Προσωρινή απασχόληση, «συμβάσεις ορισμένου χρόνου», συνεχείς εναλλαγές εργασιακού βίου και ανεργίας, μειωμένες αποδοχές, «εργασία με το μπλοκάκι», «εφεδρεία», αβεβαιότητα, εντατικοποίηση και ελαστικοποίηση της εργασίας κ.λπ. Όπως είχε επισημάνει ο Μπουρντιέ (ήδη από το 1997): «Είναι πλέον εμφανές ότι η επισφάλεια επικρατεί σήμερα παντού».
Ας δούμε σχηματικά τι σημαίνει επισφάλεια στην Ελλάδα σήμερα: υπάρχει και τείνει να γενικευτεί στον ιδιωτικό τομέα (με την ημιαπασχόληση, τη μερική απασχόληση, τα μεταβαλλόμενα ωράρια, τις εναλλαγές εργασίας-ανεργίας κ.λπ). Υπάρχει στον πολυπλόκαμο τομέα της «εργασίας με το μπλοκάκι», όπου ο εργαζόμενος αδυνατεί να κάνει οποιοδήποτε σχεδιασμό για το μέλλον, κινείται μονίμως μεταξύ ανεργίας και εργασίας, πληρώνει τις ασφαλιστικές εισφορές, ακόμη κι αν πρακτικά είναι άνεργος, και ασφαλώς αντιλαμβάνεται ότι γι’ αυτόν χτυπάει η καμπάνα κάθε φορά που γίνεται λόγος για «διεύρυνση της φορολογικής βάσης» («ελεύθερος επαγγελματίας», γαρ…). Και βέβαια, υπάρχει στον δημόσιο τομέα, όχι μόνο με την περίφημη «εφεδρεία», αλλά και με όλες τις τακτικές που για χρόνια ευδοκιμούσαν σε αυτόν (μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το δημόσιο ήταν πρωταγωνιστής στην προώθηση της «εργασίας με το μπλοκάκι»). Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: η επισφάλεια επικρατεί όντως παντού. Είναι η κυρίαρχη τάση στις αλλαγές που προωθούνται στους εργασιακούς χώρους. Η πραγματικότητα είναι ότι ακόμη κι όταν δεν είχε γενικευτεί σε τέτοιο βαθμό, ήταν επίσης κυρίαρχη τάση? εξάλλου, η κυρίαρχη τάση δεν είναι αναγκαστικά και η πιο εκτεταμένη, αλλά εκείνη που ορίζει την κύρια κατεύθυνση και καταφέρνει να χρωματίζει ακόμη και τις αντίθετες τάσεις ή να τις οδηγεί σε αντίστοιχες αναπροσαρμογές.
Επισφάλεια και εφεδρικός στρατός εργασίας
Η επισφάλεια, όμως, δεν έπεσε από τον ουρανό. Δεν είναι μια φαεινή ιδέα που ξαφνικά κυρίευσε τους κυβερνώντες και τις επιχειρήσεις. Ως τάση είναι σύμφυτη στον καπιταλισμό. Μετά τον Μπουρντιέ (στον οποίο θα επανέλθουμε, για να ερευνήσουμε τις συνέπειες της επισφάλειας), μπορούμε να αναφερθούμε στον Μαρξ. Ασφαλώς, ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να έχει αναλύσει την επισφάλεια όπως υπάρχει σήμερα. Από την άλλη, όμως, είχε αναλύσει στο κεφάλαιο 23 του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου το «γενικό νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης», και είχε αναφερθεί στην «προοδευτική παραγωγή ενός σχετικού υπερπληθυσμού ή βιομηχανικού εφεδρικού στρατού». Τι σημαίνει ο όρος «σχετικός υπερπληθυσμός»; Ότι ένα μέρος του πληθυσμού είναι, συγκυριακά τουλάχιστον, περιττό για τις κεφαλαιακές ανάγκες: «Η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση παράγει διαρκώς, και μάλιστα σε σχέση με την ένταση και την έκτασή της, ένα σχετικό, δηλαδή για τις μέσες ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου, περίσσιο, επομένως περιττό ή πρόσθετο εργατικό πληθυσμό» (τόμος Ι, σ. 653 της ελληνικής έκδοσης). Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο σχετικός υπερπληθυσμός είναι εμπόδιο για την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση, αφού αντιθέτως συντείνει στην υπερεκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης και «γίνεται με τη σειρά του μοχλός της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης ή κι ακόμα ύπαρξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» (σ. 655).
Από την άλλη, ο Μαρξ τόνιζε ότι αυτός ο σχετικός υπερπληθυσμός δεν είναι ομοιογενής. Και διέκρινε τρεις βασικές μορφές: μια ρευστή, μια λανθάνουσα και μια στάσιμη. Ας δούμε πως περιγράφει τη ρευστή μορφή του εφεδρικού στρατού εργασίας: «Στα κέντρα της σύγχρονης βιομηχανίας […] οι εργάτες πότε απωθούνται και πότε πάλι προσελκύονται σε μεγαλύτερο αριθμό, έτσι που γενικά ο αριθμός των εργαζομένων αυξάνει, αν και σε διαρκώς φθίνουσα αναλογία, σε σύγκριση με την κλίμακα της παραγωγής. Ο υπερπληθυσμός υπάρχει εδώ σε ρευστή μορφή» (σ. 664). Σε τι ακριβώς αναφέρεται ο Μαρξ εδώ; Στην ύπαρξη ενός πληθυσμού (θα φανεί στη συνέχεια γιατί χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο) που άλλοτε έχει εργασία και άλλοτε πετιέται στην ανεργία, ανάλογα με τις ανάγκες της οικονομίας. Πρόκειται, επομένως, για έναν πληθυσμό που βρίσκεται μεταξύ εργασίας και ανεργίας, χωρίς να είναι σαφές αν πρόκειται για εργαζομένους ή για ανέργους. Είναι προφανές ότι από τη ρευστή μορφή ύπαρξης του εφεδρικού στρατού εργασίας που περιγράφει ο Μαρξ, μέχρι τη σημερινή τάση γενίκευσης της επισφάλειας υπάρχουν πολλά βήματα να γίνουν. Αλλά αυτό που καταδεικνύει η ανάλυση του Μαρξ είναι ότι η επισφάλεια συνιστά στην πραγματικότητα μια μορφή ύπαρξης του εφεδρικού στρατού εργασίας ή, καλύτερα, μια πολιτική διαχείρισης (και συγκάλυψης) της ανεργίας. Η κρίσιμη διαφορά (ή μάλλον η καίρια εξέλιξη) έγκειται στο εξής: ο Μαρξ αναφέρεται σε μια εγγενή τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η οποία λειτουργεί αυθόρμητα με βάση τις ανάγκες των επιχειρήσεων και λίγο-πολύ ανεξαρτήτως συγκυριών. Η επισφάλεια, όμως, συνιστά σχεδιασμένη κρατική πολιτική σε μια καθορισμένη συγκυρία (με αυτήν την έννοια, είναι όντως απόρροια «πολιτικής βούλησης», όπως έλεγε ο Μπουρντιέ). Ασφαλώς και αφορά τις επιμέρους επιχειρήσεις, αλλά πλέον προωθείται από το κράτος σε καθολική κλίμακα, ώστε ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού να περνά κάθε τόσο από την εργασία στην ανεργία και αντίστροφα.
Δεν θα ήταν υπερβολή, συνεπώς, να πούμε ότι η κατηγορία των επισφαλώς εργαζομένων βρίσκεται πιο κοντά στην ανεργία παρά στην εργασία, ότι αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή ύπαρξης του εφεδρικού στρατού εργασίας. Διότι η επισφαλής εργασία (και ζωή) συνιστά μια πολιτική διαχείρισης της ανεργίας, μια πολιτική μοιράσματος της ανεργίας. Εδώ υπάρχει μια δεύτερη διαφοροποίηση (ή εξέλιξη) σε σχέση με την ανάλυση του Μαρξ: δεν αρκεί να μιλάμε απλώς για έναν πληθυσμό που περνά κάθε τόσο από την ανεργία στην εργασία και αντιστρόφως, αλλά, κατά βάση, για έναν πληθυσμό που μοιράζει την ίδια του την καθημερινότητα ανάμεσα σε εργασία και ανεργία. Η επισφάλεια έχει γίνει καθημερινότητα και από την άλλη η καθημερινότητα χρωματίζεται από την επισφάλεια. Δεν υπάρχουν μόνο επισφαλώς εργαζόμενοι που δεν ξέρουν αν θα έχουν εργασία τους επόμενους μήνες, αλλά και επισφαλώς εργαζόμενοι που δεν ξέρουν ποια στιγμή ακριβώς κατά τη διάρκεια της ημέρας θα τους ζητηθεί να παρουσιαστούν στην εργασία τους. Με άλλα λόγια, υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα επισφάλειας με διακυμάνσεις και διαφορές. Και όλη αυτή η κατάσταση συντείνει ασφαλώς στη μείωση των αμοιβών αφενός και στην εντατικοποίηση των εργασιακών ρυθμών αφετέρου.
Επισφάλεια και φτώχεια
Μιλήσαμε για πληθυσμό. Χρησιμοποιούμε, έτσι, έναν σκοπίμως γενικό όρο, που όμως μας επιτρέπει να αφήσουμε ανοιχτή την κατεύθυνση της έρευνας. Διόλου τυχαία, με αυτόν τον όρο είχε αναφερθεί και ο Φουκώ στην επισφάλεια, όταν την περιέγραφε με μοναδική οξύνοια από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ήδη. Αν με τον Μαρξ μπορούμε να αντιληφθούμε τη σχέση της επισφάλειας με την ανεργία, με τον Φουκώ είμαστε σε θέση να εντάξουμε την επισφάλεια στη σύγχρονη ιστορία της φτώχειας (πρόκειται, εξάλλου, για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος).
Πράγματι, ο Φουκώ είχε επιχειρήσει (στα μαθήματα που είχε παραδώσει στο «Κολλέγιο της Γαλλίας» το 1978-79) να περιγράψει την ιστορία της φτώχειας και είχε διακρίνει τρεις φάσεις στην εξέλιξή της, δηλαδή στην αντιμετώπισή της από το κράτος. Σε μια πρώτη φάση, το κράτος επιδιώκει να διαχωρίσει τους καλούς από τους κακούς φτωχούς, θεωρώντας ότι καλοί είναι οι φτωχοί που βρίσκονται παρά τη θέλησή τους εκτός εργασίας και κακοί οι φτωχοί που έχουν επιλέξει να μην εργάζονται. Όπως είναι αναμενόμενο, σε εκείνη τη φάση, το κράτος επιδιώκει να βοηθήσει τους καλούς φτωχούς. Σε μια δεύτερη ιστορική περίοδο, κατά την οποία κυρίως δημιουργούνται οι θεσμοί κοινωνικής ασφάλισης, το κράτος παύει να διαχωρίζει τους φτωχούς σε καλούς και κακούς και ορίζει ένα κατώφλι φτώχειας, προκειμένου να βοηθά όσους ορίζονται με βάση αυτά τα κριτήρια ως φτωχοί. Η βοήθεια που πρέπει να παρέχεται στους φτωχούς, επισημαίνει ο Φουκώ, πρέπει να είναι τέτοια ώστε αφενός να επιβιώνουν και αφετέρου να προτιμούν μια θέση εργασίας αν τους δοθεί η ευκαιρία. Ζητούμενο είναι, ασφαλώς, να εξασφαλιστούν συνθήκες απρόσκοπτης λειτουργίας του οικονομικού και παραγωγικού μηχανισμού. Σύμφωνα με τον Φουκώ όμως, υπάρχει και μια τρίτη φάση στην αντιμετώπιση της φτώχειας, όταν συγκροτείται πλέον ένας «κυμαινόμενος πληθυσμός», ο οποίος βρίσκεται σε «διαρκή κινητικότητα» μεταξύ των θεσμών πρόνοιας και ασφάλισης και διαφόρων θέσεων εργασίας που πιθανόν να του προσφέρονται, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες της οικονομίας. Και μάλιστα, ο Φουκώ χαρακτηρίζει αυτόν τον κυμαινόμενο πληθυσμό ως «μόνιμη εφεδρεία εργατικού δυναμικού» που μπορεί να κινείται μεταξύ των θεσμών πρόνοιας (και άρα της ανεργίας) και της εργασιακής απασχόλησης. Είναι φανερό ότι η τάση που είχε διακρίνει ο Φουκώ, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, τείνει πλέον να καταστεί κανόνας και έχει όνομα: επισφάλεια.
Πρεκαριάτο;
Έχει γίνει σαφές ότι η επισφάλεια δεν αφορά ούτε μόνο μια συγκεκριμένη κοινωνική ή επαγγελματική κατηγορία ούτε μια συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία. Ασφαλώς, η νεανική και η γυναικεία εργασία ήταν το μεγάλο της φυτώριο (ή μάλλον πειραματόζωο), αλλά δεν μπορεί να περιορίζεται εκεί. Από αυτήν την άποψη, οι αναλύσεις που αναφέρονται σε ένα «πρεκαριάτο» αδυνατούν να αντιληφθούν όχι μόνο το εύρος της επισφάλειας αλλά και τις αντιφάσεις που συναντά (ή μπορεί να συναντήσει) στο πέρασμά της. Καθένας, βέβαια, έχει δικαίωμα να αναζητά το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο (για να πούμε την αλήθεια, υπάρχουν και κάποιοι που επιδίδονται αποκλειστικά σε αυτό το σπορ…). Είναι, όμως, γεγονός ότι οι αναφορές στο πρεκαριάτο περισσότερο συσκοτίζουν την ουσία της επισφάλειας, παρά τη φωτίζουν. Θα προτιμήσουμε, λοιπόν, να αναφερόμαστε σε επισφαλώς εργαζόμενους, προσπαθώντας να δούμε τι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Διότι ένα από τα χαρακτηριστικά της επισφάλειας, όπως είχε επισημάνει ο Μπουρντιέ, είναι ότι οι επιπτώσεις της απλώνονται εντέλει σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και δεν αφορούν μόνο εκείνους που την υφίστανται. Ασφαλώς βέβαια, οι συνέπειές της αφορούν πρώτα όσους εργάζονται (ή δεν εργάζονται) σε τέτοιες συνθήκες, αφού αδυνατούν να έχουν ένα, στοιχειώδη έστω, προγραμματισμό για το μέλλον τους, κυριεύονται από αβεβαιότητα (που τους αποκόβει από τον κοινωνικό τους περίγυρο) και εντέλει ωθούνται σε αναδίπλωση στον εαυτό τους (στο πλαίσιο ενός «αγώνα όλων εναντίον όλων», όπως έλεγε ο Μπουρντιέ). Η επισφάλεια, πάντα κατά τον Μπουρντιέ, «δεν ξεχνιέται ποτέ, είναι παρούσα, κάθε στιγμή, μέσα στο μυαλό όλων […]. Στοιχειώνει τις συνειδήσεις και τα ασυνείδητα. […] Συμβάλλει ώστε να δημιουργείται στον κάθε εργαζόμενο το αίσθημα ότι δεν έχει τίποτε το αναντικατάστατο και ότι η εργασία του, η απασχόλησή του, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο προνόμιο και μάλιστα ένα προνόμιο εύθραυστο και επαπειλούμενο» (Pierre Bourdieu, Αντεπίθεση πυρών, εκδόσεις Πατάκη, σ. 112-113). Με αυτήν ακριβώς την έννοια, τα αποτελέσματα της επισφάλειας φτάνουν πολύ πιο πέρα από τα τυπικά όριά της και απλώνονται σε ολόκληρο το εργατικό δυναμικό.
Ας ανοίξουμε μια παρένθεση που θα μας βοηθήσει να διερευνήσουμε τις συνέπειες της επισφάλειας. Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο οι κοινωνικές κατηγορίες που παραπέμπουν σε «αρνητικές ταυτότητες», σε ομάδες δηλαδή που προσδιορίζονται με βάση αυτό που δεν έχουν, όπως οι «χωρίς χαρτιά», οι «χωρίς μόνιμη κατοικία» κ.λπ. Στις περιπτώσεις αυτές η απουσία ενός στοιχείου είναι τόσο καθοριστική που επισκιάζει οτιδήποτε άλλο. Είναι, τότε, κανείς αυτό που δεν έχει. Με βάση αυτήν την έλλειψη αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και με βάση αυτή την έλλειψη τον αντιλαμβάνονται και οι υπόλοιποι. Θα μπορούσαμε, άραγε, να μιλήσουμε αντιστοίχως για την επισφάλεια, αναφερόμενοι, λόγου χάρη, στους «χωρίς μόνιμη εργασία»; Φαίνεται ότι θα ήταν ακριβέστερο να μετατοπιστούμε από το «χωρίς» στο «σχεδόν». Πράγματι, οι επισφαλώς εργαζόμενοι μπορούν εντέλει να περιγραφούν πολύ καλά με βάση το «σχεδόν». Είναι σχεδόν εργαζόμενοι, αλλά όχι πλήρως εργαζόμενοι. Είναι, επίσης, σχεδόν άνεργοι, είτε εργάζονται είτε όχι. Αυτό το «σχεδόν» κυριεύει την καθημερινότητά τους, μια καθημερινότητα που δεσπόζει η αβεβαιότητα. Τι επιδιώκουν όμως, όπως είναι λογικό, οι προσωρινά ή επισφαλώς εργαζόμενοι; Να ενταχθούν πραγματικά στον κόσμο στης εργασίας, να αποκτήσουν (ή να αποκτήσουν πάλι) το δικαίωμα να κάνουν σχέδια για το μέλλον τους. Αυτό όμως, πέραν του μόνιμου άγχους που επιφέρει, έχει ως αποτέλεσμα οι επισφαλώς εργαζόμενοι να διέπονται από μια αμφιθυμία σε σχέση με την κατάστασή τους: θέλουν να εργαστούν, θέλουν να πάψουν να είναι σχεδόν εργαζόμενοι, και αυτό δεν τους επιτρέπει να στρέψουν την οργή τους στην κατάσταση που τους έχει οδηγήσει σε αυτό το σημείο. Αισθάνονται ότι αν στρέψουν την οργή τους σε αυτό που την τροφοδοτεί θα πάψουν να είναι σχεδόν εργαζόμενοι (και σχεδόν άνεργοι) και θα ενταχθούν σε μια άλλη κατηγορία που επίσης περιέγραφε ο Μαρξ όταν μιλούσε για ένα μονίμως περιθωριοποιημένο κομμάτι του πληθυσμού (και η οποία επίσης ολοένα και αυξάνεται τα τελευταία χρόνια).
Με όρους αποκλεισμού και ένταξης, οι επισφαλώς εργαζόμενοι δεν είναι ούτε ακριβώς ενταγμένοι ούτε ακριβώς αποκλεισμένοι. Είναι ταυτοχρόνως ενταγμένοι και αποκλεισμένοι. Ή μάλλον, είναι ταυτοχρόνως εγκλωβισμένοι και αποκλεισμένοι: θέλουν να ενταχθούν σε αυτό που διαρκώς τους αποκλείει και όταν το καταφέρνουν θέλουν να διατηρήσουν αυτή τη θέση που εξασφάλισαν πρόσκαιρα. Πρέπει να είναι διαρκώς έτοιμοι για να αρπάξουν την οποιαδήποτε ευκαιρία από τα μαλλιά. Βιώνουν μια διαρκή αβεβαιότητα και αναζήτηση ενός καλύτερου παρόντος. Και καθώς προσκολλώνται σε αυτό που τους αποκλείει, δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να αντιδράσουν με συλλογικούς όρους, προκειμένου να αντιπαλέψουν την επισφάλεια (διότι η επισφάλεια σπέρνει πάντα τον ατομικισμό).
Εξάλλου, όπως επίσης έλεγε ο Μπουρντιέ, η επισφάλεια καθιστά το μέλλον αβέβαιο και «απαγορεύει κάθε ορθολογική προεξόφληση, και ειδικά αυτό το ελάχιστο πίστης και ελπίδας στο μέλλον που πρέπει να έχει κανείς για να εξεγείρεται, κυρίως συλλογικά, ενάντια στο παρόν, ειδικά όταν αυτό είναι το πλέον ανυπόφορο» (σ. 112). Θεωρητικά ζητήματα; Όχι ακριβώς. Διότι καταδεικνύουν τα εμπόδια που συναντούν οι επισφαλώς εργαζόμενοι όταν θέλουν να αντισταθούν στο νέο εργασιακό τοπίο. Πάλι κατά τον Μπουρντιέ: «Ο ανταγωνισμός για την εργασία διπλασιάζεται από έναν ανταγωνισμό εντός της εργασίας, που είναι επίσης μια μορφή ανταγωνισμού για την εργασία, η οποία πρέπει να διαφυλαχθεί, μερικές φορές με οποιοδήποτε τίμημα, ενάντια στην απειλή της απόλυσης. […] Όσοι κακίζουν τον κυνισμό που χαρακτηρίζει, κατά την άποψή τους, τους άντρες και τις γυναίκες της εποχής μας, δεν θα έπρεπε να παραλείπουν να τον αποδίδουν στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που τον ευνοούν ή τον απαιτούν και τον ανταμείβουν» (σ. 115).
Αντίσταση στην επισφάλεια
Μη βιαστούμε λοιπόν να μιλήσουμε ούτε για ένα νέο (και επιτέλους πραγματικό) επαναστατικό υποκείμενο που θα σαρώσει τον καπιταλισμό στο διάβα του, ούτε για αλλοτριωμένους ή απογοητευμένους (σχεδόν…) εργαζόμενους με τους οποίους δεν αξίζει να ασχολείται κανείς. Η επισφάλεια δεν είναι ανίκητη. Επίσης, η εναντίωση σε αυτήν δεν παραπέμπει σε κάποιου είδους εκ των έξω «politics of care». Ισχύει και για τους σχεδόν εργαζόμενους αυτό που ισχύει για τους εργαζόμενους εν γένει: η χειραφέτησή τους δεν μπορεί παρά να είναι έργο δικό τους. Αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει να αναγνωριστούν όλα τα διακυβεύματα της επισφάλειας, όλα τα εμπόδια που θέτει στο δρόμο για την χειραφέτηση και τα οποία είναι συγχρόνως οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Έτοιμοι δρόμοι να τους διανύσει κανείς δεν υπάρχουν. Αλλά, αφενός έχει σημασία να τεθεί ένα ερώτημα (ποιες πολιτικές κατά της επισφάλειας;) και αφετέρου έχει σημασία να αναζητηθούν στο επίπεδο της ίδιας της πραγματικότητας οι αντιστάσεις που δεν μπορούν να μην παράγονται καθημερινά και σε όλους τους εργασιακούς χώρους. Διότι τέτοιες αντιστάσεις δεν περιμένουν κανενός είδους θεωρητική επεξεργασία για να εμφανιστούν. Γεννιούνται στο έδαφος της ίδιας της επισφάλειας, αποδεικνύοντας ότι το εργασιακό τοπίο είναι ούτως ή άλλως τόπος ταξικής αντιπαράθεσης. Αλλά για να γίνει αυτό με επιτυχημένους όρους (για όσους υφίστανται την επισφάλεια), απαιτείται, εκτός των άλλων, να υπάρχει και «πολιτική φαντασία» (όπως θα έλεγε και ο Φουκώ) και αναζήτηση νέων οργανωτικών μορφών συλλογικής αντίστασης (τόσο σε πολιτικό όσο και σε συνδικαλιστικό επίπεδο). Ίσως, έτσι, κατορθωθεί τελικώς να επιστραφεί η επισφάλεια στους εμπνευστές της.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ