Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε την ταξική πάλη
Μάο Τσε Τουνγκ
Περνώντας από την πλατεία Συντάγματος, είδα το πλήθος που ήταν μαζεμένο εκεί και σκέφτηκα πόσο εύκολο ήταν για τα πλήθη αυτά μ’ ένα απλό νεύμα να καταλάβουν τη Βουλή. Θα τέλειωνε αμέσως η υπόθεση. Αλλά δεν κουνήθηκε τελικά κανείς.
Μαρτυρία του πρώην πρωθυπουργού Γ. Ράλλη λίγες ώρες πριν πέσει η δικτατορία
Η κρατική εξουσία στο πλαίσιο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, που ξεκινά με την πτώση της δικτατορίας τη νύχτα της 23ης προς την 24η Ιουλίου 1974, χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μιας φιλολαϊκής τομής εντός μιας καπιταλιστικής συνέχειας. Για να μπορέσουμε όμως να κατανοήσουμε αυτή τη θέση και να αντιληφθούμε τη δυναμική που έχει ακόμη για τη σημερινή εποχή, θα πρέπει να μεταφερθούμε στο διάστημα που προηγήθηκε και που οδήγησε στην αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ουσιαστικά, το 1973 είναι η χρονιά που θα φανούν τα όρια της δικτατορικής εξουσίας και σ’ αυτό σημαντικό ρόλο θα έχει και η εμφάνιση στοιχείων ύφεσης στην ελληνική οικονομία για πρώτη φορά στη μετεμφυλιακή περίοδο. Η μαζική κινηματική αμφισβήτηση του καθεστώτος θα ξεκινήσει με τη φοιτητική εξέγερση της Νομικής, όπου θα γίνει φανερό ότι σημαντικό τμήμα της νεολαίας αντιτίθεται στο δικτατορικό καθεστώς.
Αυτό, σε συνδυασμό με την ασθμαίνουσα κατάσταση της οικονομίας, οδήγησε στη δημιουργία εστιών αμφισβήτησης του καθεστώτος και στο εσωτερικό των ενόπλων δυνάμεων με αποκορύφωμα το λεγόμενο Κίνημα του Ναυτικού τον Μάιο του 1973. Παρότι το συγκεκριμένο κίνημα έγινε γρήγορα αντιληπτό και δεν μπόρεσε να συμβάλει στην πτώση της δικτατορίας, είχε γίνει αισθητό ότι το καθεστώς πρέπει να αναζητήσει στοιχεία νομιμοποίησης. Γι’ αυτό επιλέχτηκε η κατάργηση της μοναρχίας, μέσω ενός νόθου δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 1973, αλλά και η συγκρότηση τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους της πρώτης πολιτικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Σπύρο Μαρκεζίνη, γνωστό πολιτικό της προδικτατορικής περιόδου. Ωστόσο ούτε η «αλλαγή» του πολιτεύματος σε προεδρική δημοκρατία, ούτε η ο σχηματισμός της δοτής κυβέρνησης Μαρκεζίνη έδωσαν στη χούντα την επιδιωκόμενη λαϊκή νομιμοποίηση. Κι αυτό γιατί ήταν σαφές ότι στην πραγματικότητα αυτό που είχε γίνει δεν ήταν παρά ορισμένες συμβολικές κινήσεις, ενώ η πραγματική εξουσία παρέμενε στα χέρια του στρατιωτικού μηχανισμού και ειδικά του Γ. Παπαδόπουλου.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου θα κάνει σαφή τα αισθήματα μίσους που έτρεφε ο λαός για το καθεστώς, και μπροστά στον κίνδυνο γενικευμένης εξέγερσης θα αποφασιστεί η στρατιωτική καταστολή της. Ωστόσο, για τον Ιωαννίδη και την πιο σκληρή πτέρυγα των αξιωματικών το Πολυτεχνείο θεωρείται αποτέλεσμα των, έστω και συμβολικών, κινήσεων «φιλελευθεροποίησης» που είχε αποφασίσει η ομάδα του Παπαδόπουλου. Για να μην τεθεί το καθεστώς σε νέα αμφισβήτηση αποφασίζεται η ανατροπή του Παπαδόπουλου και η ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωαννίδη. Ωστόσο, η δικτατορία του Ιωαννίδη, ιδιαίτερα μετά τη σφαγή του Πολυτεχνείου, δεν έχει ερείσματα ούτε σε τμήματα της αστικής τάξης, μοιάζοντας πιο πολύ με βοναπαρτιστική κίνηση διάσωσης της εξουσίας παρά με εκδήλωση μιας σαφούς αστικής στρατηγικής. Η προσπάθεια ανεύρεσης λαϊκής νομιμοποίησης θα οδηγήσει στο τυχοδιωκτικό πραξικόπημα στην Κύπρο με σκοπό την εγκαθίδρυση ομογάλακτου καθεστώτος στο νησί που θα επεδίωκε να επιλύσει το χρόνιο Κυπριακό ζήτημα είτε μέσω της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα με ευρείες παραχωρήσεις στην Τουρκία είτε μέσω της διπλής ένωσης.
Η τουρκική επέμβαση, το ορατό ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου και η καταφανής αδυναμία του στρατού να υπερασπιστεί την Κύπρο οδήγησαν το καθεστώς σε κατάρρευση. Κι εδώ ήταν που επενέβη ο λαϊκός παράγοντας. Από τη μία υπήρξε η επιστράτευση που έφερε εν μία νυκτί 220.000 εφέδρους στο εσωτερικό του στρατιωτικού μηχανισμού, ανατρέποντας προηγούμενες ισορροπίες και μεταφέροντας τη λαϊκή οργή εντός του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους. Από την άλλη, χιλιάδες λαού από το απόγευμα της 23ης Ιουλίου είχαν κατεβεί στους δρόμους. Φυσικά, δεν βρισκόμασταν μπροστά σε μια επαναστατική κατάσταση. Επρόκειτο για τη συνύπαρξη της κρίσης στη μορφή του ελληνικού αστικού κράτους μπροστά στον κίνδυνο πολεμικής εμπλοκής με ασύλληπτες συνέπειες, αντίστοιχες πιθανώς με αυτές του 1922, και της λαϊκής κινητοποίησης για να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο. Το ότι υπήρξε ολιγόωρη αμηχανία, έως και πανικός, των αστικών δυνάμεων σχετικά με την επιθυμητή επίλυση της κατάστασης είναι γεγονός, ωστόσο δεν υπήρχε εκείνος ο πολιτικός φορέας της κομμουνιστικής Αριστεράς με το σαφές πολιτικό πρόγραμμα και τις αναπτυγμένες οργανωτικές δυνατότητες που να καθοδηγήσει τα πράγματα σε πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο επιλέχθηκε μια φιλολαϊκή τομή μέσα στην καπιταλιστική συνέχεια. Η κυρίαρχη τάξη, μπροστά στον κίνδυνο περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών στρωμάτων, αποδέχτηκε την ελεύθερη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Αποδέχτηκε δηλαδή τη δυνατότητα ελεύθερης εναλλαγής των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία και την ένταξή τους στους πολιτειακούς θεσμούς, χωρίς την άμεση ή έμμεση επέμβαση άλλου πόλου εξουσίας, π.χ. του παλατιού ή του στρατού. Αυτό έγινε εφικτό με την υποβάθμιση του στρατού ως κέντρου εξουσίας, την κατάργηση της μοναρχίας και την αποδιάρθρωση των παρακρατικών μηχανισμών. Ταυτόχρονα νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού, καθώς και οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ενώ δρομολογήθηκε και η φυλάκιση των βασικών στελεχών του πραξικοπήματος. Το κράτος των εθνικοφρόνων έδωσε τη θέση του στο κράτος δικαίου καταργώντας το διαχωρισμό των πολιτών σε δύο κατηγορίες (εθνικόφρονες, κομμουνιστές). Στο δε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο δόθηκαν πολύ σημαντικές αυξήσεις στους μισθωτούς, ενώ εθνικοποιήθηκαν μια σειρά από επιχειρήσεις, γεγονός που όργισε τον ΣΕΒ.
Για να υλοποιηθεί αυτή η φιλολαϊκή τομή στην καπιταλιστική συνέχεια χρειαζόταν και το κατάλληλο πρόσωπο για τη θέση του πρωθυπουργού, κι αυτό ήταν ο Κ. Καραμανλής. Η επιλογή Καραμανλή αποτελούσε τομή γιατί η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Σερραίο πολιτικό, ο οποίος δεν είχε συνεργαστεί με τη δικτατορία, σηματοδοτούσε την ανάγκη υλοποίησης των απαραίτητων δομικών αλλαγών για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Αποτελούσε όμως και συνέχεια γιατί ο Καραμανλής, όντας πρωθυπουργός από το 1955 έως το 1963, είχε εκφράσει με επιτυχία τα γενικότερα συμφέροντα του αστικού κόσμου. Με την επιλογή Καραμανλή, ο οποίος διακρινόταν για τον αντικομμουνισμό του αλλά και για την αντιμοναρχική του στάση, διατηρούνταν η σχέση ισορροπίας μεταξύ της συνιστώσας της «τομής» και της συνιστώσας της «συνέχειας», σε αντίθεση με την αρχικά προτεινόμενη λύση του λιγότερου συντηρητικού αστού πολιτικού Κανελλόπουλου, όπου το βάρος έπεφτε στην πλευρά της «τομής», πράγμα που μπορούσε να συναντήσει την ενεργό αντίδραση του πιο σκληροπυρηνικού τμήματος των στρατιωτικών.
Βεβαίως, το σύνολο των αλλαγών σε φιλολαϊκή κατεύθυνση οφειλόταν σε ό,τι είχε προηγηθεί σε επίπεδο λαϊκών αγώνων. Αυτό ξεκινούσε με την εγγραφή στη συλλογική μνήμη του εαμικού κινήματος, της καταστολής του μετεμφυλιακού κράτους, των πολύ σημαντικών κινητοποιήσεων της δεκαετίας του ’60 (114, Ιουλιανά, εργατικοί, αγροτικοί και φοιτητικοί αγώνες), της ριζοσπαστικοποίησης της γενιάς του Πολυτεχνείου, αλλά και της πολιτικής του δικτατορικού καθεστώτος με αποκορύφωμα τη σφαγή του Πολυτεχνείου και τα γεγονότα της Κύπρου. Αυτά τα μέτρα όμως συνοδεύτηκαν από τη δημιουργία μιας σειράς ασφαλιστικών δικλίδων για την αναπαραγωγή των αστικών σχέσεων εξουσίας. Η πρώτη δικλείδα αφορούσε την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και τη συνακόλουθη υποβάθμιση της νομοθετικής εξουσίας, μέσω της μετατόπισης της νομοπαραγωγικής δραστηριότητας από τη μορφή των νόμων και των προεδρικών διαταγμάτων στη μορφή των υπουργικών αποφάσεων. Έτσι, οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονταν μέσω εξωκοινοβουλευτικών διαδικασιών, και δεν είναι υπερβολική η θέση πως την πραγματική εξουσία την ασκούσαν τα διάφορα υπουργεία και οι μόνιμες επιτροπές του Υπουργικού Συμβουλίου, με συνέπεια το τελευταίο να λειτουργεί πολύ συχνά ως το πεδίο συνάρθρωσης των επιμέρους ταξικών συμφερόντων. Αποτέλεσμα αυτής της λειτουργίας είναι η οργάνωση μιας μορφής αστικού κράτους, όπου κυριαρχεί η όσμωση μεταξύ συμφερόντων των διαφόρων αστικών μερίδων και του κρατικού μηχανισμού με ιδιαίτερα αναβαθμισμένο το ρόλο της διοίκησης.
Η δεύτερη δικλείδα είχε να κάνει με τις λεγόμενες υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως προβλέπονταν από το Σύνταγμα του 1975. Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές σε περίπτωση που διαπίστωνε δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, διέθετε ευχέρεια χειρισμών στη δυνατότητα παύσης της κυβέρνησης ακόμα κι αν αυτή διέθετε την εμπιστοσύνη της Βουλής, είχε τη δυνατότητα προκήρυξης δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα ακόμη και παρά την αντίθετη θέση της κυβέρνησης, μπορούσε να συγκαλεί σε έκτακτες περιστάσεις το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του, να απευθύνει διαγγέλματα στον λαό χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης, καθώς και να αναπέμπει στη Βουλή ψηφισμένα νομοσχέδια. Συνολικά ιδωμένη η καινούργια διάρθρωση της πολιτικής εξουσίας περιλαμβάνει την ειδική, με την έννοια ότι συμπυκνώνει ένα συγκεκριμένο συσχετισμό δύναμης που δύναται κάθε στιγμή να τροποποιηθεί, συνάρθρωση μεταξύ τριών διαφορετικών δομών: του Προέδρου της Δημοκρατίας, της κυβέρνησης και των κορυφών της διοίκησης. Το καινούργιο στοιχείο για την εκτελεστική εξουσία σε σχέση με την προδικτατορική περίοδο είναι η αποκλειστική ανάληψη του έργου για την ενοποίηση της κρατικής πολιτικής χωρίς τις παρεμβάσεις του παλατιού και των στρατιωτικών μηχανισμών.
Η τρίτη δικλείδα αφορά τη θέση των κομμάτων στο σύστημα εξουσίας. Ουσιαστικά μέχρι το 1967, με την εξαίρεση της κομμουνιστικής Aριστεράς, τα πολιτικά κόμματα λειτουργούσαν με αδύναμη και αποκεντρωμένη δομή, και αντιστοιχούσαν στη μορφή του αστικού κράτους όπου κυριαρχούσαν οι κοινοβουλευτικές αντιπροσωπευτικές σχέσεις. Τώρα τα κόμματα καταλαμβάνουν μια νέα θέση στη δομή των σχέσεων εξουσίας. Διευρύνουν το πεδίο νομιμοποίησης της κρατικής πολιτικής, μετασχηματίζοντας τη βασική τους λειτουργία από εκφραστή των κοινωνικών συμφερόντων σε πολιτειακό θεσμό - συστατικό της οργάνωσης των εξουσιαστικών σχέσεων. Βέβαια, η παραπάνω παρατήρηση είναι γενική και εξειδικεύεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε κόμμα χωριστά και ειδικότερα στα κόμματα της Αριστεράς. Ωστόσο, δεν παύει να έχει τη δομική σημασία της, αναδεικνύοντας τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινείται ένας κομματικός σχηματισμός στο πλαίσιο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Από την άλλη, η μεταπολιτευτική δομή της εξουσίας έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό την αναγνώριση μέσω των κομμάτων, κατά τρόπο σχεδόν αποκλειστικό, τη δυνατότητα αντιπροσώπευσης κοινωνικών στρωμάτων και διατύπωσης κοινωνικών αιτημάτων προς την κρατική εξουσία. Παράλληλα, γίνεται δεκτή η στρατολόγηση των κορυφών της διοικητικής πυραμίδας από το στελεχιακό δυναμικό των πιο ισχυρών κομματικών σχηματισμών και ιδιαίτερα του κόμματος που κατέχει την κυβερνητική εξουσία. Τέλος, το κυβερνητικό κόμμα αναλαμβάνει το ρόλο της ενοποίησης των κατευθύνσεων και της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης.1
Συμπερασματικά, η συγκρότηση των μαζικών κομμάτων δεν είχε ως στόχο διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών μέσω της ενεργού παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα αλλά τη μεγαλύτερη γραφειοκρατικοποίηση των κομμάτων, κάτι που πραγματοποιούνταν λόγω της αυτονόμησης της κορυφής από τη βάση: επαγγελματοποίηση των στελεχών του κομματικού μηχανισμού και συνεχείς μεταπηδήσεις στις κορυφές της διοίκησης, περιθωριοποίηση της συμμετοχής των κομματικών μελών στη λήψη των αποφάσεων. Τα κόμματα υποβαθμίζονταν ως φορείς κοινοβουλευτικού ελέγχου, αφού και η ίδια η Βουλή υποβαθμιζόταν ως προς τη λειτουργία αυτή, αλλά ενισχυόταν ο ρόλος τους ως Ιδεολογικού Μηχανισμού του Κράτους αποτελώντας, σύμφωνα με τον Φεραγιόλι, «παραδημόσια εργαλεία κοινωνικής σταθεροποίησης και συναίνεσης προς τους κρατικούς θεσμούς».2 Η αναβάθμιση του ρόλου των κομμάτων στο σύστημα εξουσίας εκφράστηκε με την υιοθέτηση μιας σειράς πρακτικών που περιλάμβαναν την ενίσχυση των μορφών εσωτερικής οργάνωσης, τη διαμόρφωση και οριοθέτηση μιας εσωκομματικής ιδεολογίας και τη συγκρότηση κομματικών οργανώσεων σε κάθε κοινωνικό χώρο. Ταυτόχρονα, το γεγονός της αντικειμενικής επέκτασης της εκπροσώπησης (μέσα από την τοπική αυτοδιοίκηση, τα εργατικά συνδικάτα, τους φοιτητικούς συλλόγους κ.λπ.) συνέτεινε στην ενίσχυση της εξουσίας των κομματικών φορέων και στην εξάπλωση της επιρροής τους. Σημαντικό ρόλο στη διεύρυνση της δράσης των κομμάτων είχε και ο Τύπος, ο οποίος συνδέθηκε στενά με την πορεία των πιο ισχυρών κομμάτων, αποτελώντας ουσιαστικά μια μορφή πιο εκλεπτυσμένης προπαγάνδισης των κομματικών θέσεων.
Βέβαια, εκτός από τη στρατηγική ενσωμάτωσης της λαϊκής δυναμικής μέσω της γραφειοκρατικοποίησης των κομματικών μηχανισμών που σχεδίασε και πέτυχε η ιθύνουσα τάξη στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, η ενεργός συμμετοχή και ένταξη των πολιτών στην κομματική ζωή πρέπει να ερμηνευτεί ως αντίδραση στο αυταρχικό μετεμφυλιακό πλαίσιο που περιόριζε, αν όχι απαγόρευε, την ελεύθερη πολιτική δράση. Με αυτή την έννοια, η ανάπτυξη των κομμάτων στη μεταπολίτευση θα πρέπει να ιδωθεί ως διττό και διαλεκτικό φαινόμενο: από τη μία, ως συνέπεια του μετεμφυλιακού καθεστώτος των αποκλεισμών και των διακρίσεων, και από την άλλη, ως αποτέλεσμα της προσπάθειας ενσωμάτωσης και ποδηγέτησης των αυθόρμητων μορφών λαϊκής ενεργοποίησης. Ωστόσο οι δύο αυτές πλευρές, αν και υπαρκτές, δεν είναι ισοβαρείς. Η γραφειοκρατικοποίηση πολύ γρήγορα επικαθόρισε τον τρόπο συμμετοχής μεταλλάσσοντας τους κομματικούς σχηματισμούς, εκτός αυτών της κομμουνιστικής Αριστεράς, σε κόμματα του κράτους και σε μηχανισμούς διάχυσης της κρατικής πολιτικής. Αναμφίβολα, για τις κυριαρχούμενες τάξεις, το νέο κοινωνικό συμβόλαιο παρουσίαζε αρκετά θετικά σημεία. Ήταν ο φόβος του πολέμου με την Τουρκία λόγω της χαίνουσας πληγής του Κυπριακού: αφενός οι ζωντανές μνήμες των θηριωδιών της γερμανικής Κατοχής και αφετέρου ο υπαρκτός κίνδυνος μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης είχαν ως αποτέλεσμα τη σφυρηλάτηση του κοινωνικού consensus. Το 54%, που έλαβε η Ν.Δ. στις εκλογές του ’74, αποτελεί απόδειξη ότι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι κυρίαρχες τάξεις είχαν κατορθώσει να οικοδομήσουν ένα πλαίσιο ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων, το οποίο συνδύαζε τον εκσυγχρονισμό των πολιτικών θεσμών με τη μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής.
Οι λαϊκοί αγώνες που θα σημειωθούν στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια με τη μορφή μεγάλων διαδηλώσεων και αργότερα μεγάλων απεργιών θα σφραγίσουν με τη δυναμική τους την παγίωση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Δεν θα μπορέσουν, ωστόσο, λόγω της αντικειμενικής κατάστασης των πολιτικών φορέων της Αριστεράς, να συντελέσουν σ’ ένα ανώτερο ποιοτικά επίπεδο της ταξικής πάλης ικανό να οδηγήσει σε βαθύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Ο λόγος είναι ότι η ηττημένη Αριστερά του Εμφυλίου αναγκάζεται για χρόνια να προνομιμοποιήσει τη διεκδίκηση των δημοκρατικών ελευθεριών ως βασικό πολιτικό στόχο. Αδυνατεί όμως να συνειδητοποιήσει την κλίμακα της τομής που τα αστικά κέντρα εξουσίας έχουν μεθοδεύσει, και ως εκ τούτου αδυνατεί να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, που θα έσπρωχνε τον λαϊκό ριζοσπαστισμό πέραν των ορίων διεκδίκησης του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού.
Σε κάθε περίπτωση, ήταν αυτοί οι αγώνες που παγίωσαν μια σειρά από σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις, δημιουργώντας ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο πάντοτε η άρχουσα τάξη ήθελε να ανατρέψει. Ωστόσο, η δυναμική της ταξικής πάλης, και παρά τις αρνητικές εξελίξεις για τις κομμουνιστικές δυνάμεις σε διεθνές επίπεδο, κατόρθωσε η διαδικασία αποδόμησής του να πάρει πολύ αργούς ρυθμούς – αν και ουσιαστικά είχε ξεκινήσει από τον Οκτώβριο του 1985, με τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που υιοθέτησε η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Η μεγάλη τομή ήρθε με την κρίση και την πολιτική των μνημονίων, και το στοίχημα για μια σύγχρονη μαχόμενη κομμουνιστική Αριστερά είναι αν θα καταφέρει όχι απλώς να αποκαταστήσει τις χαμένες μεταπολιτευτικές κατακτήσεις αλλά να τις προωθήσει μέχρι εκεί που δεν θα υπάρχει πια γυρισμός.
1. Για να θυμηθούμε και τον Πουλαντζά: «Η πολιτικοποίηση της κρατικής διοίκησης καθίσταται αναγκαία στο σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος επειδή αυτή αναλαμβάνει ένα νέο, πολύ ενισχυμένο ρόλο σε βάρος του νομοθετικού, ενώ παράλληλα καθίσταται αναγκαία η παρουσία ενός μαζικού αστικού κόμματος εξουσίας που αναλαμβάνει το ρόλο ενοποίησης της κρατικής διοίκησης».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ