Για μια συνάντηση που πρέπει να δέσει, για μια νέα υποκειμενικότητα που πρέπει να αναδυθεί[1]
Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται σήμερα, με την αφορμή της 5ης Συνδιάσκεψης της Αριστερής Ανασύνθεσης στις 18-19-20 Δεκέμβρη. Δεν αποτελεί ωστόσο ένα κείμενο που γράφτηκε για την ίδια τη Συνδιάσκεψη ή τοποθετείται στα ειδικά επίδικα που έχουν ανοίξει στον εσωτερικό διάλογο της οργάνωσης με την αφορμή της. Αντιθέτως, γράφτηκε λίγες μόνο ημέρες μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, σε έναν πολιτικό χρόνο που σήμερα ήδη φαντάζει κάπως μακρινός, ως ομιλία στην εκδήλωση που διοργάνωσαν από κοινού τα έντυπα/ηλεκτρονικά περιοδικά ToPeriodiko, Red Notebook, Εκτός Γραμμής, The Cricket και R Project, την Παρασκευή 2 Οκτωβρίου στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, με τίτλο «Το σύντομο καλοκαίρι του “ΟΧΙ” και η επίμονη ανακατασκευή του “εμείς” της ρήξης». Φέρει, ως εκ τούτου, τα σημάδια της περιόδου εκείνης όσο πιθανώς και των ιδιαίτερων επιδίκων και χαρακτηριστικών εκείνης της συζήτησης. Εξακολουθεί, όμως, να συμπυκνώνει σήμερα βασικές, στρατηγικές, σκέψεις του γράφοντος για την αριστερά, τη νέα ανοιχτή κρίση της που εκδηλώνεται δραματικά από το καλοκαίρι και μετά, και το νέο στρατηγικό πεδίο στο οποίο αυτή εξελίσσεται· για την εξάντληση των υποδειγμάτων αριστερής στρατηγικής που αναδύθηκαν μεταπολιτευτικά, και το «νέο» -την ανάγκη μιας νέας υποκειμενικότητας– που πρέπει να αναδυθεί από τη συνάντηση των θραυσμάτων της, αλλά και σε τομή με αυτά. Ως εκ τούτου, εκτιμούμε ότι τα διακυβεύματα που επιχειρεί να αναδείξει, διατηρούν την επικαιρότητά τους, ανεξάρτητα από τις βραχυπρόθεσμες στροφές της συγκυρίας, τις αποκλίνουσες τακτικές, τους ανταγωνισμούς ή τις ανάγκες των επιμέρους πολιτικών σχηματισμών και συγκροτήσεων και άρα, αφορούν ντε φάκτο τα υλικά πολιτικά επίδικα της σύγχρονης αριστερής, επαναστατικής, στρατηγικής.
1.
Στην αυγή του 16ου αιώνα, σε μια από τις πολλές διπλωματικές αποστολές του, ο Φλωρεντίνος διπλωματικός ακόλουθος Νικκολό Μακιαβέλλι θα βρεθεί δίπλα στον Καίσαρα Βοργία, τον «παράνομο» γιο του Ροδρίγο Βοργία, η δυναστεία του οποίου θα μεσουρανήσει από το 1492 –οπότε ο ίδιος θα ανέβει στον παπικό θρόνο ως Πάπας Αλέξανδρος Στ΄– έως το 1503, στον χώρο που αργότερα θα αποτελέσει την ιταλική επικράτεια. Η θητεία του Μακιαβέλλι δίπλα στον Καίσαρα Βοργία θα σηματοδοτήσει για τον Φλωρεντίνο φιλόσοφο μια τεράστια πολιτικοθεωρητική εμπειρία. Ο Καίσαρας Βοργίας, ξεκινώντας από ένα μικρό κομμάτι γης που του παραχώρησε ο πατέρας του περίπου για να τον ξεφορτωθεί, και καθοδηγούμενος από την ιδέα της ενοποίησης των διάσπαρτων ιταλικών πόλεων κάτω από μια ενιαία ηγεμονία που θα τερματίσει τον ανταγωνισμό των επιμέρους ηγεμονιών και θα αποκρούσει την ξένη κατάκτηση, φτάνει, λίγο πριν η τύχη του εξαντληθεί και ο ίδιος καταβληθεί από την ασθένειά του, να κατακτήσει ένα σημαντικό μέρος της ιταλικής επικράτειας, ενοποιώντας την κάτω από το κράτος της Ρομάνια.
Ο Μακιαβέλλι, συγκλονισμένος από την πολιτική εμπειρία τής παρ’ ολίγον επιτυχημένης απόπειρας να δημιουργηθεί περίπου από το μηδέν μια νέα ηγεμονία υπό έναν νέο ηγεμόνα, και παραγκωνισμένος πλέον, μετά την παλινόρθωση των Μεδίκων, από την πολιτική ζωή της Φλωρεντίας, εξορισμένος σε μια μικρή εξοχική κατοικία, θα γράψει το 1513 τον περίφημο Ηγεμόνα. Πρόκειται για ένα πολιτικοθεωρητικό μανιφέστο, μια πραγματεία για την πολιτική πρακτική, που από τις κυρίαρχες αναγνώσεις έχει λοιδορηθεί ως περίπου η αποθέωση της πολιτικής ανηθικότητας· ως η θεωρητική νομιμοποιητική βάση της θέσης πως, για την επίτευξη ενός σκοπού, ο «κυρίαρχος» οφείλει να μετέλθει κάθε μέσο. Στην πραγματικότητα, ο Ηγεμόνας αποτελεί για τον Μακιαβέλλι μια μοναχική κραυγή, ένα κάλεσμα στους αιώνες· μια (διαρκή) έκκληση για τη δημιουργία μιας ενιαίας πολιτικής κοινότητας στην ιταλική επικράτεια, ενός ενιαίου ιταλικού κράτους, με άλλα λόγια, για τη δημιουργία μιας κοινής πολιτικής υποκειμενικότητας, μιας νέας ιταλικής εθνικής υποκειμενικότητας. Στο λυκαυγές της ανάδυσης των καπιταλιστικών σχέσεων, ο Ηγεμόνας συμπυκνώνει την προσδοκία του Μακιαβέλλι για την ανάγκη ενός ενιαίου ιταλικού κράτους κάτω από την ανάδυση μιας κοινής ιταλικής εθνικής ταυτότητας· την προσπάθεια να στοχαστεί την αναγκαιότητα της ιταλικής εθνογένεσης όχι απλώς πριν αυτή εκκινήσει, αλλά πριν μπορέσει καν να αποτελέσει ένα μακρινό όνειρο, μιας που η ιταλική επικράτεια βούλιαζε κάτω από τους ανταγωνισμούς των επιμέρους κληρονομικών, θρησκευτικών ηγεμονιών.
Από μια άποψη, και φυσικά υπό την προϋπόθεση να συγχωρήσει κανείς τη χοντροκομμένη ιστορική αναλογία, σήμερα είμαστε στο ίδιο σημείο περίπου: η ελληνική αριστερά και δη οι πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της βρίσκονται κατά βάση αντιμέτωπες η μία με την άλλη, ανταγωνιζόμενες για την ηγεμονία σε μια επικράτεια που διαρκώς συρρικνώνεται κατακτούμενη από όσους οι ίδιες αυτές εκδοχές τυπικά θεωρούν πραγματικούς (ταξικούς) ανταγωνιστές τους. Ας αφήσουμε όμως για λίγο αυτή την αναλογία να αιωρείται.
2.
Το 1982, σε ένα μικρό, αρκετά ελεύθερο, σχεδόν λογοτεχνικού ύφους φιλοσοφικό κείμενο, ο Λουί Αλτουσέρ συμπυκνώνει μερικές σκέψεις που φαίνεται ότι τον βασανίζουν από χρόνια. Το βασικό ερώτημά του είναι το πώς δημιουργούνται νέες (σύνθετες) οντότητες, νέες δομές, πώς μπορούμε δηλαδή να μεταβούμε από μια υφιστάμενη κατάσταση ή δομή, που αναπαράγει διαρκώς τις συνθήκες ύπαρξής της, σε μια άλλη. Υπό μια έννοια, ο Αλτουσέρ εδώ στοχάζεται στην επικράτεια μιας άλλου τύπου «κατάστασης εξαίρεσης», στην επικράτεια εκτός της κανονικότητας και της ομαλής αναπαραγωγής της. Στοχάζεται πιθανώς, έστω και εξαιρετικά συγκαλυμμένα, στην επικράτεια της «επανάστασης».
Σημείο αφετηρίας του είναι η μεταφορά του Επίκουρου σχετικά με τα άτομα που πέφτουν παράλληλα στο κενό, και που από από μια μικρή παρέκκλιση ενός από αυτά μπορεί να δημιουργηθούν «συναντήσεις» ανάμεσα τους, να ανατραπεί η «κανονικότητα» της υφιστάμενης κατάστασής τους και να δημιουργηθούν πιθανές συσσωματώσεις, μέχρι και ριζικές τροποποιήσεις αυτής της κατάστασης.
Εκκινώντας από εκεί, ο Αλτουσέρ προτείνει την ιδέα ότι στην ιστορία της φιλοσοφίας υπάρχει ένα «υπόγειο ρεύμα», το υπόγειο ρεύμα ενός υλισμού (ακριβώς) της συνάντησης, που απαντά, έστω και ως υποτελής πλευρά, σε όλη την ιστορία της φιλοσοφίας, στο έργο των μεγαλύτερων φιλοσόφων: από τον Επίκουρο στον Λουκρήτιο και από εκεί στον Μακιαβέλλι και τον Σπινόζα, και επίσης στον Χομπς, τον Λοκ, τον Ρουσσώ, μέχρι τον Χάιντεγκερ, τον Ντερριντά. Και φυσικά, στον Μαρξ· κυρίως στον Μαρξ.
Στη μεταφορά των ατόμων του Επίκουρου, των κατηγορημάτων του Σπινόζα, του συνδυασμού τύχης (fortuna) και ικανότητας (virtu) (του νέου ηγεμόνα) του Μακιαβέλλι, του Es gibt (υπάρχει) του Χάιντεγκερ, έως και τη θεωρία της πρωταρχικής συσσώρευσης του Μαρξ, ο Αλτουσέρ διαβάζει την ενδεχομενική δυνατότητα συνάντησης στοιχείων, με ανεξάρτητη μεταξύ τους ιστορία, δηλαδή στοιχείων των οποίων η ιστορική παραγωγή δεν υπόκειται σε κάποια τελεολογία, νομοτέλεια ή εξελικτικισμό· στοιχείων τα οποία, εφόσον συναντηθούν σε κατάλληλες, πρωτότυπες συνθήκες, μπορούν να δημιουργήσουν νέες δομές, νέες σχέσεις, νέες συνθήκες και προτεραιότητες αναπαραγωγής και να διακόψουν τις προηγούμενες προτεραιότητες και συνθήκες αναπαραγωγής, να διακόψουν την ύπαρξη, το πεδίο, την επικράτεια, τον «τόπο» των προηγούμενων σχέσεων και της αναπαραγωγής τους.
Αν όμως η δημιουργία νέων οντοτήτων, νέων κοινωνικών ή πολιτικών κοινοτήτων, νέων τόπων, προϋποθέτει καταστατικά όχι κάποια απλή, ομαλή μετεξέλιξη μιας προηγούμενης δομής, αλλά τη συνάντηση διαφορετικών, ανεξάρτητων μεταξύ τους στοιχείων, οποιαδήποτε –ή κάθε τέτοια– συνάντηση δεν εξασφαλίζει από μόνη της αυτή τη δημιουργία. Γιατί η συνάντηση των στοιχείων αυτών μπορεί να μη δέσει, να μην έχει διάρκεια, να μη σηματοδοτήσει την ανάδυση καμιάς νέας υποκειμενικότητας μιας νέας δομής σχέσεων που μέσα από αυτή τη συνάντηση να «παλεύει να γεννηθεί»· μπορεί δηλαδή να μην παράξει κανέναν νέο «τόπο» που θα αναπαράγει τις προσίδιες, τις ιδιαίτερες δικές του δραστικότητες σε ριζική τομή, σε α-συνέχεια, με τις προηγούμενες.
Αν όμως είναι έτσι, τότε το ερώτημα είναι πώς αυτή η εν πολλοίς ενδεχομενική, αν όχι εντελώς τυχαία, συνάντηση μπορεί να σταθεροποιηθεί, ακριβώς να δέσει, πώς δύναται δηλαδή να διαρκέσει και εντέλει να αναπαραχθεί.
Την απάντηση στο καθοριστικό αυτό ερώτημα, στο ερώτημα δηλαδή που εν πολλοίς συμπυκνώνει τη δυνατότητα κάθε επαναστατικής τομής σε οποιοδήποτε πεδίο, ο Αλτουσέρ θα την αναζητήσει πρωτίστως στον Μακιαβέλλι και τον Ηγεμόνα. Εκεί, στον συνδυασμό ανάμεσα στη fortuna και τη virtu του ηγεμόνα, στις (ευνοϊκές) περιστάσεις και στην υποκειμενική παρέμβασή του, στη συνάντηση των υφιστάμενων ηγεμονιών (τόπων) και στην ανάδυση της ιδιαίτερης υποκειμενικότητας της νέας ηγεμονίας, στη συνένωση των ιταλικών πόλεων και στην ανάδυση της νέας εθνικής ιταλικής πολιτικής υποκειμενικότητας, ο Αλτουσέρ θα διαβάσει στον Μακιαβέλλι ακριβώς τον τρόπο η συνάντηση να δέσει, το δυνάμει αποτέλεσμά της να υπάρξει, το νέο –τη δυνατότητα του οποίου απλώς επισημαίνει η συνάντηση– να αναδυθεί. Ένα νέο, του οποίου η συνείδηση, η επιδίωξη, η υποκειμενικότητα, η πολιτική βούληση ύπαρξης, πρέπει να καθοδηγήσει την εξέλιξη της συνάντησης των επιμέρους στοιχείων που λαμβάνουν μέρος σε αυτήν και να εγγυηθεί το δέσιμό της, τη δημιουργία ενός νέου «τόπου», ενός νέου πεδίου αναπαραγωγής σχέσεων, μιας νέας δομής σχέσεων. Μιας δομής, της οποίας η ανάδυση θα σημάνει ταυτόχρονα και τον πλήρη μετασχηματισμό των στοιχείων που έλαβαν προηγουμένως μέρος στη συνάντηση – της οποίας η επιτυχία σηματοδότησε αυτή την ανάδυση. Τα στοιχεία της συνάντησης θα είναι πια εντελώς μετασχηματισμένα ως προς την προϊστορία τους, ως προς την περίοδο πριν από το αντίκρισμά τους, μιας που θα έχουν πλέον εισέλθει αμετάκλητα στους όρους αναπαραγωγής και στη δραστικότητα της νέας δομής, συνιστώντας εμμενή αποτελέσματά της.
3.
Ναι, από μια σκοπιά, ακριβώς σε αυτό το σημείο είμαστε σήμερα: επιμέρους στοιχεία (φυσιογνωμίες, πρακτικές, προγραμματικές αρχές, ιδεολογικές προσεγγίσεις, θεωρητικές αναζητήσεις, στρατηγικές αφετηρίες, οργανωτικές συγκροτήσεις, κοινωνικοί πειραματισμοί) πέφτουν ως άλλα άτομα του Επίκουρου, παράλληλα στο κενό. Επιμέρους «τόποι», επιμέρους «ηγεμονίες» διατάσσονται καθεμία μόνη της απέναντι στον κοινό εχθρό ως άλλες διάσπαρτες ιταλικές πόλεις του Mεσαίωνα. Επιμέρους ριζοσπαστισμοί, στο πολιτικό πρόγραμμα, στις κοινωνικές πρακτικές, στην αντίληψη της πολιτικής, στις θεωρητικές αναζητήσεις, στις στρατηγικές αφετηρίες, μένουν μετέωροι, εκτός των άλλων, και υπό το φως μιας έντονης καχυποψίας υπό την οποία έχουν γαλουχηθεί.
Πρόκειται βέβαια για τα στοιχεία, τις συγκροτήσεις, τις στρατηγικές που αναδείχtηκαν μέσα στα όρια μιας αριστεράς της ήττας, μιας αριστεράς όπως η ελληνική αριστερά της Μεταπολίτευσης, που «μεγάλωσε» υπό την αστική ηγεμονία και αναπτύχθηκε στο έδαφός της. Μιας αριστεράς που σε καμιά εκδοχή της, είτε στην εκδοχή της σταλινικής ορθοδοξίας είτε στην εκδοχή της ιδεολογικής και αγωνιστικής επιμονής στην αντικαπιταλιστική προοπτική είτε σε μια ορισμένη εκδοχή διαχείρισης του κρατικού μηχανισμού, δεν κατάφερε να αμφισβητήσει ριζικά την αστική ηγεμονία, αναδεικνύοντας τον στόχο μιας άλλης πολιτικής εξουσίας, ενός ριζικά διαφορετικού δρόμου κοινωνικής «ανάπτυξης», μιας ρήξης με τα ιμπεριαλιστικά δεσμά και τις προτεραιότητες της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.
Και σήμερα, έπειτα από πέντε χρόνια κρίσης, αυτή η αριστερά ζει την εξάντληση του υποδείγματος όλων των εκδοχών της. Την εξάντληση του υποδείγματος μιας σεχταριστικής συγκρότησης που απωθεί το κατεξοχήν επίδικο της ταξικής αναμέτρησης, την εξουσία, στο επέκεινα κάποιου αόριστου σοσιαλιστικού μέλλοντος τείνοντας αντικειμενικά να ενισχύει την ηγεμονία και τη σταθερότητα του ταξικού αντιπάλου. Την εξάντληση του κυβερνητισμού, ως ιδιαίτερης εκδοχής διαχείρισης του υπάρχοντος με ορίζοντα ακριβώς την αναπαραγωγή του και επιδίωξη μια πιθανώς ευνοϊκότερη για τα λαϊκά στρώματα εκδοχή διακυβέρνησης, που όμως δεν μπορεί παρά να διαψευστεί δραματικά. Την εξάντληση του ευρωπαϊσμού ως δήθεν συνώνυμου κάποιας δυνατότητας προοδευτικής κατεύθυνσης ενός, οποιουδήποτε, ευρωπαϊκού τόπου. Την εξάντληση μιας κοινωνικίστικης αντίληψης του κοινωνικού: της επένδυσης στα κοινωνικά κινήματα ως αντικατάστατου της συγκρότησης σε πολιτικό επίπεδο. Την εξάντληση της υπερπολιτικής αντίληψης του πολιτικού: της εύκολης διεξόδου στο κεντρικό πολιτικό, για να αποφύγει κανείς τα πραγματικά προβλήματα στο κοινωνικό και τη διαρκή επένδυση σε μια στιγμή που τελικά δεν έρχεται ποτέ. Την εξάντληση της μεταπολιτευτικής «κοινωνικής ισορροπίας» που προσέφερε, ως ελάχιστη αφετηρία για το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολιτευτικής αριστεράς, τη δυνατότητα μιας σχετικά κανονικής αναπαραγωγής της πλειοψηφίας των (μη εργατικής προέλευσης πια) φορέων της. Την εξάντληση μιας παρέμβασης στο εργατικό κίνημα με αποκλειστικό επίκεντρο το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα, που από καιρό έχει χάσει τη δυνατότητά του να εκπροσωπεί την πλειονότητα των εργαζόμενων στρωμάτων του ιδιωτικού τομέα, και πολύ περισσότερο το τεράστιο πλήθος των ανέργων, των επισφαλώς εργαζομένων, και της υποψήφιας νέας εργατικής δύναμης. Την εξάντληση μιας θεώρησης της ηγεσίας με όρους αποκλειστικά πολιτικοθεωρητικής συγκρότησης και πολιτικής εμπειρίας, που εξοβελίζει το ερώτημα της κοινωνικής ένταξής της υπέρ κάποιου κομματικού μηχανισμού που θα αναλάβει τον βιοπορισμό της. Την εξάντληση της θεώρησης της νεολαίας βασικά ως πεδίου αναπαραγωγής και στρατολόγησης, μιας αναγκαίας πολιτικής προπαίδειας για τη μελλοντική «ισότιμη» ένταξη στον εκάστοτε πολιτικό οργανισμό της αριστεράς και στις αποφάσεις του.
Και σήμερα, είναι αλήθεια, εν μέσω αυτής της εξάντλησης και έπειτα από άλλη μια ευκαιρία που χάθηκε, τροποποιώντας εκ νέου αρνητικά τον πολιτικό συσχετισμό δύναμης και κάνοντας το σημείο αφετηρίας μας χειρότερο από κάθε άλλη στιγμή του μεγάλου πολιτικού εξεγερσιακού κύκλου της τελευταίας πενταετίας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα πολιτική «κανονικότητα» που επιδιώκει να εδραιωθεί. Μια κανονικότητα που και μας θέτει περιπαιχτικά το ερώτημα αν έχουμε τη δυνατότητα να ξεπεράσουμε την κατάσταση εντός της οποίας έχουμε βρεθεί σήμερα. Όλες και όλοι μας.
Όμως, την ίδια στιγμή, η κρίση, αντικειμενική και υποκειμενική, που σήμερα λαμβάνει δραματικές διαστάσεις, είναι που δίνει και τις περισσότερες από ποτέ δυνατότητες, γιατί μας φέρνει αναπόφευκτα αντιμέτωπους, ακόμα και τώρα, με το κεντρικό ταξικό διακύβευμα, αυτό της δυνατότητας να στρέψουμε την πορεία ενός τόπου προς την κατεύθυνση της αναζήτησης των σύγχρονων όρων μιας στρατηγικής κοινωνικού μετασχηματισμού. Γιατί μπορεί το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για αριστερή κυβέρνηση να ηττήθηκε –κάτι που πολλοί και πολλές από εμάς εδώ εκτιμούσαμε ότι θα συμβεί λόγω των προγραμματικών και στρατηγικών περιορισμών στους οποίους υπόκειτο–, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε ευκαιρία διεκδίκησης της πολιτικής, κυβερνητικής εξουσίας, υπό ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα ρήξης με τον ευρωπαϊκό οικονομικό μηχανισμό και ως σημείο αφετηρίας μιας σύγχρονης ανατρεπτικής πορείας, έχει χαθεί. Αντίθετα, παρά το εξαιρετικά κακό εκλογικό αποτέλεσμα, παρά τον κατακερματισμό όσων βρίσκονται στον αντίποδα της μνημονιακής επίθεσης και πλέον μοιράζονται τη θέση περί ρήξης με τον «ευρωπαϊκό δρόμο», παρά τη νέα, ασταθή ισορροπία του πολιτικού σκηνικού που διαμορφώνεται προς το παρόν και παρά το γεγονός ότι φαίνεται πως ένας κύκλος (ο δεύτερος) του λαϊκού ξεσηκωμού κλείνει, η πολιτική κρίση είναι εδώ, και η δυνατότητα ένας τρίτος κύκλος ξεσηκωμού να ανοίξει παραμένει.
4.
Μόνο που, για να εκμεταλλευτούμε τη σοβούσα πολιτική κρίση, πρέπει να κάνουμε το μεγάλο βήμα, να συναντηθούμε. Όχι εφήμερα, αλλά καθολικά: πολιτικά, στρατηγικά, κοινωνικά, ιδεολογικά, επιτρέψτε μου να πω: φιλοσοφικά. Πρέπει να επιμείνουμε σε αυτή την καταστατική ανάγκη. Τα επιμέρους στοιχεία που συνιστούμε και που ακόμα και σήμερα, παρά τη μέχρι τώρα εγγραφή τους σε ανεπαρκείς ή λαθεμένες στρατηγικές, εξακολουθούν να περιλαμβάνουν εξαιρετικά σημαντικές ριζοσπαστικές παρακαταθήκες, πρέπει να συναντηθούν ως αναγκαίες αφετηρίες μιας νέας ριζοσπαστικής υποκειμενικότητας που πρέπει να προκύψει, και που υπό την προϋπόθεση και μόνο της οποίας μπορεί σήμερα να αναδυθεί η νέα αναγκαία πολιτική μορφή. Αυτά τα στοιχεία πρέπει να συναντηθούν, εμείς πρέπει να συναντηθούμε, και η συνάντηση τους, η συνάντησή μας αυτή πρέπει να «δέσει». Και για να «δέσει» η συνάντηση, για να αναπαραχθεί, θα πρέπει αυτή η ενότητα να επιτευχθεί κάτω ακριβώς από μια κοινά αναδυόμενη ριζοσπαστική υποκειμενικότητα. Πρόκειται για το δικό μας «έθνος», τη συνένωση των διάσπαρτων ιταλικών πόλεων που ζητούσε ο Μακιαβέλλι.
Και αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι η σημερινή περίοδος, όπως και η οπτική όλων μας, πρέπει να είναι ριζικά αυτοκριτική. Αυτό αντιστοιχεί στη στρατηγική ανεπάρκεια όλων όσοι αποφασίσαμε να συναντηθούμε σήμερα εδώ απέναντι στις ευκαιρίες που χάσαμε για μια ριζική τροποποίηση του συσχετισμού. Αυτό αντιστοιχεί στην κοινή μας ήττα, παρότι δυστυχώς δεν παλέψαμε από το ίδιο μετερίζι. Όχι η ευκολία της αυτάρκειας· αυτή δεν αντιστοιχεί στην κατάσταση, και δεν αντιστοιχεί σε εμάς.
Όμως, αυτή η νέα υποκειμενικότητα που πρέπει να αναδυθεί, αυτό το «εμείς», δεν μπορεί απλώς να αποτελέσει το άθροισμα των υφιστάμενων στοιχείων, ούτε καν των πιο ριζοσπαστικών από αυτά που σήμερα συνθέτουν τους επιμέρους χώρους. Αν θεωρούσαμε κάτι τέτοιο, τότε θα υποτιμούσαμε το βάθος της ανεπάρκειας που έχουμε· θα υποτιμούσαμε τους υλικούς όρους της εξάντλησης των σχεδίων που παίχτηκαν μέχρι σήμερα, μέσα στην κρίση όσο και πριν από αυτήν, για την αριστερά. Θα ήταν σαν να λέγαμε ότι η κοινή μας ήττα ήταν ήττα που πρωτίστως εκπορεύτηκε από εσωτερικά αιτία, από τον πολιτικό ανταγωνισμό μας. Όχι δεν είναι έτσι. Αν πιστεύαμε κάτι τέτοιο, θα ήταν σαν να θεωρούσαμε το πολιτικό αποκομμένο από την κοινωνία και τους μετασχηματισμός της. Και η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία που μέσα στα χρόνια των μνημονίων έχει υποστεί ραγδαίους μετασχηματισμούς. Εκεί λοιπόν συντίθεται πρωτίστως η ήττα μας και εκεί πρέπει να αντιμετωπιστεί: οι μορφές και οι θεσμοί με τους οποίους μάθαμε μεταπολιτευτικά να οργανωνόμαστε σήμερα είναι ανεπαρκείς.
Τι λείπει λοιπόν σήμερα από αυτή τη συνάντηση; Ποιος τόπος, ποιο σπινοζικό κατηγόρημα, ποιο στοιχείο δεν είναι εκεί, δεν έχει ακόμα υπάρξει; Ποια φυσιογνωμία, ποια πρακτική, ποια απάντηση στην κρίση, ποια αναγκαία στρατηγική αρχή, ποια προγραμματική αφετηρία δεν έχει προσφέρει μέχρι σήμερα η αριστερά «μας» και πρέπει να αναδυθεί από το «κενό»; Είναι σαφές ότι πολλά λείπουν. Και οι ποιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι, ας το ξαναπούμε, αφενός ότι η αριστερά ακόμη μεταχειρίζεται τις συνδικαλιστικές ταυτότητες ενός προηγούμενου συσχετισμού: εγκαλεί τον συνδικαλισμένο λαό να αγωνιστεί όταν η τεράστια πλειονότητά του δεν είναι συνδικαλισμένη· τουλάχιστον όχι με τους όρους που το εννοούμε μέχρι σήμερα, αλλά ενδεχομένως με άλλους, νέους, μοριακούς πολιτικούς όρους. Και αφετέρου φυσικά: η αντίληψη της αριστεράς για τη νεολαία, για την οποία μόνο θεωρητικά εκτίμησε ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης, χωρίς ποτέ να τροποποιήσει τις πρακτικές, τις μορφές οργάνωσης και την «ηθική» της, ώστε να μπορέσει να εκπροσωπήσει δομικά αυτό ακριβώς που συνιστούσε το γεγονός ότι η νεολαία βρισκόταν σε αυτό το επίκεντρο, όσο και τα αποτελέσματά του πάνω της: ότι η κρίση, πριν από την άμεση λιτότητα, στόχευε πρωτίστως στην πειθάρχηση της υποψήφιας εργατικής δύναμης σε συντριπτικά χαμηλά εργασιακά και μισθολογικά δεδομένα και άρα στη διάλυση κάθε προσδοκίας, ενότητας, συλλογικότητας και δημιουργικότητας. Λείπει λοιπόν, πρωτίστως η οργάνωσή μας, κοινωνική και πολιτική, μέσα στις νέες, ριζικά διαφορετικές συνθήκες· η γενναία εγκατάλειψη των βεβαιοτήτων που έχουμε για την αυτάρκεια των υφιστάμενων πρακτικών, θεσμών και συγκροτήσεών μας, η οποία έρχεται από το παρελθόν ενός προηγούμενου κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού, του μεταπολιτευτικού, για τον οποίο δεν μπορούμε πια να θρηνούμε.
5.
Ποια μπορεί να είναι τελικά αυτή η ριζοσπαστική υποκειμενικότητα που πρέπει να αναδυθεί; Και τι μπορεί να λένε όλα τα παραπάνω για αυτήν και πολύ περισσότερο για όσα ζήσαμε τους τελευταίους μήνες και δη αυτό το «σύντομο» καλοκαίρι του ΟΧΙ; Σε ένα επίπεδο τυπικής πολιτικής ανάλυσης όχι πολλά, ίσως τίποτα. Αλλά σήμερα, δεν ήρθε κανείς και καμιά εδώ για να πάρει μια έτοιμη γραμμή για αύριο. Τέτοια δεν υπάρχει και όποιος άνθρωπος ή τάση επιδιώκουν να τοποθετήσουν το πρόβλημα με τέτοιους όρους θα χάσουν, στρατηγικά. Σήμερα, ήρθαμε εδώ για να σκεφτούμε, για να προβληματοποιήσουμε, όπως θα έλεγε ο Φουκώ, την κρίση μας, την κρίση που συνιστά η εξάντληση των υπαρκτών υποδειγμάτων αριστερής στρατηγικής.
Σε αυτόν τον πρώτο μεγάλο κύκλο αναμέτρησης με τα μνημόνια και παρά τις πρωτοφανείς δυνατότητες, η αριστερά όλων μας απέτυχε να δώσει μεγαλύτερο πολιτικό βάθος στη ρήξη, να ανασυνθέσει την αφετηρία μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Απέτυχε γιατί όσοι είδαν την ευκαιρία δεν είδαν ή δεν ήθελαν να δουν τον κίνδυνο. Απέτυχε γιατί όσοι είδαν τον κίνδυνο, δεν ήθελαν να δουν την ευκαιρία. Απέτυχε γιατί επικράτησαν τα συντηρητικά στοιχεία των επιμέρους στρατηγικών: ο ευρωπαϊσμός, η αστική, κοινοβουλευτική αντίληψη της πολιτικής, ο φόβος των μαζών από τη μία· η ιδεολογική περιχαράκωση, η στρατηγική ατολμία, η εκτίμηση της πολιτικής και του προγράμματος ως λόγου από την άλλη.
Και είναι αυτά που σήμερα όσοι και όσες είμαστε εδώ, με προεξάρχουσα τη νεολαία της κρίσης, πρέπει να αφήσουμε πίσω. Σήμερα, πρέπει να ανασυνθέσουμε τις στρατηγικές, προγραμματικές, ιδεολογικές, κοινωνικές, κομματικές και πρακτικές αρχές μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς, ξεκινώντας από λίγο πιο πίσω, αλλά εκμεταλλευόμενοι την εμπειρία των λαθών μας. Εκμεταλλευόμενοι τη ριζική αυτοκριτική στην οποία πρέπει όλες οι εκδοχές να προβούν, ακριβώς γιατί το πολιτικό υπόδειγμα κάθε χώρου ξεχωριστά και όλων μαζί αποδείχτηκε ανεπαρκές όχι για «επαναστατικές τομές», αλλά για να συγκροτήσει έστω την αναγκαία σήμερα αφετηρία ώστε το αύριο να είναι πάλι λιγότερο προβλέψιμο.
Όλα αυτά λοιπόν μπορεί να μην λένε τίποτα στο επίπεδο μιας τακτικής ανάλυσης. Λένε όμως κάτι για την «επιμονή προσπάθεια ανακατασκευής του εμείς της ρήξης», όπως ορίσαμε την επιδίωξη της σημερινής μας συνάντησης.
Λένε ότι το νέο «εμείς», η νέα πολιτική μας κοινότητα, η συνάντηση που απαιτείται για να την πυροδοτήσει και η ριζική αυτοκριτική, και άρα η ικανότητα ανάδυσης μιας ριζοσπαστικής νέας υποκειμενικότητας που απαιτείται για να τη θεσμίσει, δεν θα προκύψουν εύκολα, αυτό πρέπει να το ξέρουμε.
Λένε ότι όλες οι σημερινές εκδοχές της αριστεράς που μας ενδιαφέρουν, αυτές που αναφέρονται σε μια πολιτική ρήξης και στην αναζήτηση μιας άλλη πορείας, παραμένουν σήμερα θραύσματα μιας αριστερά της ήττας. Φέρουν ακόμη πάνω τους το αποτύπωμα της αστικής ηγεμονίας· και ως εκ τούτου οφείλουν να αντιμετωπίσουν τον εαυτό τους ως μεταβατικά υλικά σε ένα μεγάλο πεδίο μετασχηματισμών που θα επιχειρήσει να ανατρέψει το αποτύπωμα αυτής της ηγεμονίας.
Λένε ότι η αναγκαία αφετηρία βρίσκεται στη μετωπική συνάντηση αυτών των θραυσμάτων, σε μια διαρκή πάλη για την ηγεμονία στο έδαφος της επικράτειας ενός σχεδίου ρήξης. Αυτό σημαίνει ότι πριν απ’ όλα πρέπει σήμερα να συναντηθούν τα ρεύματα που περιλαμβάνουν τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία που έχουμε κατακτήσει, σε μια μεγάλη, ενιαία, πολιτική και κοινωνική μετωπική διεργασία: από τη ΛΑΕ μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και από όσους αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να προβάλλουν ως αναγκαία αφετηρία κάποια επιμέρους εκλογική επιλογή μέχρι όσους διαφοροποιούνται σήμερα από την ηγεσία του ΚΚΕ, πρέπει να επιλέξουμε τη δύσκολη οδό μιας ισότιμης μετωπικής συνεργασίας, με προγραμματική αφετηρία και αφήγηση τη ρήξη με τον ευρωπαϊκό δρόμο.
Λένε ότι η συνάντηση αυτών των θραυσμάτων δεν μπορεί να είναι καμιά απλή ενότητα. Θα πρέπει να είναι πριν απ’ όλα ένας μεγάλος μετασχηματισμός: η ανάδυση μιας νέας κοινής υποκειμενικότητας, μιας υποκειμενικότητας του νέου, που θα συνδυάζει τα ριζοσπαστικά στοιχεία των προηγούμενων χωρών καταπιέζοντας τα συντηρητικά τους στοιχεία. Που θα συνδυάζει λόγου χάρη την ταξική ανεξαρτησία και την ανυποχώρητη κινηματική στάση, με την εμπειρία της αυτόνομης οργάνωσης των κοινωνικών αντιστάσεων και των πολιτικοσυνδικάλιστικων σχημάτων κοινωνικών χωρών, νεολαίας, σωματείων και γειτονιών· την ταξική και κοινωνική αλληλεγγύη με τη διαρκή διεκδίκηση των κοινωνικών κρατικών υπηρεσιών· τη στράτευση στους κοινωνικούς αγώνες ταυτόχρονα με τη στράτευση στην πολιτική πάλη· την αναζήτηση μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής με την ξεροκέφαλη επιμονή στην επικαιρότητα της επαναστατικής ρήξης· την ανανέωση της μαρξιστικής θεωρίας με την απόκρουση των αναθεωρητικών αποπειρών· την απόπειρα ανάδυσης νέων κομματικών μορφών που θα αντιστοιχούν στο κοινωνικοπολιτικό μπλοκ που πρέπει να συγκροτήσουμε με την πολιτικοθεωρητική παρακαταθήκη των ιστορικών μορφών κομματικής συγκρότησης. Που θα επιχειρεί όμως όχι απλώς να ενοποιήσει τα ριζοσπαστικά στοιχεία αλλά και να ανανεώσει την ταξική οπτική της, να εντοπίσει τα στρατηγικά ελλείμματα, την απουσία κοινωνικών εκπροσωπήσεων, την εξάντληση των προηγούμενων πολιτικών υποδειγμάτων συγκρότησης, την ανεπάρκεια των προηγούμενων θεσμών συγκρότησης της εργατικής τάξης, που απαντούν σε έναν προηγούμενο ταξικό συσχετισμό.
Ίσως όλα αυτά να αποτελούν άλλη μια «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», όπως αυτή του Μακιαβέλλι. Είναι αλήθεια ότι μπορεί να ακούγονται σαν τέτοια. Αλλά νομίζω ότι αν κάτι πρέπει να κάνουμε σήμερα είναι να ξεκινήσουμε: να βάλουμε την αφετηρία ώστε να μην επιτρέψουμε στα συντηρητικά στοιχεία που υπάρχουν μέσα σε όλους μας και σε όλες τις συγκροτήσεις να νικήσουν. Με αυτή την έννοια, όντως, κανείς εδώ δεν μιλά απλώς για να μιλήσει, δεν αρκεί απλώς «να τα βρούμε» προσωρινά μεταξύ μας, να έχουμε μια καλή σχέση ή, έστω, μια συστηματική επαφή. Πρέπει σήμερα να ορίσουμε την πραγματική, υλική αφετηρία για όλα αυτά: τους τόπους, τον (ενικό) τόπο στον οποίο θα συναντηθούμε, αλλά και την (πολιτική) επιμονή μας στην επιτυχία αυτής της συνάντησης και στην αναγκαία ανάδυση αυτής της νέας, ριζοσπαστικής υποκειμενικότητας.
[1] Ο τίτλος αντλεί από φράση του Αλτουσέρ «αυτό το πολιτικό κενό είναι απλώς μια τεράστια φιλοδοξία της πολιτικής ύπαρξης» [Althusser, L. (2000), Machiavelli and us, μτφρ. G. Elliot, Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Verso, σ. 54]. Αυτούσια η φράση του Αλτουσέρ χρησιμοποιείται από τον Γιώργο Φουρτούνη στον τίτλο του κείμενου του «“An immense aspiration to being”: The causality and temporality of the aleatory”, που δημοσιεύτηκε στη συλλογή Diefenbach, K., Farris, S.R., Kirn, G. και Thomas, P. (επιμ.) (2013), Encountering Althusser. Politics and Materialism in Contemporary Radical Thought, Λονδίνο/Νέα Υόρκη/Νέο Δελχί/Σύδνεϋ: Bloomsbury, σ. 44-60.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ