρεια Ήπειρο. Διότι, σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση, οι ομογενείς καταπιέζονται συστηματικά από τα διάφορα αλβανικά καθεστώτα αλλά κρατούν ζωντανή την αγάπη τους για τη μητέρα Ελλάδα και την ελληνικότητά τους. Εάν λοιπόν και οι ομογενείς καταλήγουν να κάνουν χειρονομίες που δηλώνουν (κατά την κυρίαρχη αφήγηση) αλβανικό εθνικισμό, τότε σίγουρα κάτι πηγαίνει πολύ στραβά και πηγαίνει πολύ στραβά εδώ και αρκετό καιρό.
Ας γυρίσουμε όμως στο ζήτημα της χειρονομίας. Η χειρονομία του δικέφαλου αετού τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μόδα μεταξύ των Αλβανών και όχι μόνο. Έχουμε δει κατά καιρούς αθλητές, celebrities, τραγουδιστές –όχι απαραίτητα Αλβανούς– να ποζάρουν με την εν λόγω χειρονομία, έχουν υπάρξει φωτογραφίες ακόμα και μελών σωμάτων ασφαλείας ή πυροσβεστών από χώρες που ζουν Αλβανοί μετανάστες να σχηματίζουν τον αετό. Μήπως είναι όλοι αυτοί πράκτορες του αλβανικού εθνικισμού; Φυσικά και όχι! Ο αετός έχει γίνει ένα trend. Το πώς και τι συνέβη για να γίνει αυτό θα μας απασχολήσει παρακάτω. Αξίζει να σημειωθεί πως η μόνη χώρα στην οποία έχει σηκωθεί τόσο πολύς αρνητικός ντόρος και μάλιστα από την αρχή –θυμάμαι χαρακτηριστικά τον πανηγυρισμό του Κασάμι– είναι η Ελλάδα. Και αυτό δεν είναι τυχαίο.
Η Ελλάδα και η Αλβανία καλώς ή κακώς έχουν ανοιχτά ζητήματα που πρέπει να επιλύσουν. Οι εθνικισμοί τους είναι συγκρουόμενοι (όπως και με κάθε βαλκανικού λαού που «σέβεται» τον εαυτό του...). Προφανώς δεν θα ασχοληθούμε με αυτά τα ζητήματα στο παρόν κείμενο. Θα πρέπει να αναφέρουμε ωστόσο ότι η όλη κόντρα των δύο εθνικισμών επανεκκινεί με την πτώση του χοτζικού καθεστώτος και το άνοιγμα των συνόρων. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα «Εκτρέφεται αλβανικός εθνικισμός στην Ελλάδα και μάλιστα από τους μετανάστες δεύτερης γενιάς;», έχει σημασία να κάνουμε μια ανασκόπηση στην ψυχολογία και τη θέση των Αλβανών μεταναστών στην κοινωνική δομή.
Από αυτή την άποψη, οι Αλβανοί μετανάστες που έρχονται στην Ελλάδα το 1991-97 βρίσκονται ουσιαστικά στο κενό και αισθάνονται ξεκρέμαστοι από παντού. Έχει μόλις πραγματοποιηθεί η ανατροπή ενός καθεστώτος εντελώς διαφορετικού από εκείνο στο οποίο ζουν τώρα, έχουν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν σε μια ξένη χώρα, που βρίσκεται τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά ταυτόχρονα, και σε πολλές περιπτώσεις πέφτουν θύματα του ελληνικού επιχειρηματικού δαιμονίου.
Από μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας, η εκμετάλλευσή τους είναι τεράστια (εργασία ανασφάλιστη, υποαμειβόμενη ή και απλήρωτη). Αυτές οι ιστορίες, ενώ η μετανάστευση συνεχίζεται, ταξιδεύουν πίσω στην Αλβανία και δημιουργούν ένα αίσθημα «Η Ελλάδα δεν μας θέλει». Οι εγκληματικές ενέργειες από Αλβανούς και ιδιαίτερα ο τρόπος που παρουσιάζονται από τα σχετικά πρόσφατα ιδρυμένα ιδιωτικά κανάλια κάνουν την κατάσταση ακόμα χειρότερη. Με λίγα λόγια, για μια δεκαετία τουλάχιστον, κάθε φορά που ένας Αλβανός μετανάστης ακούει τη λέξη «Αλβανία» ή «Αλβανός» να αναφέρεται στις ειδήσεις σφίγγεται αυτόματα για να δεχτεί αυτό που θα ακούσει. Το «Αλβανός» γίνεται βρισιά, και το να είσαι Αλβανός στίγμα. Χαρακτηριστική είναι η αρχική στάση των Αρβανιτών, που ζουν αιώνες στην Ελλάδα, και οι οποίοι προσπαθούν να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τους μετανάστες και να δηλώσουν πως ουδεμία σχέση έχουν με τους νεοφερμένους.
Σε αυτή την κατάσταση πολλοί είναι εκείνοι που προσπαθούν να κρυφτούν και να αποβάλουν ό,τι αλβανικό από πάνω τους. Για να αποφύγουν τον στιγματισμό, προσπαθούν να μοιάσουν στον ντόπιο πληθυσμό και αρνούνται κομμάτι της ταυτότητάς τους. Αρκετοί βαφτίζονται και παίρνουν ελληνικά ονόματα, πολλοί –ειδικά από τον νότο– προσπαθούν να βρουν κάποια ρίζα από Ελλάδα ή Βλαχία για να ενταχθούν στην κατηγορία του ομογενούς και να βρεθούν σε καλύτερη μοίρα, γονείς δεν μαθαίνουν στα παιδία τους να μιλούν αλβανικά. Έχει δημιουργηθεί ένα κόμπλεξ κατωτερότητας που ακόμη δεν έχει ξεπεραστεί πλήρως.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί και κάτι επιπλέον: οι Αλβανοί θα μεταναστεύσουν σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου μετά την πτώση του καθεστώτος· είναι συχνό φαινόμενο η ύπαρξη συγγενών διασπαρμένων σε διαφορετικά κράτη. Μοιράζονται λοιπόν τις εμπειρίες τους τόσο μεταξύ τους όσο και με όσους έχουν μείνει πίσω στην πατρίδα. Σε όλες αυτές τις εμπειρίες υπάρχει ο κοινός κανόνας της αρχικής εργασιακής εκμετάλλευσης και πιθανώς του ρατσισμού τα πρώτα χρόνια. Στη συντριπτική πλειονότητα των υπόλοιπων χωρών όμως αυτό σύντομα εξομαλύνεται, τα περιστατικά ρατσιστικής συμπεριφοράς, τουλάχιστον από τον κρατικό μηχανισμό, εξαλείφονται. Στην Ελλάδα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι «σκούπες» του 2000, η συνεχής –και μέχρι πρόσφατα επί ετήσιας βάσης– ταλαιπωρία για την έκδοση αδειών παραμονής, ο τρόμος που βιώνει ο μετανάστης που γυρίζει από τις διακοπές του στην Αλβανία και είναι μπροστά από το κουβούκλιο του συνοριοφύλακα καθώς γνωρίζει πως μπορεί ανά πάσα στιγμή χωρίς λόγο και αιτία να του ακυρώσει το διαβατήριο και να τον στείλει πίσω, όλα αυτά κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτο τον κάνουν να αισθάνεται και εγγράφονται στο συλλογικό υποσυνείδητο.
Οι μετανάστες όμως είναι κατά πλειοψηφία εργατικοί και εφόσον δεν έχουν πουθενά να πατήσουν συσπειρώνονται κυρίως γύρω από την οικογένεια και προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα και να τραβήξουν μπροστά. Η αφοσίωση στο μέλλον των παιδιών είναι παροιμιώδης και οι θυσίες που πραγματοποιούν τιτάνιες. Αφού το αλβανικό κράτος στην ουσία αδιαφορεί για τη μοίρα τους και για το ελληνικό έχουν μόνο υποχρεώσεις και όχι δικαιώματα, πρέπει να «σκάσουν και να κολυμπήσουν», και αυτό κάνουν. Με την εργατικότητα, την αποφασιστικότητά, τον ιδρώτα και το αίμα τους γενικά τα καταφέρνουν. Μια αργή άνοδος στην κοινωνική θέση αρχικά, κυρίως αφού έρθουν οι μετανάστες από την Αφρική και την Ασία, αλλά και στην ψυχολογία στη συνέχεια, αρχίζει να εκτυλίσσεται ειδικά από το 2010 κι έπειτα.
Επιλέγεται αυτή η χρονική περίοδος για πολλούς λόγους. Πρώτα και κύρια έχει επέλθει μια εικοσαετία από την άφιξη των πρώτων μεταναστών. Σε αυτό το χρονικό διάστημα έχει δημιουργηθεί μια νέα γενιά ανθρώπων που έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα, έχει πάει σε ελληνικά σχολεία και αποτελεί ένα υβρίδιο ακόμα και στη γλωσσική του συμπεριφορά. Αυτή η γενιά, αν δεν έχει καταφέρει να σπουδάσει, έχει βγει στην αγορά εργασίας από μικρή ηλικία. Στέκεται στα πόδια της, και πολλές φορές στηρίζει την οικογένεια, που μπορεί να έχει πληγεί από την οικονομική κρίση και τον μαρασμό της οικοδομής, για παράδειγμα. Με την έλευση της οικονομικής κρίσης ίσως επηρεάζεται σχετικά λιγότερο, σίγουρα δυσκολεύεται, αλλά έχει ζήσει και χειρότερα και έχει μάθει να αγωνίζεται και να επιβιώνει, δυστυχώς με τον ατομικό τρόπο. Η οικονομική κρίση δεν τη σοκάρει τόσο όσο σοκάρει την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία. Βλέπει λοιπόν τον εαυτό της να στέκεται –συγκριτικά με το σημείο εκκίνησης– ισάξια αν όχι καλύτερα από την αντίστοιχη ελληνική γενιά. Την περίοδο εκείνη νομοθετείται για πρώτη φορά και ο νόμος Ραγκούση που δίνει τη δυνατότητα σε δεκάδες αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες να πάρουν την ελληνική ιθαγένεια. Πλέον αυτή η γενιά παύει να ζει με την ανασφάλεια του μετανάστη.
Πώς όμως αυτή η ίδια γενιά ανακαλύπτει ξανά μια αλβανική εθνική ταυτότητα ή μάλλον πώς επιλέγει να την ξαναφέρει στην επιφάνεια, να τη βγάλει από το πατάρι; Είναι αυτή η γενιά τρωτή στον αλβανικό εθνικισμό; Η παραπάνω πορεία κοινωνικής σταθεροποίησης ή ανόδου θα συνεχίσει και την περίοδο της κρίσης μέχρι και σήμερα. Η νεολαία αυτή μαθαίνει να αποδέχεται και τις δύο ταυτότητες και πολλές φορές μετεωρίζεται ανάμεσα τους. Η ανάδυση του αλβανικού στοιχείου στην ελληνική και διεθνή showbiz έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στη νεολαία αυτή. Επιτέλους, η Αλβανία συνδέεται με κάτι που μπορούν να θαυμάσουν, κι ας είναι αυτό ένας ή μια celebrity ή μια ποδοσφαιρική ομάδα. Όσο αστείο κι αν μας φαίνεται, η παραδοχή τής κάθε Φουρέιρα ότι κατάγεται από την Αλβανία και όχι από το Μεξικό είχε λυτρωτικά στοιχεία για δεκάδες έφηβους και έφηβες. Σηματοδοτούσε ότι πλέον δε χρειάζεται να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου ή να αισθάνομαι ένοχος γι’ αυτό που είμαι. Η μεγάλη διαφορά που τώρα ανακαλύπτει η ελληνική κοινωνία είναι ότι πλέον δεν έχει να κάνει με ένα δουλικό (τουλάχιστον όχι περισσότερο από το ελληνικό) εργατικό δυναμικό που απλώς θα δέχεται τη μοίρα του και θα καταπιέζει κομμάτια της ταυτότητάς του για να επιβιώσει.
Είναι αυτή η συνολική κίνηση αποτέλεσμα ενός ανερχόμενου αλβανικού εθνικισμού; Δεν αποκλείεται να έχει επηρεάσει τη μεγάλη εικόνα, όμως ένα είναι σίγουρο: ο αλβανικός εθνικισμός δεν γεννιέται στην Ελλάδα. Ο αλβανικός εθνικισμός έχει κοιτίδα του την Αλβανία. Το αλβανικό πολιτικό προσωπικό χρησιμοποιεί τον εθνικισμό για να ρίξει την ευθύνη για τα δεινά που το ίδιο προκαλεί στον βολικό «άλλον». Τα ανοιχτά εθνικά ζητήματα που έχει η Αλβανία με τη Σερβία λόγω Κοσσόβου και με την ΠΓΔΜ εξαιτίας του αλβανόφωνου πληθυσμού κάθε άλλο παρά διευκολύνουν την κατάσταση. Αντιθέτως, χρησιμοποιούνται από τους ιμπεριαλιστές για να δημιουργούν αποικίες σε νευραλγικά σημεία συμφερόντων τους. Ο αλβανικός εθνικισμός και όσοι είναι από πίσω του πέτυχαν μια νίκη με την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσόβου και με τη συμφωνία της Οχρίδας, στην οποία βασίζεται η ύπαρξη της ΠΓΔΜ.
Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε η ιδέα της μεγάλης Αλβανίας των αυτοχθόνων κ.ο.κ. Έχει έρθει σε επαφή η αλβανική νεολαία που ζει στην Ελλάδα με αυτές τις απόψεις; Πώς και πόσο έχει επηρεαστεί; Το ότι η αλβανική νεολαία γνωρίζει για το όλο ζήτημα της μεγάλης Αλβανίας είναι σίγουρο. Αν δεν το έχει συζητήσει με κάποιον συγγενή ή φίλο από την Αλβανία το έχει σίγουρα δει από το διαδίκτυο. Η πραγματική έκταση αυτής είναι μεν μικρή (ειδικά όσοι γνωρίζουν για τα αποτελέσματα της ελληνικής Μεγάλης Ιδέας), αλλά ένα ευρύτερο αίσθημα «είμαστε οι αδικημένοι / οι Έλληνες έχουν ελληνοποιήσει τα πάντα» είναι σίγουρα υπαρκτό σε μεγαλύτερο βαθμό. Πώς δημιουργήθηκε και που οφείλεται αυτή η πεποίθηση; Κατά τη γνώμη μου το μεγαλύτερο πρόβλημα βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται η ιστορία στα σχολεία (ελληνικά και αλβανικά αλλά μιας και μιλάμε για τη νεολαία που έχει μορφωθεί στην Ελλάδα θα αναφερθούμε μόνο στα ελληνικά σχολεία). Τις περισσότερες φορές, τα ζητήματα που αποτελούν αγκάθια για τις δύο χώρες αποκρύπτονται εντελώς, σε άλλες περιπτώσεις χάνονται μέσα στο μανιχαϊστικό πλαίσιο καλοί Έλληνες - κακοί Τούρκοι. Αυτό έχει αποτέλεσμα να έρχεται ο έφηβος σε επαφή με καυτά ζητήματα μέσω εθνικιστικών ιστοσελίδων που φυτρώνουν σε όλα τα Βαλκάνια σαν μανιτάρια. Η απόκρυψη ή η στρέβλωση λαμβάνεται ως σκοπιμότητα. Αυτό έρχεται και δένει με τον ρατσισμό που πιθανότατα έχει βιώσει ο ίδιος ή η οικογένειά του και δημιουργεί ένα ανθελληνικό αίσθημα. Για να μπορέσει κανείς να ξεπεράσει αυτό το αίσθημα και να ισορροπήσει ανάμεσα στις δύο ταυτότητες που έχει, χρειάζεται μελέτη των ιστορικών γεγονότων, στηλίτευση των όσων αρνητικών έχει κάνει η κάθε πλευρά, κατανόηση και αποδοχή. Σίγουρα ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας έχει κάνει το βήμα που χρειάζεται και δεν βλέπει εχθρούς στους άλλους λαούς, στον λαό του.
Η περίοδος του δημοψηφίσματος άφησε σε αυτή τη νεολαία σημαντική εμπειρία. Αν και από μικρή ηλικία τούτος ο κόσμος έχει βιώσει τη διάκριση εργάτη-κεφαλαίου, σε εκείνη τη περίοδο έγινε πιο αισθητή από ποτέ και η πλειονότητά του ψήφισε το «Όχι» ακόμα και ενστικτωδώς! Ως αντίδραση στο «Ναι» του κεφαλαίου. Κατά την άποψή μου, εκεί βρίσκεται και η απάντηση που θα νικήσει κάθε είδους εθνικισμό.
Στο διά ταύτα λοιπόν, πώς αντιμετωπίζουμε την περίπτωση των φαντάρων; Ας συμφωνήσουμε αρχικά στα εξής. 1) Ο τρόπος που τα κυρίαρχα μέσα παρουσιάζουν το γεγονός είναι ξεκάθαρα χυδαίος και αποσκοπεί στο να οξύνει τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά αντανακλαστικά και να αποπροσανατολίσει από τα συνεχή μνημόνια. Τα όσα ακούστηκαν για «αφαίρεση της ιθαγένειας από του φαντάρους που σχημάτισαν το εθνικιστικό σύμβολο της μεγάλης Αλβανίας» είναι ακροδεξιά και ρατσιστικά, τελεία. Δείχνουν δε το πόσο δεξιά είναι μετατοπισμένη ή όλη δημόσια κουβέντα. 2) Η επίσημη σκληρή τιμωρία με αυστηρή ποινή, όπως ζήτησε ο υπουργός Άμυνας, όχι μόνο δεν θα επιλύσει το ζήτημα αλλά θα το οξύνει ακόμα περισσότερο. Πιθανότατα θα μετατρέψει τους φαντάρους σε σύμβολο για τους πραγματικούς Αλβανούς εθνικιστές, θα δώσει το στίγμα σε μια ολόκληρη γενιά ότι η Ελλάδα δεν αποδέχεται και καταπιέζει την ταυτότητά τους και προφανώς θα δημιουργήσει διπλωματικό επεισόδιο. 3) Σε έναν στρατό σαν τον ελληνικό, που τα παραδείγματα ρατσισμού και ακροδεξιών τοποθετήσεων είναι πάμπολλα, η πραγματική τιμωρία των φαντάρων θα γίνει με τον γνωστό αθόρυβο τρόπο των καψονιών. Ασχέτως από το ποια θα είναι η επίσημη απόφαση του στρατοδικείου, οι φαντάροι αυτοί θα περάσουν μαύρη θητεία. 4) Οι φαντάροι δεν είχαν στόχο να προσβάλουν τον ελληνικό στρατό. Όσο έντονο συμβολισμό κι αν έχει η φωτογραφία, μάλλον αποτελεί άλλη μια καφρίλα από αυτές που κάνουν οι φαντάροι παρά οτιδήποτε άλλο. Στην περίπτωση αυτή έτυχε να έχουν ως κοινό την αλβανική καταγωγή και πόζαραν με τον αντίστοιχο τρόπο. Να σημειωθεί εδώ πως η συγκεκριμένη χειρονομία έχει γίνει μόδα και πιθανώς υπάρχουν πάρα πολλοί φαντάροι που έχουν ποζάρει έτσι, μερικοί εκ των οποίων μπορεί να ήταν και ελληνικής καταγωγής και να ψήθηκαν για την καφρίλα.
Πρέπει να το προσπεράσουμε; Πέραν του ότι πλέον είναι αδύνατο λόγω των διαστάσεων που πήρε το γεγονός, δεν μπορώ να σκεφτώ με ποιον τρόπο θα διευθετούσε το ζήτημα μια τιμωρία από αυτές που ζητούν τα κυρίαρχα μίντια. Είναι αντιληπτό ότι η μόνη εθνική αφήγηση που χωράει σ’ έναν εθνικό στρατό είναι αυτή του κυρίαρχου έθνους και ως εκ τούτου το να αναπαράγει το σύμβολο ενός άλλου έθνους θεωρείται ατόπημα. Σε έναν καταπιεστικό και ιεραρχικό μηχανισμό, όπως είναι κάθε στρατός, αυτό εμπεδώνεται με καμπάνες και καψόνια. Πρέπει παρ’ όλα αυτά να προσεχτεί το εξής: Πώς ακριβώς αναμένεις μια νεολαία άλλης εθνικής καταγωγής να ενταχθεί στον δικό σου κορμό όταν καταπιέζεις την έκφραση της ταυτότητάς της;
Όσο για τη στάση της αριστεράς, κατά την άποψή μου σύρθηκε από τον συνολικό ορυμαγδό σε εθνικιστικές τοποθετήσεις ή σιώπησε. Έσπευσε να καταδικάσει τον αλβανικό εθνικισμό, λες και δεν είναι αυτονόητη η καταδίκη κάθε εθνικισμού από οποιονδήποτε θέλει να λέγεται προοδευτικός, και δεν μπόρεσε να αρθρώσει σοβαρή τοποθέτηση απέναντι στο ξεσάλωμα των μίντια και των Ελλήνων εθνικιστών. Η έλλειψη γείωσης με την κοινωνική ομάδα των μεταναστών ακόμα και της δεύτερης γενιάς είναι προφανής. Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. γνωρίζουμε καιρό τώρα πως δεν έχει πάτο η κατρακύλα τους.
Για να ηττηθούν οι εθνικισμοί, χρειάζεται διαπαιδαγώγηση για να αντιλαμβάνονται οι λαοί τις υστεροβουλίες αυτών που τους καλλιεργούν και τα δεινά που έχουν επιφέρει. Οι λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, οι ενωμένοι αγώνες θα κάνουν όλη τη γη πατρίδα όλων μας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ