Κυριακή, ομολογουμένως μέρα χαλάρωσης για τους εργαζόμενους και τους νεολαίους μιας αστικής πόλης, μακριά από τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Ώρα 13:30, ώρα μεσημεριανού φαγητού για αρκετούς, όμως ένεκα της ημέρας είπαμε να το πάμε λίγο διαφορετικά. Ξυπνήσαμε αργά· μας το επέτρεπαν εξάλλου και οι περιστάσεις αφού την προηγούμενη νύχτα είχε αλλάξει η ώρα. Πήραμε καφέ, φάγαμε κάτι στα γρήγορα και ανεβήκαμε προς το Κάστρο. Το ραντεβού και η αφετηρία του περιπάτου ήταν στη Δεξαμενή, στο πλατύ πεζοδρόμιο ακριβώς κάτω από το Κάστρο της Πάτρας, απέναντι από τις Μουριές. Την ξενάγηση και την παρουσίαση πραγματοποίησε ο ιστορικός Άκης Παλαιολόγος εκ μέρους της λέσχης Εκτός/Γραμμής.
Στην αφετηρία του περιπάτου, ο ιστορικός Άκης Παλαιολόγος αρχίζει την ξενάγηση.
Στην απέναντι γωνία από το «Σπίτι του Νερού», στη συμβολή των οδών Παπαδιαμαντοπούλου και Λόντου βρίσκονταν οι φυλακές Μαργαρίτη: χτισμένες γύρω στο 1900, αποτέλεσαν τόπο κράτησης τόσο ποινικών όσο και αντιστασιακών κρατουμένων. Η αρχική χωρητικότητά τους ήταν 180 άτομα, όμως με τις συνεχείς φυλακίσεις αντιστασιακών έφτασαν να στοιβάζουν μέχρι και 690 ανθρώπους. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης άφησαν το σημάδι τους στην ιστορία της πόλης την εποχή που ο λιμός θέριζε και τουλάχιστον 8 με 10 έγκλειστοι πέθαιναν κάθε μήνα εξαιτίας του. Τότε το ΕΑΜ οργάνωσε, μέσα κι έξω από τις φυλακές, την πρώτη μαζική διαμαρτυρία για τις συνθήκες διαβίωσης, με αιτήματα όπως η απομάκρυνση των νεκρών από τα δωμάτια, ο συχνότερος προαυλισμός, ο εξαερισμός των δωματίων, οι μεγαλύτερες ποσότητες φαγητού· η διαμαρτυρία είχε άμεσα αποτελέσματα.
Οι φυλακές Μαργαρίτη (φωτογραφία που διασώζεται από την Κατοχή).
Το σημείο αυτό σήμερα.
Συνεχίσαμε πηγαίνοντας προς την Πλατεία απέναντι από την εκκλησία του Παντοκράτορα, όπου και εκεί είχε διαμορφωθεί χώρος για φυλακές. Γενικά, η πληθώρα των σημείων φυλάκισης στην Πάτρα της Κατοχής κάνει την πόλη να θυμίζει μια απέραντη φυλακή αγωνιστών της αντίστασης.
Κατόπιν, κατεβήκαμε την οδό Ηλείας· στη συμβολή του δρόμου με τη Γερμανού σταματήσαμε έξω από το Λαϊκό Θέατρο, όπου στις 3 Οκτωβρίου 1944, στη μάχη για την απελευθέρωση της Πάτρας, έπεσε νεκρός ο πρώτος ελασίτης στην πόλη, ο σαραντάχρονος ελαιοχρωματιστής και λοχίας Γεώργιος Ράμμος. Ο ΕΛΑΣ εφορμούσε από τη νότια πλευρά της Πάτρας, έχοντας απελευθερώσει ήδη όλη την περιοχή πάνω από τη γραμμή Σκαγιοπούλιο - Ψηλαλώνια - Κάστρο. Εκεί ήταν παρατεταγμένες οι δυνάμεις των κατακτητών μαζί με τους ντόπιους συνεργάτες τους με σκοπό να προστατέψουν την πόλη από την εφόρμηση του ΕΛΑΣ, ο οποίος είχε ήδη απελευθερώσει τα Προσφυγικά, την Αρόη, τα Ζαρουχλεϊκα, τα Ταμπάχανα, το Μιντιλόγλι και άλλες περιοχές. Στη μάχη, που διήρκεσε περίπου δύο μέρες και διεξήχθη σε πυκνπκατοικημένη περιοχή, σκοτώθηκαν 2 ελασίτες (Γεώργιος Ράμμος και Ορέστης Βασιλακόπουλος) και 32 άμαχοι. Οι κατακτητές τράπηκαν σε φυγή και αποβιβάστηκαν σε πλοία από τον Άγιο Ανδρέα και από το Ρίο. Οι απώλειές τους ήταν 25 νεκροί και άλλοι τόσοι αιχμάλωτοι.
Προχωρήσαμε μέσω της Γεροκωστοπούλου.
Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς την Αγίου Νικολάου και την Κανακάρη, στο σημείο όπου στεγαζόταν η Ασφάλεια Πατρών. Διοικητής της Ασφάλειας ήταν ο Χρήστος Τσάμης, ο οποίος μετά την απελευθέρωση της Πάτρας κατηγορήθηκε ως συνεργάτης των Γερμανών και φυλακίστηκε μαζί με τους γερμανοτσολιάδες. Ωστόσο, μετά τα Δεκεμβριανά όχι μόνο απελευθερώθηκε αλλά και τιμήθηκε ως αντιστασιακός, αποτελώντας έτσι άλλο ένα παράδειγμα προσπάθειας παραχάραξης της ιστορίας από τις δυνάμεις που επικράτησαν.
Συνεχίσαμε προς την Κολοκοτρώνη και κατεβήκαμε στην Κορίνθου, στο σημείο που βρισκόταν το κτίριο των Μεταγωγών, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην αρχή από τους Ιταλούς και στη συνέχεια από τους Γερμανούς για τη μεταφορά κρατουμένων (ειδικότερα αντιστασιακών) από τη μία φυλακή στην άλλη ή προς τόπους εκτέλεσης.
Στην πόλη άρχισε να βρέχει αλλά τα στέγαστρα των πεζοδρομίων της Κορίνθου μάς βοήθησαν να συνεχίσουμε χωρίς να βραχούμε προς τη γωνία με την Αράτου, όπου το νεοκλασικό κτίριο που διασώζεται μέχρι σήμερα είχε επιταχθεί από τους κατακτητές και χρησιμοποιούνταν ως Γραφεία της Αντικατασκοπείας (SicherheitsDienst – SD). Προπολεμικά το κτίριο το χρησιμοποιούσε η φασιστική νεολαία της ΕΟΝ.
Προχωρήσαμε μερικούς δρόμους παραπέρα φτάνοντας από την πίσω μεριά του Αρσακείου. Στην Κατοχή λειτουργούσε ως Στρατιωτικό Νοσοκομείο και είναι από τα λίγα κτίρια που διασώζονται ανέπαφα. Στο μπροστινό και στο πίσω μέρος του, ο διαβάτης μπορεί να αντικρίσει ακόμη τον μεγάλο κόκκινο σταυρό που δήλωνε τη χρήση του χώρου. Ο καιρός δεν μας άφησε να προχωρήσουμε επί της Ρήγα Φεραίου, έτσι μάθαμε από εκεί για το «Μαύρο Σπίτι»: την έδρα της Ιταλικής Ασφάλειας στη συμβολή των οδών Ρήγα Φεραίου και Σατωβριάνδου· η ονομασία του παραπέμπει στα φρικτά βασανιστήρια που έκαναν οι Ιταλοί στους συλληφθέντες αγωνιστές και έχουν μείνει χαραγμένα στη συλλογική μνήμη της πόλης.
Πίσω μέρος Αρσάκειου, πρώην Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Αμέσως μετά γυρίσαμε πίσω, καθώς η βροχή είχε κοπάσει επιτρέποντάς μας να συνεχίσουμε πλέον και σε δρόμους και πεζοδρόμια χωρίς στέγαστρα, όπως η Μαιζώνος. Έτσι, φτάσαμε στη Μητρόπολη της Πάτρας, την Ευαγγελίστρια. Σε αυτό το σημείο δεν υπήρχε κάποιο κτίριο διαφορετικό την εποχή της Κατοχής· σταματήσαμε όμως διότι στην εκκλησία έλαβε χώρα μια ηρωική πράξη στις 25 Μαρτίου 1942, ανήμερα του Ευαγγελισμού και της γιορτής της εκκλησίας. Πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί για τη θρησκευτική γιορτή όταν δύο νέοι, ο Γιώργος Πορευόπουλος και ο Νίκος Πολυκράτης, τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο και πέταξαν τρικάκια εντός της εκκλησίας. Οι δύο αυτοί νέοι δεν ήταν καθόλου «τυχαίοι». Πρόκειται για αγωνιστές της ΕΠΟΝ. Ο Πορευόπουλος ήταν ένας από τους πρώτους 7 Πατρινούς που βγήκαν μετά στο βουνό, ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού Πατρών. Ο Πολυκράτης, και αυτός ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού Πατρών, ήταν τυπογράφος στο επάγγελμα. Στην ιστορία της χώρας έμεινε γνωστός ως Καπετάν Νικήτας, του οποίου το άγαλμα δεσπόζει στην πλατεία Ελευθερίας των Προσφυγικών. Ο καπετάν Νικήτας ήταν μέλος του ΚΚΕ, αξιωματικός του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. Τη δράση των δύο αγωνιστών αντιμετώπισαν με παγωμάρα οι αρχές κατοχής, μιας και πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο. Ενδεικτικό ήταν το γεγονός ότι οι δύο νέοι κατάφεραν να αποδράσουν από την εκκλησία χωρίς κανένα πρόβλημα, με τους Γερμανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους να μην ξέρουν πώς να αντιδράσουν.
Όταν πλέον σταμάτησε εντελώς η βροχή, κατευθυνθήκαμε χωρίς κανένα πρόβλημα προς το πάνω μέρος της πλατείας Γεωργίου, στη μεριά της Γεροκωστοπούλου. Στο σημείο εκείνο στεγαζόταν το Γερμανικό Φρουραρχείο, ένας από τους κεντρικότερους –ίσως ο πιο κεντρικός– σταθμός διοίκησης των κατακτητών, η λεγόμενη Κομαντατούρα. Εκεί υπηρετούσαν και Έλληνες έμμισθοι πράκτορες των Γερμανών, οι οποίοι συγκέντρωναν πληροφορίες για τη δράση των αντιστασιακών.
Στην πλατεία Γεωργίου μάθαμε και για την Ελεύθερη Αχαΐα, την παράνομη εαμική εφημερίδα του τόπου, η οποία άλλαζε συνεχώς γραφεία και μέρος παραγωγής για να μη γίνεται αντιληπτή από τους κατακτητές. Η Ελεύθερη Αχαΐα εξέδιδε 4.000 φύλλα, αριθμό τεράστιο τόσο αναφορικά με τις απαιτήσεις για την παραγωγή τους όσο και με την ανάγκη για τη μυστική διανομή τους την εποχή εκείνη. Έπειτα από πολλές μετακινήσεις (Ταμπάχανα, Οβρυά κ.λπ.), τα τελευταία γραφεία της εφημερίδας στήθηκαν στο στενό της Βούρβαχη και βρίσκονταν υπό τη διεύθυνση του Νίκου Μπελογιάννη, υπευθύνου της Κ.Ο. Πάτρας του ΚΚΕ από τις αρχές του 1944. Εκεί δολοφονήθηκε ο πιεστής Νίκος Σπυρόπουλος έπειτα από επίθεση παρακρατικών τον Οκτώβριο του 1945, η οποία κατέστρεψε και τα γραφεία.
Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς την Πατρέως, όπου στη συμβολή με την Αγίου Ανδρέου βρισκόταν η Ειδική Ασφάλεια Πατρών. Πρόκειται για ελληνική υπηρεσία, στενά συνεργαζόμενη με τις αρχές κατοχής. Η Ειδική Ασφάλεια πρότεινε στους Γερμανούς τα ονόματα των αγωνιστών ομήρων προς εκτέλεση.
Συνεχίζοντας επί της Πατρέως, κατευθυνθήκαμε προς την Καραϊσκάκη, όπου στεγαζόταν μέχρι πρόσφατα η Νομαρχία της Αχαΐας. Εκεί, στις 13 Οκτωβρίου του 1943, πραγματοποιήθηκε μια τεράστια διαδήλωση διαμαρτυρίας για τις συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές, την έλλειψη τροφίμων και τη δράση των μαυραγοριτών, οι οποίοι οδηγούσαν στον θάνατο τα φτωχότερα στρώματα του λαού, που λιμοκτονούσαν. Τη διαδήλωση οργάνωσε το ΕΑΜ με φέιγ βολάν και ολιγόλεπτα διαγγέλματα σε δημόσιους και ανοιχτούς χώρους. Οι διαδηλωτές έσπασαν τον κλοιό των Γερμανών στρατιωτών που ήταν παρατεταγμένοι στη νομαρχία: αντιπροσωπεία αποτελούμενη κυρίως από εαμίτες εξέθεσε τα αιτήματά της. Μετά τη συνάντηση, επιχειρήθηκε διαδήλωση που αντιμετωπίστηκε με τα όπλα από τους Γερμανούς: δεν υπήρξαν νεκροί αλλά έγιναν αρκετές συλλήψεις αγωνιστών. Μεταξύ τους και ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Κ. Χριστόπουλος, ο οποίος βγήκε στο μπαλκόνι για να μιλήσει υπέρ των αιτημάτων των κρατουμένων.
Συνεχίσαμε επί της Κανακάρη μέχρι τη Βότση. Στο κτίριο που διασώζεται μέχρι σήμερα και φιλοξενεί τα γραφεία των περιφερειακών παρατάξεων στεγαζόταν ένας από τους πιο φρικτούς τόπους της κατοχικής Πάτρας: η έδρα των SS. Επρόκειτο για το επιταγμένο σπίτι του Θρασύβουλου Κωνσταντίνου, γιατρού και μετέπειτα καπετάνιου του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Οι φυλακές που βρίσκονταν στα σκοτεινά υπόγεια του κτιρίου ήταν τόπος φρικτών βασανιστηρίων. Ο διοικητής των SS την Πάτρα μιλούσε τα ελληνικά με πειραιώτικη, «μάγκικη» προφορά· ήταν πράκτορας των ναζί στον Πειραιά και πριν από τον πόλεμο δούλευε σε εργοστάσιο της περιοχής.
Το κτίριο που αποτέλεσε την έδρα των SS.
Συνεχίσαμε με κατεύθυνση πίσω από τα Ψηλά Αλώνια, στο σχολικό συγκρότημα της Πλατείας Βουδ, το συγκρότημα «Νίκου Τεμπονέρα». Το σχολείο χρησιμοποιούνταν τότε ως έδρα του 2ου Τάγματος Ασφαλείας Πατρών. Η θέση του, περιφερειακά του αστικού ιστού, του επέτρεπε να λειτουργεί ως κέντρο επιχειρήσεων και «άμυνα» της πόλης από τις φιλοεαμικές περιοχές των Προσφυγικών-Σκαγιοπουλείου. Η χωρική διάταξη εξυπηρετούσε αυτόν τον σκοπό, με μεγάλο χώρο στο προαύλιο για ασκήσεις και εκπαίδευση. Λίγα μέτρα πιο μακριά, στη συμβολή των οδών Χαραλάμπη και Ασημάκη Φωτήλα, βρισκόταν και η φυλακή των Ταγμάτων Ασφαλείας. Το τρίγωνο των ταγματασφαλιτών έκλεινε με το Κεντρικό Διοικητήριο των Ταγμάτων Ασφαλείας στη συμβολή Τεμπονέρα και Ψηλών Αλωνίων. Διοικητής ήταν ο Νίκος Κουρκουλάκος, όνομα που έχει χαραχτεί σαν «μπαμπούλας» στη συλλογική μνήμη της πόλης. Στο Β΄ Γραφείο υπηρέτησε ο λοχαγός ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, που έμελλε να γράψει αργότερα μία από τις πιο μελανές σελίδες της ιστορίας της χώρας. Εκεί, μεταξύ άλλων, βασανίστηκε και απαγχονίστηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1943 ο ποιητής και λογοτέχνης Φώτης Πασχαλινός, ψευδώνυμο του Θεόδωρου Ζώρα, γραμματέα της Ν.Ε. Ηλείας του ΚΚΕ.
Έξω από το σχολικό συγκρότημα «Νίκου Τεμπονέρα».
Στη συνέχεια, σταματήσαμε στην πλατεία των Ψηλών Αλωνίων, έναν τόπο μαρτυρικό για την ιστορία της Πάτρας. Τα ξημερώματα της 9ης Μαΐου 1944, οι ταγματασφαλίτες κρέμασαν 11 αγωνιστές του ΕΑΜ περιμετρικά της πλατείας, προφασιζόμενοι αντίποινα για επίθεση σε Γερμανούς στρατιώτες σε ταβέρνα της Τριών Ναυάρχων. Η ιστορία λέει ότι η επίθεση είχε γίνει από τους ίδιους τους ταγματασφαλίτες έπειτα από μεγάλο μεθύσι. Ανάμεσα στους εκτελεσμένους ήταν και ο Χρήστος Χωμενίδης, ιδρυτικό μέλος και εμπνευστής του ονόματος του ΕΑΜ. Στην Πάτρα βρισκόταν ως εθνοσύμβουλος της ΠΕΕΑ και συνελήφθη έπειτα από προδοσία. Το τοπικό ΕΑΜ, όταν πληροφορήθηκε για τη σύλληψή του, του πρότεινε να οργανώσει την απόδρασή του αλλά εκείνος αρνήθηκε φοβούμενος τα αντίποινα προς τον λαό. Το τραγικό της ιστορίας συνεχίζει την ώρα του απαγχονισμού, οπότε ήταν κατά τύχη παρούσα η σύζυγός του, Κλειτώ Γληνού, αδερφή του Δημήτρη Γληνού. Η Κλειτώ αυτοκτόνησε λίγες μέρες μετά την εκτέλεση του Χωμενίδη. Μαζί με τον Χωμενίδη απαγχονίστηκε ο επίσης εθνοσύμβουλος Τάκης Πετρίδης, ο οποίος επιχείρησε να ξεφύγει αλλά οι ταγματασφαλίτες τον πυροβόλησαν κάτω από τα Ψηλαλώνια, τον συνέλαβαν εκ νέου και τον κρέμασαν αιμόφυρτο. Άλλος ένας κρατούμενος αντιστάθηκε και προσπάθησε να πάρει το όπλο ταγματασφαλίτη, τον πυροβόλησαν και μετά τον κρέμασαν. Ακόμα ένας εκτελεσμένος ήταν ο αγωνιστής Ντίνος Κακός, τον οποίο οι ταγματασφαλίτες σκότωσαν με ξιφολόγχες, αφού έσπασε τρεις φορές το σκοινί της κρεμάλας. Στο νότιο τμήμα της πλατείας υπάρχει τιμητική πλακέτα με τα ονόματα των 11 αγωνιστών του ΕΑΜ που εκτελέστηκαν την 9η Μαΐου του ’44.
Η τιμητική πλακέτα των εκτελεσθέντων αγωνιστών.
Ύστερα από δυόμιση ώρες περίπου, ο περίπατος ολοκληρώθηκε μπροστά στο άγαλμα του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Εκεί, στις 25 Μαρτίου του 1943, οι ανάπηροι του αλβανικού μετώπου έφυγαν από τη Μητρόπολη και συνοδεία πλήθους κόσμου κατευθύνθηκαν στα Ψηλαλώνια. Στο σημείο αυτό τους εμπόδισε παρατεταγμένη δύναμη αστυνομικών. Οι διαδηλωτές έσπασαν τον κλοιό, κατευθύνθηκαν στο άγαλμα και άρχισαν να ψέλνουν τον εθνικό ύμνο. Αμέσως κατέφτασαν δύο φορτηγά με Ιταλούς, οι οποίοι χτύπησαν και διέλυσαν τη συγκέντρωση προβαίνοντας και σε συλλήψεις αγωνιστών.
Στο τέλος της διαδρομής, στα Ψηλαλώνια.
Τρείς ώρες μετά την έναρξη του περιπάτου βρεθήκαμε στη λέσχη Εκτός/Γραμμής, όπου είχε οργανωθεί συλλογική κουζίνα· ό,τι χρειαζόμασταν έπειτα από το περπάτημα και τον αλλοπρόσαλλο καιρό της πόλης, που πλέον έχει γίνει καθημερινότητα. Η μέρα έκλεισε ωραία. Σε ένα απόγευμα μάθαμε αρκετά πράγματα για την ιστορία του τόπου. Είναι εκπληκτικό να περπατάς στους δρόμους της πόλης και να γνωρίζεις ότι, εκεί που σήμερα υπάρχει κόσμος και πίνει τον καφέ του, 72 χρόνια πριν το ίδιο μέρος υπήρξε σύμβολο αντίστασης ή φρικτός τόπος βασανιστηρίων. Και αυτό είναι και το πιο σημαντικό: να κρατήσουμε ζωντανή τη συλλογική μνήμη της πόλης και του τόπου, απέναντι σε προσπάθειες παραχάραξης της ιστορίας, απέναντι στην αμάθεια, απέναντι στον ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον φασισμό, που προσπαθεί να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ