Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μέρος της κριτικής παρουσίασης που έγραψε ο Τζέισον Ρηντ για το τελευταίο βιβλίο του σημαντικού μαρξιστή στοχαστή Ουώρεν Μόνταγκ Ο Αλτουσέρ και σύγχρονοί του: Ο διηνεκής πόλεμος της φιλοσοφίας, το οποίο δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Postmodern Culture (τόμος 24, αριθμός 1, Σεπτέμβριος 2013). Ο Μόνταγκ, συγγραφέας επίσης του Σώματα, μάζες, εξουσία: Ο Σπινόζα και σύγχρονοί του (Verso, Λονδίνο 1999) και της μονογραφίας Λουί Αλτουσέρ (Palgrave, Λονδίνο 2002), είναι ένας εκ των σημαντικότερων μελετητών του έργου του Αλτουσέρ στον αγγλοσαξωνικό κόσμο και εκδότης-επιμελητής της ηλεκτρονικής επιθεώρησης Décalages: An Althusser Studies Journal. Ο Τζέισον Ρηντ, μαρξιστής, καθηγητής φιλοσοφίας στο University of Southern Main, είναι συγγραφέας του Η μικρο-πολιτική του κεφαλαίου. Ο Μαρξ και η προϊστορία του παρόντος (SUNY Press, Νέα Υόρκη 2003), που θα εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής, ενώ το τελευταίο του βιβλίο, Η πολιτική της διατομικότητας, κυκλοφόρησε το 2015 (Brill Academic Publishers, Λέιντεν/Βοστώνη 2015).
Ο Ουώρεν Μόνταγκ κάνει μια από τις πιο άχαρες δουλειές στον σύγχρονο ακαδημαϊκό χώρο· είναι ο καλύτερος μελετητής του Αλτουσέρ στον αγγλόφωνο κόσμο, γεγονός που τον καθιστά ειδικό σε έναν φιλόσοφο ο οποίος στην καλύτερη περίπτωση θεωρείται ένας εξαφανιζόμενος μεσολαβητής ανάμεσα στο έργο του Μαρξ και τα έργα του Φουκώ, του Ζίζεκ, του Μπαντιού κ.λπ., ενώ στη χειρότερη περίπτωση θεωρείται ένας τσαρλατάνος που δολοφόνησε τη γυναίκα του. Στο Ο Αλτουσέρ και οι σύγχρονοί του καταπιάνεται με τον μετασχηματισμό της πρώτης θεώρησης· η δεύτερη δεν είναι παρά ένα ad hominem επιχείρημα, που άπτεται περισσότερο του κουτσομπολιού και της σκανδαλοθηρίας. Όπως υπαινίσσεται ο τίτλος του βιβλίου του Μόνταγκ, η ανάγνωση του Αλτουσέρ που προτείνεται σε αυτό εστιάζεται λιγότερο στη σχέση του Αλτουσέρ με τον Μαρξ και την πολυσυζητημένη μαρξική επιστημολογική τομή και περισσότερο στη σχέση του φιλοσόφου με τους σύγχρονούς του, τον Ντελέζ, τον Λακάν, τον Φουκώ και τον Λεβί-Στρως, καθώς επίσης και με ρεύματα της διανόησης του 20ού αιώνα όπως το ρεύμα της φαινομενολογίας και του δομισμού. Μια τέτοια ανάγνωση όχι μόνο τοποθετεί τον Αλτουσέρ εντός του πλαισίου του, πλάι σ’ εκείνους με τους οποίους συνδιαλέχθηκε, σ’ εκείνους που δίδαξε και διάβασε, αλλά επίσης υπογραμμίζει το γεγονός ότι για τον ίδιο η φιλοσοφία ήταν μια πρακτική – κάτι που κάνεις και εντός του οποίου παρεμβαίνεις και όχι απλώς ένα ζήτημα θέσεων προς υποστήριξη και διατήρηση. Για τον Αλτουσέρ, η φιλοσοφία παρέμενε πρώτα και κύρια μια παρέμβαση στη συγκυρία.
Η ανάγνωση της φιλοσοφίας του Αλτουσέρ ως παρέμβασης δεν συνιστά απλώς την εξιστόρηση των θέσεων που διατηρούσε και υποστήριζε, την κατασκευή ενός είδους λεπτομερούς υπομνήματος αυτού που ο Αλτουσέρ ονόμαζε Kampfplatz, «του πεδίου μάχης στο οποίο συνίσταται η φιλοσοφία» (Althusser 1990: 205). Η ιδέα της φιλοσοφίας ως παρέμβασης, ως μιας διαχωριστικής γραμμής μέσα σε μια φιλοσοφική συγκυρία, έχει απόρροια την ιδέα πως κάθε φιλοσοφικό κείμενο είναι κατ’ ανάγκην επικαθορισμένο και συγκρουσιακό. Όπως υποστηρίζει ο Μόνταγκ, προεκτείνοντας το νήμα της έρευνας που ξεκινά με τη σπινοζική ανάγνωση των Γραφών και συνεχίζεται με τον Αλτουσέρ και τον Μασερέ, «ακόμα και το αυστηρότερα στοιχειοθετημένο φιλοσοφικό κείμενο συνιστά κατ’ ανάγκην έναν αστερισμό αβλεψιών, ανακολουθιών και ανομοιοτήτων, και απαιτεί μια ανάγνωση εναρμονισμένη με τα συμπτώματα των συγκρούσεων που ανεπίγνωστα το διαπνέουν» (Montag 2013: 18). Το να διαβάζεις τη φιλοσοφία ως σειρά παρεμβάσεων δεν σημαίνει απλώς να βασίζεσαι στις διάφορες θέσεις των φιλοσόφων καθαυτές –να επισημαίνεις τα όρια των συγκρούσεων που διαχωρίζουν τους υλιστές από τους ιδεαλιστές, τους μαρξιστές από τους μεταδομιστές κ.ο.κ– αλλά να εντοπίζεις το όριο που χωρίζει έναν φιλόσοφο από τον εαυτό του, να συναρθρώνεις διαιρέσεις και ανομοιότητες που δεν διατυπώνονται ή δεν συλλαμβάνονται καν από τον ίδιο τον φιλόσοφο. Κάθε φιλόσοφος, κάθε κείμενο τοποθετείται σε σχέση με συγκρούσεις και εντάσεις που το υπερβαίνουν.
Η ένταση μεταξύ του πεδίου σύγκρουσης και του κειμένου που παράγει μπορεί να γίνει αντιληπτή στο έργο του Αλτουσέρ με βάση την έννοια της «δομικής αιτιότητας». Η δομική αιτιότητα είναι μια από τις πιο γνωστές έννοιες του Αλτουσέρ· μαζί με τον επικαθορισμό, την έγκληση και τη συγκυρία, συναπαρτίζει ένα «αλτουσεριανό» λεξικό – ένα λεξιλόγιο που υιοθετήθηκε, αν και δεν κατανοήθηκε απαραίτητα, από πολλούς συγγραφείς κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, για να εγκαταλειφθεί αργότερα. Επιπλέον, η δομική ή εμμενής αιτιότητα βρίσκεται στη διασταύρωση της αλτουσεριανής ανάγνωσης του Μαρξ (που τον κατέστησε δημοφιλή το ’60 και το ’70) και της εισαγωγής του Σπινόζα στις φιλοσοφικές και θεωρητικές συζητήσεις από τον Αλτουσέρ (που σε μεγάλο βαθμό τον κατέστησε δημοφιλή τα τελευταία χρόνια). Ο Αλτουσέρ έγραψε ελάχιστα για τον Σπινόζα, το όνομα του οποίου εμφανίζεται λίγες φορές στα δημοσιευμένα έργα του. Παρ’ όλα αυτά, δύο από τους μαθητές του Αλτουσέρ, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ και ο Πιέρ Μασερέ, προχώρησαν σε μελέτες για τον Σπινόζα. Ο Αλτουσέρ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναβίωση του Σπινόζα παρά τις περιορισμένες αναφορές του σε αυτόν. Η σπανιότητα των αναφορών του στον Σπινόζα δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω αναφορές ήταν ασήμαντες· θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτές οι λίγες αναφορές, στην πραγμάτευση της ιδεολογίας και της δομικής αιτιότητας του Αλτουσέρ, είναι θεμελιώδεις και συνιστούν κεντρικές ορίζουσες της σκέψης του.
Πράγματι, μια τέτοια αναφορά είναι καίρια στον ορισμό της εμμενούς αιτιότητας. Ο Αλτουσέρ διακρίνει τρεις έννοιες της αιτιότητας: τη γραμμική, την εκφραστική και την εμμενή. Η γραμμική αιτιότητα είναι η μηχανική αιτιότητα των μπαλών του μπιλιάρδου – πολυαγαπημένη των φιλοσόφων αλλά εύκολα απορριπτέα ως μέσο κατανόησης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Ο πραγματικός διαχωρισμός είναι μεταξύ της εκφραστικής και της εμμενούς αιτιότητας. Η εκφραστική αιτιότητα είναι μια ολότητα που εκφράζεται από τα αποτελέσματά της: η ολότητα είναι συγκαλυμμένη και αποκαλύπτεται μόνο από τα αποτελέσματα που την εκφράζουν. Αντίθετα, η εμμενής αιτιότητα υπάρχει μόνο στα αποτελέσματά της. Ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι ο Θεός πρέπει να θεωρείται εμμενής και όχι μεταβατική αιτία όλων των πραγμάτων – όχι απλώς δημιουργός αλλά η παραγωγική δύναμη της δημιουργίας ή, κατά την πιο διάσημη (και ποιητική) διατύπωση, «Θεός ή Φύση» (Ηθική 18). Ο Αλτουσέρ υποστηρίζει πως αυτή η επαναστατική νέα έννοια της αιτιότητας εμφανίζεται επίσης στα γραπτά του Μαρξ, όπου ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν είναι ούτε μεταβατική ούτε γραμμική αιτία, που επηρεάζει έξωθεν την κοινωνία, όπως λένε κάποιες εκδοχές του οικονομικού ντετερμινισμού, ούτε μια εκφραστική αιτία στην οποία η οικονομία έχει ιδεολογικά και πολιτικά αποτελέσματα. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι μια αιτία που υπάρχει μόνο στα αποτελέσματά της. Επομένως, τα αποτελέσματα αυτά, τα διάφορα στοιχεία του τρόπου παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων της υπερδομής και της ιδεολογίας, είναι επίσης αίτια, αναγκαία για την αναπαραγωγή του τρόπου παραγωγής. Ο Αλτουσέρ επέκτεινε αυτή τη θέση στα μετέπειτα γραπτά του για την ιδεολογία και την αναπαραγωγή· η θέση αυτή αποτελεί μια επανάσταση στη σκέψη της ιστορίας, των κοινωνικών σχέσεων και της πολιτικής.
Ωστόσο, η ρήξη του Αλτουσέρ με τις έννοιες της γραμμικής και της εκφραστικής αιτιότητας αφήνει κάποια κατάλοιπα. Σύμφωνα με τον Μόνταγκ:
«Η ίδια η εμμένεια (πιο συγκεκριμένα η εμμένεια της εμμενούς αιτίας), ωστόσο, στις καταληκτικές αυτές σελίδες [. . .] αναπτύσσεται με άνισο και αντιφατικό τρόπο, ταυτόχρονα οπισθοδρομώντας προς έναν νεοπλατωνικό εξπρεσιονισμό και κάνοντας άλμα προς μια θεωρία της δομής ως ενικότητας, ως της απούσας αιτίας της απερίσταλτης ποικιλομορφίας μιας οντότητας.» (Montag 2013: 86-87)
Η οπισθοδρόμηση μετεωρίζεται γύρω από δύο διαφορετικές έννοιες, καθεμιά εκ των οποίων σηματοδοτεί το σημείο όπου η εμμενής αιτιότητα υπαναχωρεί στην εκφραστική αιτιότητα. Οι εν λόγω έννοιες είναι αυτές του «όλου» και της «αναπαράστασης», οι οποίες, μολονότι έχουν εισαχθεί για να επεκτείνουν την έννοια της δομικής αιτιότητας, στην πραγματικότητα φέρνουν λαθραία όψεις της εκφραστικής αιτιότητας και, μαζί με αυτές, μια ιδεαλιστική οντολογία. Τα εγγενή όρια αυτών των εννοιών δεν είναι άμεσα εμφανή, ακόμα και στον Αλτουσέρ. Ο Μόνταγκ αντλεί υλικό από την αλληλογραφία του Αλτουσέρ με τον Πιέρ Μασερέ, καθώς και από τις επακόλουθες διορθώσεις του Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, προκειμένου να οξύνει τις εντάσεις στην άρθρωση της δομικής αιτιότητας. Τελικά, η έννοια της δομικής αιτιότητας καθαυτή αποτελεί λιγότερο ατομική σύλληψη και περισσότερο αποτέλεσμα της παραγωγής μιας συλλογικής ή ακόμα και διατομικής σχέσης, της οποίας οι όροι εκτείνονται προς τα πίσω ώς τον Λουκρήτιο, τον Σπινόζα και τον Μαρξ, και προς τα εμπρός ώς τις διαμάχες για τη φύση του δομισμού στα έργα των Ντελέζ και Μασερέ.
Η κριτική του Μασερέ στον Αλτουσέρ ξεκινά με μια ερώτηση. Ο Μασερέ γράφει στον Αλτουσέρ ότι δεν μπορεί να καταλάβει τη χρήση του όρου «δομημένο όλον». Η ερώτηση για το νόημα αυτού του όρου έγκειται στη χρήση του «όλου» σαν να σημαίνει κάτι πάνω και πέρα από τις σχέσεις μεταξύ των διάφορων στοιχείων της δομής. Όπως γράφει ο Μασερέ, «η έννοια του όλου είναι στην πραγματικότητα η σπιριτουαλιστική σύλληψη της δομής» (παρατίθεται σε Montag 2013: 74). Η αλληλογραφία ανάμεσα στον Αλτουσέρ και τον Μασερέ, από ερώτηση για το νόημα του «δομημένου όλου», γρήγορα μετεξελίσσεται σε διερώτηση αναφορικά με κάθε κατάλοιπο ιδεαλισμού. Αυτός ο διάλογος επιστρέφει στον Σπινόζα, ο οποίος αμφισβήτησε αυστηρά τις ιδεαλιστικές τάσεις κάθε ισχυρισμού περί «τάξης», δείχνοντας ότι οι ιδέες για την τάξη συχνά δεν είναι τίποτα παραπάνω από προβολή των ίδιων μας των μεροληψιών και αντανακλούν πάνω μας τις ίδιες μας τις προπαραδοχές. Όπως υποστηρίζει ο Σπινόζα, και με όρους φύσης και με όρους κειμένων (με πιο αξιοσημείωτα εκείνα των Γραφών), κάθε ισχυρισμός για μια συγκαλυμμένη τάξη όχι μόνο συνιστά προβολή των δικών μας ανησυχιών κι επιθυμιών αλλά επίσης παραβλέπει την πράγματι υπάρχουσα δομή των σχέσεων και των τάσεων. Δεν πρόκειται απλώς για ζήτημα ερμηνείας του Σπινόζα· σύμφωνα με τον Μόνταγκ, πρόκειται για την ιδέα που ακολουθεί ο Μασερέ στο έργο του για τη λογοτεχνία. Με τα λόγια του Μασερέ, «ζητούμενο είναι να αμφισβητηθεί το έργο ως προς αυτό που δεν λέει, και δεν μπορεί να πει, εφόσον έχει φτιαχτεί ακριβώς για να μην το πει, ώστε να επέλθει η σιωπή. Θα είναι λοιπόν επουσιώδες ότι το έργο κρύβει μια τάξη· σημασία έχει η καθορισμένη πραγματική αταξία του (η αναστάτωσή του)» (Macherey 1978: 155). Από την αναστάτωση των κειμένων του Σπινόζα, του Αλτουσέρ και του Μασερέ μαζί, αναδύεται μια έννοια της εμμενούς αιτιότητας. Ο Μόνταγκ υποστηρίζει επίσης ότι η ανάγνωση του Λουκρήτιου από τον Ντελέζ είναι κρίσιμη για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο Μασερέ τη σπινοζική έννοια της φύσης και, κατά συνέπεια, ότι η εμμένεια, ως «παραγωγή του ποικίλου», είναι ένα «άπειρο άθροισμα [. . .] που δεν ολοποιεί τα στοιχεία του» (Μontag 2013: 91). Στη θέση της τάξης υπάρχει ένα όλον, που είναι δεδομένο μόνο στην απουσία του· έτσι, είναι αναγκαίο οι εμμενείς αιτιακές σχέσεις να λογίζονται ως δρώσες μόνο εντός και διαμέσου των μη ολοποιήσιμων επενεργειών και διαιρέσεών τους.
Η κατά Μόνταγκ γενεαλογία της συγκρουσιακής ανάδυσης της εμμενούς αιτιότητας κορυφώνεται με την ανάγνωση ορισμένων αποσπασμάτων που αφαιρέθηκαν από τη δεύτερη έκδοση του Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο και δεν εμφανίστηκαν ποτέ στην αγγλική μετάφραση του έργου. Στα αποσπάσματα αυτά, ο Αλτουσέρ αναφέρεται στην εμμενή αιτία ως σενάριο ή θεατρικό έργο που παίζεται ως όλον ή δομή. Το σενάριο υπονοεί μια τάξη στο παρασκήνιο, η οποία είναι η κρυμμένη προϋπόθεση όλων όσων διαδραματίζονται επί σκηνής. Το γεγονός ότι ο Αλτουσέρ καταφεύγει σε μια εικόνα του όλου, ή μιας λανθάνουσας δομής, ακριβώς τη στιγμή που επιχειρεί να ορίσει το αντίθετό του (δηλαδή να αναπτύξει την έννοια της εμμενούς αιτιότητας), συνδέει την εμμενή αιτιότητα με μια άλλη αλτουσεριανή έννοια, τη «συμπτωματολογική ανάγνωση». Η συμπτωματολογική ανάγνωση, που πόρρω απέχει από την απλή κριτική, είναι μια πρακτική εξαγωγής των εντάσεων και των ορίων ενός κειμένου· είναι μια εξέταση του πώς ένα κείμενο λέει κάτι ταυτοχρόνως περισσότερο και λιγότερο απ’ ό,τι ισχυρίζεται πως λέει. Η επανανάγνωση από τον Μόνταγκ της ανάπτυξης της εμμενούς αιτιότητας μέσω των αντιπαραθέσεων και των αμφισβητήσεων ανάμεσα στον Αλτουσέρ, τον Μασερέ, τον Σπινόζα, τον Ντελέζ και τον Λουκρήτιο (μια λίστα που θα μπορούσε να επεκταθεί ώστε να συμπεριλάβει και άλλους σε μια μη ολοποιήσιμη ολότητα) δεν αποσαφηνίζει απλώς την εμμενή αιτιότητα ως έννοια, εξετάζοντας τις πιθανές παρερμηνείες της (που υπάρχουν πολλές)· καταδεικνύει ότι αυτές οι παρερμηνείες δεν είναι ατυχείς παρεκκλίσεις αλλά είναι πράγματι εσωτερικές στην ίδια την άρθρωση της έννοιας.
Προκύπτει μια εικόνα της φιλοσοφίας στην οποία η εννοιακή παραγωγή είναι δύσκολο εγχείρημα. Κάθε εννοιακή καινοτομία, κάθε προσπάθεια ρήξης με τις υπάρχουσες έννοιες και τους υπάρχοντες προσανατολισμούς βαρύνεται από τους ίδιους τους όρους από τους οποίους προσπαθεί να ξεφύγει. Η θεωρητική παραγωγή είναι λιγότερο ρήξη και περισσότερο μετασχηματισμός μιας δοσμένης θεωρητικής συγκυρίας· ως τέτοιος κουβαλάει στοιχεία και εντάσεις αυτής της συγκυρίας. Αυτή η παραγωγή είναι επίσης μια κατ’ ανάγκην συλλογική, ή διατομική, διαδικασία, στην οποία τα όρια μιας διατύπωσης μπορούν να συλληφθούν μόνο μέσω άλλων αποπειρών κατανόησής της. Από την οπτική αυτής της ανάγνωσης, το γεγονός ότι ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Αλτουσέρ, το Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, ήταν συλλογική δουλεία, και το ότι δύο από τους συνεργάτες του σε αυτό το έργο, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ και ο Πιέρ Μασερέ, συνέχισαν να δουλεύουν και να επιλύουν κάποια από τα βασικά προβλήματά του, δεν αποτελεί τόσο επουσιώδες βιογραφικό γεγονός όσο καθοριστικό χαρακτηριστικό. Η σκέψη του Αλτουσέρ συνιστά λιγότερο προϊόν μιας ενικής ιδιοφυΐας και περισσότερο διαδικασία μετασχηματισμού που δρα εντός και διαμέσου των σχέσεων που την ορίζουν.
μετάφραση: Ηλίας Καλτσάς
Αναφορές
Althusser Louis, «Is it simple to be a Marxist in philosophy?», μτφρ. Graham Locke, στο Philosophy and the Spontaneous Philosophy of the Scientists and Other Essays, επιμέλεια Gregory Elliot, Verso, Νέα Υόρκη 1990, σ. 203-240.
Macherey Pierre, A Theory of Literary Production, μτφρ. Geoffrey Wall, Routledge, Νέα Υόρκη 1978.
Montag Warren, Althusser and His Contemporaries: Philosophy’s Perpetual War, Duke University Press, Ντάραμ 2013.
Spinoza Benedict de, Ethics, μτφρ. Edwin Curley, Penguin, Νέα Υόρκη 1994.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ