ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Η ενέργεια στις συμπληγάδες του νεοφιλελευθερισμού


Ο 21ος αιώνας χαρακτηρίζεται από μια βασική αντίθεση ως προς την ενέργεια. Από τη μια πλευρά, τα παγκόσμια αποθέματα υδρογονανθράκων αρχίζουν να φαντάζουν πεπερασμένα και συνεχώς μειούμενα, ενώ ταυτόχρονα οι συνέπειες του φαινομένου του θερμοκηπίου γίνονται πλέον σαφώς αντιληπτές. Από την άλλη, η αύξηση του επιπέδου διαβίωσης σε τεράστιες οικονομίες του πλανήτη, αλλά και η ακόρεστη αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής, οδηγεί στη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας. Συγκρούσεις, ακόμα και συρράξεις, με πραγματικό στόχο τη διασφάλιση των συμφερόντων μιας δύναμης σε μια ορισμένη περιοχή, μεταξύ αυτών και η εγγύηση της πρόσβασής της σε πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, είναι εξάλλου κάτι με το οποίο η κοινή γνώμη είναι δυστυχώς εξοικειωμένη. Δεν είναι καμιά παράλογη πρόβλεψη να υποθέσει κανείς την επανάληψη ενός τέτοιου μοτίβου στο μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα της ενέργειας παγκόσμια και ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα της «πράσινης ανάπτυξης» έχει πολύ μεγαλύτερο πλούτο και ακόμη περισσότερες ορίζουσες. Ας εξεταστούν, λοιπόν, οι παγκόσμιες τάσεις, η ελληνική πραγματικότητα και το τι θα σημάνει το άνοιγμα της αγοράς της, και τέλος μια άλλη προσέγγιση της ενέργειας προς όφελος της πλειοψηφίας. 

 

Η σύγκρουση αντίρροπων τάσεων και οι συνθέσεις τους

Η κρίση υποδείγματος αλλά κι η γενικότερη έλλειψη ηγεμονικής αφήγησης έχει οξύνει τις συγκρούσεις στο εσωτερικό του κεφαλαίου, αλλά και στους πολιτικούς του εκφραστές. Στην περίπτωση που εξετάζεται, δηλαδή στον τομέα της ενέργειας, η σύγκρουση αυτή είναι πιο εξόφθαλμη από άλλους. Κι αυτό γιατί αντιμάχονται ευθέως αντιπαραθετικά συμφέροντα. Πολλές φορές, μάλιστα, τα συμφέροντα αυτά σχεδόν ταυτίζονται με οικονομίες και πολιτικές. Έτσι, η σύγκρουση αυτή αποκτά και προεκτάσεις διεθνούς διπλωματίας.

Από τη μια, το παραδοσιακό πετρελαϊκό κεφάλαιο, αλλά κι άλλοι δευτερεύοντες πόλοι όπως εταιρείες εκμετάλλευσης άνθρακα ή εξόρυξης αερίου, σχεδιάζουν τη στρατηγική ανάπτυξής τους γύρω από την αξιοποίηση κοιτασμάτων που ένα προηγούμενο διάστημα, είτε λόγω τεχνολογικής υστέρησης είτε λόγω άλλων παραμέτρων επικινδυνότητας (π.χ. αμφιλεγόμενα κοιτάσματα σε γκρίζες ζώνες, κοιτάσματα σε μεγάλο βάθος, κοιτάσματα που απαιτούν χρήση fracking κ.λπ.), δεν ήταν εκμεταλλεύσιμα. Οι πολιτικοί εκφραστές τους καλούνται να κάνουν τη βρόμικη δουλειά: άρση περιβαλλοντικών περιορισμών, άρση κυρώσεων ρύπων, διαμόρφωση φιλικότερης κοινής γνώμης, νομική, ακόμη και διπλωματική/στρατιωτική εγγύηση των επενδύσεων. Φτάνει, δε, ένα κομμάτι τους στο σημείο ακόμη και της ευθείας αμφισβήτησης της ύπαρξης του φαινομένου του θερμοκηπίου.

Στον αντίποδα, εταιρείες που επενδύουν και ανοίγονται σε νέες τεχνολογίες παραγωγής και εκμετάλλευσης ενέργειας, αλλά και γενικότερα όλες εκείνες που επενδύουν σε οποιασδήποτε μορφής «πράσινη» τεχνολογία». Εταιρείες που για παράδειγμα παράγουν εξοπλισμό ΑΠΕ ή ακόμα και αυτοκινητοβιομηχανίες αμιγώς ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Οι εταιρείες αυτές επενδύουν στις νέες τεχνολογίες όσο επενδύουν και στην ανησυχία και την έλλειψη ουσιαστικής ενημέρωσης και κατανόησης του ζητήματος της ενέργειας από την κοινή γνώμη. Κι εδώ η πολιτική έκφραση αυτού του υπό διαμόρφωση πόλου έχει πολλή δουλειά: επιβολή οριζόντιων κυρώσεων χωρίς να αναγνωρίζονται οι ιδιαιτερότητες κάθε κοινωνικού σχηματισμού και η καλλιέργεια αυτού που θα ονομάζαμε «πράσινο» φίλτρο της κοινωνίας, ώστε να θεωρεί οτιδήποτε παρουσιάζεται ως φιλικότερο προς το περιβάλλον, αποδεκτό και επιθυμητό, το λεγόμενο greenwashing.

Η παράθεση αυτών των δύο πόλων δεν χαρακτηρίζεται από έναν στείρο μανιχαϊσμό. Για παράδειγμα, πολλές είναι εκείνες οι πετρελαϊκές εταιρείες που στρέφονται στις επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια ή που στο πλαίσιο βελτίωσης της δημόσιας εικόνας τους προβαίνουν σε κινήσεις οι οποίες συνολικά βελτιώνουν το αποτύπωμά τους. Στην αντίπερα όχθη, παρά το προφίλ του νέου υποδείγματος, η «πράσινη βιομηχανία» δεν είναι καθόλου αθώα. Η παραγωγή χαλκού δεν χαρακτηρίζεται ως μη ρυπογόνα, ενώ η εξόρυξη σπάνιων γαιών και λιθίου μπορεί να είναι καταστροφική για το περιβάλλον όταν δεν λαμβάνονται μέτρα. Ιδιαίτερα για την πρώτη περίπτωση, για τις σπάνιες γαίες δηλαδή, η συζήτηση δεν πρέπει να περιορίζεται στις επιπτώσεις στην καταστροφική μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, αλλά χρειάζεται να ληφθούν δύο ακόμα παράμετροι υπόψη. Πρώτον, ακριβώς γιατί η λήψη μέτρων είναι ακριβή, οι χώρες που διαθέτουν αξιοποιούμενα αποθέματα ⎼υπό την έννοια της εύκολης «αγνόησης» των μέτρων αυτών⎼ καθίστανται μονοπωλιακές. Δεύτερον, οι χώρες αυτές έχουν κατηγορηθεί, και έχει αποδειχτεί, ότι χρησιμοποιούν στη διαδικασία εξόρυξης σύγχρονους σκλάβους και παιδική εργασία. Είναι σκανδαλώδης η φύση του ζητήματος, αλλά πέφτει στα ψιλά, καθώς τα βλέμματα στρέφονται γρήγορα στα φανταστικά επιτεύγματα της τεχνολογίας.

Τα παραπάνω θέτουν το πλαίσιο μιας συζήτησης. Όμως ειδικότερα για την ενέργεια, που είναι και το υπό πραγμάτευση θέμα, οι αντίρροπες τάσεις είναι δύο κατά βάση, όπως σκιαγραφήθηκαν. Από τη μία, η συνέχιση μιας καταστροφικής πολιτικής που βασίζεται στην καύση των υδρογονανθράκων ή των γαιανθράκων, από την άλλη η αμφιλεγόμενη στροφή σε ένα πιο πράσινο υπόδειγμα, που δεν έχει αποδείξει επ’ ουδενί ότι είναι ευσταθές, υλοποιήσιμο ή όντως σε τελική ανάλυση φιλικό προς το περιβάλλον. 

 

Λίγα λόγια για την ενέργεια και τις ΑΠΕ

Ποιες είναι όμως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας; Παρακάτω γίνεται μια σύντομη παρουσίαση των κυριότερων ΑΠΕ. 

Βιομάζα: Πρόκειται για την περίπτωση καύσης γεωργικών, υλοτομικών ή άλλων υπολειμμάτων, π,χ. σκουπιδιών, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω θερμοδυναμικού κύκλου. Η συγκεκριμένη ΑΠΕ θεωρείται τέτοια ακριβώς γιατί ανανεώνεται και το αποτύπωμά της είναι ουδέτερο, δηλαδή το CO2 που εκλύεται είναι ίσο με αυτό που έχει δεσμευτεί κατά την παραγωγή τους. Στα θετικά της αξιοποίησης της βιομάζας είναι ότι αφενός δίνει διέξοδο στη διαχείριση απορριμμάτων, αφετέρου τα παραπροϊόντα της καύσης είναι αξιοποιήσιμα από τη βιομηχανία. Ταυτόχρονα, από άποψη ποιότητας παραγόμενης ενέργειας, έχει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά, δεν εισάγει αρμονικές στο δίκτυο και μπορεί να καλύψει το φορτίο βάσης λόγω διαθεσιμότητας της καύσιμης ύλης. Στα αρνητικά της συνυπολογίζεται το κόστος της μονάδας, η ρυπογόνος φύση της καύσης και η μεσαία ταχύτητα ανάληψης φορτίου.

Υδροηλεκτρική ενέργεια: Αναφέρεται στην παραγωγή ενέργειας από την πτώση νερού. Διακρίνεται σε φυσικής ροής, δηλαδή με το νερό να κυλά στον στρόβιλο με φυσική ροή ποταμού, ή σε τεχνητής, με τη χρήση ταμιευτήρων και φραγμάτων. Στα θετικά της, η αξιοποίηση του νερού και για άλλες χρήσεις, η ταχύτατη ανάληψη φορτίου, η δυνατότητα βελτίωσης χαρακτηριστικών του ρεύματος στο δίκτυο (διόρθωση συχνότητας), η ανεξάντλητη θεωρητικά πηγή ενέργειας, η μηδενικών ρύπων φύση της μεθόδου και η δυνατότητα αποθήκευσης ενέργειας, με τη χρήση ανάστροφης λειτουργίας που επιστρέφει νερό στον κύριο ταμιευτήρα από έναν δευτερεύοντα. Στα αρνητικά, η τεράστια παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον, λόγω της εγκατάστασης φράγματος και της βίαιης επέμβασης σε ένα οικοσύστημα, καθώς και το μεγάλο κόστος. 

Αιολική ενέργεια: Η παραγωγή ενέργειας με ανεμογεννήτριες μέσω του ανέμου. Συνήθως μιλάμε για αιολικά πάρκα, δηλαδή για ένα σύνολο εγκατεστημένων ανεμογεννητριών σε περιοχή με αποδεδειγμένα υψηλό αιολικό δυναμικό. Στα θετικά της, η μη ρυπογόνα φύση και το μηδενικό κόστος της πηγής της ενέργειας. Στα αρνητικά της, η επέμβαση σε ένα οικοσύστημα και η αλλοίωση του φυσικού τοπίου, η μη συνεχής, ασύμμετρη και ασταθής παραγωγή ενέργειας και το μεγάλο κόστος εγκατάστασης, καθώς και το κόστος συντήρησης.

Ηλιακή ενέργεια: Η παραγωγή ενέργειας μέσω φωτοβολταϊκών διατάξεων (πάνελ) από το ηλιακό φως. Συνήθως μιλάμε για ηλιακά πάρκα, δηλαδή για ένα σύνολο συστοιχιών από πάνελ εγκατεστημένα σε μια περιοχή. Στα θετικά της η μη ρυπογόνα φύση και το μηδενικό κόστος της πηγής ενέργειας, καθώς και η μη ύπαρξη κινητών μερών, και η δυνατότητα εγκατάστασης σε κατοικημένες περιοχές. Στα αρνητικά, η κακή ποιότητα παραγόμενης ενέργειας, που απαιτεί ειδικές ηλεκτρονικές διατάξεις, η ασταθής παραγωγή ενέργειας και το κόστος συντήρησης, καθώς και η μικρή σχετικά απόδοση. Εξάλλου, τα φωτοβολταϊκά πάρκα πολύ συχνά καλύπτουν και δεσμεύουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις. 

Η παραγωγή ενέργειας από βιομάζα, με βάση τα πλεονεκτήματα που αναφέρθηκαν, εμφανίζει ανοδική τάση, ενώ και οι άλλες μέθοδοι αξιοποιούνται, ιδιαίτερα η ηλιακή και αιολική ενέργεια, καθώς εμφανίζουν και την καλύτερη σχέση επενδυόμενης/παραγόμενης αξίας.

Πριν όμως συνεχιστεί αυτή η ανάλυση, πρέπει πρώτα να εξηγηθεί πώς καλύπτεται η ενεργειακή ζήτηση από το δίκτυο. Το φορτίο χωρίζεται σε 3 συνιστώσες:

Φορτίο βάσης: Το ελάχιστο μόνιμα καταναλωμένο επίπεδο ποσού ενέργειας στη διάρκεια μιας εξεταζόμενης περιόδου. 

Μεταβαλλόμενο φορτίο: Περιοδική αύξηση του επιπέδου καταναλωμένης ισχύος.

Φορτίο αιχμής: Το φορτίο που εμφανίζει έντονες αυξομειώσεις στην εξεταζόμενη περίοδο.

Με ένα απλό παράδειγμα: Σε ένα σπίτι, φορτίο βάσης είναι το ψυγείο γιατί δουλεύει μόνιμα, μεταβαλλόμενο φορτίο είναι το κλιματιστικό γιατί δουλεύει για χρονικά διαστήματα μεγάλα αλλά μόνο για ορισμένους μήνες το χρόνο, ενώ φορτίο αιχμής είναι ο φούρνος ή τα φώτα γιατί χρησιμοποιούνται για μικρές χρονικές περιόδους και απαιτούν άμεση κάλυψη. Το φορτίο βάσης είναι το μεγαλύτερο και εκείνο που πρέπει να καλύπτεται επί μονίμου βάσεως. Αυτό σημαίνει ότι απαιτεί μεθόδους κάλυψης με μεγάλο απόθεμα ενέργειας, άμεση και σταθερή διαθεσιμότητα και μεγάλη ευστάθεια συστήματος. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, αποκλείει σχεδόν όλες τις ΑΠΕ σε ένα τυπικό σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας. 

Το ζήτημα της κάλυψης του φορτίου όμως δεν είναι ένα απλό πρόβλημα με προκαθορισμένες λύσεις. Στην πραγματικότητα, αποτελεί ένα πολυσύνθετο και πολυπαραμετρικό μοντέλο, στο οποίο γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί η ζήτηση με τον πλέον ευσταθή και οικονομικό τρόπο. Το πρόβλημα αυτό βέβαια καθορίζεται τόσο από αντικειμενικές παραμέτρους, όπως τη ζήτηση, τη διαθεσιμότητα πηγών, τις προβλεπόμενες τάσεις κατανάλωσης και τις τρέχουσες οικονομικές μεταβλητές, όσο και από πολιτικές επιλογές σε σχέση με την ενέργεια και την αγορά της, θέμα το οποίο θα τεθεί αναλυτικότερα παρακάτω. Το ενεργειακό μείγμα λοιπόν καθορίζεται με τέτοιο σκεπτικό.

 

Το ελληνικό δίκτυο και τα προβλήματα ενσωμάτωσης των ΑΠΕ

Πόσο είναι όμως η ζήτηση και η προσφορά στη χώρα μας αυτή τη στιγμή; Πριν μιλήσουν οι αριθμοί, πρέπει να γίνει μια βασική διάκριση: Άλλο πράγμα η εγκατεστημένη ισχύς, δηλαδή η δυνατότητα να παραχθεί ενέργεια, άλλο πράγμα η τελικά παραγόμενη ισχύς. Αναλυτικά λοιπόν για το ενεργειακό ισοζύγιο: Εκτιμάται ότι η ζήτηση ενέργειας για το 2019 θα είναι γύρω στις 55.000 GWh. Η ζήτηση αυτή αντιστοιχεί σε περίπου 7-8 GW ισχύος. Η συνολική εγκατεστημένη ισχύς στην Ελλάδα αγγίζει πλέον τα 18 GW. 

Η εγκατεστημένη ισχύς των ΑΗΣ (ατμοηλεκτρικών σταθμών) είναι περί τα 9 GW εκ των οποίων: 3.9 GW λιγνιτικών μονάδων, που το συντριπτικό ποσοστό τους βρίσκεται εγκατεστημένο στη λεκάνη της Δυτικής Μακεδονίας και ειδικότερα στην περιοχή της Πτολεμαΐδας με 4 σταθμούς και έναν σχεδιαζόμενο ⎼και κυριότερους τον ΑΗΣ Καρδιάς (1.2 GW) και τον ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου (1.5 GW)⎼, και σχεδόν 5 GW μονάδων φυσικού αερίου. Η διείσδυση των ΑΠΕ για το 2019 είναι στα 5.9 GW εκ των οποίων: 2.6 GW αιολικής ενέργειας, 3 GW φωτοβολταϊκών, 0.2 GW μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών (γίνεται διάκριση με τους ΥΗΣ), 0.06 GW βιομάζας, 0.1 GW μονάδες συμπαραγωγής θερμικής-ηλεκτρικής ενέργειας. Αν στο ποσό αυτό συνυπολογιστούν και τα 3 GW των ΥΗΣ (υδροηλεκτρικών σταθμών), το συνολικό ποσό της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ στην Ελλάδα αγγίζει τα 9GW. Το ποσοστό της εγκατεστημένης ισχύος είναι περίπου ίσο μεταξύ μη ανανεώσιμων και ανανεώσιμων πηγών (περίπου 50%).

Τα στοιχεία για την παραγόμενη ισχύ όμως είναι πολύ διαφορετικά. Για τον Ιούνιο του 2018, από στοιχεία του ΛΑΓΗΕ, με συνολική ζήτηση 4241 GWh λαμβάνονται: 70% περίπου από τους ΑΗΣ (36.32% λιγνιτικών και 33.5% φυσικού αερίου) και 30% από ΑΠΕ (εκ των οποίων 9.5% ΥΗΣ). Η Ελλάδα είναι μια χώρα που διαθέτει σημαντικό αιολικό δυναμικό, λόγω αναγλύφου και καιρικών συνθηκών, αλλά και μεγάλη ηλιοφάνεια, που την καθιστά ευνοϊκή για την ενσωμάτωση των αντιστοίχων ΑΠΕ στο δίκτυο. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρείται η παραπάνω ανισοκατανομή της παραγωγής. Η ανισοκατανομή αυτή πρέπει να μελετηθεί πολύ προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού δικτύου όσο και την πολιτική διαχείρισής του. Σε πρώτη φάση, πρέπει να εξηγηθεί το 70% των συμβατικών μεθόδων παραγωγής. Αυτό είναι αποτέλεσμα τριών οριζουσών.

Πρώτον, η δυνατότητά τους να καλύψουν το φορτίο βάσης. Λόγω άμεσης διαθεσιμότητας του καυσίμου, οι ΑΗΣ μπορούν με βεβαιότητα να καλύψουν τη ζήτηση. Δεύτερον, οι ΑΗΣ και ιδιαίτερα οι λιγνιτικοί δεν μπορούν να βγουν εκτός δικτύου. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι προσδίδουν ευστάθεια στο δίκτυο, παράμετρος ιδιαίτερα πολύτιμή –όποιος έχει αντίθετη άποψη μπορεί να ανατρέξει στο μεγάλο black out του 2004⎼, ενώ ο δεύτερος είναι ότι οι ΑΗΣ καθυστερούν πολύ στην ανάληψη φορτίου. Για να μπορεί δηλαδή να αποδώσει ισχύ στο δίκτυο, χρειάζεται ένα διάστημα 24-48 ωρών από την ώρα έναρξης της λειτουργίας του. Επειδή οι σταθμοί αυτοί διαθέτουν ιδιαίτερα μεγάλη συγκεντρωμένη ισχύ, αρκεί να αναλογιστεί κανείς τι σημαίνει για το δίκτυο το 1.5 GW του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου. Χρειάζεται να μελετηθεί και να προβλεφθεί με ιδιαίτερη προσοχή το διάστημα που θα μπορούσε να αποσυνδεθούν τέτοιοι σταθμοί χωρίς να χαθεί η ευστάθεια του δικτύου ή να απαιτηθεί μεγαλύτερο φορτίο από τους καταναλωτές. Συνήθως επιλέγεται να λειτουργούν με χαμηλότερη αποδιδόμενη ισχύ, στο «ρελαντί» για να τεθεί κάπως κατανοητά.

Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με μια εξαιρετικής έμπνευσης ευρωπαϊκή πολιτική. Οι μονάδες φυσικού αερίου δεν θεωρούνται βάσει ευρωπαϊκών οδηγιών ρυπογόνες, ενώ πληρώνουν μόνο το τέλος εκμπομπών CO2. Μια ακόμη ενδιαφέρουσα ευρωπαϊκή πολιτική που έχει να κάνει με την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, ρυθμίζει την τιμή και την προτεραιότητα της αγοράς ενέργειας από ιδιώτες έναντι της ΔΕΗ. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των δύο πολιτικών είναι να διαμορφώνει συνθήκες ώστε οι επενδύσεις σε μονάδες φυσικού αερίου να είναι ιδιαίτερα συμφέρουσες και να λειτουργούν ανταγωνιστικά τόσο ως προς τις λιγνιτικές μονάδες, αλλά και ως προς τις ΑΠΕ. Αυτό οδηγεί στην αύξηση της ενεργειακής εξάρτησης, αλλά και στη δυσκολία της ΔΕΗ να επενδύσει στην ανανέωση των λιγνιτικών μονάδων οι οποίες είναι κατά μέσο όρο κατασκευασμένες πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια. Όποιος αντιλαμβάνεται τις πηγές ενέργειας ως στρατηγικά αποθέματα αντιλαμβάνεται πόσο καταστροφική είναι αυτή η πολιτική. 

Σε δεύτερη φάση, η χαμηλή διείσδυση των ΑΠΕ οφείλεται σε εγγενή προβλήματα των ίδιων. Το πρώτο και κυριότερο είναι η περιορισμένη διαθεσιμότητά τους. Είναι πολύ απλό το γιατί. Δεν έχει πάντα ήλιο, δεν φυσάει πάντα, δεν υπάρχει πάντα διαθέσιμο νερό στους ταμιευτήρες. Παρότι μπορεί να εκτιμηθεί σχετικά καλά η αποδιδόμενη ενέργεια σε μια χρονική περίοδο, δεν μπορεί να προβλεφθεί ακριβώς σε ποια χρονική στιγμή θα αποδίδεται παραπάνω. Αυτό ισχύει προφανώς για την αιολική και την ηλιακή ενέργεια. Έτσι, θα περιγράφονταν ως σχετικά άστατες και απρόβλεπτες μέθοδοι, οι οποίες στην παρούσα φάση δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάσεις σχεδιασμού ενός ευσταθούς ΣΗΕ από μόνες τους. Το δεύτερο πρόβλημα, που σχετίζεται άμεσα με το πρώτο, έχει να κάνει με την έλλειψη δυνατότητας αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας σε κλίμακα εθνικού δικτύου. Πέραν από τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς με διπλό ταμιευτήρα, με δυνατότητα δηλαδή αποθήκευσης δυναμικής ενέργειας, δεν υπάρχει άλλος τρόπος αποθήκευσης ενέργειας. Κι αυτό μάλιστα σε σχετικά περιορισμένη κλίμακα λόγω του κόστους κατασκευής τέτοιων όγκων, την παρέμβαση στο περιβάλλον, αλλά και τους αντικειμενικούς περιορισμούς των μεγεθών. Άλλες μέθοδοι αποθήκευσης, όπως σύνθεση υδρογόνου, μπαταρίες κ.λπ., έχουν για την ώρα περιορισμένες δυνατότητες μη ρεαλιστικές ως προς την εφαρμογή τους. Ένας ακόμη λόγος είναι η σχέση αποδιδόμενης ενέργειας με το κόστος.

Για να γίνουν όμως αντιληπτά τα μεγέθη, παρατίθεται μια υπόθεση εργασίας. Με βάση την απόδοση των φωτοβολταϊκών και λαμβάνοντας ιδανικά σενάρια (απόδοση, κάλυψη, ηλιοφάνεια, αποθήκευση της ενέργειας, σωστή τοποθέτηση κ.λπ.), για να καλυφθεί το 20% ⎼δηλαδή 11.000.000.000 KWh⎼ της κατανάλωσης ενέργειας από φωτοβολταϊκά, με δεδομένες τις συνθήκες που αναφέρθηκαν και τη σωστή τήρηση αποστάσεων μεταξύ των πάνελ, λαμβάνεται απόδοση 1KW/15 m2, που αντιστοιχεί σε 1250KWh παραγόμενης ισχύος, απαιτείται μια δεσμευμένη έκταση της τάξεως των 132 km2, περίπου την έκταση της Ιθάκης δηλαδή. Το κόστος μιας τέτοιας επένδυσης αγγίζει τα 48,5 δισεκατομμύρια ευρώ μόνο για τα πάνελ. Το κόστος αυξάνεται κατακόρυφα αν συνυπολογιστούν και οι απαραίτητες διατάξεις μετασχηματισμού του ρεύματος (inverters) και ελέγχου (MPPT), το κόστος διαμόρφωσης του χώρου και εγκατάστασης γραμμών μεταφοράς, συντήρησης κ.λπ. Υπόψη, κατά μέσο όρο κάθε πάνελ έχει περίπου 25 χρόνια ζωής. 

Το κόστος είναι τέτοιο, ώστε μια επένδυση σε ΑΠΕ να έχει χαμηλή σχετικά οικονομική απόδοση αν δεν εφαρμοστούν άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές, η εγγυημένη τιμή, η εγγυημένη αγορά και η επιδότηση των μεγάλων εγκαταστάσεων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ΔΕΗ καλούνταν τα προηγούμενα χρόνια εκτός από το να πληρώνει πρόστιμα να αγοράζει επιπρόσθετα μέχρι και 4 φορές πάνω την τιμή της KWh από ΑΠΕ σε σχέση με την τιμή που πουλούσε. Παράλληλα, τα ευρωπαϊκά κονδύλια πήγαιναν σε εγκαταστάσεις ΑΠΕ μεγάλης ισχύος, μεροληπτώντας εις βάρος της αυτοπαραγωγής και οικιακής αυτοκατανάλωσης που θα είχε πολλαπλά οφέλη τόσο για τον καταναλωτή όσο και για το ίδιο το δίκτυο, με τη μείωση της ζήτησης και ως εκ τούτου και των απωλειών μεταφοράς, την αύξηση της ευστάθειας, τη μείωση των αρμονικών κ.λπ.

Τέλος, μια ακόμη απόρροια αυτών των πολιτικών είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΑΠΕ. Στην πραγματικότητα, αν ανατρέξει κάποιος σε διαγράμματα παλαιότερων ετών, θα παρατηρήσει μεν την αλλαγή στο ενεργειακό μείγμα, αλλά σχετικά μικρές διαφορές στην κατανομή του μεριδίου μεταξύ ΑΠΕ και συμβατικών μεθόδων. Αιολικά και φωτοβολταϊκά λειτουργούν σχεδόν εις βάρος της υδροηλεκτρικής παραγωγής, που περιορίζεται για να εισαχθεί στο δίκτυο η παραγωγή από αυτές τις πηγές.

 

Οι κοινοτικές πολιτικές στο εδώλιο 

Είναι σαφής ο ρόλος του ενόχου: Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδοτεί πολλαπλά την παραγωγή τεχνολογίας ΑΠΕ στον αναπτυγμένο Βορρά, ορίζει στρατηγικές και μεθοδεύσεις για την εξυπηρέτηση των ιδεολογικών αγκυλώσεων γύρω από την ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας και επιβάλλει οικονομικές πολιτικές, όχι περιβαλλοντικές λύσεις, κι όλα αυτά με το «πράσινο» προφίλ της. Το καλύτερο παράδειγμα για την εφαρμογή αυτού του ιδεολογικοοικονομικού μείγματος πολιτικών με άρωμα οικολογίας είναι το χρηματιστήριο ρύπων. Βασική ιδέα πίσω από την σύλληψη αυτή ήταν το ευρωπαϊκό πλαφόν στις εκπομπές CO2. Με βάση αυτό, λοιπόν, η δυνατότητα εκπομπής CO2 επιμεριζόταν ανά καταναλωτή, ο οποίος διατηρούσε το δικαίωμα να «πουλήσει» το δικαίωμα εκπομπών αν υπολειπόταν του δικού του μέγιστου, ή να «αγοράσει» αν το είχε ξεπεράσει. Ο στόχος ήταν η μεταφυσική αυτορρύθμιση της οικονομίας των ρύπων. Το αποτέλεσμα ήταν εξίσου θλιβερό με κάθε άλλη αντίστοιχη θατσερική φαεινή ιδέα.

Χαρακτηριστικότερη περίπτωση εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε συνδυασμό με τις μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας είναι η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε συμπύκνωσε όλα τα αποτυχημένα μοντέλα και πρακτικές ιδιωτικοποιήσεων παγκοσμίως. Σε πρώτη φάση, επιδοτήθηκε η μεγάλη ιδιωτική πρωτοβουλία και δόθηκαν κίνητρα για την είσοδο στην αγορά, με αποτέλεσμα στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή να υπάρχουν 22 εταιρείες πάροχοι, εκ των οποίων η μόνη απολύτως δημόσια είναι η θυγατρική των ΕΛΤΑ, και 8 κύριοι παραγωγοί. Στη συνέχεια διαχώρισε την παραγωγή από την μεταφορά, διανομή και συντήρηση του δικτύου και εισήγαγε το ενεργειακό χρηματιστήριο, μια διαρκή αγοραπωλησία ενέργειας μεταξύ παραγωγών και παρόχων, η οποία καταφέρνει να συνδυάσει όλους τους κινδύνους αποσταθεροποίησης του δικτύου με όλα τα μειονεκτήματα της εισαγωγής μιας χρηματοπιστωτικής λογικής στη διαχείριση ενός αγαθού. Έτσι, ο παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας επιλέγει βάσει οικονομικών κριτηρίων σε ποια μέθοδο θα στραφεί και όχι βάσει ζήτησης, απαιτήσεων του δικτύου και διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας του ⎼ είναι ζωντανά τα παραδείγματα της Καλιφόρνια και των συνεχών black out.

Αργά και σταθερά η ΔΕΗ μετατράπηκε από δημόσιο μονοπώλιο σε ζημιογόνα επιχείρηση με ιδιώτες επενδυτές. Δρομολογούνται πλέον ιδιωτικοποιήσεις ακόμη και μονάδων της. Η κυριότερη συνέπεια αυτής της πρακτικής είναι ότι ο μεγαλύτερος παραγωγός και πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας δεν διαθέτει αρκετά αποθέματα ώστε να στραφεί σε επενδύσεις σε ΑΠΕ με τρόπο μεθοδικό και σκεπτικό ουσιαστικής αλλαγής του ενεργειακού μείγματος, αλλαγής εντέλει του υποδείγματος παραγωγής ενέργειας με τρόπο σύγχρονο, είτε αυτό πρόκειται για σύγχρονες, λιγότερο ρυπογόνες λιγνιτικές μονάδες, είτε πρόκειται για την καλύτερη αξιοποίηση της ενσωμάτωσης των ΑΠΕ. 

 

Για έναν άλλο δρόμο στην ενέργεια

Τι σημαίνει, όμως, άλλο υπόδειγμα παραγωγής; Το πρώτο και κυριότερο είναι η αλλαγή κριτηρίου σκέψης. Η ενέργεια πρέπει να θεωρείται κοινωνικό και όχι εμπορικό αγαθό. Κι αυτό είναι διαφοροποίηση ουσίας. Με βάση αυτό το σκεπτικό, η ενέργεια δεν είναι μέσο συσσώρευσης κέρδους, αλλά μέσο ικανοποίησης κοινωνικών αναγκών και η πρόσβαση σε αυτήν μέσο μέτρησης της κοινωνικής προόδου. Φθηνή ενέργεια, με σαφή προσανατολισμό και πραγματικά ριζοσπαστική οικολογική προοπτική. 

Ως προς τα ζητήματα διαχείρισης του δικτύου απαιτούνται:

Πρώτον, όντως ουσιαστικότερη διαχείριση των ΑΠΕ και αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος, με χαρακτήρα δημόσιων επενδύσεων και τρόπο βιώσιμο περιβαλλοντικά. Δηλαδή, όντως πρέπει να αυξηθούν σε έκταση τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά πάρκα, με μεγαλύτερη διασπορά και μικρότερη συγκέντρωση, με τρόπο που δεν θα επηρεάζει ριζικά και καταστροφικά το περιβάλλον και δεν θα αλλοιώνει το τοπίο, ενώ ταυτόχρονα θα εγκαθίσταται σε περιοχές μη αξιοποιήσιμες οικολογικά ή γεωργικά. Σαφώς χρειάζεται και η στροφή και σε άλλες ΑΠΕ, όπως η γεωθερμία, η κυματική ενέργεια και ακόμη περισσότερο η βιομάζα. Οι μονάδες διαχείρισης απορριμμάτων δίνουν πολλαπλές λύσεις. Αρχικά στη διαχείριση απορριμμάτων και την αποσυμφόρηση των ΧΥΤΑ, κατά δεύτερον στο ζήτημα της ανακύκλωσης και κατά τρίτον στο ενεργειακό, ενώ τα παραπροϊόντα τους είναι αξιοποιήσιμα. Κι εκεί, όμως, απαιτούνται δημόσιες επενδύσεις και όχι το αποτυχημένο μοντέλο των ΣΔΙΤ και την υπερχρέωση των δήμων, που μετακυλούν το κόστος στα δημοτικά τέλη. Τέλος, υπάρχει αναξιοποίητο υδάτινο δυναμικό και η αύξηση των ΥΗΣ είναι εφικτή, ενώ η προσθήκη δυνατότητας αποθήκευσης ενέργειας είναι απολύτως απαραίτητη σε συνθήκες αύξησης της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. 

Δεύτερον, ενίσχυση της αυτοπαραγωγής και αυτοκατανάλωσης ενέργειας. Πρακτικά, παραγωγή ενέργειας εκεί που καταναλώνεται, φωτοβολταϊκά στο αστικό περιβάλλον και συνδυασμός ΑΠΕ σε βιομηχανικές μονάδες. Τα οφέλη έχουν αναφερθεί και είναι τεράστιας σημασίας.

Τρίτον, εκσυγχρονισμός των ΑΗΣ εδώ και τώρα. Για να είναι εφικτή η μείωση εκπομπών CO2 και άλλων ρύπων, με τη διατήρηση της δυνατότητας κάλυψης των ενεργειακών αναγκών και έχοντας κατά νου τους κατοίκους των παρακείμενων στους ΑΗΣ περιοχών, ειδικά της Δυτικής Μακεδονίας, χρειάζονται άμεσα επενδύσεις σε νέες μονάδες παραγωγής, με αξιοποίηση όλων των νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων, μονάδες αποθείωσης, φίλτρα δέσμευσης μικροσωματιδίων. 

Τέταρτον, αύξηση του δυναμικού των διασυνδέσεων του δικτύου με τρίτες χώρες. Κάτι τέτοιο συμβάλλει τόσο στην ανταλλαγή του πλεονάσματος ενέργειας όσο και στη διεύρυνση της ευστάθειας του δικτύου. 

Πέμπτον, άμεση μείωση της κατανάλωσης. Είναι μονόδρομος να οριστεί μια αντίρροπη τάση στην υπάρχουσα. Το αγαθό της ενέργειας δεν πρέπει να σπαταλάται, αλλά να υπόκειται ορθολογικής διαχείρισης. Παράλληλα με τη μείωση της αλόγιστης χρήσης, χρειάζεται και αξιοποίηση άλλων πηγών ενέργειας. Για παράδειγμα, είναι εντελώς παράλογη η μη αξιοποίηση του ηλιακού δυναμικού για παραγωγή ζεστού νερού χρήσης, αντί για τους ηλεκτρικούς θερμοσίφωνες, ενώ είναι πράγματι πιο αποτελεσματική και αποδοτική η θέρμανση και το μαγείρεμα με χρήση φυσικού αερίου έναντι του ηλεκτρισμού, καθώς μειώνονται οι απώλειες των μετατροπών ενέργειας. Τελικά, η μείωση των απωλειών ενέργειας περνάει και μέσα από την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων και τον πραγματικά ενεργειακό σχεδιασμό τους, με αξιοποίηση μεθόδων και υλικών φιλικών στο περιβάλλον.

Εν κατακλείδι, μπορεί να ειπωθεί ότι η ενέργεια είναι ίσως ένα από τα εμφανέστερα πεδία σύγκρουσης δύο ριζικά αντίθετων αντιλήψεων για την πραγματικότητα: Μία που επιθυμεί να διατηρήσει σαν κακόγουστο αστείο το status quo, και μια άλλη που λέει ότι για να ζήσουμε, πρέπει να ζήσουμε όλοι μαζί. Και το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης είναι πασιφανές ότι θα κρίνει όχι απλώς μια κενή περιεχομένου ιδεολογική υπεροχή, αλλά το μέλλον του πλανήτη και της ανθρωπότητας ολόκληρης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.