Μέχρι σήμερα στην Ελλάδα δεν έχει γίνει καμιά σοβαρή συζήτηση για το φλέγον θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, για το ποιες δυνάμεις και για ποιους λόγους την προωθούν ή ποιες και γιατί ενδεχομένως θα τη ματαιώσουν, για τις συναφείς ελληνικές απόψεις και προτάσεις και για τη θέση της Ελλάδας μέσα σε αυτές τις εξαιρετικά αντιφατικές διαδικασίες. Παρά τα όσα ανέμεναν πολλοί, το έθνος-κράτος δεν διαλύεται μέσα σε υπερεθνικά μορφώματα όπως αυτό της Ε.Ε. Απλούστατα αναλαμβάνει έναν νέο ιστορικό ρόλο, λίγο ή πολύ διαφορετικό από εκείνον που είχε στο απώτερο παρελθόν. Πρωταρχικό του μέλημα είναι η εξασφάλιση μιας θέσης μέσα στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Ανάλογα με τις δυνατότητές του, οι οποίες απορρέουν από την γεωπολιτική του θέση και την γεωοικονομική του ισχύ, και ειδικά όταν αυτές βρίσκονται σε φθίνουσα κατάσταση, ο αγώνας του στην κυριολεξία μπορεί να μετατραπεί σε αγώνα επιβίωσης.
Στο μέσον μιας τεράστιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και με αφορμή τις επερχόμενες ευρωεκλογές παρουσιάζεται μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να γίνει μια ουσιαστική αποτίμηση της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ε.Ε. αλλά και στη ζώνη του ευρώ.
Η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981 αλλά και η ένταξή της στην ευρωζώνη (2002), μέσω της παθητικής αποδοχής των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Μάαστριχτ 1992), του Άμστερνταμ (1997) και της Νίκαιας (2001) αποτέλεσαν στρατηγικές επιλογές των πολιτικών και οικονομικών ελίτ με τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Η μεγάλη ευφορία που παρατηρήθηκε δεν ήταν αποτέλεσμα εντέχνως δημιουργημένο μέσω της χειραγώγησης της κοινής γνώμης, αλλά σε μεγάλο βαθμό αντανακλούσε πραγματικά θετικές προσδοκίες του ελληνικού λαού για την εξέλιξη αυτή.
Ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της χώρας επιλέχτηκε ως κυρίαρχη και ευρύτερα αποδεκτή εθνική πολιτική και κατέληξε στην οργανική ένταξή της σε μια οικονομικά «ενοποιημένη» Ευρώπη με τη βοήθειά της οποίας, όπως πιστευόταν, η Ελλάδα και την οικονομία της θα εκσυγχρόνιζε και την ακεραιότητά της θα διασφάλιζε –θα έλυνε δηλαδή το πρόβλημα της εθνικής της βιωσιμότητας.
Νεοφιλελεύθερη κυριαρχία
Η σύγχρονη περίοδος, που συμπίπτει με την τελευταία σχεδόν εικοσαετία στη χώρα μας, χαρακτηρίζεται από νέες εξελίξεις στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Οι εξελίξεις αυτές συντελούνται υπό το καθεστώς της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Μάαστριχτ 1992), την οποία αποδέχτηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, υιοθέτησαν ασμένως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (Παπανδρέου, Σημίτη) και συνεχίζουν χωρίς ενδοιασμούς οι κυβερνήσεις Καραμανλή. Η ασκηθείσα σε όλη αυτή την περίοδο οικονομική πολιτική εξυπηρέτησε αποκλειστικά την επίτευξη του βασικού και κυρίαρχου στόχου, της ένταξης της χώρας στον «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης και του εθνικού νομίσματος στη ζώνη του ευρώ.
Έτσι οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία ορίζονται από ένα θεσμοποιημένο ευρωπαϊκό πλαίσιο νεοφιλελεύθερης έμπνευσης (πλήρης απελευθέρωση των αγορών προϊόντων, κεφαλαίων και εργασίας, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο), σε συνδυασμό με ποσοτικές αγκυλώσεις (Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης) που επιβαρύνουν περαιτέρω τις αρνητικές επιπτώσεις της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Η επιλογή αυτή αναγορεύθηκε σε υπέρτατη αξία, από την οποία ούτε λίγο ούτε πολύ εξαρτάται η ίδια η ύπαρξη του έθνους και του κράτους! Αξίζει να ανατρέξει κανείς σε όσα υποστήριζαν, αλλά και στον τρόπο που τα υποστήριζαν, οι κυβερνήσεις Σημίτη, ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος, αλλά και κάθε λογής διανοούμενοι στην προσπάθειά τους να πείσουν για την ορθότητα των επιλογών τους.
Η στρατηγική της δημιουργίας του κοινού νομίσματος προβλήθηκε από τις ευρωπαϊκές ελίτ ως η αναγκαία προσαρμογή της ευρωπαϊκής οικονομίας στις νέες συνθήκες διεθνοποίησης του πολυεθνικού κεφαλαίου, με την παράλληλη υπόσχεση της διατήρησης των κατακτήσεων των εργαζομένων, έστω και υπό νέα μορφή. Όμως, για όλους εκείνους που αντιπάλεψαν τη συγκεκριμένη στρατηγική, ήταν εξαρχής βέβαιο ότι η αποδοχή εκ μέρους των Ευρωπαίων των κανόνων του παιχνιδιού μιας διεθνοποιημένης οικονομίας, όπως αυτοί επιβλήθηκαν από το αμερικανικό οικονομικό υπόδειγμα, θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην υιοθέτηση της συνολικής αμερικανικής κοινωνικής και οικονομικής φιλοσοφίας.
Η εποχή της κομπορρημοσύνης
Την Πρωτοχρονιά του 2002 η Ελλάδα εισήλθε με πανηγυρισμούς στη ζώνη του ευρώ. Η είσοδος αυτή επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί ως το μεγαλύτερο βήμα προόδου της ελληνικής οικονομίας σε όλη τη μεταδιδακτορική πολιτική περίοδο της χώρας. Οι κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη, στο πλαίσιο του «εκσυγχρονιστικού πειράματος», στην οικονομία και όχι μόνο, υιοθέτησαν πλήρως τις ευρωπαϊκές επιλογές υπερακοντίζοντας πολλάκις σε κομπορρημοσύνη και ψεύτικες υποσχέσεις. Ο όρος «ισχυρή οικονομία», αποτέλεσε το βασικό επικοινωνιακό σύνθημα της δεύτερης κυβέρνησης Σημίτη. Προέκυψε κυρίως ως προϊόν αλαζονικής έπαρσης, αλλά και ως επιχείρηση πολιτικού αντιπερισπασμού απέναντι στις συγκεκριμένες διεκδικήσεις των κοινωνικών τάξεων κατά την οκταετία 1997-2004…
Η κομπορρημοσύνη περί «ισχυρής οικονομίας» κληροδότησε επίσης τους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα εξήλθε από τη χρόνια «ευρωπαϊκή υστέρηση», από την «εργασιακή οπισθοδρόμηση» και τα παραδοσιακά κοινωνικά αδιέξοδα, ότι υλοποίησε επί τέλους την «επαναθεμελίωση» του κοινωνικού κράτους. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο χάραξης της οικονομικής πολιτικής, με δύο διαφοροποιήσεις προς το χειρότερο: πρώτον, ότι τα προβλήματα από την επιλογή εισόδου στην ευρωζώνη άρχισαν σωρευτικά εμφανίζονται αδυσώπητα, και δεύτερον ότι η κυβέρνηση αυτή παρουσιάζει απίστευτη ανικανότητα στην άσκηση σε στοιχειώδες επίπεδο των καθηκόντων της.
Ο μύθος της «ισχυρής οικονομίας»
Το πρώτο που χρειάζεται να ειπωθεί προς αποκατάσταση της αλήθειας είναι ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια της οικονομικής θεωρίας που επικαλούνται οι ίδιοι οι κυβερνώντες, δεν συνάγονται από πουθενά τα περί ισχυρής ελληνικής οικονομίας. Ισχυρή οικονομία σημαίνει, με βάση αυτά τα κριτήρια, υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης, χαμηλό διαφορικό πληθωρισμό σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους, απασχόληση που το επίπεδό της να βρίσκεται πλησίον της πλήρους απασχόλησης, ελεγχόμενα δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικά και εξωτερικών συναλλαγών), απολύτως ελεγχόμενο ως προς την αναχρηματοδότησή του δημόσιο και ιδιωτικό χρέους, μείωση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος, προσέλκυση ξένων επενδύσεων, εργασιακή ειρήνη, κερδοφορία του κεφαλαίου ικανή να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του, αποτελεσματική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού ως αναπτυξιακού μοχλού, χρηματοπιστωτικό σύστημα αρωγό στην οικονομική ανάπτυξη, χάραξη οικονομικής πολιτικής με βάση τη στρατηγική του δυναμικού συγκριτικού πλεονεκτήματος και συνεπώς επιλεγμένες παρεμβάσεις στην πλευρά της προσφοράς.
Όπως έχει δείξει η εμπειρία των τελευταίων χρόνων, η ένταξη στην ευρωζώνη ούτε αποτελεί οικονομική πανάκεια ούτε ισχυροποίησε αυτόματα την Ελλάδα μέσα στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια. Αντιθέτως, φαίνεται και δια γυμνού οφθαλμού, ότι τα εθνικά προβλήματα έχουν αυξηθεί και η ελληνική οικονομία ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Δικαιούμαστε νομίζω εκ του αποτελέσματος να υποστηρίξουμε ότι:
Η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας καθ’ όλη την περίοδο 1992-2008, έχει ως αποτέλεσμα σημαντικό κοινωνικό κόστος: υψηλή ανεργία, συρρίκνωση εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ένταση των εισοδηματικών ανισοτήτων σε βάρος της εργασίας, κοινωνικούς αποκλεισμούς και συγχρόνως υψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων. Αναδείχθηκε και εδώ, όπως και στον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο, ο χρηματοπιστωτικός τομέας ως αιχμή του δόρατος της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Οι ιδιωτικοποιήσεις[1] αποτέλεσαν και αποτελούν τις βασικές διαρθρωτικές αλλαγές, τις οποίες και τα δύο κυβερνητικά κόμματα υιοθέτησαν και πρόβαλλαν ως πανάκεια. Ο δημόσιος τομέας, αφού υπέστη τα πάνδεινα από τους εκάστοτε κυβερνώντες χρησιμοποιούμενος ως φέουδο, παραδόθηκε βορά στα χέρια του ιδιωτικού κεφαλαίου. Συγχρόνως, με βάση και πάλι τα κριτήρια που οι ίδιοι οι κυβερνώντες έχουν θέσει, μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί ότι η ελληνική οικονομία με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική όχι μόνον πόρρω απέχει από την εκπλήρωσή τους[2], αλλά μαρτυρείται και σαφής χειροτέρευση.
Η σταθερή προσαρμογή των παραγωγικών σχέσεων της ελληνικής οικονομίας στα αντίστοιχα πρότυπα που καθορίζει η πολιτικοϊδεολογική κυριαρχία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οδήγησε με τρόπο νομοτελειακό, υπό μια έννοια, και στην αντίστοιχη προσαρμογή των παραγωγικών δυνάμεων, οδηγώντας σε νέες συνθήκες υλικής παραγωγής.
Η οικονομική δραστηριότητα μέσω των ιδιωτικών επενδύσεων (με τη βοήθεια των ιδιωτικοποιήσεων και των δημόσιων επενδύσεων) επικεντρώθηκε κυρίως στον τομέα των κατασκευών και των μεγάλων έργων, στη νέα οικονομία της πληροφορικής και του διαδικτύου, στο χώρο των μέσων επικοινωνίας, τη διαφήμιση, τη χρηματοπιστωτική αγορά, τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Παράλληλα, οι ιδιωτικοποιήσεις επεκτάθηκαν όχι μόνο στους χώρους της κρατικής επιχειρηματικότητας αλλά και σε χώρους που θεωρούνταν παραδοσιακά αποκλειστικής παραγωγής δημόσιων αγαθών, όπως η παιδεία και η υγεία, ανοίγοντας νέα πεδία επιχειρηματικής δράσης.
Τα αποτελέσματα της μεγέθυνσης του ΑΕΠ, συνέπεια των απορυθμίσεων-ιδιωτικοποιήσεων, των κοινοτικών εισροών, της ευρείας πιστωτικής επέκτασης κυρίως των προϊόντων λιανικής τραπεζικής (στεγαστικά, καταναλωτικά, κάρτες), των μεγάλων έργων εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων, του συνεχιζόμενου δημόσιου δανεισμού, κατανεμήθηκε κατά τρόπο απολύτως ανισομερή. Δημιούργησαν έτσι «νέες πρωταρχικές συσσωρεύσεις» στο χώρο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, βοηθώντας αποφασιστικά στην εμφάνιση, δίπλα στους παραδοσιακούς, και νέων επιχειρηματικών ομίλων με σαφή πύκνωση των χαρακτηριστικών της πολιτικοοικονομικής διαπλοκής, που σε πείσμα οποιασδήποτε άλλης άποψης, αποδεικνύονται εγγενές στοιχείο της καπιταλιστικής παραγωγής [3].
Απώλεια μακροοικονομικών εργαλείων
Αναφορικά με την εισαγωγή του ευρώ, επιβεβαιώνονται πλήρως όλες οι θεωρητικές αναλύσεις για τα προβλήματα που παρουσιάζονται κατά τη δημιουργία μιας νομισματικής ένωσης[4].
Η ελληνική οικονομία με την είσοδό της στην τρίτη φάση της ΟΝΕ και τη συμμετοχή της στο ενιαίο νόμισμα, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα «νέο» ανταγωνιστικό περιβάλλον, στο οποίο οι συμμετέχουσες χώρες αδυνατούν να ασκήσουν ανεξάρτητη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική. Με τη δημιουργία της ΟΝΕ οι εθνικοί καπιταλισμοί χάνουν ένα σημαντικό μακροοικονομικό εργαλείο. Συνεπώς, ο πρώτος περιορισμός συνίσταται στην υποχρέωση της χώρας να διατηρεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε τέτοιο επίπεδο ελλειμματικότητας, ώστε η «κάλυψή» του να πραγματοποιείται δίχως τη χρησιμοποίηση της συναλλαγματικής πολιτικής, και η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων να μην προκαλεί αύξηση του δημόσιου χρέους (σύμφωνα με το Σύμφωνο Σταθερότητας, ανώτατο όριο είναι το 60% του Α.Ε.Π.), αλλά να επιτυγχάνεται μέσω αυτόνομων εισροών ιδιωτικών κεφαλαίων.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αντικατοπτρίζει τις βασικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Η αύξηση του ελλείμματος και η διατήρησή του σε υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια οφείλεται στην υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές και στο χαμηλό επίπεδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αντανακλάται και στη σύνθεση του εξωτερικού εμπορίου αγαθών.
Η απώλεια της συναλλαγματικής πολιτικής ως μέσου προσαρμογής στις διεθνείς πιέσεις ή στις ασύμμετρες διαταραχές, θα μεταφέρει την πίεση, σύμφωνα με τη θεωρία, είτε στην αγορά αγαθών είτε στην αγορά εργασίας. Επομένως, απαιτείται ευελιξία στις αγορές προϊόντων και ευελιξία της αγοράς εργασίας. Εάν δεν πραγματοποιηθεί προσαρμογή των αγορών αυτών στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, το αντίτιμο θα είναι δυσμενές για το ύψος της παραγωγής και οδυνηρό για το εργατικό δυναμικό.
Η διεθνής ορθοδοξία
Για το σύνολο των διεθνών οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Κομισιόν) η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποτελεί μια έντονη διαρθρωτική αλλαγή για τα παραγωγικά συστήματα των χωρών-μελών. Η κατεύθυνση της δομικής ανασυγκρότησης είναι αυτή της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών με απώτερο σκοπό την εγκαθίδρυση συνθηκών πλήρους ανταγωνισμού. Όμως, είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι είναι αδύνατον να «λειτουργήσει» οποιαδήποτε αγορά (αγαθών ή κεφαλαίων) υπό συνθήκες ανταγωνισμού, αν δεν καταστεί «ευέλικτη» η αγορά εργασίας. Μάλιστα, επειδή οι εξελίξεις στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών είναι αργές και (το κυριότερο) είναι δύσκολο να προβλεφθεί η φύση τους, η ευελιξία στην αγορά εργασίας εξασφαλίζει προληπτικά την ομαλή προσαρμογή των οικονομιών σε περιπτώσεις ανισομερώς κατανεμημένων διαταραχών της οικονομίας.
Η ευελιξία της αγοράς εργασίας, μπορεί να επιτευχθεί με την ευελιξία των μισθών, την ευελιξία του χρόνου εργασίας και με την κινητικότητα της εργασίας (γεωγραφική κινητικότητα και κινητικότητα μεταξύ οικονομικών κλάδων και επαγγελμάτων).
Η ελαστικότητα των μισθών στις μεταβολές της προσφοράς ή της ζήτησης εργασίας, αποτελεί για όλους τους διεθνείς οργανισμούς τον ακρογωνιαίο λίθο της ανταγωνιστικότητας των εθνικών επιχειρήσεων και του ύψους της εθνικής παραγωγής και απασχόλησης. Πιο συγκεκριμένα, προτείνουν σύνδεση των πραγματικών μισθών με την παραγωγικότητα της εργασίας, ώστε οι αμοιβές των εργασιών με υψηλότερη παραγωγικότητα να μπορούν να είναι υψηλές, ενώ αντίστροφα, οι αμοιβές με χαμηλή παραγωγικότητα να προσαρμόζονται σε χαμηλότερα επίπεδα. Γίνεται σαφές ότι με τον τρόπο αυτό αμφισβητείται η δυνατότητα καθορισμού των μισθών σε εθνικό ή κλαδικό επίπεδο και προτείνεται ο καθορισμός τους σε επίπεδο επιχείρησης ή γεωγραφικής περιοχής, μιας και η παραγωγικότητα υπολογίζεται με ακρίβεια σε αυτό το επίπεδο.
Η ευελιξία του χρόνου εργασίας οδηγεί σε μορφές απασχόλησης όπως η μερική απασχόληση, η απασχόληση στο σπίτι κ.λπ. Κυρίως όμως οδηγεί στη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, σύμφωνα με τις συγκυριακές ανάγκες της επιχείρησης, αδιαφορώντας πλήρως για τον τρόπο διευθέτησης της καθημερινότητας του εργαζομένου.
Είναι προφανές ότι οι διεθνείς οργανισμοί και οι κυβερνήσεις των κρατών της Ε.Ε., αλλά και των υπόλοιπων ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών, έχουν θέσει ως στόχο να μετακυλισθεί όλο το βάρος της προσαρμογής στην αγορά εργασίας. Η διεθνής προσαρμογή και της ελληνικής οικονομίας στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον δεν διαφοροποιείται από τη γενικότερη κατάσταση: μάλιστα θα υπογραμμίζει, παρά το ό,τι διαφορετικό υποστηρίζεται, ότι η Ελλάδα δεν υστερεί καθόλου σε προσαρμοστικότητα του θεσμικού πλαισίου.
Ελληνικές επιβαρύνσεις
Υπάρχει όμως ένα επιπλέον σημείο, που δυσκολεύει περαιτέρω τη διεθνή προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι αρνητικές επιπτώσεις του οποίου σωρεύονται και αυτές στην αγορά εργασίας. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν περιορισμό που απορρέει και αυτός από το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Είναι γνωστό ότι η ελληνική οικονομία καλείται μακροπρόθεσμα (οι Έλληνες υπεύθυνοι υποστήριζαν ότι αυτό θα γίνει την προσεχή δεκαετία, γεγονός που διαψεύδεται απολύτως από τις εξελίξεις πριν την έλευση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης) να επιτύχει την «πραγματική σύγκλιση» με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες. Δίχως τη σύγκλιση αυτή, το κόστος του ευρώ, ενός νομίσματος που αντιστοιχεί σε οικονομίες με πολύ υψηλότερες παραγωγικές δυνατότητες, θα είναι απολύτως δυσβάσταχτο για την ελληνική οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι για μια σειρά ετών ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να υπερβαίνει τον μέσο όρο του ρυθμού μεγέθυνσης των υπόλοιπων κρατών-μελών. Πράγματι αυτό έγινε εφικτό για μια δεκαετία, ανεξαρτήτως βεβαίως των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Παράλληλα όμως, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας έχει ένα ανώτερο πλαφόν (ρυθμός δυνητικής μεγέθυνσης) το οποίο εξαρτάται κατά τρόπο αντικειμενικό από τις εγχώριες παραγωγικές δυνατότητες. Επίσης, θα πρέπει ο ρυθμός δυνητικής μεγέθυνσης να μην οδηγεί την οικονομία σε «υπερθέρμανση» ώστε να μην προκαλούνται πληθωριστικές πιέσεις και ταυτόχρονα να μην τροφοδοτούνται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, όπως έχει αναφερθεί, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (πρωταρχικά, το εμπορικό ισοζύγιο) είναι ελλειμματικό και μάλιστα παρατηρείται θετική συσχέτιση μεταξύ ελλείμματος και δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας, γεγονός που δημιουργεί την ανάγκη περιορισμού του ρυθμού μεγέθυνσης κάτω από τον δυνητικό ρυθμό, ώστε να αποφευχθούν οι πληθωριστικές πιέσεις και να διατηρηθεί το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε επίπεδο που να μπορεί να χρηματοδοτείται από τις αυτόνομες κινήσεις ξένων κεφαλαίων.
Προκύπτει συνεπώς ότι τα δυσμενή διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας αποτελούν περιοριστικό παράγοντα του ρυθμού μεγέθυνσης. Επομένως, επιβάλλεται εκ των πραγμάτων η επιβάρυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση του στόχου της πραγματικής σύγκλισης. Βραχυπρόθεσμα, η λύση για την αποφυγή της εξέλιξης αυτής είναι η βελτίωση της τιμής των εγχώριων προϊόντων.
Τούτο, σε καθεστώς ενιαίου νομίσματος, μπορεί να γίνει είτε με τη μείωση του περιθωρίου κέρδους είτε με την ευελιξία της αγοράς εργασίας, η οποία μεταφράζεται ευκρινώς σε μείωση του μισθολογικού κόστους. Η κρατούσα άποψη των κοινοτικών ιθυνόντων, βεβαίως, υπερθεματίζει υπέρ της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, επισείοντας τον κίνδυνο των σοβαρών επιπτώσεων που θα υπάρξουν σε αντίθετη περίπτωση είτε στον όγκο της παραγωγής, είτε στον όγκο της απασχόλησης, είτε στον πληθωρισμό.
Μετά από σχεδόν δέκα χρόνια «προσαρμογής», τα συμπεράσματα αναφορικά με την εξέλιξη των παραπάνω προβλημάτων είναι προφανή και ευλόγως εξηγήσιμα. Βρίσκονται δε στον αντίποδα των γνωστών διακηρύξεων των πολιτικών και οικονομικών ελίτ περί του «ευρωπαϊκού παραδείσου», και επιβάλλουν την απόδοση ευθυνών σε όλους όσοι τις προβάλλουν.
[1] Για το θέμα αυτό βλ. E.Altvater, Παγκοσμιοποίηση, Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσια Αγαθά, The Monthly Review Imprint, Αθήνα 2006, καθώς και τον πρόλογό μου στο ανωτέρω κείμενο.
[2] Αναλυτικά για τα θέματα αυτά βλ.: Κ. Μελάς, Η Σαστισμένη Ευρώπη, εκδόσεις Εξάντας, Απρίλιος 2009.
[3] Κ. Μελάς, «Η Διαφθορά στον Δημόσιο Βίο», Monthly Review τ. 4, Απρίλης 2005.
[4] P. De Grauwe, Τα Οικονομικά της Νομισματικής Ένωσης, εκδόσεις Παπαζήσης, 2001.
(Ο Κώστας Μελάς είναι Πανεπιστημιακός, μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της ελληνικής έκδοσης της Monthly Review)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ