Οι πολεμικές κραυγές από τη μεριά του προέδρου των ΗΠΑ για επικείμενη πυραυλική επίθεση στη Συρία, ήρθαν να θυμίσουν, με τον πιο έντονο τρόπο, την πραγματικότητα μιας σύγκρουσης, σε παγκόσμια κλίμακα, που απέχει πια αρκετά από το να χαρακτηριστεί «ψυχρός πόλεμος».
Ούτως ή άλλως, εξαρχής, οτιδήποτε έγινε στη Συρία και μετά, λίγο είχε να κάνει με αυτό που ορίστηκε ως «Αραβική Άνοιξη» ή κάποια επανάσταση, αλλά κυρίως είχε να κάνει με την όξυνση των ανταγωνισμών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Το υπαρκτό αρχικά, αλλά ποτέ πλειοψηφικό, δημοκρατικό κίνημα ενάντια στο αυταρχικό καθεστώς Άσαντ που ξέσπασε το 2011 γρήγορα προσπεράστηκε από το διαγκωνισμό ανάμεσα σε διαφορετικές τζιχαντιστικές οργανώσεις που συναγωνίζονταν για το ποια παραλλαγή βίαιης (και αντιδραστικής) «αλλαγής καθεστώτος» θα πάρει το πάνω χέρι (και το αμερικανικό χρίσμα) στη Συρία, αυτή που χρηματοδοτούσαν η Τουρκία και το Κατάρ ή αυτή που χρηματοδοτούσαν οι Σαουδάραβες και τα Εμιράτα. Ήταν μια διαδικασία που εκτός των άλλων «έβγαλε και το τζίνι από το μπουκάλι», όταν μια μερίδα των τζιχαντιστών, πατώντας πάνω στην υπαρκτή σουνιτική δυσαρέσκεια στο Ιράκ και εκμεταλλευόμενη την άφθονη ενίσχυση από τις δυτικές δυνάμεις και συντηρητικές αραβικές χώρες, αποφάσισε να κάνει παιχνίδι μόνη της μέσω του «Ισλαμικού Κράτους», διεκδικώντας να κάνει πράξη το όραμα ενός «Χαλιφάτου» με εδαφική γείωση.
Όλη αυτή η διαδικασία δεν θα είχε πάρει τη βία και τη βαρβαρότητα που πήρε εάν εξαρχής οι ΗΠΑ δεν ήθελαν την «αλλαγή καθεστώτος» στη Συρία κατά βάση για να εξασφαλίσουν ότι η Ρωσία θα χάσει ένα κρίσιμο στήριγμά της στην περιοχή και ότι θα αλλάξουν τον συνολικό συσχετισμό. Χωρίς την εξαρχής καθοριστική παρέμβαση των Δυτικών και των διαφόρων συμμάχων τους τα πράγματα δεν θα είχαν πάρει τη βάναυση τροχιά που πήραν. Ούτε μπορεί κανείς να αγνοήσει τον ρόλο του Ισραήλ σε αυτή την εξέλιξη που κατεξοχήν ήθελε την αποδυνάμωση της Συρίας, τον περιορισμό της ιρανικής επιρροής, την υποχώρηση της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, αλλά και συνολικά τη διατήρηση μιας συνθήκης αποσταθεροποίησης, την οποία θα μπορεί να χρησιμοποιεί για να αυτοπροβάλλεται ως προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης στην περιοχή.
Η αμερικανική επιθετικότητα ούτε συγκυριακή είναι ούτε πρόσκαιρη. Από το 1991 η στρατηγική των ΗΠΑ συνίσταται στο να εξασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρξει δύναμη που θα αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία τους. Αυτό εξηγεί όλη την ακολουθία πολέμων από τον Κόλπο και μετά. Η οικονομική κρίση του 2007-8 αποτέλεσε ένα συνολικότερο πλήγμα στο ηγεμονικό «παράδειγμα» καπιταλιστικής συσσώρευσης, ενώ η μετέπειτα έξοδος από την κρίση δεν σήμανε ακύρωση των δομικών παραμέτρων της, όπως η διατήρηση χαμηλής κερδοφορίας, οι συγκριτικά χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και η εκ νέου διαμόρφωση χρηματοπιστωτικών φουσκών. Οι ΗΠΑ διατηρούν την πρωτοκαθεδρία ακόμη στην παραγωγικότητα και σε συγκεκριμένες τεχνολογίες αιχμής, όμως δεν μπορούν να παίξουν με τον ίδιο τρόπο όπως παλιότερα ρόλο «ατμομηχανής», ιδίως όταν για να διατηρήσουν τη θέση τους επιλέγουν και πρακτικές «εμπορικών πολέμων», ενώ η στρατιωτική υπεροπλία τους έχει και αυτή συγκεκριμένα όρια. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ εξαντλούν σταδιακά την ηγεμονική τους δυναμική. Την ίδια στιγμή, η Κίνα προσπαθεί να καλύψει το παραγωγικό χάσμα με τις ΗΠΑ, επενδύει στην εσωτερική της κατανάλωση (που έχει μεγάλα περιθώρια αύξησης) και διεκδικεί μια «παγκοσμιοποίηση» με βάση τους νέους «δρόμους του μεταξιού» και όχι στενά τις χρηματοοικονομικές ροές. Την ίδια ώρα, η Ρωσία παραμένει η μόνη άλλη πυρηνική υπερδύναμη, εκσυγχρονίζει το οπλοστάσιό της, διατηρεί τη δυνατότητα να έχει τεχνολογία αιχμής και αποδεικνύει ότι μπορεί να διαχειριστεί διεθνείς κρίσεις πολύ πιο αποτελεσματικά από τις ΗΠΑ. Όλα αυτά παραπέμπουν σε έναν κόσμο που είναι πιο σύνθετος, με περισσότερες και αντιθέσεις και περισσότερο ανοιχτά ενδεχόμενα ως προς το μελλοντικό συσχετισμό.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, σε σημαντική μερίδα του διπλωματικού αλλά και αμυντικού κατεστημένου των ΗΠΑ, που εκπροσωπούσαν και μερίδες του κεφαλαίου με μεγαλύτερο άνοιγμα στις διεθνείς αγορές αναπτύχθηκε μια διπλή στρατηγική. Από τη μια, μια σειρά από ιδιαίτερα επιθετικές συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και επενδύσεων που προσπαθούσαν να εγγυηθούν την διεθνοποίηση συγκεκριμένων μερίδων του αμερικανικού κεφαλαίου αλλά και να προσπαθήσουν να διαμορφώσουν μια ιδιότυπη οικονομική «υγειονομική ζώνη» γύρω από την Κίνα και τη Ρωσία. Η προσπάθεια αυτή προσέκρουσε σε διάφορα εμπόδια, εκτός των άλλων και σε σχέση με τις απαιτήσεις ακύρωσης μηχανισμών προστασίας και δημοσίου ελέγχου που απαιτούσε. Από την άλλη, δοκίμασαν μια πρακτική κλιμάκωσης της στρατιωτικής αντιπαράθεσης κύρια απέναντι στη Ρωσία αλλά εν μέρει απέναντι και στην Κίνα. Η παρέμβαση και όξυνση της ουκρανικής κρίσης, η εγκατάσταση βάσεων και αντιβαλλιστικών συστημάτων κοντά στα ρωσικά σύνορα, οι κυρώσεις, η παρέμβαση στη Συρία, αλλά και οι διάφορες παρεμβάσεις στη Νοτιοανατολική Ασία (π.χ. για τον συσχετισμό στη Νότια Σινική Θάλασσα αλλά και για την Κορεατική κρίση) σε αυτό κατέτειναν.
Απέναντι σε αυτή την στρατηγική, είναι αλήθεια πώς αναπτύχθηκαν και αντίρροπες τάσεις που αποτυπώθηκαν σε πλευρές της πολιτικής του Τραμπ: Απομάκρυνση, μερική, από τη συγκεκριμένη εκδοχή συμφωνιών «ελεύθερου εμπορίου και επενδύσεων» (όχι, όμως, συνολικά από την «παγκοσμιοποίηση»), και προσπάθεια, αντί για παράλληλο άνοιγμα όλων των μετώπων, για επιλεκτικό παιχνίδι ισορροπιών με κάποιες δυνάμεις (όπως αρχικά τουλάχιστον η Ρωσία) και όξυνσης με άλλες (όπως το Ιράν), ή πίεσης σε άλλες (όπως η Κίνα ως προς το εμπόριο), ή ακόμη και όξυνσης με στόχο την επίλυση (Κορεατική κρίση). Το περίπλοκο σύστημα διαχείρισης της αμερικανικής πολιτικής και η σαφής απροθυμία συγκεκριμένων κέντρων να ακολουθήσουν αυτή την πολιτική, συμπεριλαμβανομένων και κέντρων εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, οδήγησε σε αρκετές μετατοπίσεις. Μέρος αυτής της διεργασίας ήταν και η τελική εκ νέου κυριαρχία μιας γραμμής επιθετικότητας έναντι της Ρωσίας που είχε σφραγίσει και τη δεύτερη τετραετία Ομπάμα.
Όλα αυτά συμπυκνώθηκαν στις αντιφάσεις της συριακής κρίσης, σε όλο το περίπλοκο κουβάρι των αντιθέσεών της. Η ίδια η εξέλιξή της αποτέλεσε στην πραγματικότητα αποτυχία της αμερικανικής πολιτικής. Με απλά λόγια: οι ΗΠΑ δεν κατάφεραν να φέρουν λύση προς κάποια κατεύθυνση, δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση Άσαντ, ενώ την ίδια στιγμή είδαν να προκύπτει και το πρόβλημα του Ισλαμικού Κράτους, που ακόμη και στην εδαφική υποχώρησή του δεν έπαψε να μπορεί να αξιοποιεί εξελιγμένες τακτικές στρατολόγησης για πλήγματα σε δυτικές χώρες.
Αντίθετα, η ρωσική πολιτική, που κινητοποιήθηκε θεωρώντας ότι υπάρχει κίνδυνος απώλειας βάσεων και κρίσιμης πολιτικής επιρροής στην περιοχή, φάνηκε σταδιακά να δίνει μια ορισμένη προοπτική διεξόδου στη συριακή κρίση: πολιτική ακεραιότητα του συριακού κράτους αντί για βίαιη «αλλαγή καθεστώτος», χτύπημα και σταδιακός αφοπλισμός των τζιχανιστικών ομάδων και αναζήτηση πολιτικής λύσης για την επόμενη μέρα (συμπεριλαμβανομένης μιας πολιτικής λύσης για μεγαλύτερη αυτονομία των Κούρδων εντός μιας ενιαίας Συρίας), συντονισμός με την άλλη ισχυρή τοπική δύναμη που αντιτίθεται στους αμερικανικούς και ισραηλινούς σχεδιασμούς και έχει την ισχύ να αλλάζει συσχετισμούς στην περιοχή, το Ιράν και τους συμμάχους του, όπως τη Χεζμπολάχ.
Αυτό δεν το έκανε η Ρωσία γιατί είναι «προοδευτική δύναμη». Απλώς, ο πολιτικός υπολογισμός της στρωμάτων της ρωσικής αστικής τάξης και του πολιτικού προσωπικού που έχει επικεφαλής τον Πούτιν, είναι ότι σήμερα η σταθερότητα και μια ορισμένη ισορροπία ισχύος που θα αποτρέπει τα περισσότερο επιθετικά αμερικανικά σχέδια, της επιτρέπουν να ξεδιπλώσει τη δική της πολιτική, αλλά και την αξιοποίηση τόσο των ενεργειακών ροών όσο και του συντονισμού με την κινεζική πολιτική για τους νέους διαδρόμους μεταφορών και επενδύσεων. Επιπλέον, η Ρωσία, επανακατοχυρώνει έτσι έναν ρόλο αποτελεσματικού power broker που της ανοίγει και άλλες συμμαχίες.
Η ρωσική παρέμβαση άλλαξε τον συσχετισμό δύναμης στη Συρία και κυρίως συνέβαλε στο να ακυρωθούν έμπρακτα τα σχέδια για βίαιη «αλλαγή καθεστώτος». Αυτό έγινε με μια συστηματική στρατιωτική παρουσία, με διπλωματικές πρωτοβουλίες, αλλά και με τακτικές κινήσεις προς την πλευρά της Τουρκίας, παρά τις αρχικές συγκρούσεις. Η ιδιαίτερα αντιφατική θέση στην οποία βρέθηκε η Τουρκία, που αρχικά μπήκε επιθετικά στο παιχνίδι «αλλαγής καθεστώτος» αλλά βρέθηκε να έχει μεγάλο κόστος από την εμπλοκή, κύρια από την στιγμή που οι ΗΠΑ αποφάσισαν να στηριχτούν τακτικά στη συνεργασία με τους Κούρδους, διευκόλυνε τη ρωσική πολιτική. Το πραξικόπημα και η υπόνοια ότι υπήρχε αμερικανική ανάμειξη, επέτεινε αυτή την τακτική συνεργασία Τουρκίας – Ρωσίας. Άλλωστε, ακόμη και οι «αυτόνομες» επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας δεν θα είχαν ευοδωθεί έξω από έναν ορισμένο βαθμό ανοχής της ρωσικής πλευράς.
Όλα αυτά, η σταδιακή αλλαγή του συσχετισμού στο ίδιο το έδαφος της Συρίας, οι πολιτικές πρωτοβουλίες της Ρωσίας, η έστω και διακυβευόμενη τακτική συμπόρευση με την Τουρκία (που εξακολουθεί, στην πραγματικότητα, να διαπραγματεύεται τους όρους των σχέσεών της με τις ΗΠΑ), η σταθεροποίηση της ιρανικής παρουσίας και επιρροής σε ένα τόξο που ξεκινά από το Ιράκ, περνάει από τη Συρία και καταλήγει στον Λίβανο, διαμόρφωσαν ένα πολύ πιο αντιφατικό πεδίο και για την αμερικανική πολιτική αλλά και για άλλες δυνάμεις στην περιοχή, όπως το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία.
Απέναντι σε αυτό, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να διατηρήσουν μια σταθερή παρουσία κύρια μέσω ενός συνδυασμού άμεσης στρατιωτικής παρουσίας και ταυτόχρονα ενίσχυσης των Κούρδων, η δράση των οποίων ήταν καθοριστική και για να χάσει το «Ισλαμικό κράτος» την εδαφική του γείωση στην περιοχή. Το Κουρδικό κίνημα κατάφερε να αναδειχτεί σε μια ιδιαίτερα ισχυρή δύναμη απέναντι στο «Ισλαμικό κράτος», δοκιμάζοντας παράλληλα να οικοδομήσει τους δικούς του προχωρημένους δημοκρατικούς θεσμούς στην περιοχή, στοιχείο που εξηγεί και το φρόνημα των μαχητών του. Όμως, την ίδια στιγμή βρέθηκε και σε μια τακτική συμμαχία με τις ΗΠΑ που σήμερα θέλουν να διατηρήσουν τους όρους της στρατιωτικής τους παρουσίας στην περιοχή. Αυτό, με τη σειρά του, όξυνε περαιτέρω τις αντιφάσεις στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία, αφού η ύπαρξη μιας δυνάμει αυτόνομης κουρδικής κρατικής οντότητας στα σύνορα με την Τουρκία, είναι αυτό που κατεξοχήν θέλει να αποφύγει η τουρκική πλευρά, ο οποία άλλωστε τα τελευταία χρόνια έχει κλιμακώσει την καταστολή αλλά και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του κουρδικού κινήματος και στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ δείχνουν να επιμένουν ότι δεν θέλουν να μπουν σε μια συνολική πολιτική λύση, κάτι που στην πραγματικότητα σημαίνει διατήρηση της δυνατότητας αποσταθεροποίησης στην περιοχή, έστω και εάν την ίδια στιγμή υπάρχουν σε μερίδες του αμερικανικού κατεστημένου σκέψεις για πορεία απεμπλοκής (εξ ου και οι δηλώσεις Τραμπ για σύντομη αποχώρηση). Ωστόσο, είναι σαφές ότι αυτό δεν έχει να κάνει με το ίδιο το συριακό πρόβλημα, αλλά με το πως διαφορετικές μερίδες της αμερικανικής ελίτ αντιμετωπίζουν τον συνολικό ανταγωνισμό μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Την ίδια στιγμή, σε όλες αυτές τις αντιθέσεις μπαίνουν και άλλες δυνάμεις. Το Ισραήλ, όπως κάνει εδώ και αρκετά χρόνια, διαχειρίζεται την ίδια τη δική του εσωτερική αντιφατικότητα, δηλαδή το γεγονός ότι παρά την πολιτική των εποικισμών, τον αποκλεισμό της Γάζας, την παραπάνω από συμβιβαστική πολιτική της ηγεσίας της Χαμάς, η πραγματικότητα είναι ότι ανάμεσα στη Μεσόγειο και τον Ιορδάνη οι μισοί κάτοικοι είναι Άραβες. Την ίδια στιγμή, για το Ισραήλ, η αναβάθμιση του Ιράν, μετά τη συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα, διαμορφώνει την αίσθηση μιας απειλής, ιδίως μετά και τις εξελίξεις στη Συρία. Παράλληλα με το Ισραήλ, το βαθιά διεφθαρμένο και αυταρχικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας, με την καθοριστική θέση στη διαμόρφωση του παγκόσμιου ενεργειακού κόστους και τον επιθετικό ρόλο στην περιοχή (βλ. παρέμβαση στον εμφύλιο στην Υεμένη) επίσης δεν θέλει την αναβάθμιση άλλων δυνάμεων και θεωρεί ότι απειλείται από την ενίσχυση του Ιράν. Τόσο το Ισραήλ όσο και η Σαουδική Αραβία σήμερα είναι δυνάμεις που ενισχύουν την προοπτική νέων γύρων αντιπαράθεσης, ιδίως με το Ιράν, αλλά και τη συντήρηση της έντασης στο συριακό.
Όλο αυτό το κουβάρι συνολικών ανταγωνισμών και τοπικών αντιθέσεων φορτίζει μια σειρά από συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, ιδίως όταν συνδυάζεται και με άλλους υπολογισμούς. Για παράδειγμα, η ιδιαίτερα αντιφατική θέση της κυβέρνησης της Βρετανίας στη διαχείριση του Brexit, μπορεί εκτός των άλλων να εξηγήσει τη διαχείριση της υπόθεσης Σκριπάλ και τη δημιουργία μιας μείζονος διπλωματικής κρίσης, με την ανάλογη μιντιακή κάλυψη, μάλλον χωρίς πραγματική υπόσταση, αν κρίνουμε από την ταχεία ανάρρωση των θυμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται ότι υπήρξε προσπάθεια ώστε με κάθε τρόπο να βρεθεί πρόσχημα για ένα στρατιωτικό πλήγμα στη Συρία εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων και των συμμάχων τους. Βέβαια, την ίδια στιγμή, πραγματικό εναλλακτικό σχέδιο από τη μεριά των ΗΠΑ ή των δυτικών συμμάχων τους δεν υπάρχει. Ο συσχετισμός στο συριακό έδαφος έχει σε μεγάλο βαθμό κριθεί και οποιαδήποτε ριζική ανατροπή του απαιτεί κλίμακα και κόστος επέμβασης που δεν μπορούν να αναλάβουν. Μπορούν απλώς να επιφέρουν καθυστέρηση και παράταση της σύγκρουσης, προετοιμασία για άνοιγμα άλλων μετώπων (π.χ. με το Ιράν) και πάνω από όλα να κλιμακώσουν επικίνδυνα την αντιπαράθεση με την ίδια τη Ρωσία, με απρόβλεπτες συνέπειες. Ακριβώς αυτή η απουσία πραγματικού σχεδίου πέραν της παράτασης της αποσταθεροποίησης και των εστιών έντασης είναι που εξηγεί και τις ταλαντεύσεις που κατά τα νέα ήθη αποτυπώνονται ακόμη και στις εναλλαγές τόνου στα tweet του αμερικανού προέδρου, που τη μία εξαγγέλλει άμεση επίθεση και την άλλη υποστηρίζει ότι δεν είπε θα γίνει σύντομα.
Έτσι, με πρόσχημα μια επίθεση με χημικά για την οποία υπάρχει ανοιχτή συζήτηση και έλλειψη στοιχείων για το τι ακριβώς έγινε και η οποία δεν έχει πλήρως επιβεβαιωθεί, και την ώρα που περιορίζονται οι θύλακες των τζιχαντιστών στο συριακό έδαφος, που γίνονται δηλαδή βήματα προς την ειρήνη και την πολιτική λύση, βλέπουμε οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους να δηλώνουν ότι επιλέγουν να προετοιμάσουν στρατιωτική πυραυλική επίθεση που είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει, άμεσα ή έμμεσα σε ένοπλη αντιπαράθεση με τις ρωσικές δυνάμεις, με όλες τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτό. Αν τελικά το κάνουν, μια που όλα δείχνουν ότι ακόμη το σταθμίζουν, απλώς θα παραταθεί ο φαύλος κύκλος της βίας και της προσφυγιάς στη μαρτυρική Συρία και θα ενισχυθούν συγκρουσιακές δυναμικές συνολικά στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Είναι και αυτό ενδεικτικό του πόσο επικίνδυνος είναι σήμερα ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και οι σύμμαχοί του, ιδίως μέσα στα ίδια τα στοιχεία κρίσης ηγεμονίας του.
Την ίδια στιγμή που το ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας πολεμικής σύρραξης είναι πιο κοντινό, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει διαλέξει την πιο επικίνδυνη συμμαχία: αυτή με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της στην περιοχή, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. Δηλαδή τις δυνάμεις που προωθούν τον πόλεμο και την αποσταθεροποίηση στην περιοχή και που είναι πιθανό, στο πλαίσιο δικών τους σχεδιασμών, να ενισχύσουν και τυχοδιωκτισμούς στα ελληνοτουρκικά. Αυτό την καθιστά όντως μια κυβέρνηση επικίνδυνη. Σε αυτή την κατεύθυνση έχει και τη στήριξη ουσιαστικά της αντιπολίτευσης καθώς τόσο η ΝΔ όσο και το Κίνημα Αλλαγής στηρίζουν την ίδια κατεύθυνση.
Και εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: σε πείσμα της κυβερνητικής και συστημικής προπαγάνδας, μέσα στην όξυνση των αντιθέσεων στην περιοχή η πρόσδεση σε ιμπεριαλιστικούς άξονες που σήμερα οξύνουν αντιθέσεις και διαιωνίζουν συγκρούσεις, δεν αποτελεί ούτε προστασία, ούτε εγγύηση. Ούτε ισχύει αυτό που προσπαθεί να παρουσιάσει η κυβέρνηση ότι εφόσον υποτίθεται ότι υπάρχει ρήγμα στις σχέσεις Τουρκίας και ΗΠΑ όσο περισσότερο προσκολλάται η ελληνική πολιτική στις ΗΠΑ θα ενισχύεται. Τουρκία και ΗΠΑ είναι σε διαρκή αναδιαπραγμάτευση και σε αυτό το φόντο η πρόσδεση στις ΗΠΑ πολύ περισσότερο κάνει πιθανό το ενδεχόμενο μέρος αυτής της διαπραγμάτευσης να αποτελέσει και μια πολιτική διαχείρισης «θερμών επεισοδίων».
Απέναντι, σε όλα αυτά λύση δεν δίνει ούτε η παραπέρα εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, ούτε οι πατριδοκάπηλες κραυγές, ούτε η κλιμάκωση των αμυντικών εξοπλισμών εν μέσω λιτότητας και περικοπών. Περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε ένα κίνημα κατά του πολέμου αλλά και κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και των συμμάχων του, σε συντονισμό με τα αντιπολεμικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα διεθνώς και απαιτώντας να σταματήσει εδώ και τώρα η ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία. Με κομβικό αίτημα το να βγάλουμε τη χώρα μας από τη μηχανή του πολέμου, με πρώτο βήμα την απαίτηση να κλείσει τώρα η βάση του θανάτου στη Σούδα και να αποχωρήσει η χώρα από το ΝΑΤΟ και όλες τις μορφές αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ