Την επαύριον του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η Ευρώπη, εξαντλημένη οικονομικά, αντιμετώπιζε σωρεία δυσεπίλυτων πολιτικών ζητημάτων, όπως η διαρκώς επαπειλούμενη ανάφλεξη ενός νέου πολέμου, η εντεινόμενη αμερικανική διείσδυση στην περιοχή και η αντίστοιχη πίεση που ασκούσε στις δυτικές δημοκρατίες η ανάπτυξη της σοβιετικής επιρροής. Η συναίρεση οικονομικών συμφερόντων μέσω της δημιουργίας μιας κοινής αγοράς στον νευραλγικό για την εποχή βιομηχανικό τομέα του άνθρακα και χάλυβα έθεσε τα θεμέλια για την αυτοδύναμη οικονομική και πολιτική πορεία της καθημαγμένης μεταπολεμικής (Δυτικής) Ευρώπης. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης προωθήθηκε σταθερά κυρίως μέσω μηχανισμών οικονομικής συνεργασίας και ενοποίησης, ενώ αντίθετα έως και σήμερα η παράλληλη διαδικασία της πολιτικής ενοποίησης υστερεί σημαντικά σε προχωρήματα και κατακτήσεις.
Η Ε.Ε. της εποχής μας συνιστά το θεσμικό αντίκρισμα μιας ποιοτικά ανώτερης και πιο εξελιγμένης μορφής της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η ενισχυμένη διακρατική συνεργασία που εγκαθιδρύεται με την Ε.Ε. είναι στην ουσία ο θεσμικός μανδύας ενός ταξικού συνασπισμού καπιταλιστικών χωρών, μιας ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, η οποία, παρά την ανισόμετρη ανάπτυξη των συμμετεχόντων και τις μεταξύ τους αντιθέσεις, στρατεύεται σταθερά στην προώθηση των συμφερόντων τις ευρωπαϊκής κεφαλαιοκρατίας και στη θωράκισή της εις βάρος των κατακτήσεων και των ελευθεριών των ευρωπαϊκών λαών. Η μορφή και η στοχοθεσία αυτής της συνεργασίας, καθώς και η υλική της βάση, που εντοπίζεται καταρχήν στη συνένωση γεωγραφικών περιοχών σε μια ευρύτερη (της νομισματικής ένωσης) οικονομική ζώνη προς συγκρότηση μιας ενιαίας οικονομικής αγοράς, είναι αποκαλυπτικές για τον ταξικό και βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα της Ε.Ε.
Η ίδια η σύλληψη της Ε.Ε. ως περιφερειακού οργανισμού ικανού να συνενώνει κυρίαρχα κράτη σε ανώτερου τύπου συνεργασίες, προσεγγίζοντας μια ημιομοσπονδιακή, τρόπον τινά, λειτουργία και να εγκαθιδρύει μια δική του υπερεθνική, αυτοτελή έννομη τάξη ικανή να παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα αυξημένης τυπικής ισχύος ως προς τα εθνικά δίκαια των κρατών-μελών συνιστά έναν ιστορικά πρωτότυπο τρόπο υποχώρησης της εθνικής κυριαρχίας και αντίστοιχα συρρίκνωσης της λαϊκής κυριαρχίας και ελέγχου.
Συγχρόνως, η Ε.Ε. φιλοδοξεί να κατοχυρωθεί ως προπύργιο του αστικού πολιτισμού στον ευρωπαϊκό χώρο, ως ένας εκ των φυσικών πολιτικών και ιδεολογικών ηγετών του «ελεύθερου δυτικού κόσμου». Άλλωστε, η ίδρυσή ενός τέτοιου ευρωπαϊκού οργανισμού απαντούσε την ανάγκη ύπαρξης ισχυρού αναχώματος στην ΕΣΣΔ και εν γένει στην επιρροή του κομμουνισμού στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι καταστατικές της διακηρύξεις περί ελευθερίας, δημοκρατίας, ισότητας και κράτους δικαίου καμουφλάρουν το πραγματικό ιδεολογικό της οπλοστάσιο: τη φιλελεύθερη και ατομικιστική προσέγγιση δικαιωμάτων και ελευθεριών, την εχθρική στάση απέναντι σε κάθε έννοια συλλογικής αντίστασης και διεκδίκησης, τον αστικό νομικό πολιτισμό, τον διαρκώς εντεινόμενο αυταρχισμό, τον απροκάλυπτο αντικομμουνισμό, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό.
ΕΟΚ και ΝΑΤΟ ιδρύσαν συνδικάτο
Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και περισσότερο αντιληπτό το γεγονός ότι η Ε.Ε. δεν είναι μόνο μια οικονομική ένωση αλλά και μια πολιτική συμμαχία, που επιδιώκει να εκφράσει με όσο το δυνατόν πιο ενιαίο τρόπο τα συμφέροντα των μελών της. Αυτό αντανακλάται και στον βαθιά αντιδραστικό ρόλο που επιδιώκει να διαδραματίσει σε σημαντικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όντας σταθερά προσανατολισμένη στην κατοχύρωσή της ως αυτοδύναμου ιμπεριαλιστικού κέντρου με δικές του σφαίρες επιρροής και γεωστρατηγικά συμφέροντα, παρά την ανισόμετρη συμμετοχή των μελών της και τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς τους.
Προς τούτο χαράσσει τη δική της εξωτερική πολιτική –πλέον ολοένα και πιο ενοποιημένη– και αναπτύσσει αντίστοιχους μηχανισμούς προώθησης ή επιβολής της (βλ. ευρωστρατό, Υπ. Εξ. της Ε.Ε.). Τα μέλη της έχουν πλέον αναπτύξει στενότερη συνεργασία σε θέματα άμυνας και στρατιωτικών δραστηριοτήτων, ενώ η ίδια διεκδικεί ολοένα και πιο ηγεμονικό ρόλο στα διεθνώς συμβαίνοντα, με το ΝΑΤΟ να παραμένει, βέβαια, ο βασικός φορέας συλλογικής ασφάλειας των ευρωπαϊκών κρατών. Η εμπλοκή της Ε.Ε. στην εν εξελίξει ουκρανική κρίση αποτελεί μια ζωηρή μικρογραφία των πλέον χαρακτηριστικών μέσων που μετέρχεται η Ένωση προκειμένου να εδραιωθεί ως ιμπεριαλιστική δύναμη: χειραγώγηση μέσω μηχανισμών οικονομικής «συνδρομής» και δημοσιονομικής σταθερότητας, ωμή παρέμβαση στην εσωτερική πολιτική ζωή, υποδαύλιση και σφετερισμός κοινωνικών αναταραχών και πολιτειακής κρίσης, δορυφοριοποίηση χωρών, ανοιχτή στήριξη σε ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επεμβάσεις με άμεση ή έμμεση συνδρομή, ανοχή ή απειλή διεξαγωγής τους. Τελικά, αν η εμπλοκή της Ε.Ε. στα «μεθεόρτια» της διάλυσης της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και των διάδοχων κρατών της ήταν μια πρόβα τζενεράλε, η ανάληψη έντονης δραστηριότητας στην Ουκρανία αποτελεί την πρώτη φιλόδοξη παράστασή της στο θέατρο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Βέβαια, η ανάπτυξη μιας πιο στιβαρής, ηγεμονικής ενωσιακής εξωτερικής πολιτικής είναι ακόμη ένα σχέδιο εν εξελίξει λόγω κυρίως της πρώιμης ακόμη πολιτικής ενοποίησης της Ε.Ε., των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και των παλινωδιών που δημιουργούνται από την περιοδική πρόσδεση ή αποστασιοποίηση από το άρμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, η περίοδος αυτή δεν κάνει λιγότερο απτά τα συντριπτικά της αποτελέσματα εις βάρος των ελευθεριών και κατακτήσεων των ευρωπαϊκών λαών, στους οποίους η «democracy made in EU», σε συνδυασμό με τις υποσχέσεις για οικονομικές ενισχύσεις με το σταγονόμετρο, πλασάρονται ως μια πιο εκσυγχρονισμένη εκδοχή των γνωστών χαντρών και υαλουργημάτων του Κορτές.
Η σιδερένια φτέρνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Θα αποτελούσε ιστορικό παράδοξο αν ένας θεσμός σαν την Ε.Ε. με δεδομένο τον αντιδραστικό του χαρακτήρα και τη συγκεκριμένη ταξική του φύση λειτουργούσε δημοκρατικά ή προέτασσε το είδος της δημοκρατίας που αποτελεί γνήσια έκφραση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων. Η δημοκρατία που εξάγει και καταναλώνει η Ε.Ε. διαμορφώνεται κατ’ εικόνα και ομοίωση της αντιδραστικής της φύσης. Η υλοποίηση των τεσσάρων ενωσιακών καταστατικών ελευθεριών –ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, υπηρεσιών, εμπορευμάτων, προσώπων– απαιτεί τη διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου συνεργασίας που θα εγγυάται την απρόσκοπτη κίνηση και κερδοφορία του κεφαλαίου. Πολλώ δε μάλλον, η εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης στο εσωτερικό της Ε.Ε. και η ενίσχυση του διεθνικού της ρόλου αξιώνουν ένα θεσμικό και νομικό οπλοστάσιο που θα εγγυάται καταρχήν την ίδια την Ε.Ε. ως δομή αλλά και τη στρατηγική πρόσδεση των κρατών-μελών σε αυτή.
Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, το βάθος της οικονομικής κρίσης και η επιδίωξη η έξοδος από αυτή να γίνει με όσο το δυνατό ευνοϊκότερους όρους για το κεφάλαιο θεσμοποίησαν σε επίπεδο Ε.Ε. τη μνημονιακή πολιτική και παρόξυναν την ολομέτωπη επίθεση στον κόσμο της εργασίας. Η διάλυση των εργασιακών σχέσεων και η απελευθέρωση των αγορών συνοδεύονται από την υιοθέτηση αυταρχικών μέτρων και την ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών με στόχο τη συρρίκνωση ακόμη και στοιχειωδών λαϊκών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Ο αντιδραστικός χαρακτήρας της Ένωσης διαπερνά την ίδια την πολιτική της υπόσταση: η Ε.Ε. αποτελεί grosso modo μια θεσμοποιημένη πολιτική συνεργασία κρατών που επιτυγχάνεται μέσω θεσμών η λειτουργία ή τα παράγωγα των οποίων τροφοδοτούνται από τη μειωμένη λαϊκή κυριαρχία και τη συρρίκνωση της δημοκρατίας.
Η «ρομαντική» σύλληψη μιας Ε.Ε. στην οποία αποφασιστικό ρόλο έχουν ή ενδέχεται στο μέλλον να έχουν οι κυρίαρχοι ευρωπαϊκοί λαοί καταρρέει καταρχήν μπροστά στον εν τοις πράγμασι αποκλεισμό κάθε δυνατότητας ουσιαστικού λαϊκού ελέγχου των κοινοτικών οργάνων και στην ελάχιστη εσωτερική δημοκρατία που διακρίνει τους θεσμούς της Ένωσης. Η ίδια η νομοθετική αρμοδιότητά της επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο σε πεδία που βρίσκονταν μέχρι πρότινος παραδοσιακά υπό την αποκλειστική ρύθμιση των εθνικών κρατών, περιορίζοντας έτσι την κρατική κυριαρχία σε μια σειρά από τομείς. Παράλληλα, ασκείται μέσω μιας πολυδαίδαλης διαδικασίας κατά την οποία η λαϊκή κυριαρχία, ακόμη και με τον υποτυπώδη τρόπο έκφρασής της μέσω των εθνικών κοινοβουλίων, είναι πλήρως αποδυναμωμένη, αν όχι εξοστρακισμένη.
Η ικανότητα της Ε.Ε. να παράγει κανόνες δικαίου μέσω των οργάνων της ερείδεται στην εκχώρηση από τα κράτη-μέλη σημαντικών όψεων της κρατικής εξουσίας και κυριαρχίας τους –ακόμη και όψεων του σκληρού πυρήνα αυτής (δημόσια τάξη, ασφάλεια, δικαιοσύνη)– σ’ έναν υπερεθνικό οργανισμό, στον οποίο η διαδικασία λήψης αποφάσεων χαρακτηρίζεται από έλλειψη διαφάνειας και ουσιαστικής δημοκρατικής νομιμοποίησης, την ίδια στιγμή που ξεκάθαρα εκπροσωπείται ο συντριπτικός για τα λαϊκά συμφέροντα εσωτερικός ταξικός συσχετισμός των κρατών-μελών. Η νομοθετική πρωτοβουλία βρίσκεται στα χέρια ενός τεχνοκρατικού, διορισμένου και ως εκ τούτου με πλήρη έλλειψη δημοκρατικής λαϊκής νομιμοποίησης οργάνου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επικουρούμενου από ένα πλήθος ανέλεγκτους μηχανισμούς γραφειοκρατών και κρατικών αξιωματούχων, ενώ το μόνο άμεσα εκλεγμένο από τους λαούς όργανο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχει αρκετά συρρικνωμένο ρόλο στη νομοθετική διαδικασία χωρίς να υπερασπίζεται διαφορετικά ταξικά συμφέροντα από αυτά που η ίδια η Ε.Ε. de naturae εκπροσωπεί.
Παρόλο, λοιπόν, που η αρμοδιότητα της Ένωσης είναι «δοτή», περιορισμένη στις εξουσίες που της ανατίθενται από τις ιδρυτικές συνθήκες, και ενεργοποιούμενη μόνο για να εξυπηρετήσει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τα τελευταία χρόνια η νομοθετική της εξουσία έχει διευρυνθεί εις βάρος της αποκλειστικότητας κάθε κράτους να αποφασίζει με τρόπο κυρίαρχο για κρίσιμα ζητήματα και της αντίστοιχης δυνατότητας του λαού του να ασκεί άμεσα και αδιαμεσολάβητα τον έλεγχό του.
Από την άλλη πλευρά, το ενωσιακό ιδεώδες περί «δημοκρατίας» μεταφράζεται σ’ έναν ατσαλένιο κλωβό για της ελευθερίες και τα δικαιώματα των ευρωπαϊκών λαών. Η σιδηρόφρακτη δημοκρατία τους στηρίζεται στην υιοθέτηση όλο και περισσότερων κατασταλτικών αντιλαϊκών μέτρων, στην άλωση δικαιωμάτων και ελευθεριών επ’ ονόματι του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», στην προβολή του κομμουνισμού και εν γένει κάθε αριστερής αντισυστημικής αντίληψης και δράσης ως ισοδύναμης του φασισμού και στη διαρκώς εντεινόμενη στρατιωτικοποίηση και ενίσχυση της διακρατικής αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας. Την ίδια στιγμή, υπό το πρόσχημα της φύλαξης των συνόρων και της ασφάλειας των ευρωπαίων πολιτών, η Ευρώπη-φρούριο οχυρώνεται πίσω από ακραία αντιμεταναστευτικά μέτρα και ασφυκτική αστυνόμευση. Τα ναζιστικής έμπνευσης στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι υγροί τάφοι στη Λαμπεντούζα και το Φαρμακονήσι είναι η «ελεύθερη κυκλοφορία» που εφαρμόζει η Ε.Ε. στη μεταναστευτική της πολιτική.
Ούσα η ίδια μια αντιδραστική συμμαχία απέναντι στα εργατικά και λαϊκά κινήματα της Ευρώπης, η Ε.Ε. λαμβάνει όλο και πιο συχνά μέτρα που αποσκοπούν στην οχύρωσή της από την αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση των λαών και στη χειραγώγηση των εσωτερικών ταξικών αγώνων. Ο ενωσιακός «Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης» διαμορφώνει ένα πεδίο συνεργασίας για την ποινικοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας των πολιτών, τις ηλεκτρονικές παρακολουθήσεις, την ενίσχυση της αστυνόμευσης και τη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας. Ιδιαίτερα μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, σκλήρυνε την κατασταλτική πολιτική της ενισχύοντας θεσμικά τη διακρατική αστυνομική και δικαστική συνεργασία, θεσμοθετώντας τους δικούς της τρομονόμους και συντάσσοντας λίστες που κατηγοριοποιούν πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις και απελευθερωτικά κινήματα ως «τρομοκρατικές οργανώσεις» (π.χ. FARC, PLO, PKK), υιοθετώντας, όπως και οι ΗΠΑ, το δόγμα του «προληπτικού πολέμου» και συμμετέχοντας ενεργά σε πλήθος ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή, την Αφρική, τα Βαλκάνια. Παράλληλα, ενισχύονται οι μηχανισμοί καταστολής και αστυνόμευσης με πρόβλεψη για δυνητική επέμβαση της ευρωαστυνομίας και του ευρωστρατού στα κράτη-μέλη προς αντιμετώπιση εσωτερικών «απειλών».
Η στρατηγικής σημασίας επένδυση της Ε.Ε. σε «λιγότερη δημοκρατία» αναβαθμίστηκε ποιοτικά με την –αποτυχημένη τελικά– προσπάθεια θεσμοθέτησης του Ευρωσυντάγματος, η οποία ενίσχυε σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση τον ευρωπαϊκό χώρο δημόσιας τάξης και ασφάλειας με σημαντική παραχώρηση των αντίστοιχων κρατικών εξουσιών στους ενωσιακούς μηχανισμούς. Τέλος, ο θεσμικός αντικομμουνισμός της Ε.Ε. και η εξίσωση του κομμουνισμού με τον ναζισμό, που διακηρύχτηκε και πανηγυρικά το 2008 από το Συμβούλιο της Ευρώπης με την αναγνώριση «Ευρωπαϊκής ημέρας μνήμης των θυμάτων του σταλινισμού και του ναζισμού», αποκαλύπτουν τις πραγματικές προθέσεις της Ένωσης απέναντι στις οργανωμένες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της αντίστασης και της ανατροπής.
Η πάλη ενάντια στην Ε.Ε. ως διεθνιστικό καθήκον
Η Ε.Ε. προσφέρει όλα τα απαραίτητα θεσμικά, νομικά και πολιτικά εργαλεία ώστε η ενιαία αγοράς να είναι μια υγιεονομική ζώνη για το κεφάλαιο, με διαρκώς συμπιεσμένες προς τα κάτω συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, αποψίλωση στοιχειωδών δημοκρατικών κατακτήσεων, ένα είδος κοινωνικού και πολιτικού νεκροταφείου για όποιον διανοείται να σηκώσει κεφάλι. Οι συνθήκες αυτές συνέβαλαν άμεσα στη θεαματική άνοδο ευρωπαϊκών νεοναζιστικών δυνάμεων την τελευταία δεκαετία, στην ανάδειξή τους ακόμη και ως αξιόπιστων κυβερνητικών εταίρων και στην εν γένει ιδεολογική τους επανανομιμοποίηση και προβολή τους ως αντισυστημικών δυνάμεων, την αντεστραμμένη όψη του άλλου «άκρου», του κομμουνισμού.
Και φυσικά το αντιδημοκρατικό πλαίσιο δεν μπορεί να ανατραπεί –όπως εμμονικά υποστηρίζει μερίδα της Αριστεράς– από μια προοδευτικότερη «Κοινωνική Ευρώπη» ή «Ευρώπη των λαών», στον βαθμό που ο εξαρχής ταξικά προσανατολισμένος, εις βάρος των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων χαρακτήρας της οικονομικής και πολιτικής λειτουργίας του ενωσιακού οικοδομήματος και η συνακόλουθη βαθιά αντιδημοκρατική και αντιδραστική φύση των πολιτικών της Ε.Ε., καθιστούν απόλυτη ουτοπία τη μετάλλαξη της Ένωσης – πολλώ δε μάλλον την εκ των έσω μεταρρύθμισή της.
Σε αυτές τις συνθήκες, καθίσταται ζωτικής σημασίας για κάθε ευρωπαϊκό λαό η σύνδεση του αγώνα του για την υπεράσπιση των ελευθεριών του, αλλά και για τη διεκδίκηση μιας άλλης ποιοτικά ανώτερης, πραγματικής δημοκρατίας, με την πάλη απέναντι στις επιταγές και τις κατευθύνσεις της Ε.Ε. Κατ’ επέκταση, ο αγώνας αυτός δεν μπορεί παρά να συγκρούεται απευθείας με την ίδια την Ε.Ε. ως αντιδραστικό μηχανισμό και να κινείται σε κατεύθυνση ρήξης και οριστικής αποδέσμευσης από αυτή. Η όξυνση της πάλης αυτής, ιδίως σε μια εποχή όπου γίνεται ολοένα και πιο καταλυτική η συμβολή της Ε.Ε. στο βάθεμα της εκμετάλλευσης και στην παγίωση των πιο αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων και αυταρχικών πολιτικών και αναβαθμίζεται ο ιμπεριαλιστικός της ρόλος, συνιστά πρωταρχικό διεθνιστικό καθήκον των λαών της Ευρώπης και θεμέλιο λίθο για μια πραγματική και ισότιμη συνεργασία των λαών της περιοχής, με ορίζοντα την αξιοποίηση των πρωτόγνωρων δυνατοτήτων για ουσιαστική δημοκρατία και ελευθερία, και την οριστική χειραφέτησή τους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ