ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Κόκκινος Δεκέμβρης και αναθεωρητισμός: Με αφορμή το νέο βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου


Το νέο βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου Κόκκινος Δεκέμβρης. Tο ζήτημα της επαναστατικής βίας, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2016 από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα, έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά σημαντικών έργων που έχουν κυκλοφορήσει τα χρόνια της κρίσης και ασχολούνται με την ταραγμένη δεκαετία του 1940. Ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας επιλέγει αυτή τη φορά να καταπιαστεί με ένα ζήτημα με το οποίο το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής αριστεράς αποφεύγει σταθερά να αναμετρηθεί, συμβάλλοντας με τη σιωπή της στην ιδεολογική ηγεμόνευση του αντιπάλου όσον αφορά την ερμηνεία των γεγονότων εκείνων των ημερών.

Ο Κωστόπουλος προχωρά σε μια διεισδυτική μελέτη των στρατοπέδων που βρέθηκαν αντιμέτωπα στην Αθήνα του ’44, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της επαναστατικής βίας (και τον μετασχηματισμό της κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών), όπως επίσης και τις τοποθετήσεις τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς κατά τις επόμενες δεκαετίες, τοποθετήσεις που βέβαια συνδέονται άμεσα με τις εκάστοτε πολιτικές και στρατηγικές τους επιδιώξεις.

Η απόδοση των βιαιοτήτων του Δεκέμβρη στη δράση πρακτόρων ή οπορτουνιστών που είχαν διεισδύσει στο εαμικό στρατόπεδο αλλά και σε ατομικά ελαττώματα των μελών της αριστεράς ερμηνεύεται από τον συγγραφέα ως αποτύπωση του γεγονότος ότι η ηγεσία του εαμικού κινήματος ούτε θέλησε ούτε επιδίωξε την κοινωνική έκρηξη των Δεκεμβριανών. Αντίθετα, υποστηρίζει ο ίδιος, αυτή προκλήθηκε από την έρπουσα κρίση εκπροσώπησης μιας υπολογίσιμης μερίδας του εαμικού μπλοκ της πρωτεύουσας. Η κρίση αυτή οφειλόταν με τη σειρά της στις πολιτικές επιλογές της ηγεσίας, η οποία κατά το αμέσως προηγούμενο διάστημα είχε στηρίξει την αντιλαϊκή κοινωνική πολιτική των Σκόμπυ-Παπανδρέου, επιδιώκοντας μια –πρακτικά αδύνατη– ταξική ισορροπία. Την ίδια στιγμή, απροκάλυπτη πρόθεση του ελληνικού αστισμού και των διεθνών συμμάχων του ήταν η απορρόφηση των δωσιλόγων της Κατοχής στον κρατικό μηχανισμό και η ποινικοποίηση του δυναμικότερου σκέλους της εαμικής αντίστασης.

Από την άλλη, η προβολή των «αναρχοκομμουνιστικών φρικαλεοτήτων» από την πλευρά του αστικού στρατοπέδου υπερέβαινε σαφώς τον εμφανή στόχο της αμαύρωσης του αντιπάλου και λειτουργούσε και ως επιχείρημα για τη νομιμοποίηση του στραγγαλισμού των δημοκρατικών ελευθεριών και της δομικής κοινωνικής ανισότητας, της στρατοκρατίας και της οπισθοδρόμησης που χαρακτήριζαν το μετεμφυλιακό κράτος.

Η σημερινή αναγέννηση της πτωματολογίας της δεκαετίας του ’50 από τους φορείς της «νέας» ιστοριογραφικής εθνικοφροσύνης, τα έργα των οποίων σημειώνουν υψηλές πωλήσεις, στοχεύει να δημιουργήσει μια νέα εικόνα για το παρελθόν, κάτι που βέβαια έχει και άμεσες επιπτώσεις και στη στάση του αναγνώστη απέναντι στην αριστερά τού σήμερα. Η ιδεολογική αυτή επίθεση σίγουρα δεν μπορεί να απαντηθεί από την αριστερά με τα απλουστευτικά και εξιδανικευτικά εθνικοενωτικά σχήματα της Μεταπολίτευσης, τα οποία περιέγραφαν έναν ενωμένο λαό που αντιστάθηκε καθολικά στον κατακτητή, αγνοούσαν τη μαζική κοινωνική βάση του ελληνικού δωσιλογισμού και απέφευγαν να θίξουν τα «ευαίσθητα» θέματα. Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο συγγραφέας, η δουλειά του ιστορικού «κρίνεται σε τελική ανάλυση από τη δυνατότητά του να αντιμετωπίσει τις πτυχές εκείνες του παρελθόντος που θέτουν σε δοκιμασία τη δική του ιδεολογία και πολιτική ένταξη, ρητή ή υπόρρητη». Σήμερα, οι ιστορικοί που βλέπουν τον εαυτό τους στην πλευρά των υποτελών, και ακόμα περισσότερο τα μέλη της αριστεράς, είναι ανάγκη να ξεφύγουν από τις ωραιοποιημένες αφηγήσεις ενός «ηρωικού» παρελθόντος, οι οποίες το μόνο που καταφέρνουν είναι να ανυψώνουν στη σφαίρα του μύθου τους αγωνιστές της εποχής στερώντας τους την ανθρώπινη τους υπόσταση.

Σημαντική είναι επίσης η έμφαση που δίνει ο συγγραφέας στην πολυμορφία του εαμικού στρατοπέδου, το οποίο όπως κάθε πλατύ κίνημα αναπόφευκτα σημαδευόταν από έντονες εσωτερικές διαφοροποιήσεις. Η κατανόηση της πολυσύνθετης ταξικής του συγκρότησης, των διαφορετικών επιδιώξεων των κοινωνικών ομάδων στις οποίες στηριζόταν αλλά και των πολιτικοϊδεολογικών μεταβολών που αυτές οι ομάδες και το ίδιο το κίνημα γνώρισε στην πορεία είναι έτσι απαραίτητα για να προσεγγίσουμε τον Δεκέμβρη.

Το γεγονός όμως ότι στα τέλη του ’44 φαίνεται να υπήρχαν πολλά παράλληλα κέντρα εξουσίας στο εσωτερικό ενός υποτίθεται μονολιθικού κόμματος έχει υποτιμηθεί διαχρονικά από όσους επιλέγουν να ασχοληθούν με την περίοδο. Το ίδιο σπάνιες είναι και οι ιστορικές μελέτες για τα όρια του εαμικου σχεδίου, τα οποία σε συνδυασμό με την αδυναμία του ΚΚΕ να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική του στις νέες δυνατότητες που άνοιγε η κατάρρευση του κατοχικού κράτους οδήγησαν το κίνημα σε συνεχείς υποχωρήσεις και τελικά στην υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας. Σήμερα, η αμηχανία του ΚΚΕ να αναμετρηθεί με τη συνθετότητα του ζητήματος της εξουσίας έχει οδηγήσει την επίσημη κομματική ιστοριογραφία να επικεντρώνεται στον αγώνα του ΔΣΕ, που άλλωστε προσφέρεται και για πιο «κομματικές» προσεγγίσεις.

Σε μια εποχή που η ελληνική αριστερά καλείται να σκεφτεί ξανά στρατηγικά, η υπεράσπιση της επαναστατικής βίας είναι εντέλει υπεράσπιση της ίδιας της δυνατότητας των υποτελών τάξεων να διεκδικήσουν την εξουσία. Ένα από τα πράγματα που μπορούμε να «διδαχτούμε» από τον κόκκινο Δεκέμβρη είναι και το ότι μέσα σε μια επαναστατική διαδικασία η δράση των μαζών δεν μπορεί ποτέ να συντελείται αποκλειστικά κατόπιν «κομματικών εντολών» και πάντα θα έχει αναγκαστικά και το στοιχείο του «αυθόρμητου». Ο ρόλος του επαναστατικού κόμματος ως πρωτοπορίας είναι κάτι που θα κρίνεται διαρκώς από την ικανότητά του να επικοινωνεί με τις μάζες, ευρισκόμενο πάντα «ένα βήμα μπροστά» από αυτές. Η αυτοτελής δράση των μαζών είναι έτσι κάτι που όχι μόνο θα πρέπει να το υπερασπιζόμαστε αλλά και να το ενισχύουμε, δίνοντας δημιουργική διέξοδο στις αντιφάσεις της συμμαχίας των υποτελών και τόπο για την έκφραση της λαϊκής δημιουργικότητας.

Στο πλαίσιο αυτό, το βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου για την «κόκκινη βία» του Δεκέμβρη, μια βία με ξεκάθαρο ταξικό πρόσημο, αξίζει όχι μόνο να διαβαστεί ως μια εξαιρετική ιστορική μελέτη πάνω στην εμφύλια σύγκρουση στην πρωτεύουσα αλλά και ως αφορμή βαθύτερου αναστοχασμού γύρω από τα ζητήματα της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος σήμερα.

 

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.