ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


ΔΙΕΘΝΗ |
Τρί, 16/01/2018 - 10:42

Μπορεί η «σκέψη Σι Τζινπίνγκ» να σώσει τον καπιταλισμό;


Ακούγεται σαν αναχρονισμός: Η Κίνα, η μεγαλύτερη χώρα και δεύτερη οικονομία του πλανήτη, εξακολουθεί να κυβερνάται από ένα κόμμα το οποίο, έστω και κατ’ όνομα, είναι κομμουνιστικό. Ένα κόμμα που ύστερα από μακρά ιστορική εξέλιξη, σε αυτή τη φάση έχει μετατραπεί σε έναν περίπλοκο μηχανισμό εξουσίας με πολιτικό αλλά και οικονομικό ρόλο και με έντονο συγκεντρωτισμό. Στα μεταμαοϊκά χρόνια, και ύστερα από πολλές πολιτικές περιπέτειες, για να αποφεύγονται οι μορφές υπερσυγκέντρωσης εξουσίας, καθιερώθηκε ένα σύστημα εναλλαγής ανά γενεά και κατοχύρωσης μιας ορισμένης συλλογικότητας στην ηγεσία μέσα από τη λειτουργία της πανίσχυρης διαρκούς επιτροπής, του πολιτικού γραφείου. Η διαδοχή εξασφαλιζόταν ώς τώρα από την ανανέωση του Πολιτικού Γραφείου κάθε δύο συνέδρια, δηλαδή ανά δεκαετία. Κανονικά αυτό θα σήμαινε ότι σε 5 χρόνια από τώρα ο Σι Τζινπίνγκ, ο νυν γενικός γραμματέας, θα έδινε τη θέση του στον διάδοχό του, ο οποίος θα έπρεπε να ανακοινωθεί στο πρόσφατο 19ο συνέδριο που έγινε το περασμένο φθινόπωρο.

 

Το κλείσιμο μιας εποχής...

Τα δύο χαρακτηριστικά που ανατρέπουν (φαινομενικά) τις ώς τώρα ισορροπίες σε αυτό το συνέδριο είναι ότι όχι μόνο δεν ορίστηκε ο διάδοχος του τωρινού γενικού γραμματέα, αλλά επιπλέον προστέθηκε η «σκέψη Σι Τζινπινγκ» στις οδηγητικές αρχές του καταστατικού του κόμματος, κάτι που ονομαστικά έχει γίνει μόνο για τον Μάο και τον Ντεγκ Χσιαοπίνγκ (του οποίου προστέθηκε μόνο η «θεωρία» και όχι η «σκέψη»). Η «σκέψη Σι Τζινπίνγκ» είναι μια σειρά από 14 σημεία όλα κι όλα, που αφορούν τον «σοσιαλισμό με κινέζικα χαρακτηριστικά για μια νέα εποχή». Σε αυτά περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων γενικολογίες όπως το «κράτος δικαίου», οι «σοσιαλιστικές αξίες» κ.λπ., φράσεις που περισσότερη αξία έχουν ως κομματική ιδιόλεκτος που διαβάζεται πίσω από τις λέξεις παρά ως πραγματικές κατευθυντήριες γραμμές. Από την άλλη, τα πιο συγκεκριμένα σημεία αφορούν πράσινες πολιτικές («περιβαλλοντική προστασία και διεθνής οικολογική ασφάλεια») και το κινεζικό όνειρο των «δύο αιώνων»: Να γίνει η Κίνα μια «ενδιάμεσα ευημερούσα κοινωνία» μέχρι το 2021 (τα εκατοντάχρονα από την ίδρυση του κόμματος) και να έχει μετατραπεί σε «πλήρως αναπτυγμένο έθνος» μέχρι το 2049 (στα εκατντάχρονα από την ίδρυση της λαϊκής δημοκρατίας). Η μετριοπαθής διατύπωση δείχνει την μετρημένη στάση που θέλει να κρατήσει το κόμμα.

Η Κίνα τα τελευταία 40 χρόνια έχει καταφέρει μια βιομηχανική και εξαγωγική έκρηξη. Αυτή βασίστηκε από τη μία μεριά στους χαμηλούς μισθούς και από την άλλη στα πενταετή πλάνα που μπορούσαν να κατευθύνουν τις επενδύσεις μαζικά σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές και σε συγκεκριμένες δραστηριότητες. Η βιομηχανοποίηση έγινε κυρίως στις παραλιακές ζώνες με τις μητροπόλεις της Σανγκάης και της Γκουανκγτσόου (Καντόνας) στο επίκεντρο, αλλά και στην περιοχή του Πεκίνου. Φτηνά βιομηχανικά προϊόντα, είτε φασόν για ξένες επιχειρήσεις είτε απομιμήσεις ξένων σχεδίων από αμιγώς κινεζικές επιχειρήσεις (ιδιωτικές και κρατικές), μετέτρεψαν την Κίνα στο εργοστάσιο του πλανήτη. Το κόστος κρατήθηκε χαμηλό αφενός επειδή μειώθηκαν τα παράπλευρα κόστη της παραγωγής (λ.χ. τα κινεζικά εργοστάσια δεν είχαν ώς τώρα κανένα κόστος για τη διαχείριση των αποβλήτων τους, προκαλώντας άνευ προηγουμένου περιβαλλοντική καταστροφή), αφετέρου επειδή συγκρατήθηκε ο εργατικός μισθός.

Το μοντέλο αυτό έχει αρχίσει να φτάνει στα όριά του πλέον. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ έχει πέσει στα πολύ χαμηλά (για τα δεδομένα της χώρας) επίπεδα του 6-7%. Ο κυριότερος λόγος για την κάμψη είναι η μείωση της κερδοφορίας για επενδύσεις χαμηλής τεχνολογίας: Τα πρώτα χρόνια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης το κεφάλαιο μπορούσε να λυμαίνεται το φτηνό αλλά σχετικά ειδικευμένο κινεζικό εργατικό δυναμικό παράγοντας προϊόντα έντασης εργασίας. Η περίοδος αυτή έχει τελειώσει εδώ και 10 περίπου χρόνια. Ήδη τα κινεζικά υφαντουργικά κεφάλαια έχουν μεταναστεύσει στο Μπαγκλαντές, ενώ αντίστοιχες διαδικασίες είναι σε εξέλιξη και για άλλους τομείς χαμηλής οργανικής σύνθεσης.

Ένας σχετικόςμε αυτή την κατάσταση δείκτης είναι και το συνολικό χρέος της Κίνας που το ΔΝΤ το εκτιμά στο 230% του κινεζικού ΑΕΠ. Το χρέος γενικά τείνει να αυξάνει όσο η κερδοφορία πέφτει. Με απλά λόγια, εύκολα ξεπληρώνει τα χρέη του όποιος βγάζει λεφτά· αντίθετα, μια επιχείρηση που δανείστηκε για να επενδύσει αλλά δεν έβγαλε τα αναμενόμενα από την επένδυση θα δυσκολευτεί να ξεπληρώσει. Βέβαια, στην περίπτωση της Κίνας, το χρέος αυτό μικρό πραγματικό πρόβλημα είναι δεδομένου ότι το σύνολό του είναι σε «παππούδες Μάο» (το παρατσούκλι του γιουάν που χρησιμοποιούν οι Κινέζοι), είναι δηλαδή σε κινεζικό νόμισμα και όχι σε συνάλλαγμα. Το κινεζικό κράτος (αντίθετα λ.χ. με το ελληνικό, το οποίο έχει χρέη πάντα και μόνο σε συνάλλαγμα, δηλαδή σε ευρώ), ποτέ δεν θα βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να χρεοκοπήσει, δεδομένου ότι πάντα θα είναι σε θέση να χρηματοδοτεί (ή και να διαγράφει αν χρειαστεί) το χρέος του σε ένα νόμισμα το οποίο το ίδιο εκδίδει, αναδιατάσσοντας ταυτόχρονα τις παραγωγικές διαδικασίες στο εσωτερικό της.

Είναι χαρακτηριστικός, ως προς το πώς χρησιμοποιείται από τα κυρίαρχα νεοφιλελεύθερα μέσα η συζήτηση περί χρέους, ο τρόπος που ξεκινάει πρόσφατο άρθρο του Forbes: «Ο Βίκτορ Σι, καθηγητής πολιτικής οικονομίας, προειδοποιεί για το πόσο άσχημα είναι τα πράγματα με το κινεζικό χρέος από τουλάχιστον το 2008». Αν ήταν άσχημα τα πράγματα ήδη το 2008, τότε γιατί 10 χρόνια μετά και δεν έχει ακόμη καταρρεύσει η Κίνα; Πόσο δηλαδή χρειάζεται για να γίνουν εμφανή τα προβλήματα και να «σκάσει η βόμβα χρέους»; Κάτι τέτοιες τρομοκρατικές και βλακώδεις «σοφίες» ήταν που προκάλεσαν τη γνωστή ρήση του Κέυνς «μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί»: Μακροπρόθεσμα, πού θα πάει, και η Κίνα θα αντιμετωπίσει κάποτε προβλήματα χρέους.

Το χρέος αυτό εξηγείται από το ότι η Κίνα, λόγω της σχετικά πρόσφατης βιομηχανοποίησής της, είναι μια οικονομία που βασίζεται σε εξαιρετικό βαθμό στις επενδύσεις παγίων κεφαλαίων (45% περίπου του ΑΕΠ, έναντι περίπου 20% στον «πρώτο» κόσμο). Οι επενδύσεις αυτές έγιναν με (εσωτερικό) δανεισμό – ο οποίος τελικά ισοδυναμεί στην περίπτωση της Κίνας με κρατική επιδότηση, αφού ο τελικός δανειστής είναι οι κρατικές τράπεζες της χώρας. Το τεράστιο ποσοστό των επενδύσεων περιορίζει το ποσοστό της εσωτερικής κατανάλωσης, η οποία είναι ένα μικροσκοπικό κομμάτι της συνολικής ζήτησης: Η κατανάλωση είναι στο 30% του ΑΕΠ έναντι 55% στην Ε.Ε. και 75% στις ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα φυσικά είναι οι εξαγωγές των παραγόμενων προϊόντων να είναι μονόδρομος. Η εσωτερική αγορά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υποστηρίξει την παραγωγή για δύο λόγους: Πρώτα επειδή σε πολλούς τομείς η κινεζική παραγωγή μόνη της φτάνει για να καλύψει όχι την κινεζική, αλλά την παγκόσμια ζήτηση. Έτσι λ.χ. στα παιχνίδια ή στα χαμηλής αξίας καταναλωτικά ηλεκτρονικά η Κίνα είναι ουσιαστικά ο μοναδικός παραγωγός παγκοσμίως. Από την άλλη μεριά, η αγοραστική δύναμη των κατώτερων τάξεων της Κίνας είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Αντίθετα με τη Δύση, όπου μεγάλο τμήμα της κατανάλωσης γίνεται από εργατικά στρώματα, στην Κίνα το λίγο εισόδημα που μένει στους εργαζόμενους δεν καταναλώνεται αλλά αποταμιεύεται ώστε να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση ανάγκης· η κοινωνική ασφάλιση (που κάποτε ήταν δωρεάν και για όλους) έχει καταργηθεί από την εποχή του Ντεγκ Χσιαοπίνγκ.

 

... Και η αρχή μιας νέας

Επομένως, είναι υποχρεωτικές δύο κινήσεις εκ μέρους της κινεζικής ηγεσίας. Πρώτον –και σημαντικότερο– πρέπει να αντιμετωπιστεί η πλημμύρα αδιάθετων κεφαλαίων που προέρχεται από το τεράστιο εξαγωγικό πλεόνασμα το οποίο διαθέτει η χώρα. Για να γίνει αυτό, η χώρα χρειάζεται έναν τραπεζικό τομέα με σημαντική διεθνοποίηση (οι κινεζικές τράπεζες είναι εντελώς ασήμαντες στο διεθνές επίπεδο) και νέους «χώρους» υπεραξίωσης, τόσο γεωγραφικά (με εξαγωγή κεφαλαίων πλέον, όχι μόνο εμπορευμάτων) όσο και τεχνολογικά (παράγοντας πιο ακριβά και πιο ποιοτικά τεχνολογικά προϊόντα, αυξάνοντας την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου). Αυτό το τελευταίο συνδυάζεται και με τη δεύτερη υποχρεωτική κίνηση, την αύξηση δηλαδή των μισθών και τη μείωση των ανισοτήτων των σχετικά αναπτυγμένων παραλίων με την ακόμα αγροτική και υπανάπτυκτη ενδοχώρα. Αυξάνοντας το τεχνολογικό περιεχόμενο της παραγωγής, μειώνεται η σημασία του μισθολογικού κόστους, άρα μπορούν να αυξηθούν οι μισθοί (αύξηση σχετικής υπεραξίας) και επομένως και η απαραίτητη εσωτερική αγορά.

Έτσι εξηγούνται επομένως τόσο η πρωτοβουλία «μία ζώνη, ένας δρόμος» (ο νέος δηλαδή δρόμος του μεταξιού) όσο και η έμφαση σε πράσινες τεχνολογίες στο κομματικό καταστατικό. Ο δρόμος του μεταξιού είναι ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο δημιουργίας υποδομών σε όλη την Ευρασία με χρηματοδότηση σε μεγάλο βαθμό κινεζική. Η Κίνα θα εξάγει το υπερβάλλον κεφάλαιό της κάνοντας επενδύσεις σε μεταφορές και δίκτυα, τομείς στους οποίους βρίσκεται πλέον σε θέση να ανταγωνίζεται το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο ως ίση (για παράδειγμα η Huawei είναι εδώ και χρόνια ο μεγαλύτερος κατασκευαστής υποδομών δικτύων στον κόσμο, ενώ την COSCO την ξέρουν πολύ καλά στον Πειραιά...). Αλλά και η «πράσινη ανάπτυξη» προσπαθεί να απαντήσει στην εξάρτηση του κινεζικού κεφαλαίου από τις επενδύσεις: Η σταδιακή μετάβαση σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ανανεώσιμες πηγές κ.λπ. θα απαιτήσει τεράστια επενδυμένα κεφάλαια.

Παράλληλα, γίνεται και μια ακόμα προσπάθεια εισόδου της Κίνας σε τομείς στους οποίους μέχρι τώρα υστερούσε, όπως η αεροναυπηγική. Για την ακρίβεια, αυτό που λείπει από την Κίνα δεν είναι τόσο η δυνατότητα υψηλών τεχνολογιών, αφού είναι λ.χ. σε θέση να έχει το δικό της ιδιαίτερα φιλόδοξο διαστημικό πρόγραμμα, όπως επίσης και να παράγει εξελιγμένα μαχητικά αεροσκάφη, ενώ ήδη ναυπηγεί και το πρώτο αμιγώς κινεζικό αεροπλανοφόρο. Το πρόβλημα έγκειται στην (προσωρινή...) της αδυναμία να συναγωνιστεί σε κόστος την ανώτατη κατηγορία βιομηχανικών προϊόντων των άλλων βιομηχανικών γιγάντων: τα αυτοκίνητα πολυτελείας είναι γερμανικά ή γιαπωνέζικα, τα δεξαμενόπλοια μέγιστης ασφάλειας είναι κορεατικά, οι πλατφόρμες εξόρυξης πετρελαίου μεγάλου βάθους από τη Σιγκαπούρη, τα επιβατικά αεροσκάφη ανώτατης κατηγορίας είναι είτε αμερικανικά ή ευρωπαϊκά.

Το πρόβλημα αντιμετωπίζεται μεθοδικά από το κινεζικό κεφάλαιο εδώ και χρόνια με συνδυασμό καρότου και μαστιγίου. Ο κινεζικές παραγγελίες τέτοιων προϊόντων γίνονται μόνο εφόσον η παραγωγή μετατοπιστεί σε κινεζικό έδαφος και μοιραστεί η τεχνογνωσία. Έτσι λ.χ. η Κίνα έχει εδώ και καιρό γίνει ο μεγαλύτερος παραγωγός γρήγορων τρένων στον πλανήτη (χρησιμοποιώντας την τεχνολογία των γαλλικών και γερμανικών βιομηχανιών), ενώ η Airbus έχει ήδη πάνω από το ένα τέταρτο της παραγωγής της σε κινεζικό έδαφος. Η αντιγραφή, νόμιμη ή όχι, των μεθόδων παραγωγής από αμιγώς κινεζικές βιομηχανίες και η περαιτέρω αυτόνομη ανάπτυξή τους είναι το αυτονόητο επόμενο στάδιο.

Αλλά οι πρόοδοι αυτές του παραγωγικού κεφαλαίου δεν θα μπορούσαν να γίνουν χωρίς την ταυτόχρονη γιγάντωση και ολοκλήρωση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Λίγο πριν από το συνέδριο του φθινοπώρου, η Κίνα προχώρησε σε δύο σχετικές κινήσεις. Η πρώτη ήταν η συμφωνία μεταξύ του CIC, του μεγαλύτερου κινεζικού επενδυτικού κεφαλαίου (κρατικής ιδιοκτησίας) και της γνωστής σε όλους Goldman Sachs για τη δημιουργία κοινού επενδυτικού ταμείου για επιχειρήσεις που θέλουν να κάνουν εξαγωγές στην Κίνα. Η δεύτερη είναι το άνοιγμα της δυνατότητας οι χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις να ανήκουν κατά 51% σε ξένα νομικά πρόσωπα.

Τα δύο αυτά μέτρα έχουν σαφώς την ίδια νοοτροπία καρότου και μαστιγίου που αναφέραμε για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις: μεταφορά τεχνογνωσίας σε κινεζικό έδαφος προκειμένου αυτή να διαχυθεί σε αμιγώς κινεζικές επιχειρήσεις σε δεύτερο χρόνο. Η κυριότερη αδυναμία του κινεζικού κεφαλαίου στον διεθνή στίβο είναι το γεγονός ότι οι τράπεζές του είναι ακόμη νάνοι.

Ο ενδιάμεσος στόχος των πολιτικών αυτών είναι η μετατροπή της Κίνας από εξαγωγό εμπορευμάτων σε εξαγωγό κεφαλαίων και η άνοδός της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η πρωτοβουλία του νέου δρόμου του μεταξιού, μια στρατηγική όχι μόνο εμπορική και οικονομική αλλά και πολιτική. Για παράδειγμα, είναι σαφές ότι η πρωτοβουλία αυτή επιχειρεί να απομονώσει την Ιαπωνία και να περικυκλώσει την Ινδία, μια χώρα που έχει πλέον τις προϋποθέσεις να γίνει ο βιομηχανικός διάδοχος της Κίνας στο άμεσο μέλλον.

 

Για τη σωστή χρήση του μέλλοντος

Ο Σι Τζινπίνγκ είδε τη «σκέψη» του στο καταστατικό επειδή κατάφερε να επιδείξει αρετές ισορροπιστή. Από τη μία κατάφερε να μειώσει τη σημαντικότατη εργατική πίεση από απεργίες και άλλες διαμαρτυρίες τα τελευταία χρόνια είτε με μικρή αύξηση των μισθών είτε με χρήση αυστηρότερων πολιτικών επιτήρησης της εργοστασιακής αυθαιρεσίας. Επιπλέον, η «πολύ επιτυχημένη» εκστρατεία του κατά της διαφθοράς βοήθησε να βελτιωθεί η ενδοκομματική του εικόνα στα μάτια των «μαοϊκών» (αυτών δηλαδή που υποστηρίζουν μια πιο «σοσιαλδημοκρατική» πολιτική). Από την άλλη, οι προτάσεις του για εξαγωγή κεφαλαίου και για «νέες» τεχνολογίες είναι χάδι στα αφτιά των «ντεγκικών», των νεοφιλελεύθερων, θα λέγαμε, μέσα στο κόμμα. Το μεγάλο πλάνο είναι η σταδιακή και προσεκτική άνοδος της Κίνας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, στοιχείο που αιτιολογεί και τη συγκυριακή συμμαχία με τη Ρωσία. Η Ρωσία έχει κάθε συμφέρον να δει τις ΗΠΑ να χάνουν τμήμα της δύναμής τους, αν και μακροπρόθεσμα δεν μπορούμε να πούμε ότι η συμμαχία αυτή μπορεί να είναι διατηρήσιμη. Η άνοδος στην τροφική πυραμίδα του ιμπεριαλισμού σαφέστατα βοηθιέται και από την τεράστια εσωτερική κρίση παραδείγματος των ΗΠΑ, κρίση που πολιτικά εκδηλώθηκε με την εκλογή ενός διαταραγμένου ηλίθιου στη θέση του προέδρου. Η υποχώρηση των ΗΠΑ στο διεθνές πεδίο αφήνει χώρο σε φιλόδοξους διεκδικητές.

Το πλάνο του Σι Τζινπίνγκ μπορεί να πετύχει; Προφανώς κάτι τέτοιο δεν είναι βέβαιο. Δεν είναι μόνο το αν ο νέος δρόμος του μεταξιού είναι μια επένδυση που μπορεί να αποδώσει τα αναμενόμενα. Ούτε είναι μόνο οι γεωπολιτικές προκλήσεις (λ.χ. η Βόρεια Κορέα αλλά όχι μόνο) και η προφανώς εχθρική στάση που θα κρατήσουν οι ΗΠΑ, παρά τις φιλοφρονήσεις του Τραμπ στην πρόσφατη επίσκεψή του. Το πρώτο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η Κίνα είναι ότι, αντίθετα με τις προηγούμενες αλλαγές σκυτάλης στην κορυφή, δεν έχει πολύ παρθένο χώρο να εκμεταλλευτεί. Π.χ. η Μεγάλη Βρετανία μπορούσε να επεκταθεί χωρίς ανταγωνιστή στις προκαπιταλιστικές, αχανείς περιοχές της αυτοκρατορίας της, οι ΗΠΑ είχαν τον παρθένο χώρο της Νότιας Αμερικής και του Ειρηνικού κ.λπ. Η Κίνα όμως έχει μόνο την υποσαχάρια Αφρική (στην οποία φυσικά και επεκτείνεται ταχύτατα) αλλά κατά τα άλλα έχει να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό όλων των προηγούμενων.

Όμως ακόμα πιο θεμελιώδες πρόβλημα είναι ότι για να φτάσει στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, η Κίνα θα χρειαστεί να είναι σε θέση να εξαγάγει ένα πρότυπο ανάπτυξης που να μπορεί εμφανώς να τραβήξει τον ιμπεριαλισμό έξω από τον οικονομικό βάλτο στον οποίο έχει κολλήσει. Το πρότυπο δεν περιλαμβάνει μόνο το πολιτικό σκέλος (και το αυταρχικό κόμμα-κράτος με έμφαση σε έναν «μετρημένο» εθνικισμό είναι δύσκολο να πουληθεί ευρύτερα), αλλά ακόμα πιο θεμελιακά νέες μεθόδους παραγωγής, νέες τεχνολογίες, νέους τρόπους εξαγωγής υπεραξίας. Και αυτό το νέο πρότυπο σαφώς και δεν μπορεί να εξαντλείται σε «πράσινες τεχνολογίες» ή κινητά τηλέφωνα, τεχνολογίες που έχουν ήδη αρχίσει να δείχνουν τους περιορισμούς τους ως προς τη δυνατότητα εξαγωγής σχετικής υπεραξίας και το άνοιγμα νέων δρόμων για τα διεθνή κεφάλαια.

Τα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογιστούν και με το οικονομικό μέγεθος που έχει η Κίνα έναντι των ανταγωνιστών της. Για παράδειγμα, η Διεθνής Τράπεζα που ιδρύθηκε από την Κίνα για την χρηματοδότηση του δρόμου του μεταξιού θα δώσει φέτος λίγο πάνω από 1.5 δισ. δολάρια σε ασιατικές χώρες της ζώνης. Για σύγκριση, στο ίδιο διάστημα η Asian Development Bank, με έδρα το Τόκιο, θα δώσει σε διάφορα πρότζεκτ 95 δισ. δολάρια και η Διεθνής Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης 172 δισ. Δεν είναι σαφές το κατά πόσο η Κίνα θα μπορέσει να δημιουργήσει διαρκείς συμμαχίες αν δεν καταφέρει να φτάσει τα μεγέθη των δυτικών ανταγωνιστών της.

Στο εσωτερικό πάλι, η εμφανής βελτίωση των δεικτών σε σύγχρονους παραγωγικούς τομείς της βιομηχανίας τα τελευταία χρόνια δεν φαίνεται να αρκεί. Ούτε οι πράσινες κ.λπ. νέες τεχνολογίες (στις οποίες η Κίνα είναι ήδη πρωτοπόρος) φαίνεται να μπορούν να αποδώσουν τα αναμενόμενα, αν και είναι ακόμη κάπως νωρίς να το πούμε. Επίσης, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε το εργατικό κίνημα της χώρας, που έχει επιδείξει συστηματικές αντιδράσεις τα τελευταία χρόνια και δεν αποκλείεται να κάνει την έκπληξη και να ψαλιδίσει τις ηγεμονικές φιλοδοξίες της ηγεσίας. Το αν επομένως μπορεί να πετύχει τους σκοπούς της η «σκέψη Σι Τζιπίνγκ» ή όχι παραμένει αμφίβολο· για να το δούμε όμως, μπορεί να μη χρειαστεί καν να περιμένουμε μέχρι το 2049 και τα εκατοντάχρονα της λαϊκής δημοκρατίας. Μπορεί να το έχουμε δει ίσως τόσο σύντομα όσο το επόμενο συνέδριο του κόμματος, που –κανονικά– θα γίνει σε πέντε χρόνια.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.