θα ήταν μέλλον
αν είχαν παρόν
Φάνης Παπαγεωργίου, «Δυνατότητες δύο νέων», Η θάλασσα με τα 150 επίπεδα,
Κουκούτσι, Αθήνα 2015, σ. 161
Η ηλικιακή γενιά μεταξύ 25 και 40, η γενιά της κρίσης όπως σχηματικά συνηθίζουμε να την αποκαλούμε λόγω μιας σειράς συγκυριακών γεγονότων που την έχουν σημαδέψει, παρουσιάζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τόσο σε ό,τι αφορά την έκφρασή της ως κοινωνικό υποκείμενο αλλά και πιο κυρίαρχα σε ό,τι αφορά την έκφρασή της ως καλλιτεχνική γενιά. Την αποκαλούμε γενιά της κρίσης λόγω του γεγονότος ότι ενώ έχει συλλέξει, σε γενικές γραμμές, μορφωτικό κεφάλαιο, ενώ έχει μεγαλώσει στις εποχές της ευμάρειας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, συναντήθηκε με την κρίση στην παραγωγική της ηλικία, λίγο μετά ή λίγο πριν από την είσοδό της στην αγορά εργασίας. Η συνάντησή της με την κρίση, οριζόντια σε γενικές γραμμές, πέταξε τους νέους και τις νέες στην ανεργία ή σε χειρότερες συνθήκες εργασίας στην καλύτερη περίπτωση, επιφέροντας με τη σειρά της σωρεία επιπτώσεων στην ψυχοσύνθεση των νέων, όπως κατάθλιψη ή και σε ορισμένες περιπτώσεις αυτοκτονία. Ακόμα κατέστησε αυτή τη γενιά «αφανή» και «αόρατη», τόσο σε αναφορά με την καθημερινότητά της στους χώρους εργασίας, καθώς όσοι και όσες τυχεροί και τυχερές συνέχισαν να δουλεύουν συχνά πέρασαν σε συνθήκες αφανούς ή μαύρης εργασίας, ενώ για όσους έπαψαν να δουλεύουν οι χώροι εργασίας καταστάθηκαν ξένοι, κι έτσι οι νέοι και οι νέες άφαντοι εντός αυτών. Η συνεχής ποσοτικοποίηση των ανθρώπων σε ποσοστά ανέργων κινούμενα από το 50% μέχρι και το 65% των ανθρώπων της ηλικίας τους εμφάνιζε τους ανθρώπους αυτούς χωρίς τις προσωπικές τους ποιότητες, αφανείς πίσω από έναν επιθετικό προσδιορισμό. Ακόμα η φυγή από τη χώρα σημαντικού μέρους αυτών τους κατέστησε αφανείς με την κυριολεκτική έννοια, τουλάχιστον στους συγγενείς και τους φίλους τους, αλλά και για το χωρικό σύμπαν που συχνά ονομάζουμε πατρίδα. Θα επιμείνουμε πολύ στα ταυτοτικά χαρακτηριστικά της αφάνειας καθώς εντοπίζουμε σαν αντίδραση σε αυτή την εξέλιξη μια προσπάθεια η γενιά αυτή να γίνει «ορατή». Επιπλέον συγκροτητικό χαρακτηριστικό αυτής της γενιάς είναι η απώλεια της ουτοπίας ως μελλοντικής υπόσχεσης για μια καλύτερη ζωή, η οποία δίνει τη θέση της σε μια συστηματική βραχυχρόνια αγωνία της επιβίωσης ή, στην καλύτερη περίπτωση, ενός βραχυχρόνιου σχεδιασμού για τη ζωή αντί της ικανότητας οι νέοι και οι νέες να μπορούν να οραματίζονται μακροχρόνια ζητήματα, από την οικογένεια μέχρι τη σύνταξη. Είναι η γενιά που όπως λέει και ο στίχος δεν μπορεί να γίνει μέλλον καθώς δεν έχει παρόν, αφανής καθώς είναι μέσα στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το μόνο μέλλον που μπορεί να θρέψει είναι το βήμα στην επόμενη μέρα ή στον επόμενο μήνα καθώς συντρίβεται στην καθημερινότητά της. Με αυτά δεδομένα, η γενιά αυτή δεν μπορεί να εξιδανικεύσει τον κόσμο καθώς οι όψεις που τον συναποτελούν είναι συντριπτικές για τα υποκείμενα, από την ικανότητα τους να αναπαραχθούν μέχρι την ικανότητα να ερωτευτούν και την ικανότητά τους να διαχειριστούν τον ελεύθερο χρόνο τους. Πώς άλλωστε ένας νέος ετών 35 που μένει με τους γονείς του να μπορέσει να εξιδανικεύσει τον έρωτά του όταν φέρνει στο σπίτι τη σύντροφό του ή όταν κάνει έρωτα στο σκοτάδι και στα βουβά ή όταν ντρέπεται να δει τους συγγενείς του υπό το βάρος της ανεργίας ή ακόμα όταν ντρέπεται αδύναμος να φέρει τα θεμελιώδη αγαθά για τα παιδιά του;
Εστιάζοντας στα ειδικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που ασχολούνται με την τέχνη και ειδικότερα με την ποίηση, μπορούμε να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της βιολογικής αυτής γενιάς. Πρώτον στο γεγονός ότι η καλλιτεχνική παραγωγή απαιτεί και δεύτερη δουλειά καθότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Δεύτερον στη συντροφικότητα και τη συναδελφικότητα που συγκροτεί ποιητικές κοινότητες. Τρίτον στον αμοιβαίο σεβασμό και την εκτίμηση μεταξύ των καλλιτεχνών αλλά και κάποιου είδους πολιτική και κοινωνική στράτευση, όπως τουλάχιστον έχει αυτή διαφανεί τα τελευταία χρόνια. Ακόμα η αφάνεια της καλλιτεχνικής γενιάς πιστοποιείται και από την εν πολλοίς αγνόησή της από την προηγούμενη καλλιτεχνική γενιά, από την εξαφάνιση καλλιτεχνικών εντύπων όπως η Επιθεώρηση τέχνης κ.ά. αλλά και από την απουσία σχέσεων με το πολιτικό προσωπικό της χώρας και τα μεγάλα συγκροτήματα του Τύπου, όπως τουλάχιστον σε έναν βαθμό έκανε η προηγούμενη γενιά. Σύμφωνα με τον Λαμπρόπουλο, έχουμε να κάνουμε με ένα «αξιομνημόνευτο λογοτεχνικό φαινόμενο» και πιο συγκεκριμένα με ένα «εγχείρημα πολιτιστικής αυτονομίας», αυτονομίας από θεσμούς (Λαμπρόπουλος 2017, σ. 6), τονίζοντας την αφάνειά της σε σχέση με την κοινωνική τάξη (social order). Η γραφή της γενιάς αρθρώνεται μέσα από «παράδοξα», όπως ο ασταθής ρυθμός, η προφορική ταχύτητα, το ετερόκλητο λεξιλόγιο, η λαβυρινθώδης σύνταξη, οι εσωτερικές ομοιοκαταληξίες, η αχαλίνωτη διακειμενικότητα, οι σωρευτικές λίστες που φρενάρουν απότομα, η υπονόμευση της καλλιλογίας» (Λαμπρόπουλος 2017, σ. 5). Η παραδοξότητα που σωστά επισημαίνει ο Λαμπρόπουλος γίνεται στα μάτια μας πιστοποιητικό της αφάνειας της, που στην προσπάθεια της να γίνει ορατή εμφανίζεται ως παράδοξη.
Καθώς λοιπόν ξεκινήσαμε να συνηθίζουμε στην αφάνειά μας, την αφάνειά μας (sic), αντίρροπες δυνάμεις υποκείμενες στην «ανθρώπινη φύση»2 αρχίζουν να δρουν προκειμένου να κατασταθούν οι νέοι και οι νέες ορατοί και ορατές. Αναφερόμαστε κυρίως σε μια ενστικτώδη κραυγή η οποία διεκδικεί ωφέλιμο χώρο στο κοινωνικό γίγνεσθαι και η οποία παίρνει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σε ό,τι αφορά το ποιητικό γίγνεσθαι, η βιολογική αυτή γενιά παραδοξολογεί, όπως σωστά διατυπώνει ο Λαμπρόπουλος, αρνείται την κυριαρχία των μεγάλων εκδοτικών, αρνείται το εμπόρευμα χρησιμοποιώντας τα τεχνολογικά μέσα της εποχής και αναζητάει τους τρόπους της κυριολεκτικής ορατότητας. Διαβάζει στα λεωφορεία υποβαθμισμένων συνοικιών, διαβάζει σε εγκαταλελειμμένες συνοικίες και σε πλατείες και φτιάχνει και τα περιοδικά τηςεποχής της.3 Άλλωστε οι αισθητικές μορφές ανοίγουν μια εντελώς καινούργια διάσταση, που μέσα στην πραγματικότητα είναι είτε απωθημένη είτε απαγορευμένη (Μαρκούζε 1985, σ. 130). Με όμοιο τρόπο, οι άνεργοι συγκροτούν πρωτοβουλίες «ορατοποίησής» τους όπως η G400 και άλλες, με προσπάθειες παρέμβασης σε συγκεκριμένα σωματεία ευέλικτης εργασίας ή διοργανώνοντας ακτιβισμούς κ.ο.κ. Οι αόρατοι και οι αόρατες, οι αφανείς, μέσω παράδοξων και ανοίκειων κραυγών προσπαθούν να γίνουν οικείοι και οικείες, φανεροί και φανερές, ορατοί και ορατές. Προσπαθούν να συγκροτήσουν το παρόν τους, να γίνουν το παρόν, εκείνο στο οποίο θα υπάρχουν ως υποκείμενα και ταυτότητες και ίσως έτσι καταφέρουν να αποκτήσουν και μέλλον. Η συνάρθρωση των εγώ σε ένα μεγάλο εμείς προσπαθεί διά της πλαγίας να βρει την ταυτότητα, θέλει να βρει το συλλογικό παρόν στη θέση του διαλυμένου εγώ. Απέναντι στη συλλογική αφάνεια των ποσοστών και των κενών ποιοτήτων εγκαθιστά τη συλλογική ορατότητα με μια ολιστική ποιότητα. «Είναι ένα συλλογικό υποκείμενο, και με την έννοια αυτή μια αφαίρεση, αλλά η αφαίρεση αποκτά ζωή από τις αλληλέγγυες ενέργειες και καθοδηγούνται από ένα κοινό συμφέρον» (Μαρκούζε 1985, σ. 110).
Η κραυγή περιστρεφόμενη γύρω από τις υλικές ανάγκες των υποκειμένων που την εκφράζουν επαναφέρει την κοινωνία και το βίωμα στην καλλιτεχνική παραγωγή δρώντας μέσα από ένα βαθύ αίσθημα θανάτου (Calinescu 1987, σ. 124). Πρόκειται για εξεικονίσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και της φύσης που αγωνίζονται για την πραγμάτωση και την ελευθερία τους ακόμα κι αν το τίμημα είναι ο θάνατος. Έτσι η τέχνη και η πολιτική πρέπει να είναι κατηγορητήριο αλλά και υπόσχεση απελευθέρωσης (Μαρκούζε 1985, σελ. 131). Αν λοιπόν αυτή η βιολογική γενιά καταφέρει να αρθρώσει την κραυγή σε λόγο ηγεμονικό, αν δουλέψει στην κατεύθυνση της ουτοπίας, τότε όχι μόνο θα αποτελέσει γενιά με παρόν άρα και μέλλον, θα γίνει η γενιά της χειραφέτησης συνολικά, αλλά και η καλλιτεχνική εκείνη πρωτοπορία που θα την καταστήσει και γενιά με ιστορικούς και φιλολογικούς όρους. Άλλωστε «κάθε αισθητική ουτοπία προσλαμβάνει σήμερα αυτή τη μορφή: Να γίνουν πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε τι είναι» (Adorno 1997).
Αναφορές
Adorno Τ., Aesthetic Theory, μτφρ. R. Hullot-Kentorm, Λονδίνο: Athlone, 1997.
Calinescu M., Five Faces of Modernity: Modernism, Avant-Garde, Devadance, Kitsch, Post-Modernism, Ντάραμ: Duke University Press, 1987.
Λαμπρόπουλος Β., Η κρίση της ποίησης και η μελαγχολία της Αριστεράς, Τα ποιητικά 26, 2017, σ. 1-7.
Μαρκούζε Χ., Το τέλος της ουτοπίας, Αθήνα: Ύψιλον, 1985.
* Για το πρώτο μέρος του κειμένου, το οποίο εισάγει τη συζήτηση με δοκιμιακό τρόπο, βλ. Φάνης Παπαγεωργίου, «Ποια γενιά; Σκέψεις για τη σχέση μεταξύ βιολογικής και δυνάμει καλλιτεχνικής γενιάς», Θράκα, 3.11.2017.
[1] Να μου συγχωρεθεί η αναφορά στο ποίημα της αφεντιάς μου, δεν είναι κομπασμός ή ναρκισσισμός, θεωρώ μόνο ότι είναι ταιριαστό με το επιχείρημα του κειμένου.
[2] Η ελευθερία είναι η ικανότητα των ανθρώπων να συνθέτουν τα δεδομένα της εμπειρίας, συνθέσεις που δεν είναι ποτέ μόνο ατομικής δραστηριότητας αλλά και έργο μιας υπερατομικής υποκειμενικότητας μέσα στο άτομο (Μαρκούζε 1985, σ. 111).
[3] Το λογοτεχνικό περιοδικό Θράκα καθώς και ο εκδοτικός οίκος κινούνται εστιάζοντας στην έκδοση νέων ποιητών και ποιητριών χωρίς χρηματικό αντίτιμο, ενώ στο περιοδικό παρελαύνουν οι ποιητές αυτής της καλλιτεχνικής γενιάς. Ακόμα η πρωτοβουλία poets.gr προσπαθεί να φτιάξει μια ανθολογία όλων των εν ζωή ποιητών δίνοντας έμφαση στη νέα γενιά.
πηγή: Θράκα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ