Ο Φρόυντ, στο κοινωνιολογικό έργο του Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας έγραψε: «Το αίσθημα της ευτυχίας κατά την ικανοποίηση μιας µη δεσμευμένης από το Εγώ ορμής είναι ασύγκριτα εντονότερο από αυτό του κορεσμού μιας δαμασμένης ανάγκης». Η δεκαετία από το 1979 έως το 1989, για την ελληνική κοινωνία, θα μπορούσε να εκφραστεί μέσα από ένα εκκρεμές που εξέφραζε πότε την ικανοποίηση μιας μη δεσμευμένης από το Εγώ ορμής και πότε τον κορεσμό μιας δαμασμένης ανάγκης. Ήταν μια εποχή που ο ατομικός ναρκισσισμός άρχισε να γίνεται συλλογική καύλα και αυτοεικόνα. Μια ιδιαίτερη παρόρμηση που σιγά σιγά έφτιαχνε το χωνευτήρι της Μεταπολίτευσης που τόσο αγαπάμε να μισούμε τελευταία. Μικροαστισμός και ΠΑΣΟΚ, Αλλαγή και Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, τα οποία μετονομάστηκαν κάποτε σε πακέτα Ντελόρ…
Στην αρχή αυτής της ταραχώδους πρώτης δεκαετίας της Μεταπολίτευσης αρχίζει και μοιράζεται χέρι με χέρι η πρώτη –παράνομη– κασέτα του συγκροτήματος Μουσικές Ταξιαρχίες. Ο Τζίμης Πανούσης είναι η ψυχή, η καρδιά και το βασικό μέλος αυτού του ρευστού σχήματος (μαζί με τον Σπύρο Πάζιο, ο οποίος έχει υπάρξει το δεύτερο μακροβιότερο μέλος του γκρουπ). Τότε ήταν ήδη 26 ετών και είχε προλάβει μέσα σε λίγα χρόνια να κάνει τον ηθοποιό, τον ταχυδακτυλουργό, να παίξει σε μπουλούκι-βαριεττέ και να παραιτηθεί από την Εθνική Τράπεζα. Όχι κι άσχημα…
Οι Μουσικές Ταξιαρχίες λοιπόν υπήρξαν αυθεντικά ροκ και κυρίως υπήρξαν αφυπνιστικοί για τη νεολαία κι έναν στενό πυρήνα των μικροαστικών και κατώτερων κοινωνικών τάξεων που κινήθηκαν ζητώντας τη θέση τους στη νέα κατάσταση. Η σημασία του ρόλου του Πανούση για τις Ταξιαρχίες είναι τέτοια που όλα τα χρόνια ύπαρξης του σχήματος θα περάσουν από αυτό πάνω από 20 μουσικοί και οι περισσότεροι κορυφαίοι στο είδος τους (για παράδειγμα, Γιάννης Δρόλαπας στην κιθάρα, Αλέκος Αράπης στο μπάσο και πολλοί ακόμα). Βέβαια άλλοι τόσοι θα είναι οι συνεργάτες των Μουσικών Ταξιαρχιών: από τη Μαντώ και τη Λία Βίσση, ώς τον Βασίλη Σαλέα, τον Γιάννη Μπιθικώτση και την Ελένη Λεγάκη. Αυτό το δείγμα εύρους και απήχησης του συνόλου των Ταξιαρχιών και του ύφους του Τζιμάκου θα του δώσει το πρώτο έναυσμα για την αναγνώρισή του ως καλλιτέχνη για τα επόμενα 35 χρόνια.
Το ερώτημα βέβαια δεν είναι εδώ να περιγράψουμε τον Τζίμη Πανούση μόνο ως δημιουργό ή ως προσωπικότητα και να πούμε ότι ήταν «καυστικός» και «σατιρικός», αυτό είναι καλό για μια νεκρολογία περιωπής των ιστοσελίδων και των ραδιοφώνων. Το φαινόμενο «Πανούσης» πάει πέρα από τη σάτιρα. Έρχεται από μακριά και συντίθεται από πολλά επιμέρους επίπεδα και ταυτόχρονα είναι ιστορικά προσδιορισμένο. Για τον ίδιο, ως πρόσωπο, αν υπάρχει ένα νήμα που τον συνδέει με την όχθη της αριστεράς, αυτό είναι η εικόνα των δακρυσμένων ανταρτών στη Βάρκιζα, του Άρη Βελουχιώτη ως λαϊκού ήρωα και η διαρκής αίσθηση της ανακωχής με τον αντίπαλο, για την οποία ένιωθε ότι έπρεπε να υπενθυμίζει συνεχώς «άραγε μέχρι πότε αλήθεια θα κρατήσει;». Αυτό είναι ένα σταθερό, υπόκωφο μοτίβο που διαπερνά όλο του το έργο, από τα πρώτα του τραγούδια ώς την τελευταία του συνέντευξη, στο Έθνος στις 11 Νοεμβρίου 2017.
Ο Τζιμάκος λοιπόν δεν υπήρξε μόνο μια πηγαία λαϊκή σάτιρα, που όμοιά της συναντούμε στους μεσογειακούς πολιτισμούς ήδη από την ύστερη φεουδαρχία και τον πρώιμο καπιταλισμό, δηλαδή μια συνέχεια των αρχαίων Αριστοφάνη και Λουκιανού. Υπήρξε ταυτόχρονα τέχνη της αντίστασης και ανατρεπτική φωνή υψηλού επιπέδου. Αυτό βασίζεται για παράδειγμα σε μια εξαίρετη πολιτιστική μετεγγραφή του Μολιέρου στη σύγχρονη μεταπολιτευτική Ελλάδα, της οποίας εκφραστής είναι ο Πανούσης. Ο Αρχοντοχωριάτης του Μολιέρου, Ο Φαντασμένος νεόπλουτος του Ανδρέα Λασκαράτου συναντούν τον Νεοέλληνα του Τζιμάκου, που πιάνει τη φτέρνα του σε φάκα Adidas, θέλει να γίνει σαν Αμερικάνος αλλά του αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος και εν πάση περιπτώσει έχει πλέον «έγχρωμη λεκάνη» κι είναι πια «μοντέρνος κυριλές». Ταυτόχρονα το είδος της μουσικής παράστασης που έφτιαχνε ο ίδιος, και ενείχε υψηλό αυτοσχεδιασμό, stand-up comedy, σκετς και διαρκή αλληλεπίδραση με το κοινό, είναι γέννημα της λαϊκής κωμωδίας, της επιθεώρησης, της comedia buffa αλλά και των περιοδευόντων τσιρκολάνων.
Ως άλλος Μολιέρος των δεκαετιών του ’80 και του ’90, ο Πανούσης θα στηλιτεύσει κι αυτός, όπως ο πολιτιστικός του πρόγονος, την υποκρισία. Η υποκρισία όμως την οποία στηλιτεύει ο Πανούσης δεν περνάει μόνο από την καταδίκη της μικροαστικής και της μεσοαστικής κουλτούρας. Ο Τζιμάκος δεν θέλει να ηθικολογήσει και να διδάξει. Δεν είναι εικονοκλάστης, για να βάλει στη θέση του δάσκαλου και του παπά τον εαυτό του. Θέλει να κάνει μια συνολική κριτική στον σύγχρονο πολιτισμό κι αυτό συχνά φλέρταρε με μια εκδοχή κριτικής στο ξενόφερτο, που στις μέρες της υπερβολικά πολιτικά ορθής αριστεράς, μοιάζει φάλτσο ή υπερβολή. Μολαταύτα, του στίχου «Βραζιλία-Ελλάς, τα παιδιά μας κιμάς / για να τρώνε μπιφτέκια οι γιάπις» λίγοι μπορούν να του παραβγούν στον πηγαίο διεθνισμό.
Στα στερνά, εξόκειλε στη μανιέρα του εικονοκλάστη per se και πολλές φορές κατηγορήθηκε (συχνά βάσιμα) για σεξισμό, ρατσιστικό λόγο, συνωμοσιολογία, αντισημιτισμό και άλλα. Θρυλική επίσης θα μείνει η παρουσία του στην εκπομπή Ελληνοφρένεια το 2014, όπου με εμφανή θυμό και παραληρηματικό λόγο τα έβαλε με το ΚΚΕ και την αριστερά εν γένει. Όσα κι αν ισχύουν, είναι απόρροια του αναπόδραστου διαρκούς αντικομφορμισμού, ο οποίος δεν ακολουθείται από επαναστατικές ρήξεις σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Ναι, στα γεράματα «τον πήρε μπάλα η αλλαγή» γιατί δεν άλλαζε κάτι γύρω του. Και τι μ’ αυτό, άραγε;
Επειδή δεν υπάρχει ανατρεπτική φωνή που δεν στηλιτεύει την εξουσία, σε αυτό το επίπεδο το έργο του Πανούση φαίνεται να συνομιλεί διακειμενικά με τον Φουκώ και, περισσότερο από πολλούς διανοούμενους της σύγχρονης ελληνικής αριστεράς, να τον εκλαϊκεύει. Για τον Φουκώ, η αντίσταση θέτει υπό αμφισβήτηση το τι είναι αποδεκτό ως σωστό και υπογραμμίζει τι έχει κάθε φορά κηρυχθεί απαράδεκτο, λάθος, ανώμαλο ή μη κανονικό από την κοινωνία, τη θρησκεία, την εκπαίδευση, την κυβέρνηση κ.λπ. Με άλλα λόγια, η σάτιρα μέσα στο φουκωικό πλαίσιο είναι η ενεργητική αντίσταση που επιδιώκει να υπονομεύσει την εξουσία. Όπου εξουσία βέβαια, ορίζουμε τον τρόπο με τον οποίο οι νόμοι, η κυβέρνηση, η κοινωνία, η οικογένεια και η σεξουαλική ταυτότητα βάζουν σε λειτουργία ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς που κάνουν τους ανθρώπους να συμμορφώνονται.
Έτσι, όταν ο μικροαστός (αριστερά και δεξιά) λιποθυμούσε από φρίκη στην ιδέα του «ντιγκιντάγκα», ο Πανούσης είχε ήδη μιλήσει για την πρώτη μάνα τραβεστί, γεννούσε το πρώτο «παιδί του σωλήνα», απειλούσε τους «ξενέρωτους προλετάριους» με «LSD στη λίμνη του Μαραθώνα» και τραγουδούσε μόνο για Εκείνη –ή μήπως για Εκείνον;– «με τα μαύρα, τα στρας και τα καρφιά / το αγκάθινο στεφάνι, τα Ray Ban γυαλιά» και βέβαια ήθελε «να κλάσουνε πατάτες οι μπάτσοι και τα ΜΑΤ». Εξουσία όμως δεν ήταν μόνο η προφανής. Η εξουσία, όταν αναπαράγονταν ως λογική από την αριστερά, ήταν ένα μόνιμο θέμα χλεύης. Και σε αυτό μπορεί κανείς να δει στοιχεία ευγενούς λαϊκής κουλτούρας έως και άθλια, προβληματική στάση σε όλο το έργο του Πανούση. Αν –χρειάζεται να– κρατήσουμε κάτι, ίσως δεν θα έπρεπε να είναι η πολεμική «στα παιδιά της ΚΝΕ» ή στον βαθύ αναστεναγμό που κρύβει ο στίχος «αν δεν υπήρχανε οι κνίτες κι η ηρωίνη», αλλά το θάρρος να τραγουδήσει το 1990 «Δεν είναι δεσμός / είναι υπαρκτός σοσιαλισμός / Ανάμεσά μας το τείχος του αίσχους» και να προτρέψει «Πού ’ν το μεράκι πού ’ν η λαχτάρα / να γίνει η Αθήνα Τιμισοάρα».
Η αντικομφορμιστική σάτιρα, για να είναι πετυχημένη, πρέπει να έχει μέσα της συμπόνοια και τρυφερότητα. Έτσι, σκληροί στίχοι με λυρική ευαισθησία και ταυτόχρονα ένα τόσο μη προφανές πολιτικό σχόλιο ήταν αυτό που τον έδεσε με ένα ευρύτερο κοινό για πολλά χρόνια και τον έκανε τον Τζιμάκο. Το «Σεξ, φαΐ, σκατά και ύπνος, εργασία και χαρά / μια ζωή να περιμένεις να γαμήσεις στην ουρά» δεν είναι ένας καταδικαστικός στίχος αλλά μια μάλλον σκληρή τρυφερότητα προς τον καταπιεσμένο εαυτό μας. Ομοίως και άλλοι, όπως το περιβόητο «κι εγώ σ’ αγαπώ γαμώ το Χριστό μου», που δεν είναι και η πιο τυπική ερωτική εξομολόγηση, αλλά μια βαθιά πολιτική κριτική κι αλληγορία σ’ έναν διαρκή εγκλωβισμό της νέας συλλογικής νεύρωσης που είναι η «ασφάλεια στις σχέσεις και τη ζωή».
Σημαντικό κομμάτι αυτού του αντικομφορμισμού είναι η σκληρή κριτική του Πανούση απέναντι στην εκκλησία ως μηχανισμό αναπαραγωγής της εξουσίας, αλλά και η συζήτηση γύρω από τη δική του θρησκευτική συνείδηση, η οποία πήρε διάφορες εκφάνσεις μέσα στα χρόνια. Πολύ συχνά υπήρξε αδυναμία να γίνει κατανοητό πως ταυτόχρονα ο ίδιος άνθρωπος θα έβγαινε με άμφια σατιρίζοντας τον Χριστόδουλο και δήλωνε σε εφημερίδα: «Το μεταφυσικό έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Και ένα λάθος που κάνουμε πολλοί –κι εγώ το έχω κάνει– είναι ότι απομακρύνουμε τα παιδιά μας απ’ αυτό». Στη ζωή του είχε φίλους μοναχούς από το Άγιο Όρος, τη Μονή Παναχράντου της Άνδρου, έκανε δύο θρησκευτικούς γάμους κι όμως ταυτόχρονα ήταν λάβρος απέναντι στην εκκλησία. Κοινός παρονομαστής των παραπάνω υπήρξε δίχως άλλο η συμπόνοια και η αγάπη για τους καταπιεσμένους και τον λαϊκό πολιτισμό.
Ο λαϊκός πολιτισμός έχασε έναν πρώτης τάξεως μαχητή απέναντι στο αστικό δήθεν, έναν άνθρωπο που έβαζε φιτιλιές σε κάθε είδους κομφορμισμό, ο οποίος κι αν είχε γίνει σκιά του εαυτού του, έμεινε να υπενθυμίζει ότι η μάχη δε σταματά ποτέ. Με τη γλώσσα έξω και με την αυθάδεια του ερωτευμένου θα τραγουδάει «έχουμε πόλεμο μην το γελάς μωρό μου» και θα μας κλείνει το μάτι λέγοντάς μας να είμαστε σε επιφυλακή «όσο υπάρχουν απλωμένα στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών, άσπρα σεντόνια» και να μη φοβόμαστε…
* Στίχος του Τζίμη Πανούση από το τραγούδι «Για μια χούφτα δολλάρια», από την πρώτη παράνομη κασέτα των Μουσικών Ταξιαρχιών Disco Tsoutsouni (1980).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ