Ο πρόσφατος θόρυβος σχετικά με το σκάνδαλο παραβίασης ιδιωτικότητας και διαρροής προσωπικών δεδομένων 50 εκατ. χρηστών του Facebook (μέσω της εταιρείας Cambridge Analytica) ήταν για μία ακόμα φορά σκιαμαχία αχυρανθρώπων, μια μετωνυμία για σημαντικότερα ζητήματα που όμως δεν γίνεται ή δεν μπορούν να έλθουν στο προσκήνιο. Από την πλευρά του μέσου χρήστη του ίντερνετ, πρόκειται περί μιας ενδιαφέρουσας φιλολογικής μπαρούφας που αποκρύπτει την ουσία. (Από την πλευρά των κεφαλαίων που εμπλέκονται στην υπόθεση βέβαια, τα πράγματα μπορεί να είναι αρκετά σοβαρά: Το Facebook έχει ήδη χάσει γύρω στα 50 δισ. δολάρια κεφαλαιοποίησης.)
Σύντομο ιστορικό: Πρόσφατα οι New York Times, αυτός ο πυλώνας της πολιτικής ορθότητας, των δικαιωμάτων και των ταυτοτήτων, αποκάλυψαν ότι το Facebook είχε δώσει στη βρετανική Cambridge Analytica τα ιδιωτικά δεδομένα περίπου 50 εκατ. χρηστών του, χωρίς φυσικά να τους ρωτήσει. Η αποκάλυψη αυτή βασίστηκε σε παλιότερη σχετική έρευνα του άλλου ευαγγέλιου του κάθε «αριστερού» «αντιλαϊκιστή» νεοφιλελέ, του βρετανικού Guardian. Τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τη βρετανική εταιρεία για να δημιουργηθούν στην πραγματικότητα προσωποποιημένες διαφημίσεις υπέρ του Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Για παράδειγμα, σε κάποιον χρήστη που επισκέπτεται σάιτ σχετικά με όπλα διαφήμιζε τις φιλελεύθερες για το θέμα θέσεις του Ντόναλντ, σε κάποιον άλλο πάλι, ο οποίος ας πούμε είχε ποστ που ξεκινούσαν «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά...», εμφάνιζε συνδέσμους που οδηγούσαν στην προεκλογική υπόσχεση για κατασκευή φράχτη στα σύνορα με το Μεξικό κ.λπ.
Αφήνουμε στην άκρη τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες της υπόθεσης και το αν και από ποιον παραβιάστηκε ο νόμος και ποιες οι πιθανές ποινές που (δεν;) θα επιβληθούν. [σ.σ.: εξάλλου, εδώ στο Εκτός Γραμμής είμαστε –φυσικά– θεσμικοί και έχουμε πλήρη εμπιστοσύνη στην κρατική δικαιοσύνη, ειδικά των ΗΠΑ: είναι προφανές ότι ο τελικός συμβιβασμός που θα επιτευχθεί θα είναι προς το αμοιβαίο συμφέρον όλων των εμπλεκομένων πλευρών, εφόσον αυτές δεν ανήκουν στις κατώτερες τάξεις.] Και ας ξεχάσουμε επίσης τη «συγγνώμη» και την «ομολογία» του Ζάκερμπεργκ και τα κροκοδείλια δάκρυα που δεν έχυσε ακόμη. Ας δούμε λίγο την ουσία, δηλαδή τον παροιμιώδη ελέφαντα στο δωμάτιο – ή μάλλον τους πολλούς ελέφαντες.
Ο πρώτος –μικρός– ελέφαντας είναι το γεγονός ότι η εκστρατεία αυτή ξεκινάει από (ή μάλλον έχει αφορμή) το γνωστό και μη εξαιρετέο πολιτικό κατεστημένο της Ουάσινγκτον, ένα πολιτικό δυναμικό που έχει λυσσάξει με την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία και προσπαθεί να τον ρίξει – με μεθόδους κάπως αμφιλεγόμενες. Δεν θα ασχοληθούμε καθόλου με αυτόν τον ελέφαντα· οι διαφορές του εξάλλου με τον Τραμπ είναι στην πραγματικότητα αξιοσημείωτα λίγες και αδιάφορες από τη δική μας οπτική γωνία. Το μόνο σχετικά ενδιαφέρον σημείο εδώ είναι ότι στην προσπάθειά τους να ρίξουν τον Τραμπ, δεν διστάζουν να βλάψουν μία από τις πιο εμβληματικές success stories του ύστερου καπιταλισμού, τον Μαρκ Ζάκεμπεργκ, ιδρυτή και κύριο μέτοχο του Facebook, αυτόν που ενσαρκώνει τον μύθο ότι αν είσαι έξυπνος και εργατικός θα γίνεις πλούσιος.
Ο δεύτερος ελέφαντας όμως είναι πιο σημαντικός. Και είναι σχετικός με την οικονομική λειτουργία και την ενδεχόμενη κοινωνική χρησιμότητα των εταιρειών παροχής δωρεάν διαδικτυακών υπηρεσιών, όπως το Facebook ή η Αlphabet (η μητρική εταιρεία της Google).
Πρώτα λίγοι αριθμοί: Η Google απασχολεί περίπου 88.000 εργαζομένους διεθνώς, ενώ το 2017 έκανε έναν τζίρο περίπου 110 δισ. δολάρια. Από αυτά, κέρδη προ φόρων ήταν περίπου 26 δισ. δολάρια. Η χρηματιστηριακή του αξία ήταν περίπου στα 680 δισ. Το Facebook είναι πιο μικρό: Με «μόλις» 25.000 εργαζόμενους, είχε συνολικά έσοδα το 2017 της τάξης των 41 δισ. δολαρίων, με κέρδη προ φόρων στα 20 δισ. (ένα εκπληκτικά υψηλό ποσοστό σε σχέση με τον τζίρο), ενώ η αξία του στο χρηματιστήριο είναι της τάξης των 440 δισ. (μετά το σκάνδαλο έχει χάσει πάνω από 50 από αυτά). Όχι κι άσχημα. Τα συνδυασμένα έσοδα των δύο εταιρειών πέρσι ήταν ένα ποσό λίγο μικρότερο από το ΑΕΠ της Ελλάδας, ενώ η αξία τους στο χρηματιστήριο είναι ένα (ομολογουμένως φανταστικό και όχι πραγματικό) ποσό πολλές φορές το ΑΕΠ της χώρας.
Από πού ακριβώς βγάζουν αυτά τα λεφτά, τι εμπορεύονται αυτές οι εταιρείες; Η αυτόματη απάντηση, «διαφημίσεις», είναι λάθος. Οι διαφημίσεις στα κοινωνικά δίκτυα και στις διάφορες σελίδες του Google είναι στοχευμένες, δηλαδή διαφορετικές για κάθε χρήστη. Τα αποτελέσματα αναζήτησης είναι επίσης διαφορετικά για κάθε χρήστη, εξαρτώμενα από το ιστορικό αναζήτησης και τις διαδικτυακές προτιμήσεις του καθενός και της καθεμιάς. Η πραγματικότητα είναι ότι το business model, το επιχειρηματικό μοντέλο που ανακάλυψε πρώτη η Google και είναι πλέον το στάνταρ για όλες τις σχετικές πολυεθνικές που προσφέρουν δωρεάν υπηρεσίες, είναι ότι εμπόρευμα είναι ο χρήστης και οι συνήθειές του και πελάτης είναι οι επιχειρήσεις που διαφημίζονται.
Άρα τα έσοδα όντως προέρχονται κυρίως από διαφημίσεις. Όμως σε αντίθεση με το κλασικό μοντέλο της τηλεόρασης ή των εφημερίδων που αγοράζουν γενικό κοινό, στα ιντερνετικά μέσα οι εταιρείες μπορούν να διαλέγουν κατηγορίες κοινού με πολύ μεγάλη ακρίβεια, δίνοντας έτσι, υποτίθεται, περισσότερη αξία στη διαφήμισή τους. Η Google δηλαδή, πουλάει την ιδιωτικότητα των χρηστών – και μάλιστα ακριβά. (Ένα μικρό ποσοστό εσόδων προέρχεται από άλλες υπηρεσίες, πατέντες, άδειες κ.λπ. Το 2011 το 96% των εσόδων της Google προήρθαν από διαφημίσεις και μόνο το 4% από άλλες πηγές.)
Το ίδιο περίπου ισχύει και για το Facebook. Μάλιστα πρόσφατα το Facebook άρχισε και την προσφορά πληροφοριών σε επιχειρήσεις με «μάνικα» (firehose). Πρόκειται για μια πρακτική που ξεκίνησε μαζικά από το Twitter (στο οποίο όλα τα δεδομένα είναι ούτως ή άλλως δημόσια). Όπως εξηγεί το ίδιο το Facebook: «Μπορούμε να δείχνουμε στους υπεύθυνους μάρκετινγκ τι λέει το κοινό για μάρκες, θέματα ή δραστηριότητες. Για παράδειγμα, μια επιχείρηση που πουλά προϊόντα κατά του φριζαρίσματος των μαλλιών μπορεί να δει δημογραφικά στοιχεία αυτών που μιλάνε για τα αποτελέσματα της υγρασίας στα μαλλιά τους μια βροχερή μέρα». Προφανώς, σε αυτό το κοινό, αυτήν ακριβώς τη μέρα και την ώρα που ανεβάζουν στάτους για την κατάσταση των μαλλιών τους, αν γίνει διαφήμιση ενός σχετικού προϊόντος, αυτή θα έχει πολύ μεγάλο ποσοστό επιτυχίας. Και αυτό γίνεται από μόνο του, αυτόματα, αλγοριθμικά, χωρίς κανένα επιπλέον κόστος για την επιχείρηση (αφού οι διαφημίσεις θα πάνε μόνο στο «target group» και σε κανέναν άλλον). Και δεν είναι παράνομο, ίσως μόνο να κάνει ζημιά στις δημόσιες σχέσεις, αν όμως αποκαλυφθεί. Είναι περίπου σαν να ανακαλύφθηκε το ιερό δισκοπότηρο του μάρκετινγκ.
Οι διαδικασίες αυτές εξόρυξης συγκεκριμένων πληροφοριών από μια «θάλασσα» δεδομένων είναι κοινή πρακτική τα τελευταία λίγα χρόνια σε ερευνητικό επίπεδο και σε πολλούς τομείς, πρακτική που την επέτρεψε η πρόοδος της τεχνολογίας των υπολογιστών. Έτσι η πρώτη αντίδραση που είχε για το ζήτημα όποιος έχει έστω κι επιφανειακά ασχοληθεί με έννοιες της μόδας όπως εξόρυξη δεδομένων (data mining), big data, τεχνητή νοημοσύνη, δίκτυα και γράφοι (προσοχή, όχι μπάφοι), υπολογιστική κοινωνιολογία κ.λπ. όταν άκουσε για το σκάνδαλο του Facebook ήταν «ε, και;».
Και αυτό επειδή τα παραπάνω είναι τομείς ακαδημαϊκής έρευνας πρώτης γραμμής και χρηματοδότησης εδώ και καιρό, ενώ εφαρμόζονται ήδη ευρύτατα όχι μόνο στη διαφήμιση, αλλά και στη διακυβέρνηση (governance), στον έλεγχο στοχευμένων πληθυσμιακών κατηγοριών, την προληπτική λογοκρισία με το γάντι κ.λπ. Και αυτά όλα εφαρμόζονται καθημερινά, χωρίς κανένα σκάνδαλο.
Το πρόβλημα επομένως εδώ δεν είναι η χωρίς άδεια χρήση από κάποια εταιρεία προσωπικών δεδομένων που δεν είχε λάβει γραπτώς το δικαίωμα να τα δημοσιοποιήσει, μια αβλεψία που όντως διέπραξε το Facebook· το πραγματικό πρόβλημα είναι η εκχώρηση αυτοβούλως (και μάλιστα δωρεάν) από τους χρήστες των προσωπικών τους δεδομένων, των μετακινήσεών τους, των προτιμήσεών τους αλλά και του περιεχομένου που υπάρχει στα κοινωνικά δίκτυα. Το Facebook δεν πληρώνει τίποτα για τα εκατομμύρια φωτογραφιών που ανεβάζουν καθημερινά οι χρήστες του Instagram. Και οι πληροφορίες που είναι δημόσιες και όχι ιδιωτικές στα στάτους των χρηστών μπορούν άμεσα να πουληθούν χωρίς να προκύπτει κανένα σκάνδαλο και καμία αγωγή. Μ’ έναν σμπάρο πολλά τρυγόνια.
Κι έτσι φτάνουμε στον τρίτο ελέφαντα στο δωμάτιο, έναν ελέφαντα που έχει να κάνει με το πώς διεξάγεται η πολιτική στην Αμερική – και κατ’ επέκταση σε όλη τη Δύση στον ύστερο καπιταλισμό. Γιατί όπως στη σύγχρονη πολιτική είναι όλο και πιο φανερή η αποσιώπηση των πραγματικών πολιτικών ζητημάτων και η μετωνυμία τους, η μεταφορά τους σε πιο διαχειρίσιμα «επικοινωνιακά» συμφραζόμενα, έτσι και στο σκάνδαλο του Facebook η διαμάχη έχει να κάνει με τις τεχνικές λεπτομέρειες της χρήσης κάποιων προσωπικών δεδομένων από μια εταιρεία και όχι με την ίδια τη χρήση, το γεγονός ότι εξάγεται υπεραξία από αυτές τις πληροφορίες, όπως και το γεγονός ότι οι εταιρείες αυτές καλύπτουν μια πραγματική ανάγκη (επικοινωνία, επαφή, φίλοι κ.λπ.) με έναν τρόπο περιστρεφόμενο γύρω από το κέρδος τους και επομένως διεστραμμένο.
Τα κοινωνικά δίκτυα είναι παρόμοια με τις περιφράξεις της πρωταρχικής συσσώρευσης του γερο-Μαρξ, στο ότι περιφράσσουν μια αναγκαία κοινωνική δραστηριότητα και την καλουπώνουν στα μέτρα τους, ώστε να μπορεί μετά να πουληθεί. Και οι... «δικτυοναύτες» (netizens) που συμμετέχουν στα κοινωνικά δίκτυα μοιάζουν σαν να ήταν οι τέλειοι πολίτες μιας νεοφιλελεύθερης η-τοπίας, ενός χώρου φαινομενικά χωρίς παντοδύναμο κεντρικό κράτος, χωρίς τάξεις, χωρίς κοινωνική δυναμική, μόνο δυνάμει καταναλωτές, οι οποίοι «κερδίζουν» φαντασιακή προσωπική αξία από τον αριθμό των λάικ που έχουν αποθησαυρίσει.
Και το Facebook μοιάζει να μιμείται, μέσα στον χώρο που χρησιμοποιούν οι χρήστες του, τις λειτουργίες του κράτους. Γιατί πράγματι αυτό είναι το «λιγότερο» κράτος που μονότονα επαναλαμβάνουν ότι θα μας σώσει οι νεοφιλελέδες, ένα κράτος που έχει εκχωρήσει σε κάποιους «χρήστες»-επιχειρήσεις όλες τις κοινωνικές του λειτουργίες, ιδιωτικοποιώντας τες όλες, εκτός από τις κατασταλτικές, οι οποίες ιδεατά θα πρέπει να είναι και αόρατες – κι αν πάλι είναι εμφανείς, τόσο το καλύτερο τελικά. Όπως ακριβώς το Facebook, που αποφεύγει να επέμβει φανερά στην καθημερινή δραστηριότητα των χρηστών, παρά μόνο εν κρυπτώ τους ρυθμίζει βιοπολιτικά πουλώντας τα προσωπικά τους δεδομένα στους «στοχευμένους» διαφημιστές ώστε να μεγιστοποιεί το αποτέλεσμα. Και όταν είναι τελικά να επέμβει καθαρά κατασταλτικά, καταφέρνει ό,τι καταφέρνει και το πραγματικό κράτος, λογοκρίνει με γελοία αποτελέσματα. Όμως, αντίθετα με την ελευθερία του Ντελακρουά, στα fake news, στους ναζιστικούς μύθους, στους ψεκασμένους, στις θεωρίες συνωμοσίας και σε όλα τα σχετικά λουλούδια αφήνεται άφθονος χώρος να ανθίσουν. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2009 με δεδομένα του Twitter, 41% των ποστ είναι άσκοπη φλυαρία («pointless blabber») και 38% αμφιλεγόμενα («controversial»). Δηλαδή σχεδόν 8 στα 10 είναι μάλλον χαμένος χρόνος...
Ο χυδαίος θατσερικός αναγωγισμός, η θεωρητική θέση ότι «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα» που χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο εννοιολογούνται οι χρήστες, έχει προφανώς τα όριά του. Ένα τέτοιο όριο είναι ότι... είναι λάθος. Γιατί κοινωνία υπάρχει και είναι ευρύτερη από το άθροισμα των «καταναλωτών» που την αποτελούν. Υπάρχουν ανώτερα επίπεδα οργάνωσης της πραγματικότητας από το ατομικό. Κι έτσι υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο τα άτομα να πάρουν ατομικές αποφάσεις που, οργανωμένες σε αυτό το ανώτερο κοινωνικό επίπεδο, μπορεί να σημάνουν το τέλος αυτού ή του άλλου κοινωνικού μέσου. Έτσι εξαφανίστηκε το κάποτε παντοδύναμο MySpace, όταν αυθόρμητα οι χρήστες του πήραν την απόφαση να το εγκαταλείψουν. Ή πάλι τέτοια μπορεί να είναι η πολύ προβληματική για το Facebook αποχή των κρίσιμων νεότερων ηλικιών, της κοινωνικής κατηγορίας νεολαία, η οποία ίσως να έχει αρχίσει να φεύγει σιγά σιγά από αυτό, αφήνοντας πίσω όλο και πιο πολύ τους πιο ηλικιωμένους και τους λιγότερο μορφωμένους (δηλαδή όχι τις πιο δυναμικές κοινωνικές κατηγορίες). Ή τέλος μπορεί να είναι λάθος η άποψη που λέει ότι οι χρήστες είναι μπιχεβιοριστικά ρομποτάκια που αν τους δοθεί η ατομικά κατάλληλη διαφήμιση-ερέθισμα, σαν καλά παβλοφικά σκυλάκια αμέσως θα υπακούσουν και χαρούμενα θα σπεύσουν να αγοράσουν.
Αλλά υπάρχει ένα ακόμα κοινωνικοτεχνολογικό όριο στο πώς διαμορφώνεται η πραγματικότητα από τις μεγάλες εταιρείες παροχής «δωρεάν» ιντερνετικών υπηρεσιών. Και το όριο αυτό είναι η διαρκής πιθανότητα σκασίματος της τεράστιας φούσκας που αποτελούν. Γιατί παρόλη την τεχνοαλαζονεία που εκπέμπουν οι μεγάλες πολυεθνικές του χώρου, οι ίδιες είναι πάντοτε-ήδη ξεπερασμένες ως προς την αξία χρήσης που προσφέρουν. Για να γίνει πιο καθαρό αυτό, είδαμε ότι η κεντρική δραστηριότητα των εταιρειών της Alphabet-Google είναι οι στοχευμένες διαφημίσεις που συνδέονται με τη μηχανή αναζήτησης. Στην εταιρεία απασχολούνται όπως είπαμε 88.000 άτομα. Φυσικά, πολλοί απασχολούνται στις πολλές άλλες εταιρείες του ομίλου και στα data centers που διατηρεί σε διάφορα σημεία του πλανήτη, αλλά οπωσδήποτε ένα μεγάλο ποσοστό δουλεύει για τη μηχανή αναζήτησης. Τι ακριβώς χρειάζονται όλοι αυτοί; Μία από τις εναλλακτικές μηχανές αναζήτησης που υπάρχουν είναι το https://duckduckgo.com/. Πρόκειται για μια μηχανή αναζήτησης που υπόσχεται ότι σέβεται την ιδιωτικότητα των χρηστών, ότι δεν μαζεύει καθόλου προσωπικά δεδομένα, ότι τα αποτελέσματα που δίνει και οι διαφημίσεις που δείχνει είναι ίδια για όλους τους χρήστες κ.λπ. Είναι μια αποτελεσματική και επαρκώς γρήγορη μηχανή. Αν υποθέσουμε ότι οι ισχυρισμοί της είναι αληθινοί, τότε, με δεδομένο ότι απασχολεί μόνο 40 εργαζόμενους, γίνεται κατανοητό σε τι χρειάζονται οι χιλιάδες εργαζόμενοι της Google: στη δημιουργία και τη διαχείριση των αλγόριθμων εξατομίκευσης και στο αχανές τμήμα μάρκετινγκ της εταιρείας, τα τμήματα δηλαδή ακριβώς που η Duckduckgo δεν διαθέτει. Μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου στην πραγματικότητα δηλαδή ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με παρασιτικές δραστηριότητες.
Με αυτή λοιπόν την περιορισμένη έννοια, η Google είναι ξεπερασμένη. Η κεντρική υπηρεσία που προσφέρει, η μηχανή αναζήτησης, μπορεί στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης της τεχνολογίας να προσφερθεί εύκολα και αποτελεσματικά από πολλούς ανταγωνιστές, οι οποίοι θα πρέπει απλώς να συμβιβαστούν με το ενδεχόμενο μικρότερου ποσοστού κέρδους. Το ίδιο ισχύει και για το Facebook: Δεν υπάρχει κάποιο τεχνολογικό μυστικό ή κάποια πατέντα που να εμποδίζει τους ανταγωνιστές τους να τους κλέψουν μερίδια αγοράς, μόνο η ήδη καθιερωμένη θέση τους στην αγορά, το γεγονός δηλαδή ότι έχουν πολύ περισσότερο διαθέσιμο εμπόρευμα (ιδιωτικές συμπεριφορές των χρηστών τους) για πούλημα. Όμως η πείρα έχει δείξει ότι εύκολα και γρήγορα μπορεί να αλλάξει αυτό αν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες. Αν για παράδειγμα, στο πλαίσιο του «υγιούς» ανταγωνισμού και παίρνοντας αφορμή από κάποιο hashtag όπως το #leavefacebook ή ποιος ξέρει τι άλλη μόδα μπορεί να προκύψει, μειωθούν πολύ οι χρήστες του (και τα διαφημιστικά έσοδα). Ή ακόμα αν υπάρξει (θεός φυλάξοι!) κάποια κρατική ρύθμιση στο τι μπορούν και τι δεν μπορούν να εμπορεύονται οι εταιρείες αυτές. Εξάλλου η κρατική ρύθμιση είναι ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας για την ύπαρξη αυτών των εταιρειών. Στην Κίνα (που είναι η μεγαλύτερη ενιαία αγορά του πλανήτη), το Facebook δεν υπάρχει ενώ η Google αποχώρησε αφού η κυβέρνηση προτίμησε να πριμοδοτήσει τις τοπικές εταιρείες. (Η γλώσσα φυσικά μπορεί να είναι ένας άλλος τέτοιος φραγμός: στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, το δημοφιλέστερο δίκτυο είναι το ρωσόφωνο Vkontakte).
Οι εταιρείες αυτές έχουν το πρόβλημα ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν –ότι δηλαδή τα προϊόντα τους είναι ένα «δόλωμα» για τους χρήστες, που αποτελούν το πραγματικό εμπόρευμα– είναι αυτοϋπονομευμένος και ασταθής. Μια μεγάλη κλασική βιομηχανία, λ.χ. αυτοκίνητα, έχει ένα τεράστιο φράγμα για την είσοδο νέων ανταγωνιστών σε αυτή την πολύ μεγάλη πάγια επένδυση κεφαλαίου που χρειάζεται για εξοπλισμό. Αντίθετα, το να προσελκύσεις την πρώτη σου πελατεία στον χώρο των διαδικτυακών υπηρεσιών μπορεί να είναι σχετικά φτηνό, αρκεί να υπάρχει μια πρώτη έξυπνη ιδέα. Η Google και το Facebook έγιναν οι γίγαντες που είναι σήμερα σε λιγότερο από είκοσι χρόνια ξεκινώντας με πολύ μικρά αρχικά κεφάλαια. Το Duckduckgo επίσης ξεκίνησε με μηδενικά κεφάλαια και, αν και σε καμιά περίπτωση δεν είναι γίγαντας, πάντως έκοψε μερίδιο αγοράς από την Google. Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι οι γίγαντες δεν θα μπορούσαν να καταρρεύσουν εν ριπή οφθαλμού αν ένας ανταγωνιστής παίξει σωστά τα χαρτιά του.
Για να το θέσουμε αλλιώς, ενώ η αυτοκινητοβιομηχανία έχει πολύ υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου (σταθερά κεφάλαια, μηχανές, εργαλεία), οι εταιρείες software έχουν χαμηλή οργανική σύνθεση και το κύριο κεφάλαιό τους είναι μεταβλητό, δηλαδή εργατική δύναμη. Αυτό σημαίνει βέβαια χαμηλότερη κερδοφορία για τις αυτοκινητοβιομηχανίες, αλλά επίσης σημαίνει μεγαλύτερη σταθερότητα έναντι νεοφερμένων στον τομέα, οι οποίοι θα πρέπει να κάνουν τεράστιες επενδύσεις για να έχουν σχετικά χαμηλές αποδόσεις, κάτι που δεν συμφέρει. Αντίθετα, στο λογισμικό μπορεί η κερδοφορία να είναι τεράστια, αλλά είναι επίσης ασταθής, αφού δεν είναι τόσο δύσκολο για νεοφερμένους ανταγωνιστές να κλέψουν μερίδια αγοράς. Το αποτέλεσμα είναι η Google, μην έχοντας τι να κάνει τα κέρδη της, τα επενδύει όχι σε εξοπλισμό αλλά σε κτίρια και γη, όπου το 2017 είχε επενδυμένα 23 δισ. δολάρια. Αντίθετα, η General Motors λ.χ., ένας αντίστοιχου μεγέθους κολοσσός, έχει σε γη και κτίρια 8 δισ. δολάρια, αλλά σε μηχανήματα 24 δισ. και σε ειδικά εργαλεία 21 δισ. Η διαφορά είναι φυσικά ότι τα εργαλεία και τα μηχανήματα χρησιμοποιούνται για την παραγωγή κερδών, ενώ η γη είναι απλώς μια επένδυση σε άσχετη με την παραγωγική διαδικασία γαιοπρόσοδο. Η Google τα λεφτά της τα βγάζει από τις διαφημίσεις και όχι από το real estate.
Η Google έχει γνώση του ζητήματος και προσπαθεί συστηματικά εδώ και χρόνια να επιτύχει τη διασπορά των δραστηριοτήτων της. Σε αυτή τη βάση εξηγείται και το android (το πιο διαδεδομένο λειτουργικό για τηλέφωνα στον κόσμο, που είναι και αυτό δωρεάν), εξηγούνται και οι άπειρες άλλες εταιρείες του ομίλου, εταιρείες που εξετάζουν ενδεχόμενα κερδοφορίας σε άλλους τομείς, από την αυτόνομη οδήγηση μέχρι την παροχή δωρεάν wifi από αερόστατα κ.λπ. Προσπαθεί επίσης να δημιουργήσει το δικό της κλάδο hardware, μιμούμενη την Apple αλλά και τις προσπάθειες της Microsoft. Όπως όμως είπε και ο αρχηγός του τμήματος hardware της Google, «η καινοτομία που θέλουμε να επιτύχουμε τελικά απαιτεί έλεγχο της end-to-end εμπειρίας του χρήστη (end-to-end user experience)». End-to-end σημαίνει ότι ένας κατασκευαστής θα προσφέρει όλη την αλυσίδα hardware και software, όπως λ.χ. η Apple. Όταν αγοράζει κανείς προϊόντα της Apple, δεν ξέρει πόσο ποσοστό του κόστους είναι στο hardware και πόσο στο λογισμικό, αφού δεν μπορεί να αγοράσει το ένα χωρίς το άλλο. Αντίθετα, ένας υπολογιστής με προεγκατεστημένα τα windows μπορεί να αγοραστεί γενικά και χωρίς λογισμικό. Στην αγορά των pc δηλαδή δεν υπάρχει κανείς που να ελέγχει το end-to-end. Στα κινητά η Apple έχει τον πλήρη έλεγχο των δικών της συσκευών, η Microsoft (που επιχείρησε το ίδιο) απέτυχε και αποσύρθηκε και η Google επιχειρεί τώρα να ελέγξει end-to-end μερίδιο αγοράς με κινητά δικού της σχεδιασμού. Και η λέξη κλειδί είναι ο «έλεγχος» της εμπειρίας του χρήστη: η δημιουργία ενός τεχνητού σύμπαντος γύρω από τον χρήστη που ελέγχοντας τις πληροφορίες οι οποίες φτάνουν σε αυτόν θα ελέγχει με μεγαλύτερη ακρίβεια και τις (καταναλωτικές κ.ά.) αποφάσεις του.
Το τι ακριβώς θα συμβεί τελικά στην υπόθεση του Facebook δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί, λόγω της εγγενούς αστάθειας που χαρακτηρίζει όλες αυτές τις εταιρείες. Το βέβαιο είναι όμως ότι αν αφεθεί στα χέρια τους το μέλλον δεν διαγράφεται ρόδινο. Η Google είναι μια εταιρεία που το εταιρικό της μότο είναι «μπορείς να κάνεις λεφτά χωρίς να είσαι κακός (evil)», ή απλώς «Don’t be evil». Αυτό, από μια εταιρεία που χρησιμοποιεί διαρκώς και δημιουργικά το στάτους της πολυεθνικής για να φοροδιαφεύγει δισεκατομμύρια (και μάλιστα νομιμότατα) ή που είναι σε θέση να παρακολουθεί 24/7 τους χρήστες της και κανείς να μη διαμαρτύρεται. Όποιος/α σκεφτεί καλύτερο παράδειγμα οργουελικής νεομιλίας (newspeak) κερδίζει έναν δωρεάν λογαριασμό στο Gmail και ένα νέο προφίλ στο Facebook.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ