Τα τελευταία δύο χρόνια έχει ενταθεί η συζήτηση για το άσυλο σε εκπαιδευτικούς χώρους (πανεπιστήμια, σχολεία κ.ο.κ.). Η κορύφωσή της συμπυκνώθηκε στην περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. στο γνωστό πόρισμα Παρασκευόπουλου, που επί της ουσίας εισηγήθηκε την ένταση της αστυνόμευσης στα πανεπιστήμια βάζοντας στο στόχαστρο τόσο τις συνδικαλιστικές ελευθερίες όσο και τις πολιτικές δράσεις, τις αποφάσεις των φοιτητικών συλλόγων κ.λπ. Το έργο αυτό ανέλαβε να εκπληρώσει με τον πιο βίαιο τρόπο η κυβέρνηση Ν.Δ. και αυτό φάνηκε εμφατικά τόσο μέσα από τις προεκλογικές ομιλίες του Κ. Μητσοτάκη όσο και από τη ρητορεία της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ στα πανεπιστήμια. Σε μια προσπάθεια να πειστεί η κοινή γνώμη για τη νομοθετική αλλαγή κατάργησης του ασύλου, επιστρατεύτηκε η χυδαιότερη παραπλάνηση για την «ανομία» εντός των ΑΕΙ και την κάλυψη που αυτή δέχεται από το ήδη υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο. Με αυτόν τον τρόπο παρουσιαζόταν ως μονόδρομος, και μάλιστα υψίστης σημασίας από όλα τα ελεγχόμενα ΜΜΕ, συμβάλλοντας στην εκλογική προπαγάνδιση του προγράμματος της Ν.Δ. για την παιδεία. Η εμφάνιση αλλά και η τροπή της συζήτησης δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, καθώς δεν είναι πρώτη φορά που αυτό το ζήτημα απασχολεί τη δημόσια σφαίρα και μάλιστα η ιστορική εξέλιξη του ζητήματος θα οδηγήσει σε πολλές ομοιότητες και βασικά συμπεράσματα.
Το πανεπιστημιακό άσυλο, παρόλο που θεσμοθετήθηκε το 1982 με τον ν.1268, έχει τεθεί ως λαϊκή και νεολαιίστικη διεκδίκηση αλλά και ως έντονο πολιτικό ζήτημα ήδη από το 1859. Σχεδόν 120 χρόνια μετά, στις 20.3.1973 η σύγκλητος του ΕΚΠΑ έδωσε εντολή για εκκένωση της αντιδικτατορικής κατάληψης στη Νομική υποστηρίζοντας ότι οι φοιτητές που βρίσκονταν στην κατάληψη δρούσαν ενάντια στους υπόλοιπους φοιτητές παρακωλύοντας την εκπαιδευτική διαδικασία. Λίγους μήνες μετά, βλέπουμε την κορύφωση του αντιδικτατορικού αγώνα τον Νοέμβρη του 1973 με την είσοδο του τανκ στο κατειλημμένο ΕΜΠ. Καθ’ όλη την ιστορική πορεία των νεολαιίστικων αγώνων γίνεται σαφές ότι η μη ύπαρξη πανεπιστημιακού ασύλου χρησίμευε στην καταστολή κάθε αγώνα και συλλογικής διεκδίκησης μέσα στους χώρους σπουδών.
Τα τελευταία χρόνια σημαδεύτηκαν από μεγαλειώδεις φοιτητικές, νεολαιίστικες και ευρύτερες λαϊκές κινητοποιήσεις. Το 2006 χιλιάδες φοιτητές κινητοποιήθηκαν μέσω των συλλογικών τους αποφάσεων ενάντια στον νόμο Γιαννάκου της Ν.Δ., που μεταξύ άλλων καταργούσε εξ ολοκλήρου την έννοια του ασύλου με την συντριπτική πλειονότητα των σχολών πανελλαδικά να βρίσκονται υπό κατάληψη. Η μαζικότητα ήταν τέτοιου μεγέθους αλλά και γεωμετρίας-σύνθεσης κόσμου που απέτρεπε οποιαδήποτε σκέψη για βίαιη καταστολή των καταλήψεων. Ακόμα και η ψήφιση του νόμου Γιαννάκου το 2007 καταργήθηκε στην πράξη μέσα από τη δράση του συνόλου του λαού στις κινητοποιήσεις του Δεκέμβρη ενάντια στην ένταση της αστυνόμευσης, τη βίαιη καταστολή και τον ανελεύθερο χαρακτήρα της κοινωνίας που συμπυκνώθηκαν στη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου. Το 2011 η κατάργηση του ασύλου επιστρέφει από το ΠΑΣΟΚ με τη στήριξη της Ν.Δ. και τον νόμο Διαμαντοπούλου, που έχαιρε της άκρατης υποστήριξης του Α. Γεωργιάδη. Η τριετία που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από το κίνημα των Πλατειών και την πιο βίαιη έκφραση καταστολής αγώνων από την ελληνική αστυνομία τόσο έξω από τα πανεπιστήμια όσο και μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους, όπου έμπαιναν ελεύθερα όποτε ήθελαν. Το χτύπημα στο άσυλο ήταν χτύπημα στις συλλογικές διαδικασίες και στόχευε να ταυτιστεί με το τέλος του προηγούμενου κινηματικού κύκλου. Αυτό το ανολοκλήρωτο έργο θεσμοθέτησε και ο υπουργός Παιδείας Κ. Γαβρόγλου το 2015 επί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και επιχειρεί να τελειώσει η Ν.Δ. σήμερα.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία που έχει περιγραφεί μπορούμε να βρούμε χαρακτηριστικές ομοιότητες που αναδεικνύουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πως το ζήτημα του ασύλου εντέλει από όλες τις μεριές δεν τοποθετείται στο επίπεδο της ασφάλειας αλλά στο πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο.
Αρχικά, έχει σημασία να σημειώσουμε πως συχνά οι πιάτσες ναρκεμπορίου τοποθετούνταν είτε κοντά είτε εντός των πανεπιστημίων, ακόμα και όταν ο νόμος που κατοχύρωνε το πανεπιστημιακό άσυλο είχε καταργηθεί, για να δημιουργηθεί μια εικόνα «χάους» των δημοσίων πανεπιστημίων. Αυτό εξυπηρετεί και την υποβάθμιση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης στα μάτια της κοινωνίας αλλά και τη σύγχυση των πολιτικών πρακτικών, όπως οι καταλήψεις ή οι γενικές συνελεύσεις, με εγκληματικές ενέργειες. Βεβαίως ο νόμος Γαβρόγλου προέβλεπε την παρέμβαση της αστυνομίας «σε περιπτώσεις κακουργημάτων και εγκλημάτων κατά της ζωής», γεγονός που αποδομεί τα επιχειρήματα της Ν.Δ. Παρ’ όλα αυτά οι δυνάμεις καταστολής επιλέγουν συνεχόμενα τα τελευταία χρόνια να πράττουν είτε ενάντια στους τοξικοεξαρτημένους με χυδαίο και βίαιο τρόπο, είτε ενάντια σε φοιτητές και φοιτήτριες που διαμαρτύρονται μέσω των γενικών τους συνελεύσεων, και ποτέ ουσιαστικά ενάντια σε αυτούς που διακινούν τα ναρκωτικά.
Άρα φτάνουμε στο εξής ερώτημα: Γιατί η κυβέρνηση της Ν.Δ. προσπαθεί να καταργήσει το πανεπιστημιακό άσυλο και γιατί χρησιμοποιεί «εγκληματικές ενέργειες» για να στήσει το αφήγημά της;
Η πραγματική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, ικανή να ξεπερνά και τα ψέματα της κυρίαρχης προπαγάνδας, είναι και η μόνη που μπορεί ταυτόχρονα να είναι σε ιστορική ευθυγράμμιση με την εξέλιξη του ζητήματος, να αναδείξει λογικά ποιοι και γιατί όλα τα χρόνια ήταν ενάντια στο άσυλο αλλά και γιατί. Η απάντηση δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο αλλά βρίσκεται ακριβώς στη δημιουργία του ασύλου σαν ζήτημα και διεκδίκηση μέχρι και στην επανεμφάνιση του ανά τα χρόνια. Το άσυλο διεκδικήθηκε σε ανελεύθερο καθεστώς ακριβώς γιατί εξαρχής το άσυλο προστάτευε τους αγώνες των φοιτη(τρι)ών. Το άσυλο περιγράφει το δικαίωμα των φοιτη(τρι)ών (κοινωνικής κατηγορίας με τα πιο εξεγερσιακά αντανακλαστικά παραδοσιακά) να συζητάνε ελεύθερα σε μη ελεγχόμενες δημοκρατικές διαδικασίες τους όπως είναι οι γενικές συνελεύσεις για τα ζητήματα που τους αφορούν, από αντιεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις εκάστοτε κυβερνήσεων μέχρι και συνολικότερα ζητήματα. Για να το αντιληφθούμε αυτό, αρκεί να δούμε τους αγώνες που διεκδίκησαν ενιαίο και ισχυρό πτυχίο με όλα τα επαγγελματικά δικαιώματα σε αυτό ως μόνη προϋπόθεση για μόνιμη και σταθερή δουλειά, τους αγώνες ενάντια στην επισφαλή και ελαστική εργασία βάσει των μνημονιακών επιταγών, τους αγώνες για δημόσιο δωρεάν δημοκρατικό πανεπιστήμιο ενάντια στην εισαγωγή εργολάβων στις εστίες, τον αγώνα ενάντια στον φασισμό όπως αυτός εκφράζεται μέσα κι έξω από τις σχολές μας, τους αγώνες για τη δημιουργία αυτοδιαχειριζόμενων χώρων από τους φοιτητές για τους φοιτητές εντός των σχολών, τον αγώνα για απομάκρυνση πυρηνικών εξοπλισμών από όλες τις πόλεις της Ελλάδας και πιο πρόσφατα τον πανελλαδικό αγώνα ενάντια στις συγχωνεύσεις ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Τελικά, το ζήτημα του ασύλου είναι μια γραμμική μεταφορά της σύγκρουσης μεταξύ της λογικής των αποστειρωμένων πανεπιστημίων, που οι φοιτητές θα ενεργούν παθητικά στην κυρίαρχη πολιτική, και των πανεπιστημίων κέντρων αγώνα, ζωντανών κοινωνικών χώρων. Η διεκδίκηση του ασύλου και η πρώτη θεσμική του κατοχύρωση το 1982 αποτέλεσαν συμπύκνωση της προσπάθειας του λαού να απαντήσει σε όσα τον έπλητταν, να εναντιωθεί στην αντιλαϊκή πολική. Η άρση του ασύλου είναι ο προσχηματικός τρόπος για να άρουν επί της ουσίας τις συλλογικές διαδικασίες και άρα να εμποδίσουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τη λήψη αποφάσεων από μεριάς φοιτητικών συλλόγων και κινητοποιήσεων. Είναι ουσιαστικά η προσπάθεια να πείσουν τη νεολαία και άρα τον λαό ότι δεν έχει νόημα να αγωνίζονται, να συνδέσουν ιδεολογικά την αντίσταση στα αντιλαϊκά μέτρα με την παραβατικότητα και την ανομία ώσπου να έχουν εντέλει διαμορφώσει έναν λαό σε λήθαργο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η νέα υπουργός Παιδείας αναφέρει και την εισαγωγή face control για την είσοδο σε έναν πανεπιστημιακό χώρο προσπαθώντας τόσο να αποσυνδέσει τα πανεπιστήμια από την υπόλοιπη κοινωνία αλλά και να τρομοκρατήσει το σύνολο των φοιτητών επιβάλλοντας ένα καθεστώς χουντικής έμπνευσης. Όλα αυτά αναδεικνύουν και το γιατί στο σύνολο της ιστορίας αυτοί που τάσσονταν υπέρ της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου ήταν και είναι οι ίδιοι που τάσσονται υπέρ των πιο αντιλαϊκών μέτρων.
Η νεολαία απέναντι στην οξυμένη επίθεση που της προετοιμάζουν δεν θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες δρουν, συζητάνε και αποφασίζουν δημοκρατικά μέσα στους φοιτητικούς τους συλλόγους, μέσω των οργάνων τους. Δεν θα αφήσουμε κανέναν να σβήσει την αγωνιστική φωνή της νεολαίας. Η νεολαία πάντα ήταν και θα συνεχίσει να είναι πυροδότης ευρύτερων κινημάτων και εξεγέρσεων. Η επίθεση στα μέσα πάλης μας δείχνει εμφατικά τον φόβο προς την κινητοποιούμενη νεολαία. Τη νεολαία που μάχεται ενάντια στην αποστείρωση του πανεπιστημίου, και παλεύει για ένα δημόσιο, δωρεάν και ουσιαστικά δημοκρατικό πανεπιστήμιο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ