ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Η παγκόσμια έκρηξη του ’68 και η δημιουργία της νέας αριστεράς


Ο σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου[1] είναι να γίνει σαφές πως ο Μάης του ’68 δεν αφορούσε μόνο τον συγκεκριμένο μήνα αλλά ούτε περιοριζόταν σε μία μόνο χώρα, τη Γαλλία. Ήταν ένα φαινόμενο που άγγιξε πολλές περιοχές σε ολόκληρο τον πλανήτη και κράτησε από τα μέσα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60, στην πραγματικότητα πρόκειται για μια παγκόσμια έκρηξη. Ταυτόχρονα όλο αυτό το κίνημα δεν ήταν αποκλειστικά αλλά ούτε και κύρια σπουδαστικό. Οι εργατικοί αγώνες στις χώρες του μητροπολιτικού καπιταλισμού διαδραμάτισαν τον βασικό ρόλο και θα έρθουν να συνδεθούν με το φοιτητικό κίνημα, τις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, την υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, την κριτική στον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό. Τα αίτια αυτών των πολλαπλών κινηματικών φαινομένων χωρίζονται σε γενικά, που αφορούν το σύνολο των κινημάτων, και σε ειδικά, που σχετίζονται με τις ιδιαιτερότητες της ταξικής πάλης στο εσωτερικό κάθε εθνικού κοινωνικού σχηματισμού. Ωστόσο, η όποια αναφορά δεν μπορεί παρά να αναδείξει τον ρόλο των διευρυνόμενων κοινωνικών ανισοτήτων, την ένταση του εργοστασιακού δεσποτισμού, την αμφισβήτηση του κοινωνικού ρόλου του πανεπιστημίου, τις συνέπειες των ιμπεριαλιστικών πολέμων, τις αντιφάσεις των κυρίαρχων πολιτικών στις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες. Από εκεί και πέρα η πρωτοτυπία του Μάη ήταν πως μετάφερε τη συζήτηση από τις αυξήσεις των μισθών στην ίδια την οργάνωση της παραγωγής, ανέδειξε τα ζητήματα του ρατσισμού, αμφισβήτησε την ουδετερότητα της γνώσης και της επιστήμης, προέβαλε ζητήματα που αφορούν δευτερεύουσες αντιθέσεις του καπιταλισμού, επισήμανε το πραγματικό γεγονός πως η πάλη των τάξεων συνεχίζεται και εντός της διαδικασίας της σοσιαλιστικής μετάβασης, συνετέλεσε στο να δημιουργηθεί η νέα αριστερά.

Η αποτυχία των κινημάτων, ορθότερα η αδυναμία τους να προχωρήσουν μέχρι τέλους την εκπλήρωση των στόχων τους, πρέπει να συνδεθεί με την απουσία πολιτικού φορέα ο οποίος να μπορέσει να συνθέσει σε ανώτερο επίπεδο με τη μορφή πολιτικού προγράμματος τα επιμέρους αιτήματα, θέτοντας το ζήτημα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας. Ουσιαστικά η νέα αριστερά φάνηκε πολύ ανέτοιμη για την εκπλήρωση τόσο ριζοσπαστικών στόχων.

Ωστόσο, οι εξελίξεις σε μια σειρά χωρών του σύγχρονου κόσμου (Γαλλία, Πορτογαλία, Βενεζουέλα, Βολιβία κ.ά.) φαίνεται να δικαιώνουν την ανάγκη ύπαρξης μιας ριζοσπαστικής αριστεράς που να υπερβαίνει τον ρόλο των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων και να μπορεί να καλύπτει το κενό που αφήνει η νεοφιλελεύθερη στροφή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων

 

Το εύρος της παγκόσμιας έκρηξης του ’68

Συνήθως όταν γίνεται λόγος για το κίνημα του ’68 υπάρχει η τάση αυτή η αναφορά να περιορίζεται στα γεγονότα του Μαΐου στη Γαλλία και στην καλύτερη περίπτωση σε μια σύντομη μνεία στο αντιπολεμικό κίνημα των ΗΠΑ και στην άνοιξη της Πράγας στην Τσεχοσλοβακία. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική και σίγουρα πιο πλούσια. Το σωστότερο είναι να χρησιμοποιούμε τον όρο η «παγκόσμια έκρηξη του ’68», ένας όρος που απλώς κωδικοποιεί το μεγάλο κοινωνικό εργαστήρι που έλαβε χώρα σε ολόκληρο τον κόσμο στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Δεν πρόκειται λοιπόν μόνο για μια φοιτητική εξέγερση που πραγματοποιήθηκε στη Γαλλία τον Μάιο του ’68. Ειδικά για τη Γαλλία είναι λάθος να μη γίνεται μνεία στο πάρα πολύ σημαντικό εργατικό κίνημα που πυροδοτήθηκε από τη φοιτητική εξέγερση – ένα κίνημα που οδήγησε σε μεγάλες απεργίες και σε μαζικές καταλήψεις εργοστασίων, ένα κίνημα που έθεσε στο επίκεντρό του την ίδια την οργάνωση της διαδικασίας παραγωγής.

Εξίσου σημαντικό είναι και το κίνημα στην Ιταλία, το λεγόμενο Ιταλικό Φθινόπωρο, που κράτησε περίπου 5 χρόνια και κατά κύριο λόγο αφορούσε μαχητικές απεργίες στην καρδιά του ιταλικού καπιταλισμού και ανέδειξε τη δυναμική της νέας αριστεράς προβάλλοντας ζητήματα όπως η οργάνωση και το περιεχόμενο της εργασίας, ο ρόλος του σύγχρονου πανεπιστημίου, η θέση των τεχνικών της εξουσίας κ.λπ.

Στις ΗΠΑ δεν υπάρχει μόνο το αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στην επέμβαση στο Βιετνάμ. Η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ θα φέρει στην επιφάνεια μια σειρά από εξεγέρσεις του καταπιεζόμενου έγχρωμου πληθυσμού, ενώ σημαντική είναι η ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος που κορυφώνεται με την κατάληψη του πανεπιστημίου Κολούμπια τον Ιούνιο του 1968.

Πολύ σημαντικές είναι και οι εξελίξεις στην Ιαπωνία, στη χώρα που εκπροσώπησε το οικονομικό «θαύμα» του μεταπολεμικού καπιταλιστικού κόσμου. Το ’68 πάνω από 200 σχολές τελούν υπό κατάληψη ενώ πρέπει να σημειωθεί η από κοινού εξέγερση φοιτητών και εργατών το 1966, όπου ετίθετο ταυτόχρονα το αίτημα εναντίωσης στην αύξηση των διδάκτρων με αυτό της καταγγελίας του πολέμου στο Βιετνάμ.

Στη Γερμανία από τη μία έχουμε το δυναμικό φοιτητικό κίνημα που μετά την απόπειρα δολοφονίας του ηγέτη του Ρούντι Ντούτσκε ξεκινάει σημαντικές κινητοποιήσεις ενάντια στην όξυνση της καταστολής, και από την άλλη υπάρχουν οι μεγάλες κινητοποιήσεις στην ανθρακοσιδηρουργία, στη χαλυβουργία, στα ναυπηγεία, στο δημόσιο.

Στη Βραζιλία το κίνημα αρχικά έχει φοιτητικό χαρακτήρα –όπου είναι εμφανής η έντονη επίδραση της κουβανέζικης επανάστασης– ωστόσο στη συνέχεια δημιουργείται ένα ευρύτερο λαϊκό μέτωπο με τη συμμετοχή και εργαζομένων αλλά και ανθρώπων του πνεύματος.

Στο Μεξικό οι φοιτητικές καταλήψεις έχουν να αντιμετωπίσουν την προσπάθεια των κρατικών αρχών να αποδείξουν πως οι επικείμενοι Ολυμπιακοί Αγώνες που έχουν ανατεθεί στην Πόλη του Μεξικού θα γίνουν μέσα σε κλίμα τάξης και ασφάλειας. Το αποτέλεσμα θα είναι δεκάδες νεκροί στην προσπάθεια της κυβέρνησης να μην εξαπλωθεί το κίνημα και στους εργασιακούς χώρους.

Στην Τσεχοσλοβακία δεν υπάρχει μόνο η δημιουργία ενός κινήματος ανάπτυξης των πολιτικών ελευθεριών όπου τον προεξάρχοντα ρόλο παίζουν φοιτητές και διανοούμενοι αλλά και μια σημαντική προσπάθεια της εργατικής τάξης μέσω των συμβουλίων των εργαζομένων να λειτουργήσουν τα εργοστάσια μέσα σε καθεστώς αυτοδιαχείρισης.

Στη Γιουγκοσλαβία υπάρχει η κατάληψη του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου τον Ιούνιο του 1968 με αιτήματα που αρχικά αφορούν τον αυταρχισμό και την αστυνομική παρουσία εντός των πανεπιστημίων και στη συνέχεια παίρνουν τη μορφή της αμφισβήτησης των κοινωνικών ανισοτήτων που δημιουργούσε το τιτοϊκό σύστημα.

Στην Πολωνία έχουμε, τον Μάρτιο του 1968, την κατάληψη του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας με αιτήματα την ελευθεροτυπία και την κατάργηση της λογοκρισίας ενώ στα τέλη του 1970 ξεσπάει η εξέγερση των εργατών στα ναυπηγεία του Γκντανσκ και του Στεττίνου.

Η παρουσίαση των πολλαπλών όψεων της έκρηξης του ’68 δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, η οποία έθεσε το ερώτημα κάτω από ποιες συνθήκες, σε ποια πεδία κοινωνικών σχέσεων, πολιτικών, οικονομικών, ιδεολογικών πρακτικών μπορούν και εντός του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού να αναπαραχθούν οι αστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης. Το σημαντικό αυτό ερώτημα έδωσε τη δυνατότητα μέσω της Πολιτιστικής Επανάστασης να δημιουργηθούν νέοι θεσμοί λαϊκής εξουσίας, να αμφισβητηθεί η οργάνωση του καπιταλιστικού εργοστασίου και η τεχνοκρατική λειτουργία της επιστήμης, να τεθεί υπό αίρεση η αστική εκπαίδευση, ο τρόπος και η οργάνωση των σπουδών, να αναδειχθεί η σημασία και η προτεραιότητα των παραγωγικών σχέσεων έναντι των παραγωγικών δυνάμεων, να ασκηθεί πολεμική στην αναπαραγωγή του διαχωρισμού χειρωνακτικής-διανοητικής εργασίας, να κινητοποιηθούν τμήματα των λαϊκών τάξεων απέναντι στη διαδικασία αστικοποίησης μερίδων των κομματικών στελεχών.  

Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, αξιόλογες κινητοποιήσεις λαμβάνουν χώρα στη Βρετανία, τη Δανία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, το Βέλγιο, την Αργεντινή και βεβαίως στην Ιρλανδία, όπου οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στη βρετανική κυβέρνηση καθοδηγούνται από την οργάνωση Λαϊκή Δημοκρατία και αφορούν το σύστημα πολιτικών διακρίσεων που υφίστανται τα καθολικά λαϊκά στρώματα, γεγονός που θα οδηγήσει και στη μαζικοποίηση του ΙΡΑ.

 

Τα αίτια του ’68

Όλα αυτά τα κινήματα που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο άντλησαν την εμφάνισή τους σε πολύ συγκεκριμένα αίτια, που συνδέονταν με τον πολιτικό χάρτη του ψυχροπολεμικού κόσμου. Με αυτή την έννοια, έχουμε μια σειρά από γενικά αίτια και μια σειρά από ειδικά αίτια που αφορούν την ταξική πάλη στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού. Τα γενικά αίτια σχετίζονται:

α) Με την ανάπτυξη των επαναστατικών κινημάτων του Τρίτου Κόσμου, τα οποία έρχονται να θέσουν υπό σοβαρή αμφισβήτηση τον «ρεαλισμό» των μεταπολεμικών ισορροπιών επιλέγοντας τη σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό αλλά και τις εθνικές αστικές τάξεις. Θα είναι νικηφόρα σε αρκετές περιπτώσεις (Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ), ενώ σε άλλες θα αποδοθεί μια συμβολική σημασία με μεγάλο ιδεολογικό εύρος (π.χ. ο θάνατος του Τσε στη Βολιβία), γεγονός που θα δημιουργήσει ευρύτερα πολιτικά και ιδεολογικά αποτελέσματα αναδεικνύοντας τη δυνατότητα τροποποίησης των συσχετισμών σε διεθνές επίπεδο·

β) Με την κρίση νομιμοποίησης που άρχισαν να εμφανίζουν, ήδη από τη δεκαετία του ’40 με τη σύγκρουση Τίτο-Στάλιν, τα καθεστώτα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, η οποία επεκτάθηκε και στη δεκαετία του ’50 με την εξέγερση στο Βερολίνο το 1953 και την επανάσταση στην Ουγγαρία το 1956. Πρέπει δε να σημειωθούν και οι γενικότεροι προβληματισμοί που έφερε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα η διένεξη Κίνας και ΕΣΣΔ στη δεκαετία του ’60.

γ) Με την αμφισβήτηση από τα αριστερά πλευρών της πολιτικής των παραδοσιακών φιλοσοβιετικών κομμουνιστικών κομμάτων που εμφανίζονταν πολύ μετριοπαθή για να εκφράσουν όλο αυτόν τον κοινωνικό αναβρασμό, γεγονός που θα οδηγήσει σε μια πληθώρα διαφορετικών πολιτικών εξελίξεων: Για παράδειγμα στην Ιαπωνία το Κ.Κ. θα διασπαστεί σε τέσσερα κομμάτια, στη Γαλλία θα αποχωρήσει ένα πολύ μεγάλο τμήμα του σπουδαστικού της κομμουνιστικής νεολαίας, στην Ιταλία θα σημειωθεί η αποχώρηση των μελών του ΙΚΚ που επηρεάζονταν από την εφημερίδα Μανιφέστο.

δ) Με τις ενδογενείς αντιφάσεις που δημιούργησε η μαζικοποίηση του πανεπιστημίου, το οποίο δεν αποσκοπούσε πια στη συγκρότηση μιας ολιγάριθμης ελίτ, αλλά από την άλλη δεν ήταν και καθόλου δεδομένες οι εργασιακές προοπτικές των αποφοίτων του.

ε) Με τη ριζοσπαστική κριτική που έγινε στο φορντικό μοντέλο της οργάνωσης της παραγωγής, στη μονότονη εργασία που περιλάμβανε και στην άκαμπτη ιεραρχία που το χαρακτήριζε.

στ) Με την αντιπαράθεση απέναντι στα κατάλοιπα ενός πατριαρχικού καπιταλισμού όπου οι νέοι αντιμετωπίζονταν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας που δεν έχουν δική τους γνώμη, είναι ανώριμοι και πρέπει πάντα οι μεγαλύτεροι να αποφασίζουν για το περιεχόμενο της ζωής τους.   

Από εκεί και πέρα θα υπάρξει μια διαπλοκή όλων αυτών των γενικών παραγόντων με τους αντίστοιχους Ειδικούς, που αφορούσαν τις ιδιαίτερες μορφές της ταξικής πάλης στο εσωτερικό κάθε χώρας, και σε δεύτερο χρόνο θα επιτευχθεί μια διάχυση των κινηματικών αποτελεσμάτων από χώρα σε χώρα[2] δημιουργώντας μια παγκόσμια ατμόσφαιρα κινηματικού επαναστατικού αναβρασμού.

Στη Γαλλία διαπλέχθηκαν δύο παράμετροι για να έχουμε την έκρηξη του Μάη: Από τη μία η εργατική τάξη και από την άλλη οι σπουδαστές. Ωστόσο η ποιοτική μελέτη των γεγονότων φανερώνει πως η βασική πλευρά ήταν οι εργατικοί αγώνες ενώ το σπουδαστικό κίνημα ήταν εκείνο που έδωσε το έναυσμα για να βγει στην επιφάνεια η συσσωρευμένη εργατική δυσαρέσκεια. Με αυτή την έννοια, η σύνοψη που κάνει για τον Μάη ο Λουί Αλτουσέρ είναι πάντα επίκαιρη: «Μια συνάντηση ανάμεσα από τη μια μεριά απ’ όσο γνωρίζω χωρίς προηγούμενο στη δυτική ιστορία μιας γενικής απεργίας, χωρίς προηγούμενο ως προς τον αριθμό των απεργών κατά τη διάρκειά της, και από την άλλη μεριά μιας γενικευμένης δράσης όχι μόνο φοιτητών αλλά επίσης και μαθητών λυκείων και “διανοούμενων εργαζομένων”, γιατρών, αρχιτεκτόνων, καλλιτεχνών, νομικών, μηχανικών, υπαλλήλων, δημοσιογράφων, κατώτερων και μεσαίων στελεχών κ.λπ. Σε αυτή τη συνάντηση, η γενική απεργία κατά τρόπο συντριπτικό ήταν το απολύτως καθοριστικό φαινόμενο, ενώ η δράση των φοιτητών, των μαθητών και των “διανοουμένων”, που χρονικά προηγήθηκε, ήταν ένα νέο γεγονός, τεράστιας μεν σημασίας, ωστόσο υποκείμενο στο πρώτο. Πρέπει επίσης να αναγνωριστεί το ακόλουθο γεγονός που γενικώς παραγνωρίζεται: Ενώ για την αστική τάξη, για τους γονείς τους αλλά και για τους ίδιους, οι φοιτητές κατείχαν το προσκήνιο των γεγονότων με θεαματικές πράξεις, η πιο σύνθετη και σε βάθος δράση προερχόταν από στρώματα μη φοιτητικά: τους μαθητές λυκείων, τους φοιτητές των τεχνικών σχολών, τους νέους εργαζόμενους διανοούμενους» (Αλτουσέρ 1988: 37).

Κάτω από αυτό το πρίσμα, η εξέγερση των φοιτητών έχει χρονική μόνο προτεραιότητα. Σε κάθε περίπτωση η θέση μας είναι πως το βασικό αίτιο του φοιτητικού κινήματος σχετίζεται με το υπό διαμόρφωση σχέδιο του Υπουργείου Παιδείας να περιορίσει τους εισακτέους στα πανεπιστήμια, γεγονός που ερχόταν σε αντίθεση με το καθεστώς της σημαντικής ανόδου των εισακτέων που είχε ισχύσει μεταπολεμικά και δεδομένης και της αύξησης της ανεργίας περιόριζε πολύ το όνειρο της γαλλικής νεολαίας πως θα ζήσει καλύτερα από τους γονείς της. Από εκεί και πέρα, ήταν εμφανής μια διάσταση μεταξύ των πολιτιστικών ρευμάτων που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό των Γάλλων φοιτητών και στο συντηρητικό και πατριαρχικό πρότυπο μιας κοινωνίας που δεν είχε την τόλμη να επιχειρήσει να ανανεωθεί, να δώσει το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και στα νεότερα μέλη της. Ουσιαστικά, το προανάκρουσμα του Μάη ξεκινά από τον Ιανουάριο, όταν αφενός ξεσπούν διαμαρτυρίες φοιτητών ενάντια στο φακέλωμα των πολιτικά ενεργών και αφετέρου δημιουργείται μια επιτροπή υπεράσπισης των μαθητών Λυκείου λόγω της αποβολής ενός μαθητή. Λίγο καιρό μετά καταλαμβάνεται το Πανεπιστήμιο της Ναντέρ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σύλληψη φοιτητών-μελών της Εθνικής Επιτροπής για το Βιετνάμ. Στην κατάληψη αυτή συγκλίνει και μια παράλληλη κινητοποίηση, εντός του ίδιου πανεπιστημίου, ενάντια στις σεξιστικές διακρίσεις και στους πειθαρχικούς κανόνες που ίσχυαν τότε στη Ναντέρ. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργείται το κίνημα της 22 Μάρτη, το οποίο συνεχίζεται όλο τον Απρίλιο και οδηγεί στο κλείσιμο των πανεπιστημίων στις 2 Μαΐου, έχοντας την ακόλουθη πολιτική πλατφόρμα που θα σημαδέψει το όλο κίνημα: «αυτοδιαχείριση σε όλα τα επίπεδα, αγώνας ενάντια σε κάθε είδους ιεραρχία, ανακλητότητα των εκλεγμένων σε οποιοδήποτε επίπεδο και σε οποιοδήποτε χώρο, συνεχής διακίνηση των ιδεών στον αγώνα ενάντια στο μονοπώλιο της πληροφόρησης, κατάργηση στην πράξη του καταμερισμού της εργασίας, αναγνώριση ποικιλομορφίας και διαφορετικότητας των πολιτικών τάσεων στο εσωτερικό του επαναστατικού κινήματος» (Βιάλε 1984: 61).

Οι εργαζόμενοι, τώρα, εξεγείρονται για δύο βασικούς λόγους:

1) Μολονότι όλη η περίοδος χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σημαντικών αυξήσεων στους πραγματικούς μισθούς, η ανισοκατανομή εισοδημάτων διευρύνεται. Το 1950 ο μέσος μισθός των ανώτερων στελεχών ήταν 2,89 φορές μεγαλύτερος του μέσου μισθού του συνόλου των μισθωτών. Το 1967 η σχέση αυτή θα έχει φτάσει το 3,63. Σε ό,τι αφορά τα μεσαία στελέχη η σχέση περνάει από το 1,48 το 1950 στο 1,74 το 1968 (Minc, όπως αναφέρεται στο Weber 1988: 135). Λίγο πριν τον Μάη, το ¼ των Γάλλων μισθωτών έπαιρνε λιγότερο από 550 φράγκα τον μήνα και το ⅓ λιγότερο από 720 φράγκα. Ενάμισι εκατομμύριο μισθωτοί έπαιρναν τον κατώτατο μισθό, δηλαδή 400 φράγκα. Για ένα μεγάλο μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού η ωριαία αμοιβή ήταν κατά πολύ χαμηλότερη απ’ ότι στις υπόλοιπες χώρες της ΕΟΚ (με την εξαίρεση της Ιταλίας) και πολλοί εργάτες για να κατορθώσουν να επιβιώσουν αναγκάζονταν να κάνουν υπερωρίες. Σε αυτό το πλαίσιο γενικευμένης δυσαρέσκειας ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης, κυρίως νεότεροι εργάτες άρχισε να αμφισβητεί και την αποτελεσματικότητα της «παραδοσιακής» λειτουργίας των συνδικάτων.

2) Από εκεί και πέρα το βάρος της έρευνας πρέπει να δοθεί στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν εντός της παραγωγικής διαδικασίας. Από τη μια πλευρά, στις παραδοσιακές μικρομεσαίες επιχειρήσεις λειτουργεί το πατερναλιστικό μοντέλο. Σύμφωνα με το τελευταίο, η επιχείρηση θεωρούνταν μια «μεγάλη οικογένεια» όπου πατριάρχης ήταν ο ιδιοκτήτης της, ο οποίος μέσα στη σοφία του αναλάμβανε να προσέχει και να προμηθεύει με τα αναγκαία αγαθά τα μέλη της οικογένειάς του, δηλαδή τους εργαζόμενους της επιχείρησης. Τα καθήκοντά του, ακριβέστερα η αποκλειστική άσκηση της εξουσίας μέσα στην επιχείρηση, έπαιρναν τη μορφή της υποχρέωσης της διατήρησης του σεβασμού προς τις παραδόσεις του «Οίκου» και της αναζήτησης του κοινού καλού για όλους. Οι μισθωτοί λογίζονταν ως μεγάλα παιδιά που δεν μπορούσαν να δουν πιο μακροπρόθεσμα μέσα στην ανυπομονησία τους για να καταναλώνουν περισσότερο και να δουλεύουν λιγότερο, ανίκανοι να κατανοήσουν τα συνολικότερα συμφέροντα της επιχείρησης, και κατά προέκταση τα δικά τους συμφέροντα, και έτοιμοι να σαγηνευτούν από τους κάθε λογής δημαγωγούς.

Αυτή η αντίληψη των εργασιακών σχέσεων και του συστήματος κατανομής των ρόλων μέσα στην επιχείρηση δεν άφηνε καθόλου χώρο για συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, πόσο μάλλον για μια μόνιμη και σταθερή θεσμική τους έκφραση. Τα συνδικάτα –πέραν κάποιων μορφών εργοδοτικών συνδικάτων– θεωρούνταν ξένα σώματα τα οποία έπρεπε να εκδιωχθούν εκτός των τειχών της επιχείρησης. Οι όποιες παραχωρήσεις της εργοδοσίας προς το προσωπικό έπρεπε να έχουν τη μορφή εκφράσεων γενναιοφροσύνης και σε καμία περίπτωση να είναι αποτέλεσμα συλλογικών διαπραγματεύσεων, δεδομένου πως η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων θα πιστοποιούσε την ύπαρξη ορίων και για την εργοδοτική εξουσία. Η απεργία, η κατάληψη του εργοστασίου αποτελούσαν εγκλήματα καθοσιώσεως και ως τέτοια έπρεπε να αποβληθούν για να καθαγιαστεί το κοινωνικό σώμα της επιχείρησης.

Από την άλλη, η κατάσταση αυτή, που αντιστοιχούσε σε μορφές πρώιμου καπιταλισμού, ερχόταν να συναντηθεί με την κατάσταση που επικρατούσε στις μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις που είχαν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια – είναι ενδεικτικό πως μεταξύ 1954 και 1962 ο μέσος αριθμός απασχολούμενων ανά επιχείρηση περνά από τους 11,9 στους 16,7 (Kergoat 2008: 40). Εκεί κυριαρχούσε μια τεχνογραφειοκρατική αντίληψη της οργάνωσης των εργασιακών σχέσεων που πιο πολύ θύμιζε μοντέλο στρατιωτικής διάρθρωσης όπου αναπαραγόταν η απόσταση μεταξύ των στελεχών και των απλών εργαζομένων (Weber 1988: 136-137). Εδώ ο εργοστασιακός αυταρχισμός έπαιρνε εντελώς άλλες μορφές δημιουργώντας ένα καθεστώς τρομοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό πως στη Μισελέν η εργοδοσία καυχιόταν πως δεν είχε συνομιλήσει με τους εργάτες παρά μόνο 3 φορές μέσα σε 30 χρόνια, ενώ σε πολλές επιχειρήσεις τοποθετούνται δίπλα δίπλα στις αλυσίδες παραγωγής άνθρωποι διαφορετικών εθνοτήτων έτσι ώστε να εμποδίζεται η μεταξύ τους επικοινωνία (Σίηλ/Μακόνβιλ χ.χ.: 118- 119).

Ένα πρόσθετο στοιχείο, που σχετίζεται, όπως ήδη είδαμε, ως έναν βαθμό και με το σπουδαστικό κίνημα, αφορά το ζήτημα της ανεργίας. Από το τέλος του πολέμου ο γαλλικός πληθυσμός γνωρίζει μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη και αυξάνεται κατά 10 εκατομμύρια, με αποτέλεσμα ο αριθμός των πολιτών που είναι κάτω των 20 ετών να μεγαλώνει κατά 5 εκατομμύρια σε σχέση με το 1946. Η είσοδος αυτού του στρώματος, από το 1965 κι ύστερα, στην αγορά εργασίας θα δημιουργήσει μια ένταση και μια ανεργία άγνωστη μέχρι τότε. Είναι χαρακτηριστικό πως, ενώ το 1962-63 θα γίνει εφικτό να απορροφηθούν πάνω από 1 εκατομμύριο εργατικά χέρια επαναπατρισθέντων από την Αλγερία, το 1968 θα κάνει την εμφάνισή της η δομική ανεργία με αποτέλεσμα τον Μάη να υπάρχουν 500.000 άνεργοι με τη νεολαία να εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά (Σεμπλέν 1988: 45).

Σε όλα τα παραπάνω υπάρχει μια ακόμη ψηφίδα για να συμπληρωθεί το παζλ, η οποία αφορά το θέμα των ξένων εργατών: Η αλγερινή επανάσταση θα έχει ως αποτέλεσμα την είσοδο περίπου 1,2 εκατομμυρίου εργατών που δουλεύουν σε καθεστώς μαύρης-ανασφάλιστης εργασίας και ζουν κυρίως σε γκέτο τα οποία έχουν δημιουργήσει οι ίδιες οι επιχειρήσεις που τους απασχολούν. Στα γκέτο αυτά ζουν και Ισπανοί, Πορτογάλοι και Γιουγκοσλάβοι εργάτες, όλοι αυτοί κάτω από άθλιες συνθήκες. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Βιλλιέ ντελ Μπελ, που βρίσκεται 50 χλμ. έξω από το Παρίσι. Εκεί υπήρχαν 48 διαμερίσματα τα οποία είχαν δύο ή τρία δωμάτια και έμεναν 14 εργάτες σε κάθε διαμέρισμα, ενώ κάθε εργάτης πλήρωνε 150 φράγκα ως νοίκι τον μήνα με αποτέλεσμα η Σιτροέν να έχει 50.000 φράκα καθαρό κέρδος κάθε μήνα (ICO/Κον- Μπεντίτ χ.χ.: 128). Ως εκ τούτου, έχουμε ένα στρώμα υπερεκμεταλλευόμενων εργαζομένων, το οποίο ζει σε άθλιες συνθήκες και βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπο με το καθεστώς τρομοκράτησης των ξένων εργατών υπό τον φόβο των ενεργειών της επιχείρησης για να τους αφαιρεθεί η άδεια εργασίας.

Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων θα φέρει αυτή την τεράστια έκρηξη του Μάη και θα δείξει γιατί επιμένουμε να υποστηρίζουμε πως στα γεγονότα στη Γαλλία το κύριο βάρος είχε η εργατική τάξη και όχι οι φοιτητές: Σύμφωνα με όλες τις σχετικές εκτιμήσεις, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1968 βρίσκονταν σε απεργία μεταξύ 6 και 9 εκατομμυρίων Γάλλων μισθωτών, περίπου το μισό των μισθωτών εργαζομένων, ενώ για τις απεργίες του 1936 οι αντίστοιχες εκτιμήσεις είναι 3 εκατομμύρια ή το 15% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (Ubbiali 2008: 481), και για την απεργία του 1947 2,5 εκατομμύρια. Το ίδιο το γαλλικό Υπουργείο Εργασίας εκτίμησε πως το 1968 πραγματοποιήθηκαν 150 εκατομμύρια μέρες απεργίας τη στιγμή που το 1969 πραγματοποιήθηκαν μόνο 2 εκατομμύρια και το 1971 4,3 εκατομμύρια. Για να έχουμε δε ένα διεθνές μέτρο σύγκρισης, στην Ιταλία το «θερμό φθινόπωρο» συνετέλεσε στο να χαθούν 37 εκατομμύρια ώρες εργασίας όλο το 1969 ενώ στη Βρετανία το 1974 οι απεργίες που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης των Συντηρητικών του Χηθ είχαν ως αποτέλεσμα των απώλεια 14 εκατομμυρίων ωρών εργασίας (Κριβίν/Μπενσαΐντ χ.χ.: 279- 280).

Αν στην Γαλλία οι απεργιακές κινητοποιήσεις χαρακτηρίστηκαν από τρομερή ένταση η οποία συμπυκνώθηκε μέσα σε λίγο χρόνο, στην Ιταλία τα πράγματα εξελίχθηκαν αρκετά διαφορετικά. Στην πραγματικότητα ο ιταλικός «Μάης» κράτησε αρκετά χρόνια. Ας δούμε τα στοιχεία του πίνακα που ακολουθεί:

 

Πίνακας 1

Ημέρες εργασίας που χάθηκαν λόγω απεργίας και λοκ άουτ

(για 1.000 μισθούς ανά έτος)

 

1950- 1959

1960- 1969

1970- 1974

1975- 1979

ΗΠΑ

668

450

584

433

ΟΔΓ

59

15

92

53

Ιαπωνία

328

139

167

83

Βρετανία

152

153

1186

567

Ιταλία

524

1145

1746

1457

Γαλλία

324

172

300

242

Πηγή: ΟΟΣΑ και Ιωακείμογλου 1987: 133

 

Αυτό που παρατηρούμε είναι πως σε όλη την εικοσαετία 1960-1979 το επίκεντρο της εργατικής πάλης εντός των πιο αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών βρίσκεται στην Ιταλία και μάλιστα η απεργιακή πυκνότητα κινείται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα απ’ ό,τι στις υπόλοιπες. Κατά συνέπεια, είναι πολύ περιοριστικό να μιλάμε για ιταλικό Μάη, ή ορθότερα για ιταλικό φθινόπωρο, αλλά για την ανάδυση ενός δυναμικού εργατικού κινήματος με ιστορικές ρίζες και με αιτήματα που αφορούσαν την ουσία της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής. Για πρώτη φορά τίθεται με άμεσο τρόπο το αίτημα του εξισωτισμού, δηλαδή απόδοση ίσων αυξήσεων σε όλους σε αντιδιαστολή με το πολύπλοκο σύστημα που επικρατούσε στα περισσότερα εργοστάσια, όπου ο μισθός χωριζόταν στον βασικό και σε ένα πλήθος επιδομάτων ανάλογα με την ειδικότητα και το τμήμα, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις να έχουν μεγάλες διακυμάνσεις οδηγώντας σε μεγάλες διαιρέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους. Επιπρόσθετα, αναδύθηκαν διεκδικήσεις σχετικά με την παρέμβαση στους χρόνους και τους ρυθμούς της εργασίας, αμφισβητήθηκε ο εργοστασιακός δεσποτισμός και διεκδικήθηκε ο εργατικός έλεγχος στους χώρους δουλειάς (Σωτήρης 2008). Παράλληλα με όλα αυτά, στα αίτια της εργατικής αναταραχής θα πρέπει να συνυπολογιστούν και πιο μακροχρόνια δομικές καταστάσεις όπως το μεγάλο χάσμα μεταξύ Βορρά-Νότου και η μαζική μεταφορά των αγροτών του Νότου στον Βορρά, όπου τους περίμενε η βίαιη προλεταριοποίηση μέσα σε ένα περιβάλλον αυταρχισμού και εντατικοποίησης.

Σε ότι αφορά τους φοιτητές στην Ιταλία, αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι πως μεταξύ 1951 και 1968 συντελέστηκε μια ραγδαία αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού: Από 225.000 το 1951 φτάνουμε στις 550.000 το 1968, δηλαδή παρατηρούμε έναν υπερδιπλασιασμό. Ακόμα μεγαλύτερη είναι αυτή η τάση για τους σπουδαστές της ανώτερης μέσης εκπαίδευσης, όπου από 430.000 το 1951 εκτοξεύονται στους 1.780.000 το 1968, πράγμα που σημαίνει υπερτετραπλασιασμό.

Όλα αυτά συμβαίνουν για δύο λόγους. Από τη μια υπάρχει μια τεράστια κοινωνική πίεση από τα λαϊκά στρώματα για αύξηση των δυνατοτήτων πρόσβασης στην ανώτερη και κατώτερη εκπαίδευση, δεδομένου πως μέσω της εκπαίδευσης θεωρούνταν ότι αποκτιόταν το διαβατήριο για την κοινωνική άνοδο των παιδιών τους (όπως ακριβώς συνέβη και στην Ελλάδα). Από την άλλη, η ίδια η άρχουσα τάξη συμπεριέλαβε στους σχεδιασμούς της αυτή την αύξηση αλλά για τους δικούς της λόγους: μείωση του αριθμού των ανέργων και βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου του συλλογικού εργαζόμενου, με την απαραίτητη ωστόσο επισήμανση πως όλα αυτά είχαν ένα όριο αφού από ένα σημείο και πέρα λειτουργούσαν οι μηχανισμοί αποκλεισμού, οπότε μόλις το ¼ των εισακτέων κατόρθωναν να πάρουν πτυχίο και να μπορέσουν να ενταχθούν ως ειδικευμένο δυναμικό στην αγορά εργασίας (Ντελ Καρία 1984: 123-125).

Το ενδιαφέρον είναι ότι το ιταλικό φοιτητικό κίνημα μπόρεσε να κατανοήσει όλες αυτές τις παραμέτρους (διαφορετική ταξική προοπτική σε σχέση με τους γονείς του, διάψευση οραμάτων ένταξης σε επιτελική θέση στην οργάνωση της παραγωγής, κατανόηση του ρόλου που πρόκειται να παίξει εντός του καπιταλιστικού συστήματος): «Η επαγγελματική μας προετοιμασία είναι ένα κοινωνικό κεφάλαιο που δεν μας ανήκει επειδή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από μια επιχειρηματική γραφειοκρατική οργάνωση που δεν έχουμε τη δυνατότητα να την ελέγξουμε πολιτικά και επαγγελματικά. Το πανεπιστήμιο σαν εξουσιαστική δομή χρησιμεύει λοιπόν για να προετοιμάζει πολιτικά άοπλους και επαγγελματικά περιορισμένους εκτελεστές. Στο πανεπιστήμιο μαθαίνει κανείς κύρια να διατάζει και να υπακούει … Εκείνο που μένει στη μάζα των φοιτητών, μετά την εξαφάνιση των δημοκρατικών, συνδιαχειριστικών, ρεφορμιστικών αυταπατών που έτρεφαν οι οργανώσεις τους και οι εκπροσωπήσεις τους, είναι η οργάνωση σε φοιτητική εξουσία σαν αμφισβήτηση των πανεπιστημιακών δομών και των ακαδημαϊκών φορέων, σαν εργαλείο ρήξης με τον ακαδημαϊκό αυταρχισμό, ενάντια στον οποίο μπορούμε να αντιδράσουμε μόνο με την οργάνωση του διαφορετικού και της αντιπαράθεσης».[3]

Συνήθως, και όχι αθώα, όταν γίνεται αναφορά στην ανάπτυξη των κινημάτων στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60, παραγνωρίζεται η σημασία και το εύρος του εργατικού κινήματος. Ωστόσο αρκεί μια ματιά στα στοιχεία του πίνακα 1 για να γίνει συνειδητό πως στις ΗΠΑ σε όλη τη δεκαετία του ’60 σημειώνονται περισσότερες απεργίες, μετά την Ιταλία, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας! Στα χρόνια αυτά χρησιμοποιήθηκε μια πλειάδα αγωνιστικών πρακτικών όπως οι απουσίες από τη δουλειά (το 1969 το ποσοστό των απουσιών τη Δευτέρα και την Παρασκευή έφτανε το 15% των εργαζομένων), η ελαττωματική κατασκευή των προϊόντων, οι συχνές αποχωρήσεις κ.λπ. Η κινητήρια δύναμη των αγώνων ήταν οι μαύροι εργάτες, οι οποίοι κινητοποιούνταν κύρια ενάντια στις συνθήκες εργασίας και στον ρατσισμό.

Παράλληλα με τις εργατικές κινητοποιήσεις, το αντιπολεμικό κίνημα των ΗΠΑ ξεκίνησε με τη μορφή της αντίθεσης στη χρήση των πυρηνικών όπλων. Ωστόσο, οι επεμβάσεις στην Κούβα τον Άγιο Δομίνικο και το Βιετνάμ έδωσαν στο κίνημα πιο σαφείς αντιπολεμικούς-αντιιμπεριαλιστικούς τόνους. Από εκεί και πέρα τα επακόλουθα του πολέμου στο Βιετνάμ είναι που θα του δώσουν μια πολύ μεγάλη εμβέλεια. Με σύνθημα το «Δεν θέλουμε να πάμε» δημιουργείται μια ευρεία αντίθεση εξαιτίας των 100.000 νεκρών ή τραυματιών που σημειώθηκαν μέχρι το 1967 από μια εκστρατευτική δύναμη που δεν ξεπερνούσε τις 400.000 στρατιώτες. Αχίλλειος πτέρνα της όλης κατάστασης αποδεικνύεται η προσπάθεια υποχρεωτικής στράτευσης μέρους του φοιτητικού πληθυσμού δεδομένου ότι θεσπίζεται ένα θεσμικό πλαίσιο όπου η αποτυχία στις εξετάσεις συνεπάγεται την παύση της αναβολής και στη συνέχεια την αποστολή στο Βιετνάμ. Οι φοιτητές αντιδρούν με διαδηλώσεις, καταλήψεις πανεπιστημίων, καθιστικές διαμαρτυρίες, δημόσιο κάψιμο στρατιωτικών βιβλιαρίων. Από εκεί και πέρα είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια του πολέμου υπήρξαν 206.000 αρνήσεις κατάταξης στον αμερικανικό στρατό ενώ μεταξύ 1968 και 1975 λιποτάκτησαν 93.000 στρατιώτες (Ivol 2008: 803).

Στην Ιαπωνία το περίφημο μεταπολεμικό ιαπωνικό θαύμα βασίστηκε στην ύπαρξη ενός πολύ καλά ειδικευμένου αλλά πολύ χαμηλά αμειβόμενου εργατικού δυναμικού. Είναι χαρακτηριστικό πως, ενώ η βιομηχανική παραγωγικότητα μεταξύ 1995 και 1960 ανέβαινε κατά 55%, οι πραγματικοί μισθοί δεν αυξήθηκαν πάρα 25%. Από την άλλη, η μετάβαση στον μονοπωλιακό καπιταλισμό και η ένταση του ανταγωνισμού που έφερε η διεθνοποίηση της οικονομίας είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών μικρών επιχειρήσεων και την προλεταριοποίηση πρώην μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, γεγονός που δημιούργησε καινούργιες εντάσεις, δεδομένου ότι τα στρώματα αυτά έπρεπε με πολύ γρήγορους ρυθμούς να προσαρμοστούν στις νέες εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν στις μεγάλες επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, η διαρκής ανάγκη εκσυγχρονισμού της καπιταλιστικής ιαπωνικής οικονομίας είχε ως πρόσθετες συνέπειες τη δυσκολία ανεύρεσης εργασίας για τους ηλικιωμένους εργαζόμενους των μικρών επιχειρήσεων που έκλειναν καθώς και τη μεταβολή του τρόπου αμοιβής: Από εκεί που το βασικό κριτήριο ήταν τα χρόνια απασχόλησης, έγινε μετάβαση σε μια νέα φάση όπου το βασικό κριτήριο είναι η ειδίκευση (Καμπέλ 1984: 215-217).

Στην Τσεχοσλοβακία σημαντικό ρόλο έπαιξαν, πέραν των γενικότερων προβλημάτων των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, και δύο ειδικότερα ζητήματα. Το πρώτο είχε να κάνει με την ίδια την κατάσταση της τσεχοσλοβακικής οικονομίας. Η συγκεκριμένη οικονομία εμφάνισε κρισιακά φαινόμενα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, όπου ο ρυθμός αύξησής της πέρασε από το 8,5% της δεκαετίας 1950-1960 στο 0,7% το 1962, ενώ παράλληλα η παραγωγικότητα μειώθηκε από 7,7% το 1960 σε 3,1% το 1962 για να πέσει περισσότερο τα επόμενα χρόνια, με συνέπεια την πτώση και των πραγματικών μισθών, πράγμα πρωτοφανές ιστορικά για μια «σοσιαλιστική» χώρα. Το αποτέλεσμα είναι να αρχίσει να αναγνωρίζεται και από τους ίδιους τους κρατικούς φορείς το γεγονός «ότι η εθνική οικονομία της Τσεχοσλοβακίας διέρχεται πράγματι μια περίοδο βαθιάς διαρθρωτικής ανισορροπίας και συγκρατημένων πληθωριστικών τάσεων, που εκδηλώνονται σε όλους τους τομείς της ζωής και της κοινωνίας και ιδίως στο εξωτερικό εμπόριο, στην εσωτερική αγορά και στις επενδύσεις» ( IS κ.ά. 1988: 171). 

Το δεύτερο ζήτημα αφορούσε τη δόμηση των εργασιακών σχέσεων όπως αυτή αποτυπωνόταν στη λειτουργία των «συνδικάτων». Δεν επρόκειτο βέβαια για συνδικάτα με την ακριβή έννοια του όρου, δηλαδή θεσμούς διαπραγμάτευσης και μαχητικής διεκδίκησης, αλλά περισσότερο για μηχανισμούς επιτήρησης των εργαζομένων και ενσωμάτωσής τους στις νόρμες παραγωγής κι αυτό γιατί περιλάμβαναν στους κόλπους τους όλους τους απασχολούμενους ανεξάρτητα από τη θέση τους στην παραγωγή (δηλαδή και τα διευθυντικά στελέχη). Η λειτουργία τους αποσκοπούσε κυρίως στην προώθηση της «σοσιαλιστικής άμιλλας», δηλαδή την αύξηση της παραγωγικότητας ενώ οι αρμοδιότητές τους έφταναν μέχρι το σημείο να επιβάλλουν κυρώσεις για τη χαμηλή αποδοτικότητα και να καταπολεμούν τις συχνές απουσίες! (Βιάλε 1984: 77-78).

Η σπουδαστική εξέγερση στη Γιουγκοσλαβία συνδέθηκε με την έκφραση μιας συνολικότερης αντιπαράθεσης απέναντι στη διάρθρωση του συνασπισμού εξουσίας. Από τα πρώτα χρόνια της συγκρότησης της «σοσιαλιστικής» δημοκρατίας είχε δημιουργηθεί μια άρχουσα τάξη την οποία αποτελούσαν ανώτερα κομματικά στελέχη και τμήματα της κρατικής γραφειοκρατίας. Επιπρόσθετα σε αυτό, τα ανοίγματα προς τη Δύση που επιχείρησε ο Τίτο μετά τη ρήξη του με τον Στάλιν είχαν ως αποτέλεσμα και τη μετάβαση σε μια περιορισμένου βαθμού οικονομία της αγοράς με αποτέλεσμα τη σταδιακή άνθιση μιας νέας αστικής τάξης που πλούτισε γρήγορα χάρη στο εμπόριο και τον τουρισμό. Με τον τρόπο αυτόν, ενδυναμώθηκε ακόμα περισσότερο μια κατάσταση όπου κυριαρχούσαν οι σημαντικές οικονομικές ανισότητες ενώ ο κοινωνικός ιστός χαρακτηριζόταν και από έλλειψη κοινωνικής κινητικότητας. Αυτό, πέρα από το γεγονός του νεποτισμού που διέκρινε τη λειτουργία του κράτους προς όφελος των κομματικών στελεχών, σχετιζόταν με την αδυναμία που είχαν οι φοιτητές που προέρχονταν από φτωχότερα στρώματα να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους ανταποκρινόμενοι ταυτόχρονα στα μεγάλα έξοδα της καθημερινότητας. Με αυτή την έννοια, η καθιέρωση της ελεύθερης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έμοιαζε με εμπαιγμό. Από εκεί και πέρα, ακόμα κι αν κανείς κατόρθωνε να γίνει πτυχιούχος, είχε να αντιμετωπίσει το υπαρκτό για τη Γιουγκοσλαβία φάσμα της ανεργίας, με αποτέλεσμα να πυκνώνουν οι μεταναστευτικές ροές προς το εξωτερικό. Τέλος, υπήρχε και μια διογκούμενη δυσαρέσκεια για την ίδια την οργάνωση και το περιεχόμενο των σπουδών, τις μεθόδους διδασκαλίας κ.λπ. (Κράλι 1984: 199 κ.ε.)

 

Ποια είναι τα αποτελέσματα που έφερε η παγκόσμια έκρηξη του ’68;

Η παγκόσμια έκρηξη του ’68 έκανε εφικτή την επαναφορά στο προσκήνιο της πάλης των τάξεων αναδεικνύοντας τις σοβούσες αντιφάσεις που χαρακτήριζαν το ψυχροπολεμικό μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, τα όρια που είχε η στρατηγική των παραδοσιακών κομμάτων της αριστεράς, καθώς και τις αντινομίες που διέκριναν τη λεγόμενη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ειδικότερα:

1) Δημιουργήθηκε ένα πολύ μεγάλο εύρος αγώνων των εργαζόμενων στρωμάτων που με δυναμισμό έθεταν σε αμφισβήτηση τον θεμελιακό άξονα συγκρότησης του μέχρι τότε εργατικού κινήματος. Οι κινητοποιήσεις δεν περιορίζονταν σε διεκδικήσεις αναδιανομής του εισοδήματος αλλά προέβαλλαν, για πρώτη φορά, το ζήτημα των σχέσεων εξουσίας εντός της παραγωγικής διαδικασίας. Το θέμα αυτό καθαυτό είναι ιδιαίτερα σοβαρό γιατί τόσο στην προπολεμική όσο και στη μεταπολεμική περίοδο η γενικότερη ενίσχυση των μορφών σχετικής υπεραξίας επέφερε πολλαπλές αλλαγές στην οικονομική δομή: αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, εντεινόμενη εκμηχάνιση της παραγωγής, κατακερματισμός της παραγωγικής διαδικασίας, αυστηρός έλεγχος των ρυθμών παραγωγής. Το αποτέλεσμα θα είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και επομένως των δυνατοτήτων του κεφαλαίου να συναινέσει σε μια σχετική άνοδο των μισθών. Αυτό είχε ως συνέπεια το εργατικό κίνημα να επικεντρώσει τη στρατηγική του στο αίτημα της βελτίωσης των εισοδημάτων και όχι στην προσπάθεια τροποποίησης των παραγωγικών σχέσεων (Ιωακείμογλου 1990: 31). Έτσι, ο τρόπος οργάνωσης της εργασίας, ο οποίος γινόταν αντιληπτός ως ένα ουδέτερο και τεχνικό πεδίο, έμενε εκτός κριτικής (Andréanni/Féray 1993: 272). Εκείνο που προέκυψε είναι η αποτυχία κατανόησης πως το κεφάλαιο αποτελεί πρώτα απ’ όλα μια κοινωνική σχέση, πράγμα που θα οδηγήσει στον σχηματισμό της πεποίθησης πως οι επερχόμενες οικονομικές κρίσεις θα έχουν καταστροφικά για τον καπιταλισμό χαρακτηριστικά και θα οδηγήσουν νομοτελειακά στην πτώση του. Ήταν αδύνατο να γίνει αντιληπτή η κρίση ως μια ιδιαίτερη στιγμή της πάλης των τάξεων. Αντίθετα, αντιμετωπίστηκε ως το όριο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διέφυγε από το πεδίο της ανάλυσης η δυνατότητα του κεφαλαίου να αναδιαρθρώνει τις δυνάμεις του. Η πολυσύνθετη διαδικασία της πάλης των τάξεων αντικαταστάθηκε ουσιαστικά από την απλουστευτική εξίσωση: αύξηση των εργατικών αγώνων που θέτουν οικονομικά αιτήματα + καταστροφικές συνέπειες προερχόμενες από τη συσσώρευση του κεφαλαίου = οικονομική κρίση = πολιτική κρίση = κοινωνική επανάσταση.

Έτσι, οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης που θα χαρακτηρίσουν τη μεταπολεμική περίοδο, θα θεωρηθούν όχι έκφραση της δυνατότητας της αστικής τάξης να αναπροσαρμόζει τους συσχετισμούς στην παραγωγική διαδικασία αλλά κάτι ουδέτερο και θετικό που αποτελεί θεμέλιο για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Η συνέπεια αυτής της συλλογιστικής θα είναι να μεταφερθεί, για ακόμα μία φορά, η σύγκρουση στο πιο εύκολο έδαφος: αυτό της αναδιανομής του εισοδήματος αντί της εστίασης της πάλης στο επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων (Duc Le 1982· Bebouzy 1984· Ιωακείμογλου 1985).

Όλη αυτή η στρατηγική θα αμφισβητηθεί από τα κινήματα του ’68 που με αποφασιστικότητα θα επαναφέρουν το αίτημα του εργατικού ελέγχου στην ημερήσια διάταξη αμφισβητώντας την κυριαρχία του κεφαλαίου εντός της παραγωγικής διαδικασίας. Ταυτόχρονα, η δυναμική των εργατικών κινητοποιήσεων θα έχει ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση τμημάτων της εργατικής τάξης που μέχρι πρότινος χαρακτηρίζονταν από μια απάθεια και μια δυσπιστία προς τον οργανωμένο συνδικαλισμό με τελικό αποτέλεσμα την επανένωση του συνόλου της εργατικής τάξης στο κινηματικό επίπεδο.

2) Εντάθηκε η ταξική πάλη εντός των μηχανισμών κοινωνικής ένταξης (σχολείο, πανεπιστήμιο). Πρόκειται για τη διαμόρφωση ενός πολυσύνθετου ρεύματος κοινωνικής αμφισβήτησης της λειτουργίας των κατεστημένων εκπαιδευτικών μηχανισμών και της διασύνδεσής τους με την καπιταλιστική κοινωνία: κριτική στην ουδετερότητα της γνώσης και της επιστήμης, άρθρωση αιτημάτων για την κατάργηση των περιορισμών πρόσβασης σε αυτούς τους μηχανισμούς, προσπάθεια σύνδεσης των κινημάτων της εκπαίδευσης με τους εργατικούς αγώνες, αμφισβήτηση του τεχνοκρατισμού και του επιστημονισμού.

3) Συγκροτήθηκε ένα μαζικό πλειοψηφικό ρεύμα αμφισβήτησης των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών (εισβολή στο Βιετνάμ) και δημιουργήθηκε ένα κίνημα αμφισβήτησης του πολέμου ως διαδικασίας «επίλυσης» των διακρατικών διαφορών με πολύ σημαντικά παρεπόμενα: αντιπολεμικό κίνημα, είσοδος νέων τάσεων στη μουσική και ανάπτυξη νέων πρακτικών συλλογικής ψυχαγωγίας (π.χ. Γούντστοκ), σχηματισμός του κινήματος των χίππυς.

4) Αμφισβητήθηκε το ρατσιστικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης τόσο μέσω της υιοθέτησης πιο μετριοπαθών πρακτικών (Μάρτιν Λούθερ Κινγκ) όσο με πιο βίαιες μεθόδους (Μαύροι Πάνθηρες).

5) Αναδείχθηκαν στο προσκήνιο και δευτερεύουσες πλευρές της βασικής αντίθεσης που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό (κεφάλαιο-εργασία): σχέσεις των δύο φύλων, κριτική στην πατριαρχική οικογένεια, οργάνωση του χώρου, ανάδειξη του οικολογικού ζητήματος, αμφισβήτηση του προτύπου μαζικής κατανάλωσης.

6) Τέθηκε σε ριζική κριτική το μοντέλο σοσιαλιστικής οικοδόμησης που επιλέχτηκε από τις λεγόμενες μεταβατικές κοινωνίες. Θεωρήθηκε πως πλευρές της κοινωνικής οργάνωσης των ανατολικών κοινωνικών σχηματισμών όπως η προβολή του στόχου της παραγωγικότητας, η αυτονόμηση των διευθυντικών στελεχών, η γενίκευση των εμπορευματικών σχέσεων, οι περιορισμοί στις πολιτικές ελευθερίες, η ασφυκτική παρουσία του κόμματος σε όλες τις πλευρές των κοινωνικών δραστηριοτήτων η εξαφάνιση κάθε περιθωρίου λαϊκών πρωτοβουλιών, η υιοθέτηση ανοιχτών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων απέναντι σε «απείθαρχα» κράτη του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, απείχαν πολύ από τους θεμελιακούς οραματισμούς για μια άλλη ποιοτικά διαφορετική κοινωνία. Το αποτέλεσμα ήταν η ανάδυση μιας κοινωνικής δυναμικής των λαϊκών στρωμάτων τα οποία προέβαλαν διεκδικήσεις τόσο στο επίπεδο της οργάνωσης της παραγωγής όσο και στο επίπεδο της λειτουργίας της πολιτικής εξουσίας.

7) Σχηματίστηκε το ποικιλόμορφο και ταυτόχρονα αντιφατικό ρεύμα της νέας αριστεράς το οποίο επιχείρησε να συγκεφαλαιώσει την εμπειρία και τις πρακτικές όλης αυτής της παγκόσμιας έκρηξης. Το ρεύμα αυτό επιχείρησε να αντιπαρατεθεί στην ενσωμάτωση των παραδοσιακών δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων, να ανανεώσει από μια ριζοσπαστική σκοπιά την πολιτικοϊδεολογική κληρονομιά του μαχόμενου μαρξισμού, να διαχωριστεί από τον «επίσημο» σοβιετικό μαρξισμό, να ψηλαφήσει το σχέδιο για τη διαμόρφωση νέων όρων για τη χάραξη μιας επαναστατικής πολιτικής στον σύγχρονο καπιταλισμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις καθορίστηκε από την εμπειρία της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, σε άλλες από τα κινήματα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου ενώ υπήρξαν και φορές που η νέα αριστερά αναπτύχθηκε με τη μορφή της αντιπολίτευσης στο εσωτερικό των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων (η περίπτωση του Manifesto στην Ιταλία ή του αλτουσεριανού ρεύματος στη Γαλλία).

 

Γιατί τα κινήματα του ’68 ηττήθηκαν και ποια ήταν τα αποτελέσματα αυτής της ήττας;

Το ερώτημα, ωστόσο, που τίθεται είναι γιατί όλη αυτή η μεγάλη έκρηξη με τις παγκόσμιες διαστάσεις και την πολύ μεγάλη πολιτική και ιδεολογική εμβέλεια βρέθηκε σε κατάσταση υποχώρησης και ήττας.

Η θέση που υποστηρίζουμε είναι πως το βασικό πρόβλημα που έμεινε ανεπίλυτο είναι ότι όλη αυτή η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων που ήρθε να συνδυαστεί με την ανάδυση διαφορετικών απαντήσεων για τη μορφή και το περιεχόμενο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος δεν κατόρθωσε να συναρθρωθεί οργανικά με μια ολοκληρωμένη επαναστατική στρατηγική παραμένοντας μετέωρη και αποσπασματική. Η παρατήρηση αυτή αποτελεί το κόκκινο νήμα που συνδέει όλα τα επιμέρους αίτια που θα αναφερθούν στη συνέχεια:

1) Έλλειψη ενός επαναστατικού προγράμματος το οποίο να κατορθώνει να συγκεφαλαιώνει όλα τα επιμέρους αιτήματα, όχι μόνο ενιαιοποιώντας τα αλλά αποτελώντας μια ποιοτική τομή σε σχέση με το απλό άθροισμά τους. Αναμφίβολα, το σύνολο των επιμέρους κινημάτων έφερε στο προσκήνιο πληθώρα ζητημάτων εκ των οποίων πολλά ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικά, όπως π.χ. ο εργατικός έλεγχος, ωστόσο υπήρξε αδυναμία όλα αυτά να τεθούν υπό το πρίσμα της κατάληψης της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, ως της απαραίτητης προϋπόθεσης για την υλοποίηση των αιτημάτων που είχαν διατυπωθεί.

2) Το παραπάνω έρχεται να συνδεθεί με το γεγονός της ανυπαρξίας ενός πολιτικού φορέα ο οποίος εκκινώντας από τις ρωγμές που δημιουργούσαν στην ηγεμονία του κεφαλαίου τα επιμέρους κινήματα θα κατόρθωνε να αναδείξει τα στοιχεία που τα συνέδεαν και να τα εντάξει σε ένα πολιτικό πλαίσιο που θα στόχευε στη μετάβαση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία.

3) Η ύπαρξη αυτών των αδυναμιών οδήγησε πάρα πολλά αιτήματα να ενσωματωθούν τελικά σε μια πιο φιλολαϊκή εκδοχή του συστήματος. Ο εργατικός και ο φοιτητικός έλεγχος μετατράπηκαν στη συμμετοχή 1-2 εργατών ή φοιτητών στα όργανα διοίκησης των επιχειρήσεων και των πανεπιστημίων, η κριτική στο ιεραρχικό μοντέλο οργάνωσης της εργασίας οδήγησε στην υιοθέτηση πλευρών του ιαπωνικού μοντέλου, η διατύπωση αιτημάτων για αυτόνομη και πλουραλιστική ενημέρωση συνετέλεσε στην εξάπλωση των ιδιωτικών ΜΜΕ, η εστίαση στα προβλήματα της οικολογίας θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των επιχειρήσεων του «πράσινου» καπιταλισμού κ.λπ.

4) Σε ό,τι αφορά τις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες η ανάδυση πλευρών ριζοσπαστικής κριτικής απέναντι στα εκεί καθεστώτα θα αποδειχτεί ανεπαρκής για να οδηγήσει στον αυτομετασχηματισμό αυτών των σχηματισμών σε μια πιο φιλολαϊκή και δημοκρατική κατεύθυνση. Κι εδώ αναδεικνύεται η αδυναμία εκπόνησης ενός συνολικού πολιτικού προγράμματος αλλά και η απουσία του πολιτικού εκείνου φορέα που με τρόπο συνεκτικό θα αναλάμβανε την εφαρμογή του σε ρήξη με τις υφιστάμενες δομές πολιτικής εξουσίας. Ταυτόχρονα απέβη ιδιαίτερα προβληματικό το γεγονός ότι οι όποιες αντιστάσεις στο εσωτερικό των ανατολικών χωρών ήταν αποσπασματικές και δεν μπόρεσαν να συντονιστούν σε διεθνικό επίπεδο. Τελευταίο, αλλά καθόλου έσχατο δεν είχε μπορέσει να γίνει αντιληπτός ο βαθμός στον οποίο η κρατική αστική τάξη κατείχε την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία, έτσι ώστε να χρειάζεται κάτι ποιοτικά ανώτερο για να αμφισβητηθεί ριζικά η εξουσία της.[4]

5) Στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα διαπιστώθηκε ότι αυτό που βάρυνε τελικά ήταν η αναγκαιότητα εθνικής ολοκλήρωσης – πράγμα που καθιστούσε δύσκολη την ένταξή τους στο Ανατολικό Μπλοκ ενώ η ανάγκη επιβίωσης μέσα σε ένα πολυσύνθετο διεθνές περιβάλλον τις υποχρέωνε να διατηρούν αποστάσεις και από τους δύο βασικούς πόλους. Η αποτυχία επίλυσης εσωτερικών αντιφάσεων θα οδηγήσει πολλές από αυτές στη δίνη του νεοφονταμενταλισμού, ενώ η δυναμική που θα φέρει η πτώση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού θα συντελέσει οριστικά στην ένταξή τους σε μια διαδικασία εκκαπιταλιστικοποίησης μέσω της υιοθέτησης, σε αρκετές περιπτώσεις, των νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων του ΔΝΤ (Went 2002-2003: 488).

Οι αδυναμίες αυτές θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός διαφορετικού πολιτικού τοπίου στις δεκαετίες που ακολούθησαν:

1) Παρατηρείται η ανάδυση αντιλήψεων και ρευμάτων σκέψης που υποτιμούν και αμφισβητούν την κεντρικότητα της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας και της ηγεμονικής θέσης της εργατικής τάξης στη διαδικασία της κοινωνικής ανατροπής. Βασικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των αντιλήψεων έχει η ανάπτυξη του οικολογικού κινήματος και ο σχηματισμός μια υπερταξικής αντίληψης για την οικουμενική αξία της φύσης στο πλαίσιο μιας θεολογικής προσέγγισης για την καταστροφική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, τη στιγμή που το πραγματικό πρόβλημα αφορά τα αποτελέσματα της λειτουργίας της κεφαλαιακής σχέσης μέσα στον χώρο.

2) Ταυτόχρονα το εναλλακτικό κίνημα θεωρεί πως η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα συντίθεται από μια πληθώρα ισότιμων αντιθέσεων μία εκ των οποίων είναι η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, η οποία συνυπάρχει με την αντίθεση άντρα-γυναίκας, ανθρώπου-φύσης, ηλικιωμένων-νεότερων κ.λπ. Πρόκειται για μια τάση η οποία επιχείρησε να παντρέψει την κρίση του εργατικού κινήματος με ενός είδους θεωρητικό αμορφισμό που δημιούργησε η ήττα των κινημάτων του ’68.

3) Αναδύεται μια μορφή μεταμοντέρνας αντίληψης του πολιτικού και του κοινωνικού γίγνεσθαι μέσω της διατύπωσης απόψεων περί του τέλους των μεγάλων διηγήσεων και της ανάγκης αντίστοιχης σύναψης προγραμματικών πολιτικών συγκροτήσεων και συμφωνιών. Σύμφωνα με τη μεταμοντέρνα αντίληψη, η νέα πραγματικότητα που αναδύεται περιλαμβάνει πολλές επιμέρους επιστημονικές τομές: διαφορετική αντίληψη της έννοιας του χώρου και του χρόνου, εξάλειψη της εμπιστοσύνης στη συσχέτιση μεταξύ επιστημονικών και ηθικών προταγμάτων, θρίαμβο της αισθητικής έναντι της ηθικής ως βασικό αντικείμενο του ενδιαφέροντος των διανοουμένων, κυριαρχία των εικόνων έναντι των αφηγήσεων, εφημερότητα και κατακερματισμός υπερτερούν απέναντι στις αιώνιες αλήθειες και στις ενιαίες πολιτικές, ενώ οι εξηγήσεις έχουν μετατοπιστεί από τον χώρο των υλικών και πολιτικοοικονομικών θεμελίων προς τον χώρο των αυτόνομων πολιτιστικών και πολιτικών πρακτικών (Harvey 1990: 328). Βάσει αυτής της οπτικής ακόμα και όταν υιοθετούνται κινηματικές πρακτικές οικολογικού ή άλλου χαρακτήρα, δεν παύει να ισχύει η διατύπωση του Ζίζεκ ότι «η μεταμοντέρνα πολιτική σίγουρα έχει το μεγάλο προτέρημα ότι “επαναπολιτικοποιεί” μια σειρά από πεδία που προηγουμένως θεωρούνταν “απολίτικα” ή “ιδιωτικά”· το γεγονός όμως είναι ότι στην πραγματικότητα δεν επαναπολιτικοποιεί τον καπιταλισμό, γιατί λειτουργεί μέσα σε μια έννοια και μορφή του “πολιτικού” που θεμελιώνεται στην “αποπολιτικοποίηση” της οικονομίας» (Žižek 2000: 98, έμφαση στο πρωτότυπο).

4) Το παραπάνω συντελεί και στην εμφάνιση κινημάτων τα οποία περιορίζονται από μια αντίληψη ουδετερότητας των αστικών θεσμών και αναλαμβάνουν την υπεράσπιση της απρόσκοπτης λειτουργίας τους. Πρόκειται για κινήματα που προασπίζονται την «κοινωνία των πολιτών» (οι οποίοι δεν ανήκουν σε κάποια τάξη), προστατεύουν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, αντιπαρατίθενται στις παραβιάσεις της νομιμότητας των θεσμών, υποστηρίζουν τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Είναι προφανές πως και για την αριστερά σε όλες της τις εκδοχές ανέκαθεν υπάρχει το πρόταγμα της υποστήριξης όλων των παραπάνω, αλλά με μια διαφορά: Τα πάσης φύσεως δικαιώματα δεν μπορούν να ορίζονται ως ουδέτερες και διαχρονικές αξίες πέρα από κάθε είδους ταξικό προσδιορισμό. Στην αντίθετη περίπτωση περιορίζεται ο χαρακτήρας των παραπάνω πρακτικών σε μορφές συμπαράστασης στους εκάστοτε διωκόμενους χωρίς να συνδέεται το επιμέρους ζήτημα, δηλαδή μια συνολική οπτική δημιουργίας ρωγμών στη στρατηγική της άρχουσας τάξης και ανατροπής των υφιστάμενων συσχετισμών προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων. Ενίοτε τα αποτελέσματα τέτοιου είδους αντιλήψεων θα είναι τραγικά με χαρακτηριστικότατο παράδειγμα τη γιουγκοσλαβική τραγωδία όπου μια σειρά από φορείς τής εν γένει αριστεράς (από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μέχρι του πράσινους και ορισμένες τροτσκιστικές οργανώσεις) θα υποστηρίξουν τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς με πρόσχημα την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

 

Υπάρχει σήμερα χώρος για τους πολιτικούς επιγόνους του ’68;

Αυτό το ερώτημα για όλη την περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’90 θα μπορούσε με σχετική ευκολία να λάβει μια αρνητική απάντηση. Είναι ενδιαφέρον δε πως, μολονότι η νέα αριστερά είχε σταθεί ιδιαίτερα επικριτική απέναντι στα καθεστώτα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν μπόρεσε να ωφεληθεί από την κατάρρευσή τους. Φαινόταν σαν να ήταν τμήμα ενός παλιού κόσμου που εξαφανιζόταν μαζί με αυτόν – πόσο μάλλον που η δική της υποχώρηση είχε προηγηθεί κατά μία δεκαπενταετία.

Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία τα πράγματα φαίνεται να ακολουθούν αρκετά πρωτόγνωρες τροχιές. Εύκολα διαπιστώνεται τόσο η κρίση της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας όσο και αυτή των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων. Η σοσιαλδημοκρατία, με κάποιες εξαιρέσεις όπως είναι αυτή του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, φαίνεται να μην μπορεί να διατυπώσει ένα εναλλακτικό σχέδιο αστικής ηγεμονίας πέραν της υιοθέτησης του νεοφιλελεύθερου προτάγματος. Από την άλλη, τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα έχουν βρεθεί σε μια ιστορική αδυναμία κάλυψης του πολιτικού κενού που δημιουργεί η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας.

Μέσα σε αυτό πλαίσιο εμφανίζεται μια δειλή αλλά υπαρκτή επανάκαμψη της ριζοσπαστικής αριστεράς στις ποικίλες εκδοχές της, δεδομένου ότι κάθε χώρα έχει και τις δικές της ιδιαιτερότητες. Στη Γαλλία η επαναστατική αριστερά στο σύνολό της έχει περίπου τριπλάσια επιρροή σε σχέση με το πάλαι ποτέ κραταιό ΓΚΚ, στην Πορτογαλία το Μπλόκο (ένωση τροτσκιστικών και μαοϊκών οργανώσεων) αυξάνει τη δυναμική του και συναγωνίζεται επί ίσοις όροις το καταρρέων ΚΚΠ, στην Ολλανδία το κόμμα της κινηματικής αριστεράς προσεγγίζει το 20% του εκλογικού σώματος. Σε εκλογικό επίπεδο σε αντίστοιχα συμπεράσματα μπορεί να καταλήξει κανείς εξετάζοντας τις εξελίξεις στη Δανία. Αλλού, όπως στη Γερμανία, δημιουργούνται πολιτικές συγκροτήσεις ως αποτέλεσμα των αδιεξόδων της σοσιαλδημοκρατίας, ενώ στην Ιταλία η αποτυχία των κεντροαριστερών κυβερνήσεων δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία μιας εναλλακτικής αριστεράς. Ταυτόχρονα, σε επίπεδο κοινωνικής δυναμικής γεγονότα όπως η απόρριψη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος στη Γαλλία και την Ολλανδία, οι απεργίες στη Γερμανία, το φοιτητικό κίνημα στην Ελλάδα έρχονται να αναδείξουν την ύπαρξη ενός πολιτικού κενού που δυνάμει θα μπορούσε να καλυφθεί από μια πιο ριζοσπαστική αριστερά. Σε όλα αυτά, δε, θα πρέπει να προστεθεί και η δυναμική των κινητοποιήσεων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση όπως εκφράστηκαν στη Γένοβα, στο Λονδίνο, στην Αθήνα, στο Ροστόκ.

Αν ξεφύγουμε μάλιστα από τον χώρο της δυτικής Ευρώπης και επεκταθούμε και σε άλλες περιοχές, οι εξελίξεις είναι ακόμα πιο εντυπωσιακές: Στη Βενεζουέλα έχουμε τους ενδιαφέροντες κοινωνικούς πειραματισμούς της κυβέρνησης Τσάβες, την εκλογή αριστερών ριζοσπαστικών κυβερνήσεων στη Βολιβία, τον Ισημερινό και την Παραγουάη, στο Νεπάλ μετά από πολλά χρόνια ένα ένοπλο αντάρτικο έρχεται στην κυβέρνηση, στη Νικαράγουα επιστρέφουν οι Σαντινίστας και ο Ορτέγκα στην εξουσία.

Με όλα αυτά δεν θέλουμε να υποστηρίξουμε πως ο σημερινός κόσμος βρίσκεται σε ενός είδους αναβρασμό παρόμοιο με αυτό του ’68. Ωστόσο, θέλουμε να τονίσουμε πως ορισμένα χαρακτηριστικά της νέας αριστεράς συνεχίζουν να διατηρούν μια επικαιρότητα συντελώντας στη διαμόρφωση των εξελίξεων. Έτσι, το γεγονός της ομογενοποίησης των κομμάτων εξουσίας και της μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας καθώς και η κρίση της παραδοσιακής αριστεράς, και ιδιαίτερα εκείνης που ταυτίστηκε με τον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό, δημιουργούν την ανάγκη για μια αριστερά που θα χαρακτηρίζεται από αυτοτέλεια και ανεξαρτησία απέναντι στο κεφάλαιο και τους πολιτικούς του εκπροσώπους, στο όνομα της αναγκαίας αντιπαράθεσης των λαϊκών τάξεων με την κυρίαρχη στρατηγική.

 

Συμπέρασμα

Στην πραγματικότητα, η παγκόσμια έκρηξη του ’68 δεν ήταν παρά μια πολλαπλή συνάντηση όπως σωστά έχει παρατηρήσει και ο Λουί Αλτουσέρ. Μια συνάντηση μεταξύ της κρίσης των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, της γενίκευσης των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων, της εστίασης σε ζητήματα οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας και κριτικής του εργοστασιακού δεσποτισμού, της αμφισβήτησης όψεων του υφιστάμενου κοινωνικού συντηρητισμού, της κριτικής στα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα, της ανάγκης εμφάνισης μιας διαφορετικής αριστεράς που σε προγραμματικό λόγο να συγκεφαλαιώνει όλα τα παραπάνω. Με αυτή την έννοια όλα είναι παρόντα και ταυτόχρονα απόντα. Υπάρχει ένας καπιταλισμός που αναπτύσσεται αλλά ταυτόχρονα δημιουργείται ένα κίνημα αμφισβήτησής του χωρίς να έχει εκδηλωθεί κάποια οικονομική κρίση, όπως η τριτοδιεθνιστική παράδοση για πολλά χρόνια πρέσβευε. Υπάρχει ένα σύνολο «σοσιαλιστικών κοινωνιών» που πολύ απέχει από τα καθεστώτα που ευαγγελίστηκαν αυτοί που συμμετείχαν στις διαδικασίες ανατροπής του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, αλλά δεν υπάρχει ούτε το πρόγραμμα εκείνο που θα συνδύαζε την εξουσία των εργαζόμενων τάξεων με ένα αποκεντρωμένο και αυτοδιαχειριζόμενο μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής αλλά ούτε και ο φορέας υλοποίησης ενός τέτοιου προγράμματος. Υπάρχει η ανάδειξη του ζητήματος του τρόπου οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας αλλά δεν υπάρχει μια πρόταση κοινά αποδεκτή που να λειτουργήσει συσπειρωτικά για τη μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης. Υπάρχει η ανάγκη μιας άλλης αριστεράς που να εκμεταλλευτεί το πρόσφορο έδαφος για γενικευμένη αμφισβήτηση μόνο που είναι πολύ νέα και πολύ ανώριμη πολιτικά ώστε να μπορέσει να εκπονήσει ένα σχέδιο κοινωνικών ανατροπών που να στοχεύουν στη μετάβαση σε μια διαφορετική κοινωνία. Υπάρχουν, τέλος, οι όψεις κριτικής σε πλευρές της καπιταλιστικής καθημερινότητας (κοινωνικός συντηρητισμός, πατριαρχία, οικολογία, εμπορευματοποίηση, καταναλωτισμός), αλλά που δεν μπορούν να συνδεθούν μια συνολική απόρριψη του συστήματος που γεννά αυτά τα φαινόμενα.

Όλες αυτές οι ταυτόχρονες παρουσίες και απουσίες είναι που θα οδηγήσουν στην υποχώρηση των κινημάτων του Μάη και στην περαιτέρω ενδυνάμωση του καπιταλιστικού συστήματος. Όλες οι αντιστάσεις είτε θα κατακερματιστούν είτε θα ενσωματωθούν. Η ημιτελής κριτική στις ανατολικές κοινωνίες θα οδηγήσει στη γρήγορη μετάβαση στις οικονομίες της αγοράς ύστερα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η ανάδειξη των δευτερευουσών αντιθέσεων του καπιταλιστικού συστήματος θα συντελέσει είτε στην ανάδυση κινημάτων που κινούνται σαφώς σε μια μεταμοντέρνα κατεύθυνση είτε στην ανανέωση μορφών κεφαλαιακής κερδοφορίας (οικολογικά προϊόντα κ.λπ.), η αδυναμία κατανόησης του βάθους στο οποίο είχε διεισδύσει η ηγεμονία της αστικής τάξης στην Κίνα θα καταλήξει στην ήττα του μαοϊσμού και στην παγίωση του σημερινού «πρωτόγονου» κινέζικου καπιταλισμού, η ήττα στις κριτικές της φορντικής οργάνωσης της παραγωγής θα οδηγήσει στα ευέλικτα μοντέλα οργάνωσης της εργασίας που θα εφαρμοστούν σε μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις όπως η Τογιότα, η Μάικροσοφτ και η Αππλ.

Αν μέναμε μόνο σε αυτές τις διαπιστώσεις, τότε θα καταλήγαμε απλώς στο συμπέρασμα πως η έκρηξη του ’68 ήταν μια σημαντική αλλά παρ’ όλα αυτά μετέωρη απόπειρα για τη ριζοσπαστική ανανέωση της χειραφετητικής προοπτικής. Ωστόσο, οι εξελίξεις που ακολούθησαν την πτώση των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού έδειξαν πως και το καπιταλιστικό σύστημα συνέχισε να χαρακτηρίζεται από έντονες αντιφάσεις. Το αποτέλεσμα είναι όχι μόνο η επανεμφάνιση κοινωνικών αντιστάσεων αλλά και η πολιτική συγκρότηση ρευμάτων που σε σημαντικό βαθμό έχουν καθοριστεί από την κληρονομιά της έκρηξης του ’68 και της νέας αριστεράς: κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, αποτυχία υιοθέτησης της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης, εκλογικές επιτυχίες των δυνάμεων αριστερών ριζοσπαστικών προσεγγίσεων κ.ά. Το μέλλον συνεχίζει να διαρκεί πολύ…

 

Βιβλιογραφία

Αλτουσέρ, Λουί, 1988, «Μάης “φοιτητικός” ή “εργατικός”; Σχετικά με τη μελέτη του Μ. Βερρέ για τον “φοιτητικό” Μάη, Πολίτης 91: 34- 41.

Andréanni, Tony / Marc, Féray, 1993, Discours sur légalité parmi les hommes, Παρίσι: L’Harmattan.

Artous, Antoine / Didier, Epsztajn / Patrick, Silberstein (επιμ.), 2008, La France des années 1968, Παρίσι: Syllepse.

Bebouzy, Μarianne, 1984, Travail et travailleurs aux etats-unis, Παρίσι: La Découverte.

Βιάλε, Γκουίντο / Καρία, ντελ Ρέντσο / Γκιγιεμπώ κ.ά., ’68. Η παγκόσμια έκρηξη, Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Βιάλε, Γκουίντο, 1984, «Η παγκόσμια έκρηξη», στο Βιάλε / Ντελ Γκαρία / Γκιγιεμπώ, ό.π., σ. 16- 107.

Duc, Le / Jean, Marie, 1982, Les Etats industriels et la crise, Παρίσι: Le Sycomore.

Harvey, David 1990, The Condition of Postmodernity. An Enquiry into the Origins of Cultural Change, Οξφόρδη: Blackwell.

ICO / Κον-Μπεντίτ, Το μήνυμα των οδοφραγμάτων, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος.

IS / Πέρλμαν / Ματίκ κ.ά., 1988, 1968 η χρονιά που συγκλόνισε τον κόσμο, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος.

Ivol, Ambre, 2008, «USA» στο Artous / Epsztajn / Silberstein, ό.π. σ. 794-804.

Ιωακείμογλου, Ηλίας, 1985, «Για μια αντικαπιταλιστική έξοδο από την κρίση» (τρίτο μέρος), Θέσεις 13: 67- 103.

Ιωακείμογλου, Ηλίας, 1987, Η αυθόρμητη κατεύθυνση των φαινομένων, Θεσσαλονίκη: Αξιός.

Ιωακείμογλου, Ηλίας, 1990, «Το τέλος της αριστεράς και η ανάδυση των αντικαπιταλιστικών κινημάτων», Θέσεις 30: 25-42.

Καμπέλ, Ζαν, 1984, «Οι φοιτητικοί και εργατικοί αγώνες στην Ιαπωνία», στο Βιάλε / Ντελ Καρία / Γκιγιεμπώ, ό.π., σ. 212-239.

Καρία, ντελ Ρέντσο, 1984, «Ο Ιταλικός Μάης των Φοιτητών», στο Βιάλε / Ντελ Καρία / Γκιγιεμπώ, ό.π., σ. 109-147.

Kergoat, Jacques, 2008, «Sous la plage la greve» στο Artous / Epsztajn / Silberstein, ό.π., σ. 37-87.

Κράλι, Λούκα, 1984, «Η κόκκινη εβδομάδα στο Βελιγράδι», στο Βιάλε / Ντελ Καρία/ Γκιγιεμπώ, ό.π., σ. 193-211.

Κριβίν Αλαίν / Μπενσαΐντ, Ντανιέλ, «Εμείς είμαστε οι κληρονόμοι του ’68», στο Σίηλ, Πάτρικ / Μωρήν, Μακόνβιλ, Η Γαλλική Επανάσταση του 1968, Αθήνα: Εργατική Πάλη, σ. 273-298.

Σεμπλέν, Ζακ, 1988, «1968: Κρίση Επαναστατική;», Πολίτης 91: 44-47.

Σίηλ, Πάτρικ / Μωρήν, Μακόνβιλ, Η Γαλλική Επανάσταση του 1968, Αθήνα: Εργατική Πάλη.

Σωτήρης, Παναγιώτης, 2008, «La rossa primavera (σημειώσεις για τον Ιταλικό Μάη)», Θέσεις 104.

Ubbiali, Georges, 2008, «Luttes ouvrières radicales», στο Artous / Epsztajn / Silberstein, ό.π., σ. 481-495.

Weber, Henri, 1988, Vingt Ans Après. Que reste-t-il de 68 ; Παρίσι: Seuil.

Went, Robert, 2002-2003, «Globalization in the Perspective of Imperialism», Science & Society 66(4): 473-497.

Žižek Slavoj, 2000, «Class Struggle or Postmodernism? Yes, please!», στο Butler, Laclau, Žižek, Contigency, Hegemony, Solidarity. Contemporary Dialogues on the Left, Λονδίνο / Νέα Υόρκη: Verso, σ. 90-132.

 

* Το άρθρο περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο 40 χρόνια Μάης ’68. Πρακτικά εκδήλωσης ΙΣΤΑΜΕ: 16-17-18 Μαΐου 2008, Μίλητος, Αθήνα 2008.

 

[1] Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον συνάδελφο Παναγιώτη Σωτήρη για τις παρατηρήσεις που έκανε σε προηγούμενες μορφές του παρόντος κειμένου. 

[2] Δεν είναι τυχαίο πως τη στιγμή που γίνονταν οι σπουδαίες φοιτητικές κινητοποιήσεις στη Γερμανία, στη Γαλλία κυκλοφορούσε η εφημερίδα Monde με άρθρο «Η Γαλλία βαριέται». Μετά από μερικές βδομάδες το γαλλικό πολιτικό σκηνικό είχε γίνει πιο ενδιαφέρον για όλους.

[3] Πλαίσιο της κατάληψης του Ινστιτούτου Κοινωνικών Επιστημών του Τρέντο (Γενάρης- Φλεβάρης 1968 αναφέρεται στο Ντελ Καρία 1984: 133).

[4] Αυτό ισχύει ακόμα και για την περίπτωση της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, όπου η αμφισβήτηση δομών και νοοτροπιών δεν ήταν επαρκής για να δοθούν απαντήσεις σε σημαντικά ζητήματα όπως η σχέση κόμματος και κράτους, τα όρια και το περιεχόμενο των θεσμών λαϊκής εξουσίας, ενώ κυριάρχησε ο περιορισμός των αντιπαραθέσεων από ένα σημείο και μετά εντός του εσωτερικού του κόμματος κι όχι στο σύνολο της κοινωνίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.