ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ |
Πέμ, 07/05/2020 - 12:10

Το λουρί ήταν πάντα σφιγμένο, απλώς τώρα τελείωσε η ανάσα


Αφήνοντας κατά μέρος την εντυπωσιακά σχεδιασμένη πλην καθόλα εμφανή απόπειρα εγχάραξης ιδεολογίας ατομικής ευθύνης και υπακοής, αναμφίβολα το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του τελευταίου πρωθυπουργικού διαγγέλματος ήταν η κυνική ανακοίνωση της μη διεξαγωγής των καλοκαιρινών φεστιβάλ και λοιπών πολιτιστικών εκδηλώσεων. Και το θέμα με τον χώρο του πολιτισμού τελείωσε εκεί. Το προφανές που μπορεί να παρατηρήσει καμιά είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση πιστεύει πως οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στον καλλιτεχνικό χώρο επιβιώνουν με αέρα, φως και το βαθύ ελληνικό μπλε. Αυτό όμως δεν είναι καινούργια νέα, αλλά αντιθέτως πάρα πολύ παλιά.

Το γεγονός ακολούθησε μια ορμητική θύελλα αντιδράσεων από τον καλλιτεχνικό χώρο, μια χλιαρή απάντηση από την υπουργό Πολιτισμού και σχολιασμοί διαφόρων αποχρώσεων στη δημόσια σφαίρα, με τα χρυσά βατόμουρα να απονέμονται σε όσους ανέκραξαν απεγνωσμένα «τώρα θυμηθήκατε» ή στους άλλους που δήθεν ριζοσπαστικά αναρωτήθηκαν «γιατί support art workers και όχι support all workers».

Όλα αυτά στην πραγματικότητα δεν είναι κανένα μεγάλο μυστήριο και εδώ ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

 

*

 

Η αδιαφορία της ελληνικής κυβέρνησης δεν περιορίστηκε ποτέ στο ζήτημα των δικαιωμάτων των εργαζομένων στον χώρο του πολιτισμού, αλλά αφορούσε πάντοτε το σύνολό του. Οπωσδήποτε, ένα κράτος της προηγμένης Δύσης που σέβεται τον εαυτό του, πόσο μάλλον το ελληνικό, που έχει ως βασικό πυλώνα της ιδεολογίας του τον προγονικό πολιτισμό, τον οποίο εξήγαγε προς δυσμάς, έχει μερικούς κραταιούς πολιτιστικούς θεσμούς. 

Όμως η ζοφερή πραγματικότητα είναι ότι οι εγχώριες πολιτιστικές ατμομηχανές κινούνται φέροντας ιδιωτική σφραγίδα, ακόμα κι αν συνεργάζονται με το ΥΠΠΟΑ ή λαμβάνουν συγχρηματοδότηση από αυτό. Οι περιπτώσεις του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και του Ιδρύματος Ωνάση είναι εδώ οι πλέον εξόφθαλμες. Ιδρύματα που εμπλέκονται όχι μόνο σε όλο το φάσμα της πολιτιστικής παραγωγής, ορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τις τάσεις, αλλά και σε άλλες πτυχές της συλλογικής ζωής, όπως για παράδειγμα στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Φυσικά, η εντύπωση που μένει είναι εκείνη του μεγαλόψυχου ιδιώτη χορηγού που στηρίζει το αποδυναμωμένο ΥΠΠΟΑ. Τα ίδια ιδρύματα είναι κάτι σαν εργασιακός παράδεισος για τους καλλιτέχνες, αφού σε αυτά, που καταλαμβάνουν μεγάλο κομμάτι της πολιτιστικής αγοράς, ο κανόνας είναι η ρευστότητα και όχι η σπανιότητα του κεφαλαίου. Την ίδια στιγμή, η γραφειοκρατία των κρατικών πολιτιστικών φορέων για τη χρηματοδότηση παραγωγών είναι από χρονοβόρα έως απολύτως απαγορευτική αν το κριτήριο είναι μεταξύ άλλων και η κάλυψη βιοποριστικών αναγκών.

Η κρατική αδιαφορία, ωστόσο, δεν εξαντλείται στη μη αξιοποίηση των κρατικών θεσμών στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους, όπως μπορεί να συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση του Εθνικού Θεάτρου και της Πειραματικής Σκηνής, η οποία έκλεισε ξανά μετά την τελευταία κυβερνητική αλλαγή και την αλλαγή διοίκησης του Εθνικού Θεάτρου· αλλά λαμβάνει και τη μορφή της καθαρής απαξίωσης, όπως συνέβη στην περίπτωση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης ή όπως συμβαίνει επί δεκαετίες με τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, που αντικειμενικά θεωρούνται υποδεέστερα και από τον ίδιο τον καλλιτεχνικό χώρο αλλά και από το κοινό, ενώ θα μπορούσαν να πρωτοστατούν συμβάλλοντας καθοριστικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής στην περιφέρεια, στην άμβλυνση των αντιθέσεων με την πρωτεύουσα, στην ανάδειξη της πολιτιστικής ποικιλομορφίας. 

 

*

 

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επ’ αόριστον την παραπάνω περιπτωσιολογία, ωστόσο η πλέον ατράνταχτη απόδειξη της κρατικής αδιαφορίας για τον πολιτισμό είναι ο τρόπος που (δεν) εντάσσεται στο εκπαιδευτικό σύστημα. 

Από τις μέχρι σήμερα γνωστές τέχνες –και ας μην υπεισέλθουμε εδώ σε ζητήματα ορισμού και κατηγοριοποίησης– ίσως δυόμιση από αυτές εντάσσονται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση: λογοτεχνία, εικαστικά με έμφαση στη ζωγραφική, μουσική περιορισμένη σε τραγούδι και θεωρία, όχι συνοδευόμενη από την εκμάθηση κάποιου οργάνου. Στη δε τριτοβάθμια είναι εντυπωσιακά λιγοστά τα τμήματα τεχνών στα οποία η εισαγωγή γίνεται μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων, ενώ πολλά από αυτά και πάλι περιορίζονται στη θεωρία τέχνης και όχι σε εφαρμογές. Στις περισσότερες και πιο ανταγωνιστικές στην αγορά εργασίας σχολές, η διαδικασία εισαγωγής γίνεται με ξεχωριστή εξέταση σε κάθε σχολή. 

Φυσικά, τα τεράστια κενά του κράτους έρχεται να καλύψει ένας γιγάντιος ιδιωτικός τομέας έτσι που η συνταγή για μια πορεία στις καλλιτεχνικές σπουδές είναι ιδιωτικές σχολές χορού, ιδιωτικά ωδεία, ΙΕΚ, ιδιαίτερα μαθήματα ή σεμινάρια υποκριτικής, φωτογραφίας, σχεδίου κ.ο.κ., ακόμα κι αν η συνταγή αυτή εντάσσεται σε μια πολυετή προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις κάποιας σχολής. Να το πούμε με ένα παράδειγμα; Κάθε χρόνο στις εισαγωγικές εξετάσεις του Εθνικού Θεάτρου υπάρχουν κατά μέσο όρο 450 υποψήφιες και 300 υποψήφιοι, που δεν έχουν λάβει τη θεατρική εκπαίδευσή τους από κάποιον δημόσιο θεσμό, εκ των οποίων θα περάσουν τελικά 10-12 υποψήφιες και άλλοι τόσοι υποψήφιοι. Οι υπόλοιπες και οι υπόλοιποι θα προετοιμαστούν ξανά για τις εξετάσεις της επόμενης χρονιάς ή, αν η τύχη τούς χαμογελάσει, θα περάσουν σε κάποια ιδιωτική σχολή στην οποία το ποσό των διδάκτρων ανά έτος προσεγγίζει το κόστος ενός μετρίως ακριβού μεταπτυχιακού σε πανεπιστημιακό τμήμα. Ναι, η τέχνη είναι ακριβό χόμπι στην Ελλάδα και ως εκ τούτου αυτομάτως αποκλείονται από αυτή χιλιάδες.

Ο παραγκωνισμός των τεχνών από τη δημόσια εκπαίδευση, πέρα από τα οφθαλμοφανή εμπόδια βάσει της ταξικής τους προέλευσης που δημιουργεί στους υποψήφιους και τις υποψήφιες, εμπεδώνει μια ακόμα διάκριση, η οποία συμπυκνώνεται στη φορτική ερώτηση του οικείου περιβάλλοντος «γιατί δεν βρίσκεις μια κανονική δουλειά;». Στη χώρα που το μεταπολιτευτικό όνειρο της μικροαστικής οικογένειας είναι να περάσει το παιδί στο πανεπιστήμιο και να γίνει γιατρός - δικηγόρος - αρχιτέκτονας, η ενασχόληση με τις τέχνες είναι πάντοτε το διάλειμμα από τη βασική εκπαίδευση και μια επαγγελματική πορεία σε αυτόν τον χώρο είναι πάντοτε εφιάλτης. Ας μη βαυκαλιζόμαστε λοιπόν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Λίνα Μενδώνη είναι οι μόνοι που δεν θεωρούν τις καλλιτέχνιδες εργαζόμενες σαν όλες τις άλλες, γιατί αυτή η διάκριση είναι βαθιά ριζωμένη στην κυρίαρχη ιδεολογία και διάχυτη στην κοινωνία.

 

*

 

Αν, επομένως, ο καλλιτέχνης δεν είναι κανονική δουλειά, τότε τι είναι; Και πότε είναι κάποιος καλλιτέχνης; Όταν τελειώνει την σχολή του; Ενώ όσες ασχολούνται ερασιτεχνικά με την τέχνη δεν είναι καλλιτέχνιδες; Μήπως είναι καλλιτέχνιδες όσες εμφανίζουν καλλιτεχνικό έργο; Και όσοι έμειναν άνεργοι τα τρία τελευταία χρόνια ήταν καλλιτέχνες πριν, αλλά δεν είναι πια;

Καθώς στις μοντέρνες κοινωνίες ο καταμερισμός εργασίας παίζει βασικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση των υποκειμένων και τις κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούν, αυτή η ασάφεια περί της καλλιτεχνικής ιδιότητας επαναφέρει διαρκώς μια σύλληψη του καλλιτέχνη ως μοναχικής φιγούρας, αποστασιοποιημένης από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα, που σχηματοποιήθηκε παράλληλα με την ανάδυση της αστικής κοινωνίας και την έμφασή της στο ατομικό υποκείμενο. 

Αυτή η κοινωνική απροσδιοριστία του καλλιτέχνη, όπως την έχει ονοματίσει ο Μπουρντιέ, είναι πέρα για πέρα αντιδραστική, στον βαθμό που τον ωθεί να απέχει συνειδητά από οποιαδήποτε κοινωνική πρακτική εστιάζοντας μόνο στην τέχνη του και αποτελεί τη φαντασιακή αντιστροφή μιας αποτυχημένης επαγγελματικής πορείας σε μια ναρκοθετημένη ή σε μετάβαση αγορά τέχνης. Και φυσικά καταλήγει να είναι και ελιτίστικη, καθώς συλλαμβάνει τον καλλιτέχνη περίπου ως έναν ιδιοφυή νου που δημιουργεί αφ’ εαυτού του, ενώ στην πραγματικότητα κατά τη δημιουργική διαδικασία όλοι οι καλλιτέχνες μεταφράζουν τον γύρω τους κόσμο σε τέχνη, ακόμα κι αν δεν έχουν συνείδηση αυτής τους της πρακτικής. Δυστυχώς, οι καλλιτεχνικές πρωτοπορίες του προηγούμενου αιώνα απέτυχαν να βραχυκυκλώσουν επαρκώς αυτό το πρότυπο καλλιτέχνη, με αποτέλεσμα να παραμένει μέχρι και σήμερα κυρίαρχο. 

Αν αυτό μπορεί να είναι μία αιτία για την εξώθηση της πολιτικής από τον καλλιτεχνικό χώρο, τότε μια άλλη μπορεί να είναι το πολύ απλούστερο γεγονός της ρευστότητάς του. Αν δυο φορές τον χρόνο αναγκάζεσαι να δουλεύεις σέρβις, αν έχεις άλλη πρωινή δουλειά, αν δεν μπορείς να πληρώνεις τους φόρους σου και επιλέγεις να κλείσεις το μπλοκάκι σου και να δουλεύεις όποτε προκύπτει αδήλωτη και ανασφάλιστη, αν με λίγα λόγια η σταθερή εργασιακή ιδιότητα είναι διαρκώς υπό αίρεση για τη μεγάλη πλειοψηφία, τότε πώς ακριβώς μπορεί να υπάρξει στιβαρή κλαδική οργάνωση; Και αν τελικά για να δουλέψεις είναι προϋπόθεση να ανεχτείς παραβιάσεις των πλέον βασικών εργασιακών σου δικαιωμάτων, σε έναν χώρο μάλιστα που οι συστάσεις προηγούνται του ανθρώπου (περίπου σαν να γράφεις τις πολιτικές σου πεποιθήσεις στο βιογραφικό σου), πόσο εύκολη είναι η ανάπτυξη συνδικαλιστικής πρακτικής;

 

*

 

Οριστική απάντηση στο τι είναι και τι κάνει ένας καλλιτέχνης πιθανώς δεν μπορεί να δοθεί. Και εύλογα, γιατί είναι τέτοια η δυναμική της καλλιτεχνικής διαδικασίας και τέτοια η ένταση της συνάρθρωσης της τέχνης με την κοινωνία, που διαρκώς γεννιούνται νέες απαντήσεις για τα ίδια ερωτήματα. 

Αναιρεί αυτό ότι ένας ηθοποιός προσφέρει ψυχή, νου, σώμα και χρόνο ή ότι μια εικαστικός παράγει ένα καλλιτεχνικό προϊόν; Και βέβαια όχι. Η διάσταση της εργασίας είναι εκεί και κάπως πρέπει να είναι μετρήσιμη, να αμείβεται και να πλαισιώνεται με δικαιώματα. Εδώ που τα λέμε, ποτέ δεν χρειάστηκε να απαντήσουμε τι είναι ένας νομικός επιστήμονας για να καταλήξουμε στην αμοιβή που λαμβάνει ένας δικηγόρος για τη σύνταξη ενός δικογράφου. Με ελάχιστα κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα και με ισχνή κλαδική οργάνωση ο αγώνας των εργαζομένων στον χώρο της τέχνης είναι ένας αγώνας σχεδόν εκ του μηδενός. Είναι όμως ένας αγώνας εργαζομένων, εκεί αρχίζει και εκεί τελειώνει το ζήτημα.

Οι δήθεν ριζοσπαστικές φωνές που με αφορμή το κίνημα support art workers βγήκαν να κάνουν κριτική στον απολιτίκ καλλιτεχνικό κλάδο –αν όχι απλώς να παρωδήσουν το κεντρικό του σύνθημα– και να χρεώσουν τελικά συντεχνιακά κίνητρα στην κινητοποίησή του είναι καταφανές ότι ούτε φαντάζονται την σκληρή πραγματικότητα του χώρου, ούτε και έχουν επαφή με την μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων του που, όχι λόγω της πανδημίας, όχι λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά ανέκαθεν δεν ήξερε αν θα βγάλει οικονομικά τον επόμενο μήνα. Η κριτική ότι το support art workers δεν είναι αρκετά ριζοσπαστικό επειδή με αυτό μπορούμε να συμφωνήσουμε όλες και όλοι, παραγνωρίζει τη χρήση του «art workers» αντί του «artists» και τη βαρύτητα που μπορεί να έχει στα συμφραζόμενα του καλλιτεχνικού χώρου καταρρίπτοντας τις εσωτερικές ιεραρχίες του. Η αντικατάσταση του κεντρικού συνθήματος της καμπάνιας με το support all workers δεν είναι τίποτε άλλο παρά εύκολη κριτική μιας αριστεράς με επαναστατικά εγχειρίδια, που αφ’ υψηλού επισημαίνει τα προφανή και φυσικά δεν συμβάλλει στη ρήξη με το υπάρχον, καταλήγοντας συστημική. 

 

*

 

Φανταστείτε, αν για κάθε παράσταση που είδατε online, δινόταν κάποιο χρηματικό ποσό στους συντελεστές και τις συντελέτριές της. Φανταστείτε, αν έμεναν online και δεν κατέβαιναν έπειτα από είκοσι τέσσερις ώρες επειδή ανήκουν στα αρχεία κάποιου ιδιωτικού ιδρύματος. Φανταστείτε, αν η καλλιτεχνική παραγωγή προέκυπτε από γνήσια ανάγκη να πει κάτι και όχι υπό το άγχος να βγει το νοίκι του μήνα. 

Ο αγώνας των εργαζομένων στον χώρο του πολιτισμού επιβάλλεται να αγκαλιαστεί και να ενισχυθεί από όλους και όλες μας. Όχι μόνο επειδή βρίσκονται σκληρά αντιμέτωποι και αντιμέτωπες με τη βιοπάλη, αλλά για δύο ακόμα λόγους. Πρώτον, επειδή είμαστε όλοι και όλες (δυνάμει) εργαζόμενοι και τα εργασιακά τους δικαιώματα είναι και δικά μας. Είναι γνωστή η τακτική του αστισμού να δημιουργεί ιεραρχήσεις για να μπορεί να ρυθμίζει τους πληθυσμούς, να ρευστοποιεί και τελικά να περιορίζει δικαιώματα. Η πληρωμή υπερωριών δεν είναι κλαδικό αίτημα, η συλλογική σύμβαση δεν είναι κλαδικό αίτημα, η τήρηση του ωραρίου δεν είναι κλαδικό αίτημα.

Δεύτερον, επειδή ο πολιτισμός είναι δημόσιο αγαθό και από αυτόν ωφελούμαστε όλοι και όλες. Μέχρι σήμερα έχουμε αποτύχει να σώσουμε τον πολιτισμό από την ελληνική κυβέρνηση και το ιδιωτικό κεφάλαιο. Κυρίως γιατί δεν έχουμε προσπαθήσει ποτέ – με εξαίρεση ίσως τον νικηφόρο αγώνα το 2013 για την ΕΡΤ, ανεξάρτητα από τη μετέπειτα πορεία της. Δεν θέλουμε κρατικούς θεσμούς, σίγουρα δεν θέλουμε εθνικούς θεσμούς. Θέλουμε δημόσιους θεσμούς, προσβάσιμους σε όλους και όλες. Θέλουμε δημόσια εκπαίδευση. Θέλουμε μέριμνα για την πολιτιστική κληρονομιά και την καλλιτεχνική παραγωγή. Θέλουμε πολιτισμό.

 

Ο αγώνας των εργαζομένων στις τέχνες είναι αγώνας όλων μας.

Να νικήσουμε!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.