ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Η στάση της Αριστεράς απέναντι στο ναζισμό τη δεκαετία του 1930: η περίπτωση της Κομμουνιστικής Διεθνούς

Η στάση της Αριστεράς απέναντι στο ναζισμό τη δεκαετία του 1930: η περίπτωση της Κομμουνιστικής Διεθνούς


Το Ιδρυτικό Συνέδριο της 3ης Διεθνούς (σ.σ. στο εξής Κομμουνιστική Διεθνής -Κ.Δ.- ή Κομιντέρν), πραγματοποιήθηκε το Μάρτιο του 1919 στη Μόσχα, εν μέσω του Ρωσικού Εμφυλίου και στη συνέχεια της στρατιωτικής επέμβασης των Συμμάχων της Αντάντ στη νότια Ρωσία και την Ουκρανία.Η πραγματικότητα αυτή έκανε τον Λένιν και τους υπόλοιπους μπολσεβίκους ηγέτες να δώσουν επείγοντα χαρακτήρα στην ίδρυση της Διεθνούς, σαν ένα «παγκόσμιο ενοποιημένο Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου τα επί μέρους τμήματα είναι τα κόμματα που δραστηριοποιούνται σε κάθε χώρα», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Λένιν [1]. Η Κ.Δ. πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή στο 2ο Συνέδριό της, το καλοκαίρι του 1920, με τη συμμετοχή πολλών αντιπροσώπων από νεοϊδρυθέντα κομμουνιστικά κόμματα. Η υιοθέτηση του Προγράμματος των 21 Σημείων, που είχε γραφτεί από τους Λένιν και Ζηνόβιεφ, καθόριζε τα κριτήρια και τους όρους συμμετοχής στην Κ.Δ. Τα 21 σημεία, σε γενικές γραμμές, υιοθετούσαν την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στη λειτουργία των κομμάτων που μετείχαν στην Κ.Δ. και τη σχέση τους με την 3η Διεθνή, πρότασσαν την απομάκρυνση των ρεφορμιστικών και μικροαστικών στοιχείων και καθόριζαν ότι όλες οι αποφάσεις της Κ.Δ. και της Εκτελεστικής Επιτροπής της είχαν υποχρεωτικό χαρακτήρα για τα Κ.Κ. που μετείχαν στην Κομιντέρν, αλλά και ότι τα προγράμματα των κομμάτων-μελών θα αξιολογούνταν από την Κ.Δ. Το ίδιο Συνέδριο καθόριζε, επίσης, την οργανωτική δομή της Κ.Δ. ως ηγέτιδας δύναμης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, δίνοντας την πρωτοκαθεδρία στην ΕΣΣΔ και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) [2]. Έως το 1921 οι ήττες των κομμουνιστικών κινημάτων στην Γερμανία και την Ουγγαρία και η γενικότερη υποχώρηση των επαναστατικών ρευμάτων στην Ευρώπη κάνουν την Κ.Δ. να υιοθετήσει μια πιο εύκαμπτη πολιτική που δεν απέκλειε τη συνεργασία με σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αν εξυπηρετούσε στους στόχους της Κ.Δ [3]. Ο Λένιν, πριν από το 1921, είχε ξεκινήσει να επεξεργάζεται το ζήτημα των μετωπικών συνεργασιών και των πολιτικών συμμαχιών των Κ.Κ. Προϊόν των επεξεργασιών αυτών ήταν το πολιτικό εργαλείο του Ενιαίου Μετώπου.

Η πολιτική τακτική του Ενιαίου Μετώπου κατατέθηκε και επεξεργάστηκε στη διάρκεια του 3ου Συνέδριο της Κ.Δ. (Ιούνιος 1921), αλλά και σε μεταγενέστερες συνεδριάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν. Οι θέσεις που διατυπώθηκαν στη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής τον Δεκέμβρη του 1921 υπογράμμιζαν τις όλο και πιο ισχυρές επιθέσεις του καπιταλισμού ενάντια στην εργατική τάξη και την επείγουσα ανάγκη μιας ενιαίας δράσης όλων των εργατικών δυνάμεων για την απόκρουση αυτών των επιθέσεων. Οι θέσεις αυτές διαπίστωναν, επίσης, ότι «η εργατική τάξη στο σύνολό της δείχνει μια χωρίς προηγούμενο επιθυμία για ενότητα» και καλούσαν τους κομμουνιστές να πάρουν πρωτοβουλία και να απευθυνθούν στους σοσιαλδημοκράτες με συγκεκριμένες προτάσεις για ενιαιομετωπική δράση. Ο Λένιν υπογράμμισε, όμως, ότι απαραίτητη προϋπόθεση όλων των ενιαιομετωπικών ενεργειών είναι να διατηρήσουν τα Κ.Κ. ακέραιο το δικαίωμα κριτικής, χωρίς την οποία η εργατική τάξη δεν θα μπορούσε να αμυνθεί ενάντια στην προδοσία των σοσιαλδημοκρατών ηγετών [4].

Το ζήτημα του Ενιαίου Μετώπου δέσποσε και στο 4ο Συνέδριο της Κ.Δ. το 1992. Η Κ.Δ. ζήτησε «όλα τα κομμουνιστικά κόμματα και οι ομάδες να εφαρμόζουν αυστηρά την τακτική το ενιαίου μετώπου γιατί μονάχα αυτή οδηγεί τους κομμουνιστές στον πιο σίγουρο δρόμο για να κατακτήσουν την πλειονότητα των εργαζομένων», υπογραμμίζοντας πως «οι ρεφορμιστές είναι εκείνοι που χρειάζονται τώρα τη διαίρεση, ενώ οι κομμουνιστές θέλουν να ενώσουν όλες τις δυνάμεις της εργατικής τάξης ενάντια στον καπιταλισμό» [5].

Σε αδρές γραμμές, οι ορίζουσες του Ενιαίου Μετώπου συνοψίζονται σε έξι άξονες, με βάση τα πρακτικά του 4ου Συνεδρίου:

α) «Η τακτική του ενιαίου μετώπου σημαίνει ότι η κομμουνιστική πρωτοπορία πρέπει να μπαίνει επικεφαλής στους καθημερινούς αγώνες των μεγάλων μαζών για τις απόλυτα απαραίτητες και ζωτικές διεκδικήσεις τους. Μέσα στους αγώνες αυτούς οι κομμουνιστές μπορεί να έρχονται σε διαπραγματεύσεις ακόμα και με τους προδότες αρχηγούς των σοσιαλδημοκρατών και με τους ανθρώπους του Άμστερνταμ (σ.σ. την υπό σοσιαλδημοκρατικό έλεγχο Συνδικαλιστική Διεθνής του Άμστερνταμ)». 
β) «Η ύπαρξη αυτόνομων κομμουνιστικών κομμάτων, μαζί με την απόλυτα ελεύθερη δράση τους απέναντι στον καπιταλισμό και την αντεπαναστατική σοσιαλδημοκρατία, είναι το μεγαλύτερο ιστορικό επίτευγμα του προλεταριάτου που με κανένα τρόπο δεν πρέπει να το εγκαταλείψουν οι κομμουνιστές. Μόνο τα κομμουνιστικά κόμματα αγωνίζονται για τα συνολικά συμφέροντα του προλεταριάτου».

γ) «Η τακτική του ενιαίου μετώπου δεν σημαίνει καθόλου μια “εκλογική σύμπραξη” με τους κορυφαίους παράγοντες που στοχεύουν σε τούτους ή σε κείνους τους εκλογικούς σκοπούς. Η τακτική του ενιαίου μετώπου αποβλέπει να εξυπηρετήσει τον κοινό αγώνα των κομμουνιστών και των άλλων εργατών που ακολουθούν άλλα κόμματα ή ομάδες ή που είναι ακομμάτιστοι για την υπεράσπιση των στοιχειωδών ζωτικών συμφερόντων της εργατικής τάξης ενάντια στην μπουρζουαζία. Κάθε αγώνας και για τις πιο μικρές καθημερινές διεκδικήσεις αποτελεί πηγή επαναστατικών διδαγμάτων γιατί με την εμπειρία που αποκτούν στους αγώνες οι εργάτες θα πεισθούν για την αναπόδραστη ανάγκη της επανάστασης και για τη μεγάλη σημασία του κομμουνισμού».

δ) «Ένα άλλο πολύ σπουδαίο καθήκον όταν εφαρμόζουμε την τακτική του ενιαίου μετώπου είναι να επιδιώκουμε όχι μόνο αποτελέσματα στη ζύμωση αλλά και στην οργάνωση. Πρέπει να επωφελούμαστε από κάθε ευκαιρία για να δημιουργούμε μέσα στις εργατικές μάζες πυρήνες αυτοοργάνωσης (εργατικά συμβούλια, επιτροπές εργατικού ελέγχου από εργάτες όλων των κομμάτων ή και ακομμάτιστους, εκτελεστικές επιτροπές κ.τ.λ.)».
ε) «Το σημαντικότερο στην τακτική του ενιαίου μετώπου ήταν και εξακολουθεί να είναι η δραστική αλλά μαζί και η οργανωτική συσπείρωση των εργατικών μαζών. Το πρακτικό αποτέλεσμα της τακτικής του ενιαίου μετώπου πηγάζει από τα “κάτω”, μέσα από τα σπλάχνα αυτών των εργατικών μαζών. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι κομμουνιστές θα χρειαστεί να συνεργαστούν και με τους κορυφαίους εκπρόσωπους των αντίπαλων εργατικών κομμάτων• για την εξέλιξη της πορείας όμως αυτών των διαπραγματεύσεων οι μάζες πρέπει να έχουν διαρκώς πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους αυτούς με κανένα τρόπο δεν πρέπει να περιορίζεται η αυτόνομη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων».
στ) «Αυτονόητο είναι ότι η τακτική του ενιαίου μετώπου πρέπει να εφαρμόζεται στις διάφορες χώρες με διαφορετική μορφή, ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες. Όσον καιρό όμως στις σημαντικότερες καπιταλιστικές χώρες οι αντικειμενικοί όροι είναι ώριμοι για τη σοσιαλιστική επανάσταση και όπου τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (καθοδηγούμενα από τους αντεπαναστάτες ηγέτες) συνειδητά πραγματοποιούν τη διάσπαση της εργατικής τάξης, εκεί η τακτική του ενιαίου μετώπου θα δημιουργήσει μια νέα εποχή» [6].

Στην τακτική αυτή αναφερόταν επίσης το 5ο Συνέδριο της Κ.Δ. το 1924 (σ.σ. το πρώτο μετά το θάνατο του Λένιν), που διατηρούσε τη θέση ότι η πολιτική του μετώπου «από τα κάτω» είναι αναγκαία «παντού και πάντα», αφήνοντας, όμως, ανοιχτή την προοπτική επαφών με τους σοσιαλδημοκράτες, στο πλαίσιο μιας επαναστατικής κινητοποίησης. Ο όρος αυτός αφορούσε σε μια πολιτική επέκτασης και ενδυνάμωσης της επιρροής της επιρροής των Κ.Κ. ανάμεσα στους εργάτες και τα συνδικάτα, με σκοπό οι εργάτες να στραφούν ενάντια στους μετριοπαθείς σοσιαλιστές και ρεφορμιστές ηγέτες των συνδικάτων και με αυτό τον τρόπο να ριζοσπαστικοποιηθεί τόσο η εργατική τάξη όσο και τα συνδικάτα [7]. Παράλληλα, όμως, το 5ο Συνέδριο καθόρισε τα όρια των πολιτικών συμμαχιών απέναντι στο φασισμό. Με βάση μια ανάλυση που διαπίστωνε τη φασιστικοποίηση όλων των αστικών κομμάτων, αποκλείστηκε η συνεργασία με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα για την αντιμετώπιση των φασιστών [8]. Πιο απλά, για να καταπολεμηθούν οι φασίστες έπρεπε να καταπολεμηθούν οι ρεφορμιστές: «Σε αυτή τη μάχη ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες, πρέπει να πάρουμε πίσω από το φασισμό, για την προλεταριακή ταξική πάλη, όλα εκείνα τα στοιχεία και τις ομάδες που είναι το θεμέλιο του φασιστικού μαζικού κινήματος» [9].

Η πολιτική της Κομιντέρν αλλάζει ακόμα περισσότερο στο 6ο Συνέδριο του 1928, το οποίο απέρριψε κάθε προοπτική συμμαχιών με τους σοσιαλδημοκράτες και εξισώνοντάς τους με τον αναδυόμενο φασισμό τους χαρακτήριζε «σοσιαλφασίστες». Στο πλαίσιο αυτό, το μέτωπο «από τα κάτω» ερμηνεύεται ως μια πολιτική που να στρέφει τους εργάτες, τα σωματεία και άλλες μαζικές οργανώσεις ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες [10]. Το 6ο Συνέδριο υπογράμμιζε ότι «το κέντρο βάρους του ενωμένου μετώπου από τα κάτω είναι να διεκπεραιώνει την αύξηση της έντασης της πάλης ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες, αλλά δεν αντικαθιστά, απεναντίας ενδυναμώνει, το καθήκον των κομμουνιστών να κάνουν διάκριση μεταξύ των ειλικρινά πλανημένων σοσιαλδημοκρατών εργατών από τη μια και των σοσιαλδημοκρατών ηγετών, των λακέδων του ιμπεριαλισμού από την άλλη» [11].

Ο οικονομισμός και ο ρόλος του στην πρόσληψη του φασισμού

Αναφορικά με την Κομιντέρν, το βασικότερο πρόβλημα στη χάραξη της ανάλυσης και της πολιτικής της εντοπιζόταν στις τάσεις οικονομισμού και οικονομικού καταστροφισμού. Ο Πουλαντζάς περιγράφει ως εξής τις συνέπειες των δύο αυτών τάσεων: «Παίρνοντας ως αφετηρία τη σωστή λενινιστική αντίληψη που θεωρεί τον ιμπεριαλισμό ως καπιταλισμό σε κατάσταση αγωνίας (δηλαδή ως περίγραμμα των συγκυριών κορύφωσης της ταξικής πάλης), στη συνέχεια κατέληγαν συχνά στο συμπέρασμα ότι η επανάσταση γράφτηκε στην ημερήσια διάταξη μέσα στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις του κόσμου» [12]. Η επικείμενη επανάσταση θεωρήθηκε μια επανάσταση που είναι έτοιμη να ξεσπάσει οπουδήποτε και οποτεδήποτε, καθώς θεωρούνταν συνέπεια της οικονομικής κρίσης. Η ανάλυση αυτή, μάλιστα, χρησιμοποιούσε τελείως λαθεμένα τον όρο του Λένιν περί σταθεροποίησης, καθώς ο Λένιν, με τον όρο αυτό, εννοούσε την εξασφάλιση μιας σχετικής ισορροπίας δυνάμεων, θέτοντας το όλο θέμα στην πάλη των τάξεων [13]. Το θέμα της οικονομικής σταθεροποίησης απασχόλησε την 3η Διεθνή στο 4ο Συνέδριο (1922-23), το 5ο (1924), την 5η Ολομέλεια (1925) και φτάνοντας στο 6ο Συνέδριο υπογράμμιζε ότι η εποχή της οικονομικής σταθεροποίησης τελείωσε [14]. Ωστόσο, ο οικονομίστικος τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζαν το ζήτημα της σταθεροποίησης ισοπέδωνε τη συγκυρία της ταξικής πάλης, σύμφωνα με τους Πουλαντζά και Μπετελέμ [15].

Μετά το 6ο Συνέδριο, το σταμάτημα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, έδωσε τη θέση του στη δυνατότητα του ιμπεριαλισμού να εξακολουθεί να αναπτύσσει τις παραγωγικές του δυνάμεις, με τέτοιο τρόπο ώστε να συγκρούεται με το εποικοδόμημά του και έτσι η όξυνση της αντίφασης να οδηγεί στην καταστροφή του συστήματος, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για το επικείμενό του, τον σοσιαλισμό [16].

Η βασική κωδικοποίηση του οικονομισμού στο πλαίσιο του σοβιετικού μαρξισμού περιλαμβάνει μια αντίληψη σχετικά με την αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη των πρώτων περιορίζεται από τις δεύτερες. Έτσι, όταν ξεπεραστεί ένα συγκεκριμένο όριο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (αύξηση ποσότητας), που δεν μπορούν πλέον να αντιστοιχήσουν ή να «χωρέσουν» στις παρωχημένες (καπιταλιστικές) παραγωγικές σχέσεις, επέρχεται και η ποιοτική μεταβολή, δηλαδή ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός των παραγωγικών σχέσεων. Μέσα από το σχήμα αυτό οι παραγωγικών δυνάμεων αναγορεύονται σε κινητήρια δύναμη της Ιστορίας (καθώς καθορίζουν την εξέλιξη των παραγωγικών σχέσεων ταξικής κυριαρχίας και υποταγής), η πάλη των τάξεων μετατρέπεται σε απλή αντανάκλαση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνικής και ο μαρξισμός εκφυλίζεται σ’ ένα εξελικτικό τελεολογικό δόγμα.

Τα θεωρήματα του οικονομισμού της Τρίτης Διεθνούς έχουν διατυπωθεί με τον πιο ολοκληρωμένο και σαφή τρόπο από τον ίδιο τον Στάλιν: «Πρώτα αλλάζουν και εξελίσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, κι ύστερα σε εξάρτηση από τις αλλαγές αυτές και σε αντιστοιχία με αυτές, αλλάζουν οι παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων (...). Ό,τι λογής είναι οι παραγωγικές δυνάμεις, τέτοιες πρέπει να είναι και οι παραγωγικές σχέσεις» [17]. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη οι (καπιταλιστικές) παραγωγικές σχέσεις φρενάρουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και αυτή ακριβώς η αντίφαση είναι που καθιστά την κοινωνική αλλαγή αναπόφευκτη: οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής πρέπει να αντικατασταθούν από τις νέες, τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, ώστε να γίνει τελικά δυνατή η ανεμπόδιστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Ωστόσο, ο οικονομισμός βρίσκεται στον αντίποδα των θεωρητικών συμπερασμάτων της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, που θεμελίωσε ο Μαρξ, ακόμα και σχετικά με το ζήτημα της (καπιταλιστικής) ανάπτυξης. Σύμφωνα με τον Μαρξ, το κεφάλαιο «δρα καταστροφικά και αδιάκοπα επαναστατικά, καταλύει όλους τους φραγμούς που εμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τη διεύρυνση των αναγκών, την πολυπλοκότητα της παραγωγής και την εκμετάλλευση των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων» [18]. Η διαδικασία αυτή διακόπτεται μόνο προσωρινά από τις κρίσεις υπερσυσσώρευσης που εμφανίζονται κυκλικά. Για τη μαρξιστική θεωρία, επομένως, η ανατροπή του καπιταλισμού δεν θα προκύψει από τις «νομοτέλειες» της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά από την εσωτερική δυναμική και τις εγγενείς τάσεις της πάλης των τάξεων. Η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι αναγκαία «για να αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις», αλλά διότι ο καπιταλισμός αποτελεί ένα καταπιεστικό-εξουσιαστικό σύστημα εκμετάλλευσης για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων. Επιπλέον, δημιουργεί εκείνες τις αντιφάσεις και τάσεις που, υπό όρους, μπορεί να επιτρέψουν την ανατροπή του και την οικοδόμηση της εξουσίας και της δημοκρατίας των εργαζομένων (που οι κλασικοί του μαρξισμού ονόμασαν «δικτατορία του προλεταριάτου»). H σοσιαλιστική επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα στην καπιταλιστική χώρα με τις περισσότερο αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις, αλλά στη χώρα που αποτελεί «αδύνατο κρίκο» της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας: στη χώρα (ή τις χώρες) όπου συγχωνεύονται και οξύνονται με τέτοιο τρόπο οι εσωτερικές και διεθνείς αντιφάσεις σ’ όλα τα κοινωνικά επίπεδα, ώστε να καθίσταται αντικειμενικά αναπόφευκτη η ανοιχτή πολιτική έκφραση της αντιπαράθεσης κεφαλαίου - εργασίας και η επαναστατική κρίση [19].

Άμεσα απότοκα του οικονομικού καταστροφισμού που διακατείχε την Κομιντέρν ήταν οι εκτιμήσεις που έκανε για το φασισμό και το ναζισμό [20]. Κατά πρώτον, η Κ.Δ. οδηγήθηκε στην υποτίμηση του φασιστικού κινδύνου. Σύμφωνα με την εξελικτική οικονομίστικη αντίληψη για την οικονομική κρίση, ο φασισμός δεν θα μπορούσε να διαρκέσει πολύ. Δεύτερη και συναφής εκτίμηση ήταν πως ο φασισμός, ως απλό επεισόδιο στο μηχανιστικό σχήμα οικονομική κρίση – εξέλιξη – καταστροφή – επανάσταση, θα κατέρρεε από μόνος του, λόγω των εσωτερικών του αντιθέσεων και αντιφάσεων. Σε άμεση συνάφεια είναι και η τρίτη εκτίμηση, που έβλεπε ένα πιο «θετικό» περιεχόμενο στο φασισμό, υπό την έννοια ότι επειδή επιτάχυνε την οικονομική αποσύνθεση του καπιταλισμού φέρνει τα πράγματα πιο κοντά στην επανάσταση. Ο φασισμός εκλαμβάνεται ως μια αμυντική στρατηγική του καπιταλισμού και παράδειγμα της αδιάψευστης αδυναμίας του αστισμού, οπότε αναγκαστικά θα συμβάλλει στην ενδυνάμωση της επαναστατικής κίνησης των μαζών. Σε αυτό τα πλαίσιο, «κάθε δυνατότητα εκτίμησης του φασισμού, σύμφωνα με τη συγκυρία της ταξικής πάλης, γίνεται αδύνατη (…) Όλη η παραπάνω συλλογιστική καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία εκφασισμού αντιστοιχεί αναγκαστικά σε μια επιθετική φάση του εργατικού κινήματος και σε μια ανάλογη αμυντική της αστικής τάξης. Κι όλα τούτα με βάση τη λογική που ανάγει την ταξική πάλη σε οικονομικά δεδομένα, καταφεύγοντας στη μηχανιστική εξίσωση “οικονομική κρίση = επίθεση της εργατικής τάξης”» [21].

Τα αποτελέσματα της παραπάνω αναφοράς ξεδιπλώθηκαν στο αποφασιστικό 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν. Υπό την επιρροή της θεωρίας του οικονομικού καταστροφισμού, η Κομμουνιστική Διεθνής υιοθετεί - όπως αναφέρθηκε - τη θέση περί σοσιαλφασισμού και αρνείται κάθε προοπτική σύμπηξης ενιαίου μετώπου με σοσιαλδημοκρατικές και ρεφορμιστικές πολιτικές δυνάμεις ενάντια στον ανερχόμενο φασισμό [22]. Την πολιτική αυτή εφάρμοσε με αυστηρότητα το KPD στην στρατηγική συμμαχιών του. 
Ειδικότερα στη Γερμανία, στο διάστημα 1930-33, η οπτική του οικονομικού καταστροφισμού -σύμφωνα με την οποία, η ωρίμανση της κατάστασης θα τροφοδοτούνταν από την οξυνόμενη οικονομική κρίση- σε συνδυασμό με τη σωρεία λανθασμένων πρακτικών και εκτιμήσεων του KPD, παρήγαγε μια ουσιώδη, για την καταπολέμηση του ναζισμού, συνέπεια: την απουσία πολιτικής γραμμής μαζών που να λειτουργεί σε συνάρτηση με την εργατική τάξη. Η επισήμανση αυτή είναι σημαντική, προκειμένου να κατανοήσει κανείς την αδυναμία της κομμουνιστικής Αριστεράς στη Γερμανία να συγκροτήσει αποτελεσματικά κοινωνικά και πολιτικά μπλοκ και συμμαχίες βάσης απέναντι στην ανάδυση του ναζισμού: ο επαναστατικός βερμπαλισμός, ο αδιάλλακτος αγώνας εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας, τουλάχιστον ως το 1932 [23], η πίστη του KPD στην κοινοβουλευτική δυναμική του, η υποτίμηση της δυναμικής του ναζισμού [24], η αδυναμία του να σφυρηλατήσει την πολιτική δράση της εργατικής τάξης ενάντια στο ναζισμό [25], είχαν τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα για το Κ.Κ. Γερμανίας: Το KPD ήταν το πρώτο θύμα της ναζιστικής τρομοκρατίας [26].

Η οικονομίστικη αντίληψη που προαναφέρθηκε οδήγησε την Κ.Δ. σε αντίστοιχες εσφαλμένες εκτιμήσεις, ακόμα και μετά την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, ο φασισμός δεν θα μπορούσε να διαρκέσει πολύ. Είναι ενδεικτικό ότι λίγες εβδομάδες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το προεδρείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Διεθνούς υπογράμμιζε πως «η Γερμανία του Χίτλερ βαδίζει ταχύτατα στην οικονομική καταστροφή, που διαγράφεται με όλο και πιο αναπόδραστο τρόπο. Η στιγμιαία ηρεμία μετά τη νίκη του φασισμού είναι παροδικό φαινόμενο Το επαναστατικό κύμα θα διογκωθεί αναπόφευκτα στη Γερμανία, παρά τη φασιστική τρομοκρατία» [27]. Στο ίδιο μήκος, η «Rundschau», η γερμανόφωνη έκδοση της Κ.Δ., τον Απρίλιο του 1933 εκτιμούσε πως «η παρούσα ηρεμία που επικρατεί μετά τη νίκη του φασισμού είναι προσωρινή. Παρά τη φασιστική τρομοκρατία, το επαναστατικό ρεύμα της Γερμανίας μοιραία θα επεκταθεί (…) Η εγκαθίδρυση της ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας, που γκρεμίζει όλες τις δημοκρατικές αυταπάτες των μαζών και τις απελευθερώνει από την επιρροή των σοσιαλδημοκρατών, θα επιταχύνει την πορεία της Γερμανίας προς την προλεταριακή επανάσταση» [28].

Ένα πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται από όσα γράφτηκαν παραπάνω είναι ότι τόσο το μεγαλύτερο συλλογικό υποκείμενο της κομμουνιστικής Αριστεράς του Μεσοπολέμου (Κομιντέρν) όσο και το Κ.K. της Γερμανίας, απέτυχαν εν πολλοίς να κατανοήσουν τον πολύπλευρο χαρακτήρα, τις διαστάσεις και την πολιτική ορμή του ναζισμού. Είναι, όμως, άγονη η απλή απόδοση πολιτικών ευθυνών στην μεσοπολεμική Αριστερά για το πώς ερμήνευσε και αντιπάλεψε το φαινόμενο του εθνικοσοσιαλισμού. Άλλωστε, η ρήση του Μαρξ πως «οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν, όμως, όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες, και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν» [29], σκιαγραφεί με σαφήνεια ένα βασικότατο μεθοδολογικό εργαλείο ανάγνωσης της Ιστορίας.

Για να κατανοήσει κάποιος την αποτυχία της πολιτικής της Κ.Δ. απέναντι στο ναζισμό εντός της Γερμανίας, πρέπει να προσμετρήσει δύο ακόμα παράγοντες. Πρώτο, τον εξαιρετικά συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο της ανόδου του ναζισμού στην εξουσία. Τα πλήγματα που δέχτηκε η κομμουνιστική Αριστερά της Γερμανίας τους πρώτους μήνες του 1933 ήταν ταχύτατα, συντριπτικά και αποτελούσαν έναν από τους πρώτους στόχους του Χίτλερ [30]. Δεύτερον, οι πολιτικές εκτιμήσεις και τα προτάγματα της Κ.Δ. απέναντι στο ναζισμό είχαν αντικειμενικά ελάχιστες δυνατότητες υλικής αποτύπωσης στη ναζιστική Γερμανία. Σε αντίθεση με μια διαδεδομένη άποψη περί μιας μονολιθικής ναζιστικής «μαζικής κοινωνίας», η γερμανική Αριστερά ανέπτυξε έως το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου αντιστασιακή δράση, η οποία ήταν περιορισμένη μεν, πολυσχιδής δε. Η αντίσταση αυτή συναντούσε ανυπέρβλητες δυσκολίες. Την ανελεή συντριβή της Αριστεράς, την αδυσώπητη προπαγάνδα και την τρομοκρατία του ναζιστικού καθεστώτος [31]. Η παρακάτω διαπίστωση του Ian Kershaw, αποτυπώνει με ακρίβεια το ναρκοθετημένο πεδίο στο οποίο επιχειρούσαν να κινηθούν οι μικρές αριστερές αντιπολιτευτικές ομάδες στη ναζιστική Γερμανία: «Η τρομοκρατία και ο εκφοβισμός από τη μια, και η μαζική αλλά επιδερμική πολιτικοποίηση που άγγιζε όλο το δημόσιο βίο από την άλλη, στην πραγματικότητα ευνόησαν μια διαβρωτική αποπολιτικοποίηση των μαζών, που αντικατοπτριζόταν στο αίσθημα ματαιότητας μεταξύ των πολέμιων του καθεστώτος και στην ατομικοποίηση της γνώμης» [32]. Ως εκ τούτου, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς γιατί οι πολιτικοί σχεδιασμοί της Κομιντέρν ενάντια στο ναζισμό είχαν, μετά το 1933, ισχνότατες και ναρκοθετημένες πιθανότητες να υλοποιηθούν εντός του Γ΄ Ράιχ.

Παρότι η πολιτική που χαράχτηκε το 1928 παρέμεινε επίσημη πολιτική της Κ.Δ. έως το 1935, αμφιβολίες και αίτημα για αλλαγή πολιτικής άρχισαν να εκδηλώνονται από τις αρχές του 1933. Η άνοδος των ναζί στη Γερμανία το 1933 και το αποτυχημένο φασιστικό πραξικόπημα στη Γαλλία το Φεβρουάριο του 1934, η πανευρωπαϊκή ανάπτυξη του φασισμού και η ανάδυση μαζικών φασιστικών κινημάτων σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Φινλανδία [33], καθώς και οι εντεινόμενες διώξεις των Κ.Κ. και των εργατικών κινητοποιήσεων, άλλαξαν τους συσχετισμούς δυνάμεων εντός της ευρωπαϊκής πολιτικής και έκαναν μερικά Κ.Κ. να ζητήσουν αλλαγές στην τακτική της Κ.Δ [34].
Πράγματι, το 7ο συνέδριο της Κ.Δ. το 1935 επικυρώνει βαθιές αλλαγές στην αντιμετώπιση της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού. Ο φασισμός ανακηρύσσεται πρωταρχικός εχθρός. Τα Κ.Κ., στο εξής, οφείλουν να σταματήσουν τις επιθέσεις τους απέναντι στους σοσιαλδημοκράτες και άλλους ρεφορμιστικούς πολιτικούς σχηματισμούς, και να συνάψουν μαζί τους ευρείς αντιφασιστικούς συνασπισμούς. Η νέα αυτή τακτική συμπυκνώνεται στον πολιτικό όρο «Λαϊκό Μέτωπο». Με τον καινοφανή όρο δηλωνόταν είτε η πρόθεση για συνεργασία είτε η συνεργασία, προσωρινή και ευκαιριακή των Κ.Κ. με σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις με πρωτοβουλία των κομμουνιστών, που μέχρι τότε απέρριπταν τη συνεργασία με τα εξ ορισμού εχθρικά αστικά κόμματα, μπροστά στη συνειδητοποίηση του φασιστικού κινδύνου [35].

Μετά την υπογραφή του γερμανοσοβιετικού συμφώνου μη επιθέσεως, τον Αύγουστο του 1939, η Κ.Δ. αναπροσάρμοσε τη γραμμή της: "Η τακτική των κομμουνιστικών κομμάτων κατά το παρόν στάδιο του πολέμου σε όλες τις εμπόλεμες χώρες συνίσταται στο να πάρουν θέση κατά του πολέμου, να αποκαλύψουν τον ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα, να ψηφίσουν, εκεί όπου υπάρχουν κομμουνιστές βουλευτές, κατά των πολεμικών δαπανών, να πουν στις μάζες ότι ο πόλεμος δεν θα τους προσφέρει τίποτε, εκτός από βάσανα και καταστροφές. Στις ουδέτερες χώρες να ξεσκεπασθούν οι κυβερνήσεις, που υπερασπίζονται την ουδετερότητα για τις δικές τους χώρες, αλλά στηρίζουν τον πόλεμο σε άλλες χώρες, με σκοπό το κέρδος, όπως κάνει η κυβέρνηση των ΗΠΑ, ως προς την Ιαπωνία και την Κίνα. Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει παντού να περάσουν σε αποφασιστική επίθεση κατά της προδοτικής πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας" [36].

Για να κατανοηθεί η αλλαγή αυτή, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεωπολιτικό πλαίσιο που διαμορφωνόταν στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια του Μεσοπολέμου:

Το κύριο ζήτημα για τη Σοβιετική Ένωση ήταν η πάση θυσία αποφυγή δημιουργίας μιας συμμαχίας μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης εναντίον της. Η ΕΣΣΔ είχε προσπαθήσει μάταια για μεγάλο χρονικό διάστημα να συνάψει συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία εναντίον του Χίτλερ. Ακόμα όμως και μετά την παραβίαση της Συμφωνίας του Μονάχου από τους Γερμανούς, τον Μάρτιο του 1939, η Αγγλία και η Γαλλία -όπως φάνηκε από τις διαπραγματεύσεις με την ΕΣΣΔ τον Απρίλιο του 1939 [37] - δεν φαίνονταν διατεθειμένες να συγκρουστούν με τον Χίτλερ, τον οποίο ακόμα έβλεπαν σαν ένα αποδεκτό ανάχωμα στον κομμουνισμό. Σταθμίζοντας τα δεδομένα αυτά, οι Σοβιετικοί προχώρησαν σε συμφωνία με τους Γερμανούς, καταφέρνοντας τουλάχιστον να καθυστερήσουν την εμπλοκή τους στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο [38]. Επιπλέον, επιτρέποντας στη ναζιστική Γερμανία να επιτεθεί στην Πολωνία, θα ενέπλεκαν τη Βρετανία και τη Γαλλία σε έναν πόλεμο που εκείνες ήθελαν να στραφεί αποκλειστικά στην Ανατολή [39].

Η απόφαση αυτή των Σοβιετικών δεν ήταν χωρίς κόστος. "Αλλά με βάση τις εκτιμήσεις τους για τις πιθανές εξελίξεις του πολέμου, ήταν διατεθειμένοι για να πετύχουν το βασικό τους στόχο, να υποστούν τις –δευτερεύουσες για εκείνους– συνέπειες" [40]. Αλλά και για την Κομιντέρν ήταν μια πραγματικά δύσκολη απόφαση και με πολιτικό κόστος, καθώς δημιούργησε σύγχυση στα Κ.Κ. για τη στάση τους απέναντι στον πόλεμο.
Συνεπώς, η αλλαγή αυτή στην πολιτική της Κομιντέρν αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ. Η Κ.Δ. δεν δρούσε ανεξάρτητα από τη Σοβιετική Ένωση [41]. Η Κ.Δ. είχε σαν αρμοδιότητα τη διεθνή καθοδήγηση των Κ.Κ., τη διασφάλιση της οργανωτικής ανάπτυξης και της κομματικής πειθαρχίας τους και την υπεράσπιση της σοβιετικής πολιτικής. Οι τριγμοί ανάμεσα στην Κ.Δ. και τα κατά τόπους Κ.Κ., δεν προξενούν εντύπωση, στο βαθμό που δεν ήταν μόνο προϊόν πολιτικής διαφωνίας, αλλά και των διαφορετικών κοινωνικών σχηματισμών στους οποίους δρούσαν τα Κ.Κ. 
Η πολιτική αυτή της Κ.Δ. άλλαξε μετά τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιουνίου 1941, καλώντας τους λαούς στον αντιφασιστικό αγώνα και στην υπεράσπιση της ΕΣΣΔ. Το Μάιο του 1943 το Προεδρείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς αποφάσισε τη διάλυσή της και την απαλλαγή των τμημάτων της από τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από το καταστατικό της και τις αποφάσεις των συνεδρίων της. Η Κ.Δ. διαλύθηκε και τυπικά στις 10 Ιουνίου 1943 [42].

Η ανάλυση του Γκεόργκι Ντιμιτρόφ

Ένας από τους πρωτεργάτες της αλλαγής πολιτικής της Κ.Δ. ήταν ο Βούλγαρος κομμουνιστής ηγέτης Γκεόρκι Ντιμιτρόφ. Το 1934 ο Ντιμιτρόφ βρήκε πολιτικό άσυλο στην ΕΣΣΔ, όπου ζήτησε από τον Στάλιν και την ηγεσία του ΚΚΣΕ, αλλαγή πολιτικής της Κ.Δ. Ο Ντιμιτρόφ ήταν ο πρώτος που εισήγαγε στη φρασεολογία της Κ.Δ. τον όρο Λαϊκό Μέτωπο. «Το τείχος μεταξύ των κομμουνιστών εργατών και των σοσιαλδημοκρατών πρέπει να καταστραφεί. Είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Πρέπει να απελευθερωθεί η έννοια του ενιαίου μετώπου από τις παλιές δογματικές ιδέες της εποχής του Ζηνόβιεφ: “Από τα πάνω”, “διαμέσου” και “από τα κάτω”. Πρέπει να αποδείξουμε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα θέλει να συνάψει μια ενεργή και συμπαγή συμμαχική πάλη και είναι ικανό να πολεμήσει. Η εμπειρία του Φεβρουαρίου (σ.σ. του 1934 στην Γαλλία) και έπειτα, αποδεικνύει πόσο επιτυχημένη μπορεί να είναι (σ.σ. η πολιτική του ενιαίου μετώπου)», υπογράμμιζε ο Ντιμιτρόφ στον ηγέτη του ΚΚ Γαλλίας, Μορίς Τορέζ [43].

Ο Γκ. Ντιμιτρόφ, έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής της Κ.Δ. απέναντι στο φασισμό, πρωτοστατώντας στην αλλαγή της στάσης των Κ.Κ. απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία και στην υιοθέτηση των πολιτικών των Αντιφασιστικών Λαϊκών Μετώπων. Τα ζητήματα αυτά πραγματεύτηκε εκτενώς στο βιβλίο που εξέδωσε το 1935, υπό τον μακροσκελή τίτλο «Η επίθεση του φασισμού και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς στον αγώνα για την ενότητα της εργατικής τάξης ενάντια στο φασισμό» [44].

Η ανάλυση του Ντιμιτρόφ κινούνταν στο πλαίσιο των επεξεργασιών της Κ.Δ. Η εκτίμησή του ήταν πως με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 1929 σημειώθηκε βαθιά όξυνση της γενικής κρίσης του καπιταλισμού και οι εργαζόμενες μάζες επαναστατικοποιήθηκαν, ενώ ο φασισμός πέρασε σε πλατιά αντεπίθεση, καθώς οι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι τον χρησιμοποίησαν για να ρίξουν όλο το βάρος της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων και για να προετοιμάσουν μια ιμπεριαλιστική επίθεση ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Ο Ντιμιτρόφ έδινε ιδιαίτερο βάρος στην άνοδο των ναζί στην εξουσία, θεωρώντας πως στη Γερμανία οι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι κατόρθωσαν να προετοιμάσουν την ήττα του προλεταριάτου πριν την αποφασιστική στροφή των μαζών προς την επανάσταση και να εγκαθιδρύσουν φασιστική δικτατορία [45]. Για την άνοδο των ναζί, το συμπέρασμα του Ντιμιτρόφ ήταν το εξής: «Η νίκη αυτή, από τη μια μεριά δείχνει την αδυναμία του προλεταριάτου, που αποδιοργανώθηκε και παρέλυσε εξαιτίας της διασπαστικής πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας, από τη συνεργασία της με τη μπουρζουαζία. Όμως, από την άλλη μεριά, εκφράζει την αδυναμία της ίδιας της αστικής τάξης, που φοβάται την αποκατάσταση της αγωνιστικής ενότητας της εργατικής τάξης, τρέμει την επανάσταση και που δεν είναι σε θέση να διατηρήσει τη δικτατορία πάνω τις μάζες με τις παλιές μεθόδους της αστικής δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού» [46].

Ο Ντιμιτρόφ χρησιμοποιούσε στην ανάλυσή του τον ορισμό του φασισμού που είχε υιοθετήσει η 13η Ολομέλεια της Κ.Δ. Προεκτείνοντας τον ορισμό αυτό, υπογράμμιζε πως φασισμός είναι η εξουσία του ίδιου του χρηματιστικού κεφαλαίου, η οργάνωση της «τρομοκρατικής βάρβαρης καταπίεσης της εργατικής τάξης και των επαναστατικών στοιχείων της αγροτιάς και της διανόησης» [47]. Κατά τον Ντιμιτρόφ, ο ερχομός του φασισμού στην εξουσία, δεν είναι μια απλή αντικατάσταση μιας αστικής κυβέρνησης από μια άλλη, αλλά η αλλαγή της μορφής διακυβέρνησης της ταξικής κυριαρχίας, της αστικής δημοκρατίας, με μια άλλη μορφή, την ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία. «Το να παραβλέπουμε αυτή τη διαφορά είναι σοβαρό λάθος. Θα εμπόδιζε το επαναστατικό προλεταριάτο να κινητοποιήσει τα πλατιά στρώματα των εργαζομένων στην πόλη και στην ύπαιθρο, στον αγώνα ενάντια στην απειλή της αρπαγής της εξουσίας από τους φασίστες, καθώς και στην εκμετάλλευση των αντιθέσεων που υπάρχουν μέσα στο στρατόπεδο της ίδιας της αστικής τάξης» [48]. Σχετικά με την επιρροή του φασισμού, ο Ντιμιτρόφ θεωρούσε πως πλησιάζει τις μάζες με μια «ραφιναρισμένη δημαγωγία», υποδαυλίζοντας τις «βαθιά μέσα στις μάζες ριζωμένες προλήψεις» και επενδύοντας «και στα πιο αγνά λαϊκά αισθήματα, στο αίσθημα της δικαιοσύνης, κάποτε μάλιστα και στις επαναστατικές παραδόσεις», εκμεταλλευόμενος «το βαθύ μίσος των εργαζομένων ενάντια στη ληστρική αστική τάξη, ενάντια στις τράπεζες, τα τραστ και τους μεγιστάνες του πλούτου» και με συνθήματα «που στη δοσμένη στιγμή είναι τα πιο δελεαστικά για τις πολιτικά ανώριμες μάζες», εντυπωσιάζοντας τις μάζες με «την ορμητικότητα των επιθέσεών του ενάντια στις αστικές κυβερνήσεις, με την αδιάλλακτη στάση του απέναντι στα παλιά κόμματα της αστικής τάξης», παρουσιάζοντας «τον ερχομό του στην εξουσία σαν ένα “επαναστατικό” κίνημα ενάντια στην αστική τάξη, στο όνομα “ολόκληρου του έθνους” και για τη “σωτηρία” του έθνους» [49].

Ο εθνικοσοσιαλισμός, για τον Ντιμιτρόφ, είναι η πιο αντιδραστική μορφή του φασισμού: «Ο χιτλερικός φασισμός δεν είναι μόνο αστικός εθνικισμός, αλλά είναι και χτηνώδικος σωβινισμός. Είναι το σύστημα διακυβέρνησης της πολιτικής αλητείας (…) Ο γερμανικός φασισμός παίζει το ρόλο της δύναμης κρούσης της διεθνούς αντεπανάστασης, του κύριου αίτιου του ιμπεριαλιστικού πολέμου, του υποκινητή της σταυροφορίας ενάντια στη Σοβιετική Ένωση» [50]. Με βάση τα χαρακτηριστικά για την επιρροή του φασισμού στις μάζες που προαναφέρθηκαν, ο Ντιμιτρόφ περιέγραφε πώς οι ναζί, «θανάσιμοι εχθροί του σοσιαλισμού», παριστάνουν τους «σοσιαλιστές» μπροστά στις μάζες και τον ερχομό τους στην εξουσία ως επανάσταση, «επειδή επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν την πίστη στην επανάσταση και τον πόθο για σοσιαλισμό που ζουν μέσα στις καρδιές των εργαζομένων μαζών στη Γερμανία» [51]. Ακόμη, ότι ο εθνικοσοσιαλισμός παρουσιάστηκε μπροστά στις μάζες με το ένδυμα του υπερασπιστή ενός ταπεινωμένου έθνους, επικαλούμενος τα προσβεβλημένα εθνικά αισθήματα και παρασύροντας τα μικροαστικά στρώματα με συνθήματα όπως «Ενάντια στις Βερσαλλίες» και «το κοινό συμφέρον είναι πάνω από το ατομικό» [52]. 
Αξίζει να σημειωθεί ότι, για την άνοδο του ναζισμού, ο Ντιμιτρόφ επέρριπτε ευθύνες στη γερμανική εργατική τάξη και στο KPD. Κατά τον Ντιμιτρόφ, η εργατική τάξη έπρεπε να δημιουργήσει αντιφασιστικό, προλεταριακό, ενιαίο μέτωπο και να αναγκάσει τους σοσιαλδημοκράτες να αποδεχτούν τις επανειλημμένες προτάσεις του Κ.Κ. Γερμανίας για ενότητα δράσης ενάντια στο ναζισμό. Ακόμη, έπρεπε να απαντήσει με αγώνες στο σταδιακό περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών, να πάρει μέτρα αντίστασης ενάντια στο ναζισμό και στην περίοδο της οικονομικής κρίσης να επιβάλει την αποκατάσταση και τη γενίκευση των κοινωνικών παροχών, την άρση πληρωμής των χρεών και την παροχή βοήθειας στους αγρότες. Επιπλέον, επέρριπτε ευθύνες στο επαναστατικό προλεταριάτο, γιατί δεν ανάπτυξε την απαραίτητη οργανωτική δουλειά και δεν έδωσε αρκετή προσοχή στην πάλη για τα ιδιαίτερα συμφέροντα και τα αιτήματα της νεολαίας, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της να καταστεί ευπρόσβλητο στη ναζιστική δημαγωγία [53].

Ενώ το 1933 η Κ.Δ. ενέκρινε ως ορθή την πολιτική του KPD, ο Ντιμιτρόφ του καταλόγιζε, δύο χρόνια αργότερα, βαριές ευθύνες: «Στις γραμμές μας υποτιμήθηκε με απαράδεχτο τρόπο ο κίνδυνος του φασισμού. Στα κόμματά μας υπήρχαν προηγούμενα απόψεις, όπως “Η Γερμανία δεν είναι Ιταλία”, με την έννοια πως ο φασισμός μπόρεσε βέβαια να νικήσει στην Ιταλία, αλλά στην Γερμανία, χώρα βιομηχανικά και πολιτιστικά αναπτυγμένη και με ένα εργατικό κίνημα με παράδοση σαράντα χρόνων, ο φασισμός είναι κάτι αδύνατο και η νίκη του αποκλείεται. (...) Όταν ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν κιόλας στη Γερμανία ένα απειλητικό μαζικό κίνημα, υπήρχαν σύντροφοι που για αυτούς η κυβέρνηση Μπρούνινγκ (σ.σ. 1930-32 που κυβερνούσε με διατάγματα) ήταν κιόλας μια κυβέρνηση της φασιστικής δικτατορίας και δήλωναν αλαζονικά: “Ώσπου να έρθει το Γ΄ Ράιχ του Χίτλερ στην εξουσία, θα είναι κιόλας νεκρό, κι εμείς θα έχουμε εγκαθιδρύσει μια νικηφόρα εργατική εξουσία”. Στη Γερμανία, οι σύντροφοί μας δεν έλαβαν αρκετά υπόψη τους το πληγωμένο εθνικό αίσθημα και την οργή των μαζών ενάντια στη συνθήκη των Βερσαλλιών. Αντιμετώπισαν περιφρονητικά τις ταλαντεύσεις της αγροτιάς και των μικροαστικών στρωμάτων. Με μεγάλη καθυστέρηση εμφάνισαν το πρόγραμμα για κοινωνική και εθνική απελευθέρωση. Αλλά και στη συνέχεια; Δεν είχαν κατανοήσει, πως έπρεπε να το προσαρμόσουν στις συγκεκριμένες ανάγκες και στο επίπεδο των μαζών, δεν ήξεραν καν πώς να το εκλαϊκέψουν» [54].

Αλλά και στο θέμα της ενότητας των συνδικάτων, ο Ντιμιτρώφ επέρριπτε μεγάλες ευθύνες στο KPD, για τη στάση του στο διάστημα πριν και μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, υπενθυμίζοντας ότι δεν τήρησαν σχετική οδηγία του Στάλιν [55]. «Αν οι Γερμανοί σύντροφοι είχαν κατανοήσει καλύτερα το καθήκον της δουλειάς για τα συνδικάτα για το οποίο επανειλημμένα μιλούσε ο σύντροφος Τέλμαν (σ.σ. γραμματέας του KPD από το 1925), θα είχαμε σίγουρα μια πιο ευνοϊκή κατάσταση στα συνδικάτα απ’ ό,τι είχαμε τον καιρό που εγκαθιδρύθηκε η φασιστική δικτατορία. Στα τέλη του 1932, μόνο το 10% των κομματικών μελών ήταν στα ελεύθερα συνδικάτα, παρόλο που μετά το 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν οι κομμουνιστές βρέθηκαν επικεφαλής μιας σειράς απεργιών. Στον τύπο, οι σύντροφοι έγραφαν ότι είναι αναγκαίο να αφιερώσουμε το 90% των δυνάμεών μας στη δουλειά στα συνδικάτα. Αλλά στην πράξη συγκεντρώθηκε το παν στην Επαναστατική συνδικαλιστική Αντιπολίτευση, που στην ουσία αποσκοπούσε στην αντικατάσταση των συνδικάτων. Και μετά την κατάληψη της εξουσίας από το Χίτλερ; Σε διάστημα δύο χρόνων, πολλοί σύντροφοι αρνιούνταν επίμονα και συστηματικά να δεχτούν το σωστό σύνθημα της πάλης για την επανοικοδόμηση των ελεύθερων συνδικάτων», αποτιμούσε [56]. 

Η πολιτική πρόταση που κατέθετε ο Ντιμιτρόφ, προκειμένου η εργατική τάξη να αμυνθεί και να αντεπιτεθεί στον φασισμό, ήταν η δημιουργία του Ενιαίου Μετώπου του προλεταριάτου, με την αποκατάσταση της ενότητας δράσης των εργατών σε τοπική, εθνική και διεθνή κλίμακα. Το Ενιαίο Μέτωπο θα έπρεπε να επεκτείνει την επιρροή του σε όλα τα στρώματα των εργαζομένων μαζών και να υπερασπίσει τον αγώνα των λαών των αποικιών, συμμαχώντας μαζί τους [57]. Ο βασικός όρος που έθετε ήταν η αποκατάσταση της ενότητας δράσης της εργατικής τάξης: «Είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί η ενότητα δράσης όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από το αν ανήκουν στο ένα ή στο άλλο κόμμα, σ’ αυτήν ή την άλλη οργάνωση πριν ακόμα ενωθεί η πλειοψηφία της εργατικής τάξης στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης. Μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η ενότητα δράσης του προλεταριάτου στην κάθε χώρα και σε ολόκληρο τον κόσμο; Ναι, αυτό είναι δυνατό. Μπορεί να γίνει τώρα κιόλας, αμέσως. Η Κομμουνιστική Διεθνής δεν βάζει απολύτως κανέναν άλλο όρο για την ενότητα δράσης, εκτός από έναν μοναδικό, στοιχειώδη, αποδεκτό από όλους τους εργάτες, δηλαδή η ενότητα δράσης να στρέφεται ενάντια στο φασισμό, ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου, ενάντια στον κίνδυνο πολέμου, ενάντια στον ταξικό εχθρό. Αυτός είναι ο δικός μας όρος» [58]. Το περιεχόμενο και οι μορφές του Ενιαίου Μετώπου έχουν ως αφετηρία την υπεράσπιση των άμεσων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων και κεκτημένων της εργατικής τάξης και την υπεράσπισή της από το φασισμό, και την αποτροπή ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου. Στην κατεύθυνση αυτή, κρίνεται αναγκαία η οικοδόμηση ενός πλατιού Ενιαίου Μετώπου, με κοινές ενέργειες των εργατικών οργανώσεων διαφόρων κατευθύνσεων [59]. Για να οδηγηθούν οι εργάτες στην ενότητα δράσης, οι κομμουνιστές θα πρέπει να συνάψουν βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συμφωνίες για κοινές ενέργειες με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα ρεφορμιστικά συνδικάτα και άλλες οργανώσεις των εργαζομένων ενάντια στους ταξικούς εχθρούς του προλεταριάτου [60]. Ο Ντιμιτρόφ τόνιζε ότι τα Κ.Κ. πρέπει να δώσουν μεγάλο βάρος στην ανάπτυξη μαζικών ενεργειών ανά τόπους, από τις κατώτερες οργανώσεις, στη βάση τοπικών συμφωνιών, καθώς και ότι για να αγκαλιάσει την τεράστια ανοργάνωτη μάζα των εργαζομένων το κίνημα του Ενιαίου Μετώπου, οι κομμουνιστές και όλοι οι επαναστάτες εργάτες πρέπει να αγωνιστούν ώστε να σχηματιστούν αιρετά υπερκομματικά ταξικά όργανα του Ενιαίου Μετώπου σε όλους τους κοινωνικούς και εργασιακούς χώρους [61]. 
Περνώντας στην αντιμετώπιση του φασισμού, ο Ντιμιτρόφ πρότεινε την δημιουργία ενός πλατιού αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου, στη βάση του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου. Ως Λαϊκό Μέτωπο όριζε την αγωνιστική συμμαχία του προλεταριάτου με την εργαζόμενη αγροτιά και τα μικροαστικά στρώματα των πόλεων [62].

Το πρώτο βήμα υλοποίησης της συμμαχίας αυτής είναι η αποφασιστική δράση του επαναστατικού προλεταριάτου για την υπεράσπιση των στρωμάτων αυτών και ιδιαίτερα των αγροτών. Το δεύτερο βήμα είναι η προσέγγιση των οργανώσεων και των κομμάτων στις οποίες ανήκει η πλειοψηφία των αγροτικών και μικροαστικών στρωμάτων. Λαμβάνοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι τα κόμματα αυτά σε μεγάλο βαθμό βρίσκονται υπό την επιρροή τη αστικής τάξης και του αστικού πολιτικού προσωπικού, ο Ντιμιτρόφ επισήμανε την ανάγκη να προσεγγίζονται οι οργανώσεις αυτές με διαφορετικό τρόπο και έχοντας υπόψη πως τα μέλη τους συχνά δεν γνωρίζουν το πραγματικό πρόσωπο της πολιτικής τους καθοδήγησης [63]. «Κάτω από ορισμένες συνθήκες», υπογράμμιζε, «μπορούμε και πρέπει να προσπαθούμε να κερδίζουμε τα κόμματα αυτά και τις οργανώσεις ή μεμονωμένα τμήματά τους για το αντιφασιστικό Λαϊκό Μέτωπο, παρά το ότι έχουν αστική ηγεσία (…) Ανεξάρτητα όμως από το αν υπάρχει περιθώριο ή όχι να κερδίσουμε τέτοια κόμματα και οργανώσεις για το Λαϊκό Μέτωπο, η τακτική μας πρέπει οπωσδήποτε να έχει την κατεύθυνση να κερδίσουμε τους μικροαγρότες, βιοτέχνες, τεχνίτες κ.λπ., που είναι μέλη τους, στο αντιφασιστικό Λαϊκό Μέτωπο» [64].

Μιλώντας για την εφαρμογή της πολιτικής του αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου στη Γερμανία, ο Ντιμιτρόφ εκτιμούσε πως η δυσαρέσκεια και η απογοήτευση των μαζών από την πολιτική του Χίτλερ αυξανόταν διαρκώς, καθώς και ότι ο ναζισμός δεν είχε κατορθώσει να κατακτήσει πολιτικά τις κύριες εργατικές μάζες. Αναγνώριζε, παράλληλα, πως οι εργάτες που ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν στο ναζιστικό καθεστώς ήταν μειοψηφία, αποτελούμενη από τους κομμουνιστές και το επαναστατικό τμήμα των σοσιαλδημοκρατών εργατών, καθώς η πλειοψηφία των εργαζομένων μαζών δεν έχει κατανοήσει τις δυνατότητες για τη συντριβή του καθεστώτος. Ως περισσότερο τρωτό σημείο του ναζισμού, ο Ντιμιτρόφ αναγνώριζε την εξαιρετικά ανάμεικτη κοινωνική του βάση, με το σκεπτικό πως κάτω από τη φασιστική δικτατορία εμφανίζονται έντονα οι ταξικές αντιθέσεις ανάμεσα στην μεγαλοαστική τάξη και τα λαϊκά στρώματα [65]. 
Ο Ντιμιτρόφ έδινε ιδιαίτερο βάρος στην παρέμβαση των κομμουνιστών στις μαζικές εθνοσοσιαλιστικές οργανώσεις, όπως το Μέτωπο Εργασίας, τα Συμβούλια Εμπιστοσύνης στα εργοστάσια και τη Χιτλερική Νεολαία, ως μια νόμιμη ή μη νόμιμη αφετηρία για τη υπεράσπιση των καθημερινών συμφερόντων των μαζών: «Οι κομμουνιστές πρέπει να δουλεύουν στις οργανώσεις αυτές σαν οι καλύτεροι υπερασπιστές των καθημερινών συμφερόντων της μάζας των μελών, έχοντας υπόψη μας ότι οι εργάτες που βρίσκονται μέσα σ’ αυτές τις οργανώσεις έρχονται αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τη φασιστική δικτατορία, στο βαθμό που απαιτούν όλο και πιο συχνά δικαιώματα και που υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους. Πάνω στη βάση της υπεράσπισης των πιο άμεσων, στην αρχή εντελώς στοιχειωδών συμφερόντων των εργαζομένων μαζών του χωριού και της πόλης, είναι σχετικά πιο εύκολο να βρεθεί μια κοινή γλώσσα όχι μόνο με τους ξεκαθαρισμένους αντιφασίστες, αλλά και με εκείνους τους εργαζόμενους, που είναι ακόμα οπαδοί του φασισμού αλλά έχουν απογοητευτεί από την πολιτική του. Είναι δυσαρεστημένοι, μουρμουρίζουν κι ψάχνουν να βρουν ευκαιρία, για να δώσουν διέξοδο στη δυσαρέσκειά τους. Πρέπει γενικά να ξεκαθαρίσουμε ότι ολόκληρη η τακτική μας πρέπει να έχει σαν στόχο να μη διώχνουμε μακριά τους απλούς οπαδούς του φασισμού, να μη τους ξαναρίχνουμε στην αγκαλιά του φασισμού, αλλά να βαθαίνουμε το χάσμα ανάμεσα στη φασιστική κορυφή και τη μάζα των απογοητευμένων απλών εργαζομένων – οπαδών του φασισμού» [66].

Ο Ντιμιτρόφ ήταν ιδιαίτερα επικριτικός στη διστακτικότητα που επέδειξαν τα μέλη -όσα είχαν απομείνει– του KPD να παρέμβουν στις μαζικές ναζιστικές οργανώσεις: «Οι σύντροφοι προσπάθησαν να καλύψουν την παθητικότητά τους και συχνά μάλιστα και την άμεση άρνησή τους να δουλέψουν μέσα στις φασιστικές μαζικές οργανώσεις αντιπαραθέτοντας στη δουλειά στις φασιστικές μαζικές οργανώσεις τη δουλειά στα εργοστάσια. Στην πραγματικότητα όμως, η σχηματική αυτή αντιπαράθεση οδήγησε ακριβώς, στο να πραγματοποιείται η δουλειά τόσο μέσα στις φασιστικές μαζικές οργανώσεις όσο και στα εργοστάσια εξαιρετικά χαλαρά ή καμιά φορά και καθόλου» [67]. 
Ο Ντιμιτρόφ θεωρούσε φλέγον το ζήτημα την ενότητα των συνδικάτων, στην κατεύθυνση υλοποίησης του Λαϊκού Μετώπου, καλώντας τα Κ.Κ. να κάνουν πραγματική μεταστροφή και να θέσουν σαν κεντρικό ζήτημα τον αγώνα για την ενότητα των συνδικάτων [68].

Άλλωστε, για τον Ντιμιτρόφ, η υλοποίηση του Ενιαίου Μετώπου περνά κυρίως μέσα από την ενότητα των συνδικάτων. Για το λόγο αυτό, έθετε ως στόχο την επανοικοδόμηση των συνδικάτων σε κάθε χώρα και τάχθηκε υπέρ ενός ενιαίου συνδικάτου σε κάθε κλάδο παραγωγής, ενός ενιαίου συνδέσμου συνδικάτων σε κάθε χώρα, υπέρ των ενιαίων διεθνών ενώσεων συνδικάτων κατά κλάδους παραγωγής, υπέρ μιας ενιαίας Συνδικαλιστικής Διεθνούς πάνω στη βάση της ταξικής πάλης, υπέρ των ενιαίων ταξικών συνδικάτων, ως το σπουδαιότερο προπύργιο της εργατικής τάξης ενάντια στην επίθεση του φασισμού [69].
Η ανάλυση του Ντιμιτρόφ δεν ξέφευγε από το σχήμα του οικονομισμού, στον οποίο έγινε αναφορά προηγουμένως. Όσο και αν ο Ντιμιτρόφ (σ.σ. αλλά και ο Παλμίρο Τολιάτι [70]), επεσήμανε τα λάθη της Διεθνούς και κυριότατα του KPD που δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η ανάλυσή του επικαθοριζόταν από το πνεύμα του οικονομισμού που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αδυνατούσε να συλλάβει την συγκυρία της ταξικής πάλης και άρα να χαράξει μια πιο ρεαλιστική στρατηγική. Ωστόσο, είχε την οξυδέρκεια να επιχειρήσει να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος. Μετά από μια σωρεία λανθασμένων εκτιμήσεων της Κομιντέρν, παραδέχτηκε πως η διαδικασία εκφασισμού, στην οποία βρισκόταν η Γερμανία, αντιστοιχούσε σε φάση άμυνας του εργατικού κινήματος. Επιπλέον, ως προς το ενιαίο προλεταριακό μέτωπο, ουσιαστικά επιχείρησε να επαναφέρει τις θέσεις του Λένιν του 1921-22 για το Ενιαίο Μέτωπο. Στην κατεύθυνση αυτή η συμβολή του ήταν ιδιαίτερης σημασίας.

Αντί επιλόγου

Δεν είναι σκοπός του συγκεκριμένου κειμένου να αποτιμήσει συνολικά τη γραμμή των Λαϊκών Μετώπων. Η διαφορετικότητα και η πολυπλοκότητα της κάθε περίπτωσης εφαρμογής αυτής της πολιτικής στο Μεσοπόλεμο (Ισπανία, Γαλλία), καθιστούν εξαιρετικά σύνθετη μια «συνοπτική» αποτίμηση. Αντίθετα, τα πράγματα στην ελληνική περίπτωση είναι πιο ξεκάθαρα. Η εαμική Αντίσταση και ο Εμφύλιος θα πρέπει να θεωρηθούν διαδοχικά ως αποκρυστάλλωση και όξυνση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων της δεκαετίας του 1930 [71]. Ειδικότερα, αν η περίοδος από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 ως το 1949 θεωρηθεί ενιαία, τα αίτια της εαμικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, εντοπίζονται στην άνοδο νέων εσωτερικών κοινωνικών δυνάμεων με επαναστατικά αιτήματα και τη διαδικασία απόρριψής τους από εκείνες τις δυνάμεις, εσωτερικές και εξωτερικές, οι οποίες επρόκειτο να θιγούν.

Με βάση την παραπάνω ερμηνεία, τι συνέχει το Παλλαϊκό Μέτωπο με το ΕΑΜ; Πρώτον, από την εποχή που συγκροτήθηκε το Παλλαϊκό Μέτωπο δημιουργήθηκαν, παρά τις δυσκολίες, τις αντιφάσεις και τις προβληματικές, οι όροι για μια εν δυνάμει αριστερή πολιτική ηγεμονία. Αυτό ακριβώς συνέχει την ιστορία του Παλλαϊκού Μετώπου και του ΕΑΜ: η δυναμική μιας αριστερής - εργατικής ηγεμονίας.

Δεύτερον, ένα βασικό πολιτικό κεκτημένο των μεσοπολεμικών εργατικών κινητοποιήσεων, η λογική ότι ο αντίπαλος έπρεπε να αντιμετωπιστεί «από τα κάτω», επεκτείνοντας στα όριά του τις πρακτικές πολιτικού ακτιβισμού, ήταν αυτό που ανανεώθηκε με την Αντίσταση, απελευθερώνοντας εκτεταμένες κοινωνικές δυναμικές.

Τρίτο κοινό σημείο, η πολιτική στοχοθεσία: Η ανασύνταξη του κινήματος της εργατικής τάξης στη βάση ενιαίων πρακτικών και με άξονα ένα αντιφασιστικό πρόγραμμα στα πλαίσια μιας ευρύτητας κοινωνικών συμφερόντων της μορφής προγραμματικών συμμαχιών. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε τόσο του ΚΚΕ του Παλλαϊκού Μετώπου, όσο και το ΚΚΕ της εαμικής Αντίστασης.

Τέλος, ιδίως στα πρώτα βήματα του ΕΑΜ, αξιοποιήθηκε η εμπειρία του Παλλαϊκού Μετώπου ώστε να δημιουργηθούν όροι συμμαχιών από τα κάτω, τόσο με την μετατροπή των πρώτων κατοχικών ομάδων αλληλοβοήθειας στην Εθνική Αλληλεγγύη, όσο κυρίως με την περίπτωση του Εργατικού ΕΑΜ, το οποίο δικαίωσε σε μεγάλο βαθμό τη λογική των ευρέων συμμαχιών και σε επίπεδο βάσης και σε επίπεδο κορυφής [72].
Σήμερα, τέλος, έχει ανοίξει έντονη συζήτηση στους περισσότερους χώρους της ελληνικής Αριστεράς για την ερμηνεία και την αντιμετώπιση του νεοναζισμού. Η α
νάγνωση και η ερμηνεία του παραδείγματος του Μεσοπολέμου μπορούν να προσφέρουν ιστορική εμπειρία, ιδεολογικές επεξεργασίες, θεωρητικές συσσωρεύσεις και πολιτικές αποτιμήσεις, άρα, εν τέλει, και ένα πλέγμα εφοδίων που μπορεί να συμβάλει θετικά στην παραπάνω στοχοθεσία.

[1] Β.Ι Λένιν, Άπαντα, τόμος ΙΕ΄, Σύγχρονη Εποχή, 1988, σ. 543.
[2] M. Beaud, Η Ιστορία του Σοσιαλισμού 1800 – 1981. Το πέρασμα του Σοσιαλισμού από το καμίνι της ιστορίας, Μάλλιαρης – Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 32 – 38.
[3] W. Chase, Enemies within the Gates? The Comintern and the Stalinist Repression, 1934 – 1939, Yale University Press, New Haven and London 2005, σ. 12. Το συγκεκριμένο έργο, παρά το απερίφραστα αντικομμουνιστικό πρόσημό του, περιέχει εκτενείς αναφορές σε ντοκουμέντα της Κ.Δ.
[4] Ου. Φόστερ, Η Ιστορία των τριών Διεθνών, τόμος Β΄, Γνώση, Αθήνα 1977, σ. 421 - 422.
[5] Κομμουνιστική Διεθνής, Θέσεις και Αποφάσεις του 4ου Παγκόσμιου Συνεδρίου (5 Νοέμβρη-5 Δεκέμβρη 1922), Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1987, σ. 9. Στο συγκεκριμένο συνέδριο συζητήθηκε, επίσης, αναλυτικά το ζήτημα των εργατικών κυβερνήσεων.
[6] Κομμουνιστική Διεθνής, ό.π., σ. 9 - 10.
[7] J. Degras, The Communist International: Documents 1919 - 1943, Vol. 2 (1923 - 1928), Routledge, Λονδίνο 1971, σ. 127 - 143.
[8] Σπ. Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, τόμος Ι, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006, σ. 40.
[9] Dergas, ό.π., σ. 138.
[10] D. Harsch, German Social Democracy and the Rise of Nazism, University of North California Press, Chapel Hill 1993, σ. 202 - 214.
[11] Chase, ό.π., σ. 13.
[12] Ν. Πουλαντζάς, Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό, Θεμέλιο, Αθήνα 2004, σ. 43.
[13] Σ. Μπετελέμ, Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. Περίοδος πρώτη 1917-1923, Κέδρος, Αθήνα 2005, σ. 146.
[14] Σ. Μπετελέμ, Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. Περίοδος δεύτερη 1923-1930, Κέδρος, Αθήνα, 2005, σελ. 301 – 319, 407 - 409.
[15] Πουλαντζάς, ό.π., σ. 47• Μπετελέμ, ό.π., σ. 231 - 322.
[16] Πουλαντζάς, ό.π., σ. 44 - 45.
[17] Ι.Β. Στάλιν, «Για τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό», www.eksegersi.gr/theoria/ili/ili2.htm, pp. 8 -9.
[18] Κ. Μαρξ, Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, τόμος Β΄, Στοχαστής, Αθήνα 1990, σ. 308.
[19] Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να υπενθυμιστεί η κριτική στον σοβιετικό οικονομισμό που διατύπωσε ο Μάο: «Η επανάσταση πρέπει κατ’ αρχήν να ανατρέψει το παλιό εποικοδόμημα για να μπορούν να καταργηθούν οι παλιές σχέσεις παραγωγής (...) Έτσι χαράζεται ένας δρόμος στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της νέας κοινωνίας (...) Μια μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι πάντοτε μεταγενέστερη από τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής». Βλ. Μάο Τσε Τουνγκ, Για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Κριτική στον Στάλιν και την ΕΣΣΔ, Εκδόσεις του Λαού, Αθήνα 1975, σ. 93, 111.
[20] Ο φασισμός απασχόλησε για πρώτη φορά την Κ.Δ. στο 4ο Συνέδριο του 1922. Το 4ο Συνέδριο χαρακτήρισε το φασισμό ως την πιο οξεία μορφή της καπιταλιστικής επίθεσης, ενώ προειδοποίησε ότι αποτελεί μια σοβαρή διεθνή απειλή. Επιπλέον, έθεσε ως ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα των Κ.Κ. την οργάνωση της αντίστασης στο φασισμό. Βλ. Φόστερ, ό.π., σ. 426 - 427.
[21] Πουλαντζάς, ό.π., σ. 52 - 53.
[22] Ε. Αστερίου – Γ. Λαμπάτος, Η αριστερή αντιπολίτευση στην Ελλάδα, Φιλίστωρ, Αθήνα 1995, σ. 25.
[23] Επειδή η ιστορία δεν είναι μονοσήμαντη, θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) ουδέποτε δέχθηκε να συνεργαστεί με το KPD, έστω και στις καθυστερημένες και αντιφατικές -μετά τις επιθέσεις των προηγούμενων ετών- εκκλήσεις του Κ.Κ. Γερμανίας, το 1932. Είναι ενδεικτικό εξάλλου, ότι απέναντι στον «σοσιαλφασισμό» που υιοθετούσε το KPD, το SPD, ανταπαντούσε με την αναφορά στον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και την εξίσωση φασισμού και κομμουνισμού: Το προσωνύμιο kozis (σύντμηση των λέξεων kommunist και nazi), που κυκλοφορούσε σε δελτία και κείμενα του SPD, είναι ενδεικτικό. Βλ. E. Matthias, Die Deutsche Sozialdemokratie und der Osten 1914 – 1945, Nymphenburger Verlagsantalt, Μόναχο 1994, σ. 63.
[24] D. Guerin, Πάνω στο φασισμό. Η φαιά πανούκλα, Κείμενα, Αθήνα 1982, σ. 10.
[25] Πουλαντζάς, ό.π., σ. 200.
[26] H. Grebling, Η ιστορία του γερμανικού εργατικού κινήματος, Παπαζήσης, Αθήνα 1982, σ. 268 – 269.
[27] I. Kershaw, Χίτλερ 1889 – 1936: Ύβρις, Scripta, Αθήνα 2002., σ. 436.
[28] Kershaw, ό.π.
[29] Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1987, σ. 11.
[30] R.O. Paxton, Η Ανατομία του Φασισμού, Κέδρος, Αθήνα 2006, σ. 152.
[31] A. Merson, “Communist Resistance in Nazi Germany”, Journal of Social History, vol. 20, 1986, σ. 89, 95 - 97• H. Mommsen, “The German Resistance against Hitler and the Restoration of Politics”, Journal of Modern History, vol. 64, 1992, σ. 114• H. Grebling, ό.π., σ. 282 - 284.
[32] I. Kershaw, Ο Χίτλερ, οι Γερμανοί και η "Τελική Λύση", Πατάκης, Αθήνα 2011, σ. 176.
[33] Μαρκέτος, ό.π., σ. 188 - 193.
[34] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ΚΚΕ. Τον Ιανουάριο του 1934, η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ, στον απόηχο του κλονισμού που επέφερε η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία, αναγνώρισε ότι μοναδική απάντηση στο φασισμό ήταν η πολιτική των συνθέσεων. Το 5ο Συνέδριo του κόμματος, δύο μήνες μετά, έθεσε ως στρατηγικό του στόχο την «κεραυνοβόλα αντιφασιστική κινητοποίηση» και τις επιτροπές πάλης σε «κάθε εργοστάσιο, χωριό, επιχείρηση και συνοικία». Έτσι, τα συνδικάτα αναγορεύθηκαν σε «αντιφασιστικά φρούρια», ο φασισμός ανήχθη σε αυτόνομο πολιτικό φαινόμενο, και η στρατηγική του «σοσιαλφασισμού» εγκαταλείφθηκε. Τον Οκτώβριο 1934 το ΚΚΕ υπέγραψε σύμφωνο κοινής δράσης, για την αποσόβηση του κινδύνου επιβολής στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας δημιούργησε το πρόπλασμα της πρώτης εργατικής μετωπικής συμμαχίας με το Αγροτικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, τη ΓΣΕΕ, την Ενωτική ΓΣΕΕ και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα. Αυτό το πρόπλασμα εργατικής μετωπικής συμμαχίας αποτέλεσε το επιστέγασμα της δράσης ενάντια στο φασισμό που είχε αναπτύξει σε όλη τη διάρκεια του 1934 το Κομμουνιστικό Κόμμα. Βλ. ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμος Δ΄ (1934 - 1940), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1975, σ. 26 - 59, 84 - 89• Μ. Λυμπεράτος, "Από το Παλλαϊκό Μέτωπο στο ΕΑΜ", Δρόμος της Αριστεράς/Δρόμοι της Ιστορίας, 18/9/2011, http://e-dromos.gr/index.php?option=com_k2&;view=item&id=6194:από-το-παλλαϊκό-μέτωπο-στο εαμ &Itemid=64
[35] J. Haslam, "E. H. Carr and the History of Soviet Russia", The Historical Journal
Vol. 26, n. 4 (Dec., 1983), σ. 1021-1027• Chase, ό.π., σ. 15.
[36] Γρ. Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – Σχέσεις ΚΚΕ και διεθνούς κομμουνιστικού κέντρου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σ. 
163 - 164.
[37] Την τελειωτική βολή στις διαπραγματεύσεις Αγγλίας και Γαλλίας με την ΕΣΣΔ την έδωσε η άρνηση της πολωνικής κυβέρνησης να επιτρέψει τη διάβαση σοβιετικών στρατευμάτων δια μέσου της χώρας της σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης.
[38] Γ. Σκαλιδάκης, " Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και ο πόλεμος", στο Α. Ψαρομηλίγκος - Β. Λάζου (επιμ.), 28 Οκτωβρίου 1940: Η Ελλάδα στη δίνη του πολέμου, Ελευθεροτυπία, Αθήνα 2011, σ. 136 - 138.
[39] Χρ. Χατζηϊωσήφ, «Η πορεία της Ευρώπης προς τον πόλεμο», στο Χρ. Χατζηϊωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμος Γ1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 38-42.
[40] Σκαλιδάκης, ό.π. 
[41] Οργανωτικά και πολιτικά, οι σχέσεις ΕΣΣΔ – Κομιντέρν – κομμουνιστικών κομμάτων ξεκινούν να σχηματοποιούνται και να παγιώνονται στο 5ο Συνέδριο του 1924 (σ.σ. διαδικασία που είναι ευρύτερα γνωστή ως "μπολσεβικοποίηση" των Κ.Κ.), ενώ η πολιτική σχέση της Διεθνούς και της ΕΣΣΔ λαμβάνει μια πιο στενή οργανωτική μορφή μετά το 6ο Συνέδριο του 1928. Βλ. Degras, ό.π., σ. 117 - 127, Μπετελέμ, ό.π., σ. 102 – 114, 406 – 459, 502.
[42] Για την αυτοδιάλυση της Κομιντέρν και τις αιτιολογίες της σχετικής απόφασης, βλ. Ν. Λεμπεντέβα - Μ. Ναρίνσκι, Η Κομμουνιστική Διεθνής στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σ. 90 - 98• Φόστερ, ό.π., σ. 567 - 571.
[43] Chase, ό.π.
[44] Επί της ουσίας, το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί την εισήγηση του Ντιμιτρόφ στο 7ο Συνέδριο της Κ.Δ.
[45] Γκ. Ντιμιτρόφ, Ο φασισμός, Πορεία, Αθήνα 1975, σ. 19 – 20.
[46] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 20.
[47] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 22.
[48] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 23.
[49] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 24 - 26.
[50] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 21.
[51] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 24.
[52] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 25.
[53] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 32 - 35.
[54] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 35 - 36.
[55] Η οδηγία του Στάλιν, το 1934, τόνιζε τα εξής: «Πού έγκειται η αδυναμία των κομμουνιστικών μας κομμάτων στη Δύση; Στο γεγονός ότι δεν έχουν πετύχει στενή σύνδεση με τα συνδικάτα και ότι ορισμένα στοιχεία δεν θέλουν καν να πετύχουν στενή σύνδεση με τα συνδικάτα. Γι’ αυτό, το κύριο καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων της Δύσης στην τωρινή περίοδο είναι να αναπτύξουν και να διεξάγουν ως το τέλος την καμπάνια για την ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος, να βάλουν σε όλους ανεξαίρετα τους κομμουνιστές το καθήκον να μπουν στα συνδικάτα, να κάνουν εκεί συστηματική υπομονετική δουλειά για το συμφέρον της ενότητας της εργατικής τάξης ενάντια στο κεφάλαιο και να πετύχουν έτσι, ώστε να μπορούν τα κομμουνιστικά κόμματα να στηρίζονται στα συνδικάτα». Αναφέρεται στο S. Wolikow, «Στις καταβολές του κομμουνιστικού γαλαξία: η Διεθνής», στο M. Dreyfus – B. Groppo – C. Ingerflom (επιμ.). Ο αιώνας των κομμουνισμών, Πόλις, Αθήνα 2001, σ. 297.
[56] Ντιμιτρόφ, ό.π., σελ. 79.
[57] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 43 - 45.
[58] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 45.
[59] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 49 - 50.
[60] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 50 - 51.
[61] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 51 - 52.
[62] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 53.
[63] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 54 - 55.
[64] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 55.
[65] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 64 - 65.
[66] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 66.
[67] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 67.
[68] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 76 - 77. Για τον Ντιμιτρόφ, η ανάπτυξη του Ενιαίου Μετώπου της κοινής πάλης των κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών εργατών ενάντια στο φασισμό και την επίθεση του κεφαλαίου έθετε και το ζήτημα της πολιτικής ενότητας, του ενιαίου πολιτικού μαζικού κόμματος της εργατικής τάξης: «Η υπόθεση της συνένωσης των δυνάμεων της εργατικής τάξης σε ένα ενιαίο επαναστατικό προλεταριακό κόμμα τη στιγμή που το διεθνές εργατικό κίνημα μπαίνει στην περίοδο της άρσης της διάσπασης, είναι δική μας υπόθεση, υπόθεση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ενώ όμως για τη δημιουργία του Ενιαίου Μετώπου των κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων φτάνει μια συμφωνία για τον αγώνα ενάντια στο φασισμό, την επίθεση του κεφαλαίου και τον πόλεμο, η δημιουργία της πολιτικής ενότητας είναι δυνατή μόνο στη βάση μιας σειράς συγκεκριμένων προϋποθέσεων: α) Ολοκληρωτική ανεξαρτησία από την αστική τάξη και ολοκληρωτική παραίτηση της σοσιαλδημοκρατίας από το συνασπισμό με την αστική τάξη. β) Πραγματοποίηση της ενότητας δράσης. γ) Αναγνώριση της αναγκαιότητας της επαναστατικής ανατροπής της κυριαρχίας της αστικής τάξης και εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου. δ) Παραίτηση από κάθε υποστήριξη της αστικής τάξης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. ε) Οικοδόμηση του κόμματος πάνω στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, που να εγγυάται την ενότητα θέλησης και δράσης». Βλ. Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 108 - 112.
[69] Ντιμιτρόφ, ό.π., σ. 80 - 81.
[70] Π. Τολιάτι, Μαθήματα για το φασισμό, Οδυσσέας, Αθήνα 1975, σ. 13 - 25.
[71] Θ.Δ. Σφήκας, Πόλεμος και Ειρήνη στη Στρατηγική του ΚΚΕ, 1945 – 1949, Φιλίστωρ, Αθήνα 2001, σ. 15.
[72] Α. Ρήγος, Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία 1924 - 1935, Θεμέλιο, Αθήνα 1992, σ. 315 - 317• Λυμπεράτος, ό.π. • Θ.Δ. Σφήκας, ό.π.

ρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής τον Δεκέμβρη του 1921 υπογράμμιζαν τις όλο και πιο ισχυρές επιθέσεις του καπιταλισμού ενάντια στην εργατική τάξη και την επείγουσα ανάγκη μιας ενιαίας δράσης όλων των εργατικών δυνάμεων για την απόκρουση αυτών των επιθέσεων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.