Έχει γίνει πολύ της μόδας η παρουσίαση της ζωής στην πόλη σχετισμένη με τους πίνακες του Edward Hoper1 ή του De Chirico. Παράλληλα, διάφορες εικόνες κυκλοφορούν που δείχνουν π.χ. την Αθήνα με άδειους δρόμους, χωρίς πεζούς και αυτοκίνητα, να χαρακτηρίζεται «έρημη»2 και να παραλληλίζεται με την όψη της τον δεκαπενταύγουστο. Μπορούμε να σχολιάσουμε μια ποιητικότητα σε αυτή τη χειρονομία υπό την έννοια ότι δίνει μια αισθητικοποιημένη διάσταση στα αισθήματα δυσαρέσκειας και μοναξιάς που βιώνει μια μεγάλη πλειοψηφία, τουλάχιστον στον παγκόσμιο βορρά που μπορούμε ευκολότερα να κατανοήσουμε.
Έχει μεγάλη σημασία θα πει κανείς; Τι πειράζει αν επιλέξουμε τη μία ή την άλλη εικόνα για να βάλουμε δίπλα από τον τίτλο του άρθρου μας; Οι εικόνες έχουν τη δύναμη να παράγουν νοήματα και χρησιμοποιούνται διαρκώς από τους κυρίαρχους. «Οι σύγχρονες εικόνες θεμελιώνουν τη χωροποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, συγκροτούν δηλαδή και διαδίδουν έναν τρόπο θέασης και κατανόησης του κόσμου όπου οι ανθρώπινες δράσεις ανάγονται στο σκηνικό τους»3 (Σταυρίδης, 2002 σ. 104). Αυτές οι εικόνες πετυχαίνουν να αναπαραστήσουν μια «ακρωτηριασμένη»4 πόλη, όπως χαρακτηρίζεται, την οποία θα προσπαθήσουμε ακροθιγώς να σχολιάσουμε.
Αυτό που παρατηρείται, στον καταιγισμό άρθρων ριζοσπαστικών διανοητών που κυκλοφορούν,5 είναι ότι η πανδημία εντείνει τις αντιφάσεις του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής. Το γενικότερο lockdown που συμβαίνει στην παγκόσμια παραγωγή αντιβαίνει στον βασικό κανόνα της ρευστής νεωτερικότητας. Οι άνθρωποι «αποκομμένοι» στο ιδιωτικό δεν μπορούν να επιτελούν τον διαρκώς «σε κίνηση» ρόλο τους. Στις εικόνες αυτές η θλίψη και η μοναξιά αποτελούν την έκφραση μιας ατομικής ενοχής που πηγάζει από την ευθύνη που τους αποδίδεται. Η κρατική αδυναμία να αντεπεξέλθει (γεγονός που δεν εκπλήσσει αλλά δεν παύει να φοβίζει ακόμα και όσες/ους του ασκούν κριτική) φαίνεται να ενσωματώνεται στο υποκείμενο.
Αν ζούμε σε ακρωτηριασμένη πόλη, τότε μέσα στα διαμερίσματά της υπάρχουν ακρωτηριασμένοι άνθρωποι. Αντίθετα, μέσα στα διαμερίσματα με αμέριστο κόπο και προσωπικό ψυχολογικό κόστος βρίσκονται σώματα που (έχοντας δει το παράδειγμα της γειτονικής Ιταλίας) στέκονται αλληλέγγυα. Υπάρχουν σώματα φοβισμένα επειδή οι πολιτικές για τη «φροντίδα» που υιοθετούνται τόσα χρόνια είναι ανεπαρκείς. Το ατομικό σώμα6 δέχεται αφόρητη πίεση, η οποία πολλαπλασιάζεται από μια σειρά δοκιμαστικές πολιτικές αυξημένου ελέγχου και τιμωρίας. Η εικόνα του ακρωτηριασμού που παρουσιάζει διάσπαρτα μέλη των οποίων η ενοποιητική δράση έχει αποκοπεί είναι αντιφατική με την ευρεία κοινωνική πρακτική. Η αποφυγή της κοινωνικότητας που συμβαίνει ώστε να προασπιστεί το συλλογικό σώμα της πόλης δεν αποδίδεται με την εικόνα των ασυντόνιστων μελών.
Οι αστικές χορογραφίες των απομακρυσμένων διασταυρούμενων σωμάτων, των μοναχικών τηλεφωνημάτων, μαρτυρούν το άγχος και την προσπάθεια μιας πόλης να μη σηκώσει το βάρος του φόβου. Η βοήθεια σε ευπαθείς ομάδες στην πολυκατοικία, η κοινωνικότητα των μπαλκονιών, η υποστήριξη των υγειονομικών μαζί με άλλες παραδειγματικότερες πράξεις αλληλεγγύης συνιστούν ένα σύνολο προσπαθειών που χακάρει την αστική απομάκρυνση. Αυτές μπορεί να ερμηνευτούν εν μέρει από τον φόβο αλλά ταυτόχρονα δείχνουν το πώς πέρα από την επιστημοποίηση του δημόσιου λόγου, που κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα, επεμβαίνει μια διαδικασία πολιτικοποίησης της ιατρικής.
Οι προσπάθειες που γίνονται για αλληλεγγύη7 και στήριξη μπορούν να ιδωθούν ως απόπειρες δημιουργίας ενός κοινού χώρου ο οποίος κατά βάση γίνεται με εικόνες. Μαθήματα γυμναστικής, πάρτι, βιβλιοθήκες, μουσεία, σεξουαλικότητα ανοίγουν και συγκροτούν έναν ψηφιακό χώρο μια απο-μακρυσμένη κοινωνικότητα. Ξεκλειδώνονται δημιουργικές δυνάμεις αλληλεγγύης οι οποίες συγκροτούν έναν αποσπασματικό μα υπαρκτό κοινό χώρο. Οι φωτογραφίες με τις ιατρικές μάσκες, τα τραγούδια στα μπαλκόνια είναι εξεικονίσεις ενός κοινού χώρου μέσα/πέρα από την απομάκρυνση. Κοινού χώρου ασφάλειας αλληλεγγύης και αλληλοπροστασίας. Η πόλη δεν είναι έρημη και τα παράθυρα δεν είναι κλειστά ενώ κάποιοι λείπουν για διακοπές. Η πόλη αντιστέκεται, κόντρα στο φετιχισμό της διαρκούς κίνησης, υιοθετείται μια «από τα κάτω» πολιτική της φροντίδας.8
Ο κοινός χώρος είναι μετέωρος και προσπαθεί να σταθεί ως μεταβατικός μέχρι τότε που τα σώματα θα νιώσουν ασφάλεια να έρθουν και πάλι κοντά. Η έλλειψη του ανθρώπινου αγγίγματος και της εγγύτητας, αλλά και η σύνδεσή τους με την απειλή είναι σε διαρκή αντινομία. Είναι η ετερότητά τους που μπορεί σε στιγμές να τροφοδοτήσει τον δημόσιο λόγο αλλά και τον προσωπικό χρόνο με αλληλεγγύη και κοινωνική συλλογική διέξοδο. Η μόνη διέξοδος είναι η κίνηση προς «τον άλλον» μέσα από εκείνες της μοριακές μικροκοινωνικές πρακτικές που μπορούν να ανασυστήσουν την κοινωνία σε μια διαφορετική τροχιά.
* Ο τίτλος έχει επηρεαστεί από εδώ.
1. Jonathan Jones, «We are all Edward Hopper paintings now': is he the artist of the coronavirus age?», theguardian.com, 27.3.2020.
2. «Κορονοϊός: Συγκλονιστικό βίντεο δείχνει την άδεια Αθήνα από ψηλά», ethnos.gr, 29.3.2020.
3. Σραύρος Σταυρίδης, Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002.
4. Κατερίνα Ι. Ανέστη, «Ο αρχιτέκτονας Ανδρέας Κούρκουλας στο iefimerida: "Με τον κορωνοϊό η Αθήνα βιώνει συνθήκες ακρωτηριασμού"», iefimerida.gr, 23.3.2020.
5. «Coronavirus and philosophers», journal-psychoanalysis.eu.
6. Abigail H. Neely και Patricia J. Lopez, «Care in the Time of Covid-19», antipodeonline.org, 10.3.2020.
7. Σταύρος Σταυρίδης, «Απέναντι στην κατάρρευση των μύθων: Ο ιός της αλληλεγγύης», efsyn.gr, 26.3.2020.
8. Massimo De Angelis, «Η πολιτική χρήση των παράσιτων», 3pointmagazine.gr, 22.3.2020.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ