Τα «κίτρινα γιλέκα» είναι η απόδειξη ότι οι δυναμικές της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης είναι ενεργές και μπορούν να παράγουν μεγάλης κλίμακας κινητοποιήσεις και οριακά εξεγερσιακές ακολουθίες που φέρνουν σε πραγματικά δύσκολη θέση τις κυρίαρχες τάξεις και το πολιτικό προσωπικό τους.
Η αφετηρία τέτοιων κινημάτων βρίσκεται στον εκρηκτικό συνδυασμό ανάμεσα στις πολιτικές λιτότητας, τον διαρκή περιορισμό αυτού που ονομάστηκε «κοινωνικό κράτος», την αυξανόμενη επισφάλεια, που δεν αποτελεί πλέον απλώς μια επιδείνωση του εργασιακού συμβολαίου αλλά μια βαθύτερη υπαρξιακή συνθήκη των όρων αναπαραγωγής της ζωντανής εργασίας, αλλά και μια ολοένα και εντεινόμενη αίσθηση απόστασης ανάμεσα στις οικονομικές και κοινωνικές ελίτ, που δεν περιορίζεται απλώς στο ότι οι σύγχρονες κοινωνίες είναι πιο άνισες παρά ποτέ, αλλά και στην αίσθηση ότι οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι περισσότερο παρά ποτέ θωρακισμένες. Ειδικά στο ευρωπαϊκό επίπεδο αυτό επιτείνεται και από την παράλληλη υπονόμευση κάθε έννοιας λαϊκής κυριαρχίας από την ίδια τη διαδικασία της ολοκλήρωσης και την επέκταση της επιτήρησης στο σύνολο των κρατών-μελών.
Στη γαλλική περίπτωση είχαμε μια ακολουθία από επιθετικές κινήσεις από τη μεριά και της κυβέρνησης Ολλάντ και μετά της κυβέρνησης Μακρόν, με σημαντικές ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις και την ασφάλιση. Φαινομενικά, τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν σε μια ακολουθία ηττών των εργατικών λαϊκών δυνάμεων. Αυτό έγινε ιδιαίτερα έντονο στην περίοδο του Μακρόν, που είχε και την αντίληψη ότι το βασικό είναι να περάσει πολύ γρήγορα έναν μεγάλο αριθμό μέτρων, ώστε να μπορέσει μετά να χειριστεί τις αντιδράσεις. Η τακτική αυτή φάνηκε να λειτουργεί, μια που ένας ολόκληρος κύκλος αντιστάσεων να φέρνει αποτελέσματα, μέχρις ότου ήρθε η ώρα του περιβαλλοντικού φόρου για τα καύσιμα.
Η φορολογία έχει αποκτήσει ιδιαίτερη φόρτιση. Σε μια αντιστροφή των ιστορικών αιτημάτων για προοδευτική φορολογία, που στην Ευρώπη εν μέρει είχε γενικευτεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και που κυρίως έπλητταν τα ανώτερα ατομικά εισοδήματα, η γενικότερη τάση τώρα είναι η μείωση της φορολογία των επιχειρήσεων και των υψηλών εισοδημάτων, υποτίθεται με την ψευδαίσθηση ότι αυτό θα απελευθερώσει κεφάλαια για επενδύσεις, την ίδια ώρα που οι εργαζόμενες τάξεις αντιμετωπίζουν ένα ολοένα και αυξανόμενο φορολογικό βάρος που παίρνει ποικίλες μορφές. Στη Γαλλία αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο, με το συνδυασμό ανάμεσα στην αύξηση φόρων και εισφορών για μισθωτούς και συνταξιούχους, την ώρα που καταργούνται ο φόρος μεγάλης περιουσίας και διατηρούνται εξαιρετικά υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής των επιχειρήσεων.
Υπογραμμίζουμε αυτό το σημείο, μια που παραδοσιακά τα κινήματα που σχετίζονται με τη φορολογία είναι κινήματα έντονα μικροαστικά και συχνά αντιδραστικά, όμως σήμερα, απέναντι σε πολιτικές αναδιανομής υπέρ του κεφαλαίου, το ζήτημα της φορολογίας μπορεί να αποτελέσει καταλύτη.
Πολλά ειπώθηκαν για τον «μικροαστικό» χαρακτήρα του κινήματος. Αυτό προέκυψε αρχικά από την εύκολη συσχέτιση ανάμεσα σε συχνή χρήση του αυτοκινήτου και μικροαστικές κοινωνικές εντάξεις. Στην πραγματικότητα, ο κορμός του κινήματος είναι μισθωτά και εργατικά στρώματα, όπως αποτυπώθηκε και σε όποιες έρευνες έγιναν για την κοινωνική σύνθεση αυτών που κινητοποιούνται. Άλλωστε, οι πρώτοι που κινητοποιήθηκαν ήταν ακριβώς άνθρωποι που ζούσαν στην επαρχία, όπου το κόστος ζωής είναι πολύ μικρότερο από τις μεγάλες πόλεις για να μπορούν να τα βγάλουν πέρα π.χ. με έναν σχετικά χαμηλό μισθό, ακόμη κι αν η ζωή στην επαρχία μπορεί να σημαίνει συχνή χρήση του αυτοκινήτου. Και ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με αυξημένα διόδια, αύξηση των τιμών των καυσίμων και κάμερες να κόβουν αθρόα πρόστιμα καθώς μειώθηκαν τα όρια ταχύτητας.
Όμως αυτό φάνηκε ότι ήταν μόνο η αρχή και ότι στην πραγματικότητα συγκεφαλαιώνονταν όλα τα προβλήματα και οι διαμαρτυρίες των τελευταίων ετών. Αναδεικνυόταν ένα έτοιμα κοινωνικής δικαιοσύνης, δημοκρατίας και συμμετοχής, ανάλογο με αυτό που έχουμε δει σε μια σειρά κινήματα από το 2011 και μετά.
Και βέβαια δεν θα πρέπει να μας διαφύγει και ο ίδιος ο συμβολισμός του «κίτρινου γιλέκου», που όπως παρατήρησε και ο Félix Boggio Ewanjé-Epée, είναι το απόλυτο «κενό σημαίνον» (είναι απλώς κάτι που όλες/οι οι οδηγοί πρέπει πάντα να έχουν στο αυτοκίνητό τους) και γι’ αυτόν τον λόγο είναι και εκείνο που μπορεί πιο εύκολα να ανασημασιοδοτηθεί αλλά και να αποτελέσει το σημείο αναφοράς, το αίτημα ενότητας, όχι μόνο με την έννοια της απόρριψης των παραδοσιακών κοινωνικών ή πολιτικών ταυτοτήτων, αλλά και με την έννοια της εκ νέου διεκδίκησης μιας ενότητας που πατάει ακριβώς πάνω στην κοινή πραγματικότητα της εκμετάλλευσης, της αδικίας, της αδυναμίας πρόσβασης σε βασικά αγαθά.
Δεν είναι τυχαίο ότι πλέον στη δημόσια σφαίρα της Γαλλίας επανέρχεται η θεματική του «κοινωνικού ζητήματος» και των τάξεων. Αυτή η εκ νέου αναμέτρηση με το γεγονός ότι οι κοινωνίες στις οποίες ζούμε είναι κοινωνίες πρώτα και κύρια ταξικές και ότι υπάρχει αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που εξαρτώνται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από την ανάγκη να πουλήσουν την εργασιακή τους δύναμη για να επιβιώσουν και όσους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εξαρτούν την ύπαρξη και αναπαραγωγή τους από το ίδιο το γεγονός της εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας.
Εάν κάτσει κανείς να ακούσει και αποσπάσματα ακόμη από το πλήθος των συνεντεύξεων που ήδη είναι διαθέσιμες από ανθρώπους του κινήματος, θα εντυπωσιαστεί από μια βαθιά ταξική αίσθηση που αποπνέουν, από μια επίγνωση των όρων που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση και από μια βαθύτερη απόρριψη του πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού.
Την ίδια στιγμή, το κίνημα επιδεικνύει ορισμένα χαρακτηριστικά που αποπνέουν πρωτοτυπία. Για παράδειγμα, είναι εντυπωσιακό το πώς είδαν τη σύγκρουση. Δεν ήταν η κλασική και στοχευμένη σύγκρουση που στη Γαλλία είχε έρθει ξανά στην επιφάνεια από τις πρακτικές τύπου black bloc που είχαν καταγραφεί στις πρόσφατες κινητοποιήσεις. Ήταν κυρίως η διεκδίκηση του δρόμου και μάλιστα πηγαίνοντας εκεί όπου είναι τα κέντρα εξουσίας. Γι’ αυτό ανακάλυψαν ξανά το οδόφραγμα, τούτη την ιστορική μορφή και πρακτική αντιπαράθεσης με την εξουσία και γι’ αυτό επέδειξαν τέτοια αντοχή απέναντι στην καταστολή, συχνά γιατί ήταν και άνθρωποι που έρχονταν από τη βαριά βιομηχανία και είχαν άλλες αντοχές.
Μια κρίσιμη παρατήρηση: Έχουμε εικόνες κυρίως από το Παρίσι, όμως η καρδιά του κινήματος δεν ήταν κυρίως το Παρίσι, αλλά η επαρχία· και εκεί υπήρξαν εντυπωσιακές κινητοποιήσεις και συχνά μεγάλες συγκρούσεις, ακόμη και σε πόλεις που δεν είχαν ιδιαίτερη παράδοση τέτοιου είδους κινητοποιήσεις, όπως π.χ. η Τουλούζη.
Αντίστοιχα, έχει μεγάλη σημασία η πρακτική του μπλόκου. Δεν είναι απλώς μια συμβολική κίνηση. Αποτυπώνει και μια βαθύτερη επίγνωση της σημασίας που έχουν στον σύγχρονο καπιταλισμό τα μεταφορικά δίκτυα. Οι σύγχρονες πρακτικές logistics και ο τρόπος που διαχέεται η παραγωγή στον χώρο, σε αντίθεση με την παραδοσιακή εικόνα της χωροταξικής διάστασης των παραγωγικών δραστηριοτήτων, σημαίνει ότι τα δίκτυα αυτά είναι ιδιαίτερα κομβικά και αντίστοιχα είναι ευάλωτα σε κινηματικές πρακτικές που μπορούν να καθυστερούν ή και να παρεμποδίζουν τις ροές.
Παράλληλα, στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων βλέπουμε όλα αυτά τα στοιχεία που εντοπίσαμε και σε προηγούμενες κινητοποιήσεις ήδη από το 2011: επιμονή στην οριζόντια διασύνδεση με αξιοποίηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, απουσία κεντρικής ηγεσίας, τοπική διάχυση και έμφαση στην επινοητικότητα.
Και παρότι δεν είναι ένα παραδοσιακό κίνημα στηριγμένο σε μορφές όπως οι συνελεύσεις και τα συντονιστικά, επειδή είναι ένα αυθεντικό κίνημα, απελευθερώνει δυναμικές, απελευθερώνει δημιουργικότητα, παράγει έστω και μοριακά νέους λόγους και νέες εικόνες και νέες πρακτικές.
Ως τέτοιο είναι ένα κίνημα το οποίο, σε αντίθεση με ένα κλασικό «συγκεντροποιημένο» συνδικαλιστικό κίνημα, δεν μπορεί εύκολα να συνομιλήσει με την πολιτική εξουσία, όμως ισχύει και το αντίστροφο: Δεν είναι εύκολο για την πολιτική εξουσία να συνομιλήσει μαζί του, να το χειριστεί, να το χειραγωγήσει.
Και αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί παρόλο που η γαλλική κυβέρνηση έκανε πραγματικές υποχωρήσεις και το κίνημα εκείνο το είδος κατακτήσεων που σε άλλες περιπτώσεις θα οδηγούσε σε αναγγελία νικηφόρας αναστολής των κινητοποιήσεων, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν φάνηκε να έχει κάποιο ουσιώδες αποτέλεσμα κατευνασμού, παρά την προσπάθεια του ίδιου του Μακρόν να δείξει ότι υποχωρεί και παρά το γεγονός ότι ακόμη και οι Βρυξέλλες έκρουσαν διακριτικό προειδοποιητικό καμπανάκι ως προς τα δημοσιονομικά.
Αντιμέτωπη με μια απρόβλεπτη εξέγερση, η γαλλική κυβέρνηση συγκεφαλαιώνει την αμηχανία και την κρίση ηγεμονίας στην Ευρώπη, που αποτυπώνεται και σε μια ιδιότυπη «κρίση ηγεσίας» που σήμερα δείχνει να είναι το όριο της αυταρχικής νεοφιλελεύθερης μεταδημοκρατίας.
Το σύγχρονο αστικό πολιτικό προσωπικό, βγαλμένο μέσα από κλειστά δίκτυα ταξικής αναπαραγωγής (ακόμη κι αν αυτό αφορά, όπως στην περίπτωση της Γαλλίας, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα) και εκπαιδευμένο στις «περιστρεφόμενες πόρτες» ανάμεσα σε επιχειρήσεις και κράτος, ολοένα και περισσότερο αδυνατεί να έχει έστω και επίγνωση του τι συμβαίνει στην ίδια την κοινωνία, την ίδια ώρα που κουβαλάει ένα ιδιότυπο «μίσος για τους φτωχούς», το οποίο δεν το συναντούσαμε στην ίδια κλίμακα στο παρελθόν. Ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν πολιτισμικό, κοινωνικό, καταναλωτικό και αδυνατεί να έχει την παραμικρή εικόνα για το ποια είναι η συνθήκη στα πληβειακά στρώματα. Η βαθιά αντιδημοκρατική λογική του φιλελευθερισμού και του κεφαλαίου, που συγκεφαλαιώνεται στην αντίληψη ότι οι αγορές ξέρουν καλύτερα από τους ανθρώπους, παίρνει τη μορφή της οριακής αδυναμίας να διαμορφώσουν ακόμη και μια συνθήκη «παθητικής επανάστασης» με τις ελάχιστες παραχωρήσεις που απλώς θα αποσυσπείρωναν και θα παθητικοποιούσαν τις λαϊκές μάζες, διαμορφώνοντας έτσι τους όρους μιας διαρκούς κρίσης ηγεμονίας. Αυτό αποτυπώθηκε σε διάφορες στιγμές και στην αντιμετώπιση από τον κυρίαρχο λόγο αλλά και τα ΜΜΕ ως προς το κίνημα των κίτρινων γιλέκων, ειδικά στα πρώτα βήματα αλλά και αργότερα.
Αυτό δίνει και μια ιδιαίτερη δομική διάσταση στην καταστολή που προκύπτει ως μια ιδιότυπη τεχνολογία εξουσίας που προσπαθεί να ακυρώσει κάθε δυνατότητα κινητοποίησης, σε μια ιδιότυπη επαναστρατιωτικοποίηση της αστυνομικής δράσης σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή χρήση προληπτικών συλλήψεων και απαγορεύσεων που δείχνουν ότι η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» ήρθη ακριβώς επειδή οι βασικές πλευρές της είχαν επανενσωματωθεί στην καθημερινή διαχείριση των μαζικών αντιδράσεων και κινητοποιήσεων. Στην πραγματικότητα η καταστολή, ιδίως η εντυπωσιακή προληπτική ακύρωση βασικών ελευθεριών και η επιστροφή μιας ρητορικής της τάξης, έρχεται να υποκαταστήσει την ανάγκη να υπάρξει πραγματική πολιτική απάντηση. Η Γαλλία έχει παράδοση σε αυτό, μια που το κατασταλτικό αυτό οικοδόμημα το έχει ήδη χρησιμοποιήσει και τις γειτονιές των μεταναστών και σε μια σειρά κινήματα το προηγούμενο διάστημα, αλλά τώρα το στρέφει ενάντια σε τμήματα της κοινωνίας που ήταν μέχρι τώρα έξω από το στόχαστρο.
Τι σημαίνει πολιτικά ένα τέτοιο κίνημα; Είναι φανερό ότι, για οποιονδήποτε έχει αναφορά στην αριστερά και την προοπτική της χειραφέτησης, ένα τέτοιο κίνημα θέτει μια μεγάλη πρόκληση: τη «μετάφραση» αυτής της δυναμικής σε πολιτικές πρακτικές, σχέδια, συλλογικές μορφές που να μπορούν να την παγιώσουν και να τη βαθύνουν και ταυτόχρονα να την απελευθερώσουν και να τη μετασχηματίσουν. Γιατί είναι σαφές ότι σε αυτή τους τη μορφή τέτοια κινήματα θα κάνουν τον κύκλο τους, συχνά εκρηκτικό, αλλά δεν θα μετασχηματίζονται σε μια αυτόνομη δυναμική, ενώ θα παραμένει ανοιχτό διακύβευμα ποιοι πολιτικοί χώροι θα ευνοούνται από τις μετατοπίσεις που αντικειμενικά τέτοιες κοινωνικές εκρήξεις επάγουν.
Αυτό πάει πολύ πέρα από την απλή «εκλογική εκπροσώπηση» ακόμη κι αν τέτοια κινήματα έχουν και εκλογικά αποτελέσματα, κύρια ως απαξίωση των παραδοσιακών πολιτικών σχημάτων. Αυτό άλλωστε το είδαμε και την Ελλάδα με την αποσάθρωση των σχέσεων εκπροσώπησης πρωτίστως του ΠΑΣΟΚ αλλά και της Ν.Δ. στις εκλογές του 2012. Ωστόσο, η επικέντρωση στην εκλογική εκπροσώπηση κάνει τέτοιες εκπροσωπήσεις εξ ορισμού επισφαλείς. Άλλωστε, αυτό φάνηκε και στην ελληνική περίπτωση όπου η εκλογική μετατόπιση προς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτέλεσε αποτελεσματική «μετάφραση» της κινηματικής δυναμικής σε πολιτικό μετασχηματισμό.
Αυτό που βλέπουμε σε τέτοια κινήματα είναι ακριβώς το διακύβευμα και η πρόκληση της παραγωγής του «λαού» ξανά ως δυνάμει αντιφατικής ενότητας των υποτελών, ως τη συνάντηση όλων όσων μοιράζονται την ίδια συνθήκη επισφάλειας, ανασφάλειας, εκμετάλλευσης και σχετικής αποστέρησης. Η ανασύνθεση της δυνατότητας μιας ηγεμονίας των υποτελών και ενός νέου «ιστορικού μπλοκ» δεν μπορεί να αποτελέσει απλώς ζήτημα «εκλογικής εκπροσώπησης», αλλά προσπάθειας για ανασύνθεση μορφών που να μπορούν με τρόπο οργανικό να καθιστούν αυτούς τους ανθρώπους, με την αγωνία αλλά και την επινοητικότητα και την κοινωνική ευστροφία τους, συμμέτοχους στην πολιτική διαδικασία, σε μια διαδικασία που θα ξεκινά από την οριζοντιότητα αλλά δεν θα μένει εκεί· θα επιμένει στα σημεία σύγκλισης, στην αποκρυστάλλωση ενός κοινού πλαισίου που να μπορεί να ορίζει το πεδίο της σύγκλισης, και στον πειραματισμό με νέες μορφές συλλογικής εκπροσώπησης.
Το ζήτημα δεν είναι απλώς η ριζοσπαστική αριστερά να παρέμβει, να επηρεάσει ή να καθοδηγήσει, αλλά να τροφοδοτήσει με τη γνώση, την εμπειρία, την κατεύθυνση που διαθέτει και ταυτόχρονα να προσπαθήσει να ανασυνθέσει τις συλλογικές μορφές, ξεκινώντας από το μοριακό επίπεδο των συλλογικών πρακτικών, για να μπορέσει να διαμορφώσει ξανά ένα πεδίο για να ξεδιπλωθεί μια διαλεκτική της ηγεμονίας.
Αυτό δεν σημαίνει απλώς παρουσία ή «διάχυση», αλλά μια νέα ποιότητα εσωτερικότητας και οργανικής σύνδεσης της αριστεράς προς τη συνθήκη, τις πρακτικές, τις αγωνίες των υποτελών τάξεων και άρα της δοκιμασίας και της επινόησης των συλλογικών μορφών που μπορούν να επιτελέσουν αυτή τη συνάντηση με όρους της αναγκαίας διάρκειας. Και αυτό απαιτεί και μια νέα και όχι επίπλαστη λαϊκότητα και εργατικότητα της αριστεράς αλλά και μια νέα οργανική πειθαρχία της στράτευσης και της σκέψης.
Για άλλη μια φορά τίθεται το ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί από το 2011 και μετά: Με ποιον τρόπο μέσα σε τέτοιες μεγάλες κινηματικές εξάρσεις που συνδυάζουν το αίτημα της δικαιοσύνης με το αίτημα της δημοκρατίας, στην πραγματικότητα τα δύο κομβικά «ίχνη του κομμουνισμού» στις διεκδικήσεις των υποτελών, μπορεί να τεθεί το θέμα μιας ιστορικά πρωτότυπης μορφής Ενιαίου Μετώπου ως «Σύγχρονου Ηγεμόνα».
Όχι μόνο ως ενότητας των πολιτικών δυνάμεων, αλλά ως συγκρότηση ενός τόπου συνάντησης ανάμεσα σε πολιτικές πρωτοπορίες, οργανωμένα κινήματα, νέες «φυσικές ηγεσίες», οριζόντια δικτυωμένες πρωτοβουλίες και απλούς ανθρώπους ως μια «συντακτική διαδικασία» που να είναι ταυτόχρονα η πολιτική αποτύπωση του κινήματος και η δυνατότητά του να έχει φωνή, το πεδίο μιας μορφωτικής διαδικασίας (συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να «διαπαιδαγωγηθεί ο παιδαγωγός» για να θυμηθούμε τη φράση από τις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ) και το εργαστήρι επεξεργασίας μιας εναλλακτικής αφήγησης σε ρήξη με το κεφάλαιο, την Ε.Ε. και την αυταρχική μεταδημοκρατία.
Τι θα σήμαινε αυτό; Ίσως μια σειρά αφετηρίες:
(α) Ενεργή στράτευση στο ίδιο το κίνημα, εσωτερική σχέση με αυτό και όχι εξωτερική καθοδήγηση, άμεση εμπλοκή με τις πρακτικές του, γνωριμία με αυτό και μάθηση από αυτό, ακριβώς επειδή τέτοιες δυνάμει εξεγερσιακές ακολουθίες μπορούν να διδάξουν πολλά.
(β) Προσπάθεια για όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένη άρθρωση των διεκδικήσεων στη διασύνδεσή τους με τα συνολικότερα πολιτικά επίδικα κάθε συγκυρίας και τους κόμβους όπου συμπυκνώνεται η κυρίαρχη πολιτική. Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αυτό δεν μπορεί παρά να θέτει και τη διαρκή επιμονή για ανάγκη ρήξης με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
(γ) Εμμονή στη σύγκλιση των κινημάτων και των αγώνων, τη συνάντηση ανάμεσα στα «νέα» κινήματα διαμαρτυρίας, με το κίνημα της νεολαίας, το εργατικό κίνημα, το γυναικείο κίνημα, το αντιρατσιστικό κίνημα. Έμφαση στα κοινά στοιχεία, στις κοινές διεκδικήσεις, στην από κοινού επαναδιεκδίκηση της έννοιας του «λαού». Προσπάθεια να συγκροτούνται μορφές και πρακτικές μιας σύγχρονης μαζικής δημοκρατικής πρακτικής και συλλογικής απόφασης.
(δ) Προσπάθεια οι συγκλίσεις, οι κοινές πρακτικές, τα δίκτυα ενότητας να διαμορφώνουν ενιαίους χώρους και πεδία, χώρους όπου το ζήτημα της από κοινού πολιτικής συγκρότησης να μπορεί να τεθεί, χωρίς το άγχος της συγκυρίας ή της καταγραφής αλλά και με προσπάθεια με έναν τρόπο να βρεθεί το αναγκαίο «βραχυκύκλωμα» ανάμεσα στην κινηματική δυναμική και την πολιτική σκηνή, σε μια πρακτική που πρέπει να συνδυάζει την αγωνία να μη χάνονται οι ευκαιρίες με την υπομονή που απαιτεί η «μοριακή» προσπάθεια για την ανασύνθεση μιας πολιτικής του κομμουνισμού.
* Το άρθρο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της παρουσίασης του γράφοντος στην εκδήλωση με τίτλο «Κίτρινα γιλέκα: Η απρόβλεπτη εξέγερση», η οποία πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 22 Δεκεμβρίου στην Πολιτική-Πολιτιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής στην Αθήνα. Στην εκδήλωση συμμετείχε επίσης και ο Félix Boggio Ewanjé-Epée.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ