Critique communiste: Το βιβλίο σου εντυπωσιάζει με το εύρος των αναφορών του και την παιδεία που υποδηλώνει. Ωστόσο, επιβεβαιώνει μια διαπίστωση που μοιάζει προφανής, ότι δηλαδή η βία υπάρχει πάντα και παντού. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, όλης αυτής της εργασίας;
Georges Labica: Ήθελα εδώ και μια εικοσαετία να γράψω για τη βία. Η βία είναι παρούσα στην Ιστορία, και τη συναντούμε κάθε στιγμή στη νεωτερικότητά μας. Είναι αδύνατον να διαβάσουμε μια εφημερίδα ή να ανοίξουμε την τηλεόραση χωρίς να τη βρούμε μπροστά μας. Με επηρέασε επίσης ο πολλαπλασιασμός των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας: βλέπουμε κάθε είδους εξεγέρσεις και οδύνες να ξεπηδούν απ’ τους κόλπους των οικογενειών. Αλλά στη βάση του προβληματισμού μου υπάρχει καταρχάς το ερώτημα του πολιτικού αγώνα και της επανάστασης: η αναγκαιότητα να στοχαστούμε τη βία στην καρδιά ακριβώς της επανάστασης.
Μελετούσα το έργο του Φανόν όταν οι Βιετναμέζοι διεξήγαγαν πολεμική εναντίον των θέσεών του, και ενδιαφέρθηκα για τη βία στη Γαλλική Επανάσταση, με επίκεντρο το ζήτημα της Τρομοκρατίας. Στην πραγματικότητα, είχα ήδη γράψει αρκετά γι’ αυτό το θέμα: το άρθρο «βία» στο Κριτικό λεξικό του μαρξισμού, ένα βιβλιαράκι για τον Ροβεσπιέρο και την τρομοκρατία, ένα άλλο για τον Λένιν κ.λπ. Οδηγήθηκα στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να διασαφηνίσω το ζήτημα, και ότι για να το κάνω αυτό χρειάζεται να γράψω ένα βιβλίο. Για χρόνια, όμως, δεν κατάφερνα να αφοσιωθώ σε αυτό το καθήκον.
Τελικώς, αυτό που με ώθησε να περάσω στην πράξη ήταν το γεγονός ότι δεν με ικανοποιούσαν οι πολυάριθμες εργασίες που διάβαζα γι’ αυτό το θέμα. Ήταν πλούσιες, αλλά συχνά περιγραφικές, και μάλιστα κάπως ηθικοπλαστικές. Εγώ, όμως, ήθελα να μελετήσω σε ποιο βαθμό ήταν αναγκαίο να αποκατασταθεί σήμερα η χειραφετητική βία. Γι’ αυτό καταπιάστηκα με τη συγκεκριμένη εργασία.
Όλο αυτόν τον καιρό συγκέντρωσα τόνους από παραπομπές, αλλά με ενδιέφερε να μην ενδώσω σε μια ιδιοτροπία που απεχθάνομαι, ενός φιγουρατζή που παρουσιάζει τις γνώσεις του και επιδεικνύει την ευρύτητα των αναγνωσμάτων του. Συγχρόνως, χρησιμοποίησα όλα αυτά τα βιβλία ως υλικό για την εργασία μου. Έπρεπε, λοιπόν, να προχωρήσω κάπως έτσι. Με τη διαφορά ότι δικό μου αντικείμενο ήταν, ασφαλώς, να σκεφτώ τη σύγχρονη βία.
Critique Communiste: Η κατάληξη του στοχασμού σου, αν κατάλαβα καλά, οδηγεί στο ζήτημα της εξουσίας: βία και εξουσία είναι εγγενώς συνυφασμένες.
Georges Labica: Απολύτως. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η βία δεν είναι έννοια. Από φιλοσοφική σκοπιά, συνιστά ένα ανεύρετο αντικείμενο. Στην πραγματικότητα, ο στοχασμός πάνω στη βία εμφανίστηκε πριν από πενήντα χρόνια περίπου, μαζί με την κυριαρχία της βίας στην κοινωνία, επειδή ο εικοστός αιώνας ήταν σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας εκείνος που χαρακτηρίστηκε απ’ την πιο αχαλίνωτη βία, από μια βία μαζική, τεχνολογική κ.λπ.
Ωστόσο, υπάρχει στις κοινωνίες μας μια απόλυτη καταδίκη της βίας, και τούτο χωρίς κανέναν προβληματισμό αναφορικά με τα περιεχόμενα αυτής της βίας. Η βία ξεκινά με την τρικλοποδιά του σχολιαρόπαιδου και φτάνει στον παλαιστίνιο καμικάζι, περνώντας απ’ τις διάφορες μορφές αντίστασης που εκδηλώνονται στη Λατινική Αμερική.
Πρέπει να ξεκινήσουμε απ’ την παγκοσμιοποίηση, που είναι μια παγκοσμιοποίηση της βίας. Πώς θα μπορούσαμε να μη δούμε ότι το σύστημα δεν υπήρξε ποτέ φορέας τόσης βίας; Στρατιωτικής βίας, την οποία γνωρίζουμε και ξέρουμε γιατί, και βίας της οικονομίας… Συγχρόνως, η απαγόρευση της βίας εσωτερικεύεται απ’ τις συνειδήσεις, ακόμη και τις πιο μαχητικές. Γεγονός που επιτρέπει στο κράτος να κατέχει το απόλυτο μονοπώλιο της βίας, απ’ το σχολείο μέχρι τις κοινωνικές και τις ένοπλες συγκρούσεις.
Υπάρχει, λοιπόν, το εξής παράδοξο: κάθε έκκληση στη δράση ή την εξέγερση ξεκινά με μια δήλωση αρχής σύμφωνα με την οποία δεν τίθεται ασφαλώς ζήτημα καταφυγής σε οποιαδήποτε βία! Ωστόσο, δεν βλέπουμε με ποιον τρόπο θα μπορούσαν οι κυριαρχούμενοι, ακόμη και στις σημερινές κοινωνίες αφθονίας, να επιβάλουν την εξουσία τους, ή επίσης το συνασπισμό τους στην εξουσία, χωρίς να καταφύγουν σε μια αντι-βία που τους επιβάλλεται απ’ το σύστημα.
Critique Communiste: Θα λέγαμε ότι επιβάλλεται μια προσταγή μη βίας;
Georges Labica: Η μη βία δεν παραπέμπει, πλέον, σε ένα ηθικο-πολιτικό ρεύμα σκέψης, όπως συνέβαινε με τον Γκάντι και τους διαδόχους του, είναι ένα είδος ταμπού, που γενικεύεται λόγω της κρατικής δύναμης και ενισχύεται από όλα όσα συνέβησαν: την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την αποτυχία του κομμουνισμού, την καταστολή στην Κίνα κ.λπ. Όσοι τάσσονταν υπέρ μιας εξεγερτικής δράσης βρίσκονται σε αμηχανία, σκέφτονται ότι είναι καλύτερα να τα παρατήσουμε, παρά να περάσουμε τα ίδια. Αυτή είναι η βάση της μη βίας.
Και κατά τη γνώμη μου, αυτό ακριβώς το σκεπτικό πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Από ολόκληρη την Ιστορία συνάγεται ένα αδιαμφισβήτητο δίδαγμα, σύμφωνα με το οποίο όταν οι κυριαρχούμενοι καταφεύγουν στη βία, αυτοί πάντα πληρώνουν το τίμημα! Αυτό σημαίνει ότι η βία δεν είναι αντικείμενο μιας επιλογής, λόγου χάρη μιας επιλογής ανάμεσα στον Γκάντι και τον Λένιν. Δεν πρόκειται για παιχνίδι τράπουλας: η κατάσταση υπαγορεύει τα μέσα. Ο ίδιος ο Γκάντι απέδειξε ότι δεν υποστήριζε με απόλυτο τρόπο τη μη βία, εν αντιθέσει με ό,τι μπορεί να πιστεύουμε.
Critique communiste: Η ανάγνωση του βιβλίου σου οδηγεί στη σκέψη ότι η βία που κατατρύχει την κοινωνία μας είναι μια βία εγγύτητας, στην οποία παραπέμπει η έννοια της ανασφάλειας, και γίνεται αντιληπτή ως επιστροφή της αγριότητας. Μεμιάς, η θεσμοποιημένη βία, η βία του κράτους, συσκοτίζεται, και μάλιστα βιώνεται ως φορέας εκπολιτισμού…
Georges Labica: Πιστεύω ότι όλα αυτά συνδέονται με μια πρόσφατη εξέλιξη, που εμφανίστηκε την τελευταία δεκαετία. Περάσαμε απ’ το ιδεώδες των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που γνωρίζουμε πόσο τα υπολόγιζαν οι ισχυροί, στο ιδεώδες του αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Βλέπουμε με ποιον τρόπο η 11η Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ χρησίμευσε ως πρόσχημα για μια πολιτική (που προϋπήρχε στην πραγματικότητα), η οποία προωθήθηκε με τον Patriot Act και όλα τα επακόλουθά του στις νομοθεσίες των διαφόρων χωρών. Ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας επέτρεψε τη γενικευμένη αστυνόμευση των κοινωνιών, την απαγόρευση των κοινωνικών διεκδικήσεων και πρωτόγνωρες μορφές ελέγχου των πολιτών.
Η κατάσταση αυτή παραπέμπει σε ένα θεμελιώδες δεδομένο: η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή το σημερινό στάδιο του καπιταλισμού, χαρακτηρίζεται απ’ το γεγονός ότι η καταστροφική δεσπόζουσα του καπιταλισμού έχει υπερισχύσει επί της θετικής δεσπόζουσας. Αυτό αφορά τα αγαθά, καθώς καταστρέφονται εμπορεύματα σε μαζική κλίμακα, ακόμη και τα μέσα παραγωγής τους, καταστρέφονται υπηρεσίες, όπως γίνεται με τις δημόσιες υπηρεσίες, καταστρέφονται κεφάλαια και καταστρέφονται άτομα και λαοί. Πίσω απ’ την έννοια της φτώχειας –αυτής της φτώχειας που προσελκύει το ενδιαφέρον όλου του κόσμου– κρύβεται το γεγονός ότι στη σημερινή ανάπτυξη του καπιταλισμού υπάρχουν άνθρωποι που είναι περιττοί: δομική ανεργία, μετανάστευση κ.λπ. Και σε πλανητική κλίμακα, μπορούμε να πούμε ότι ο παλαιστινιακός λαός είναι ένας λαός περιττός… Όλους αυτούς δεν μπορούμε να τους εξαφανίσουμε, πρέπει να συμβιώνουμε μαζί τους, αλλά είναι περιττοί! Οι σκέψεις αυτές δεν είναι ενθαρρυντικές, αλλά αν δεν αντικρίσουμε κατάματα την πραγματικότητα δεν θα βρούμε το δρόμο της επανάστασης. Αυτό είναι, όμως, αφετηρία για έναν άλλο στοχασμό, που αφορά την άρρηκτη σχέση επανάστασης και δημοκρατίας. Πρέπει να ξεριζώσουμε την ιδέα ότι η δημοκρατία αντιτίθεται στην επανάσταση και ότι η επανάσταση ταυτίζεται με την τρομοκρατία. Πρέπει να σταματήσουμε όλο αυτό το ιδεολογικό και μιντιακό σφυροκόπημα, που στερεί απ’ τους ανθρώπους την αυτονομία της σκέψης.
Critique communiste: Θα έλεγες ότι αυτή η πίεση που ασκούν τα μέσα ενημέρωσης στις συνειδήσεις μας είναι μια μορφή βίας;
Georges Labica: Ναι, είναι μια βία που συσκοτίζει τη βία του συστήματος. Υπάρχει μια τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στα ελάχιστα επιχειρήματα που επιτρέπουν να νομιμοποιείται το σύστημα και στο εύρος των καταγγελιών που προκαλεί. Η παραπληροφόρηση, τα ψεύδη και η αποβλάκωση που προωθούνται από τα μέσα ενημέρωσης επιχειρούν να συσκοτίσουν αυτή την πραγματικότητα.
Μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ