ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Για την ανάγκη ριζοσπαστικής επανίδρυσης της ΛΑΕ


 

H ΛΑΕ οδεύει προς τη συνδιάσκεψη για τη συγκρότησή της σε μια περίοδο πολύ δύσκολη, με αναβαθμισμένες απαιτήσεις, μετά τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και την απογοήτευση που έχει σπείρει στον ελληνικό λαό και τον κόσμο της αριστεράς. Είναι μια συνδιάσκεψη στην οποία πρέπει να κάνουμε αποφασιστικά βήματα εμπρός ως προς τη συγκρότηση, τη συντροφικότητα, την εμβάθυνση του πολιτικού σχεδίου και τη δημοκρατική λειτουργία μας. Στο πλαίσιο αυτό θα καταθέσω κάποιες σκέψεις.

 

Πού είμαστε και πού πάμε;

Βρισκόμαστε στον όγδοο χρόνο της διεθνούς οικονομικής κρίσης, που δεν φαίνεται να ξεπερνιέται. Οι ρυθμοί ανάπτυξης ασθμαίνουν κάνοντας τον πρώην κεντρικό τραπεζίτη των ΗΠΑ Άλαν Γκρήνσπαν να προβλέπει μεσοπρόθεσμα συνθήκες ασταθούς αναιμικής ανάπτυξης για τις πιο αναπτυγμένες χώρες. Οι ανισότητες και η ανεργία παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και η επίθεση στους μισθούς και τα δικαιώματα συνεχίζεται, αφού μάλιστα δεν έχει συγκροτηθεί από την πλευρά των δυνάμεων του κεφαλαίου κάποιο νέο ηγεμονικό τεχνολογικό και οργανωτικό υπόδειγμα συσσώρευσης που να εξασφαλίζει ικανή καπιταλιστική ανάπτυξη και κερδοφορία μεσοπρόθεσμα. Το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο (και το αντίστοιχο μεταπολιτευτικό στη χώρα μας) καταργείται βίαια στην Ελλάδα των μνημονίων, με τις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία, με τη μονιμοποίηση της λιτότητας και της ελαστασφάλειας σε όλη την Ευρώπη. Την ίδια ώρα που στις αναπτυσσόμενες χώρες επικρατεί «κινεζοποίηση» μισθών και δικαιωμάτων, που διαρκώς πιέζει ανταγωνιστικά τις δυτικές οικονομίες. Μετά την κρίση του 1970, η απάντηση ήταν ο νεοφιλελευθερισμός του μεταφορντισμού, της ευελιξίας στην παραγωγή και την απασχόληση, η λιτότητα. Που, δυστυχώς τότε, τις όψεις «ευελιξίας» του χαιρέτισε και μέρος της αριστεράς (με προεξάρχουσες τάσεις από το ευρωκομμουνιστικό Ιταλικό Κ.Κ.) σχεδόν ως «αντιμονοπωλιακή» εξέλιξη εφόσον κατακερματιζόταν το μεγάλο φορντικό εργοστάσιο… Πλέον πάμε πολύ πίσω και από αυτό, επιστρέφουμε σε προπολεμικές συνθήκες εντατικοποίησης και κατακερματισμού της εργασίας. Το κεφάλαιο μετακυλύει την κρίση του στις δυνάμεις της εργασίας και, αν δεν υπάρξει κινηματικό φρένο και συγκρότηση αντίπαλου δέους, πολιτικά αυτή η διαδικασία θα συνεχιστεί. Αυτή είναι η ουσία της ταξική διάστασης των πολιτικών διεθνώς, αυτή ορίζει και ανάλογα καθήκοντα για όλους και όλες μας στο κίνημα και την πολιτική αριστερά.

Σημαντικό σημείο της αποτύπωσης της κατάστασης όμως είναι να ξαναθυμηθούμε και τι είναι αυτό που το λένε «ιμπεριαλισμό». Είναι απλώς μια διαδικασία εξαγωγής κεφαλαίου σε πιο προσοδοφόρες ευκαιρίες επένδυσης; Είναι η εξαγωγή κεφαλαίου από πιο αναπτυγμένες χώρες σε πιο υπανάπτυκτες (κάτι που δεν ίσχυε σαν γενική ή κύρια τάση ούτε στα χρόνια του Λένιν, με κυρίαρχη τάση τότε –όπως και αργότερα– την εξαγωγή κεφαλαίων περισσότερο μεταξύ των καπιταλιστικά αναπτυγμένων χωρών); Είναι βασικά μια πολιτική διαδικασία επιβολής και «αποικιοποίησης» εις βάρος των λιγότερο ισχυρών χωρών; Κατά τη γνώμη μου, η ουσία δεν είναι εκεί. Όψεις των παραπάνω διαδικασιών υπάρχουν, πρέπει όμως και να μπαίνουν σε ένα ορθό πλαίσιο. Ο ιμπεριαλισμός είναι ένα σύστημα σχέσεων που δημιουργείται από την αυθόρμητη λειτουργία του κεφαλαίου στο διεθνές επίπεδο. Δημιουργεί σχέσεις οικονομικής και πολιτικής ανισοτιμίας στη βάση της μεταφοράς αξίας μέσω των διαδικασιών του ενδοκλαδικού και διακλαδικού ανταγωνισμού διεθνώς αλλά φυσικά και μέσω χρηματοπιστωτικών πιέσεων. Και βεβαίως αυτό το σύστημα σχέσεων βάθυνε, και ολοένα βαθαίνει, με την άρση κάθε είδους προστασίας των εγχώριων οικονομιών, δηλαδή με την ένταση των λειτουργιών διεθνοποίησης του κεφαλαίου στην εποχή μας. Γι’ αυτό οι ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μπορούν να μετακυλύουν ευκολότερα την κρίση τους σε πιο «αδύναμους κρίκους». Κάτι που γίνεται και στο επίπεδο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων – π.χ. με τη μεταφορά της εστίας της κρίσης από τις ΗΠΑ αρχικά στην Ευρωζώνη λόγω και των δομικών αντιφάσεών της, και φυσικά και προς τις πιο αδύναμες οικονομίες και χώρες (η όξυνση της ελληνικής κρίσης και γενικότερα των νότιων χωρών μέσα στην ΟΝΕ, το πώς επωφελείται η Γερμανία εντός της κ.λπ.).

Αν αυτά ισχύουν, τότε το βασικό που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε για το μέλλον της αριστεράς διεθνώς είναι ότι η αριστερά δεν θα έχει κανένα μέλλον αν συνεχίσει να κινείται με τα καύσιμα, τις νοοτροπίες και τις πρακτικές της τελευταίας τεσσαρακονταετίας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τελείωσε η εποχή της μακράς περιόδου «νομιμότητας» και σταθεροποίησης της αστικής δημοκρατίας, η οποία εγκαινιάστηκε μεταπολεμικά στην Ευρώπη και στη χώρα μας μετά τη χούντα. Πλέον είμαστε στην εποχή της «μεταδημοκρατίας» και του εντεινόμενου αυταρχισμού. Αν δεν αλλάξει ρότα λοιπόν η αριστερά, θα συνεχίσει να ηττάται και θα περιθωριοποιηθεί χειρότερα. Φοβάμαι ότι παρά τις ελπίδες που δημιουργούν τα φαινόμενα τύπου Podemos και Bloco στην Πορτογαλία, πόσο μάλλον φαινόμενα τύπου Κόρμπιν και Σάντερς, είναι μεν δείκτες των τεκτονικών αλλαγών που γίνονται κοινωνικά και πολιτικά στο έδαφος της κρίσης αλλά, αν δεν αλλάξουν αποφασιστικά τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης στις χώρες τους, δεν θα μπορέσουν να απαντήσουν, θα παραμένουν εγκλωβισμένα στο υπάρχον ασφυκτικό πλαίσιο. Καταλήγοντας ετεροχρονισμένα σε φαινόμενα τύπου «ιταλοποίησης» της αριστεράς ή σε μνημονιακές στροφές τύπου ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν φαίνεται να χαράζουν διαφορετική πορεία μέχρι στιγμής δυστυχώς. Δεν το λέω αυτό αφ’ υψηλού, ούτε κατακρίνω εύκολα όσους και όσες στις συγκεκριμένες συνθήκες αυτών των χωρών παλεύουν μέσω τέτοιων πολιτικών σχηματισμών. Όμως εκτιμώ ότι το καθήκον επανίδρυσης της αριστεράς είναι επείγον και επιτακτικό, και όχι μόνο στη χώρα μας.  Επανίδρυσης σε όλα τα επίπεδα: στρατηγικά, προγραμματικά, πολιτικά, κινηματικά. Αυτό το καθήκον διακηρύξαμε ότι θέλουμε να υπηρετήσουμε ως ΛΑΕ. Πρέπει όμως και να το ορίσουμε συγκεκριμένα και να κυρίως να πράξουμε σε αυτή την κατεύθυνση.     

 

Πώς να προχωρήσουμε;

Καταρχάς, να ορίσουμε τους κύριους αντιπάλους μας. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από τους ντόπιους και ξένους υποστηρικτές των μνημονιακών αντεργατικών πολιτικών και της λιτότητας. Δηλαδή το εγχώριο κεφάλαιο, οι πολιτικοί εκφραστές του, και το ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα της Ε.Ε., που αυταρχικοποιείται όλο και περισσότερο. Και πιέζει ασφυκτικά τους εργαζόμενους και τις μικρότερες χώρες με τον μηχανισμό της ΟΝΕ καθώς και άλλες ρυθμίσεις (Σύμφωνο Σταθερότητας, Συνθήκη της Λισσαβώνας, επιμέρους ευρωπαϊκές πολιτικές: ΚΑΠ, Μπολόνια στην εκπαίδευση κ.λπ.). Εχθρός λοιπόν δεν είναι ούτε μόνο γενικά κι αφηρημένα το κεφάλαιο ούτε φυσικά απλώς οι «ξένοι». Είναι αυτός ο συνδυασμός που ορίζει στην πραγματικότητα και την ιεραρχική δόμηση του κεφαλαίου διεθνώς και ανισόμετρα. Και γι’ αυτό δεν αρκεί ούτε ο ανιεράρχητος αντικαπιταλισμός ούτε γενικά κι αφηρημένα ο «πατριωτισμός». Απαιτείται μια σύγχρονη και γόνιμη επανεξέταση της σχέσης «εθνικού» και «ταξικού», που θα συνδέει τα αιτήματα εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας με το κοινωνικό-ταξικό ζήτημα· χωρίς να υποτιμά το εκρηκτικό περιεχόμενο που έδωσε και μπορεί να ξαναδώσει η σωστή σύνδεσή τους, μαθαίνοντας φυσικά και από λάθη της αριστεράς στο ζήτημα. Οι εξελίξεις στη Λατινική Αμερική δείχνουν τις δυνατότητες αλλά και τα όρια που τίθενται στην αριστερά όταν δεν προχωρά αποφασιστικά τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Δεν παλεύουμε για την «πατρίδα» γενικά ούτε για καμιά «εθνική ενότητα» ή ομοψυχία. Παλεύουμε για τα «πεζούλια» μας, όπως έλεγε ο Άρης, κόντρα σ’ ένα κεφάλαιο που δεν διαλέγει καμιά πατρίδα μπροστά στο κέρδος του. Παλεύουμε έτσι για να οικοδομήσουμε ένα μεγάλο λαϊκό κοινωνικό μπλοκ υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης, ένα μπλοκ που θα ανασυγκροτεί έμπρακτα το «έθνος των εργαζομένων» κόντρα στο «έθνος των αστών» και τις πλαστές ομοψυχίες του.

Στο πλαίσιο αυτό, η κεντρικότητα της πάλης ενάντια στην ΟΝΕ και την Ε.Ε. είναι κομβική, όπως αποδεικνύεται από τη ζωή την τελευταία εξαετία και ειδικά από τις εξελίξεις του καλοκαιριού του 2015: αποτελεί αναγκαίο κρίκο στο ξεδίπλωμα της πάλης μας για κοινωνική απελευθέρωση από τα μνημόνια. Η συζήτηση στην αριστερά και το κίνημα για το ευρώ και την Ε.Ε. είναι ενεργή ήδη από τις πλατείες το 2011, έστω και μειοψηφικά, και η εμπειρία ειδικά του καλοκαιριού έχει καταστήσει πλατιά κατανοητή την ανάγκη της ρήξης με το ευρωσύστημα. Με αυτό δεν εννοώ φυσικά ότι είναι και αυτόματα αποδεκτή, σημαίνει όμως ότι η πλειονότητα του λαού καταλαβαίνει πλέον ότι απαιτείται ρήξη για να φύγουμε από το ασφυκτικό πλαίσιο των μνημονίων. Αν δεν πείσουμε λοιπόν για την αναγκαία εναλλακτική πορεία, τότε απλώς θα κατισχύσει η λογική ΤΙΝΑ. Πώς θα πείσουμε όμως αν δεν αναδεικνύουμε κι εμείς αυτό που ο απλός κόσμος καταλαβαίνει; Πώς θα πείσουμε αν μιλάμε με «ευκολίες» για την έξοδο από το ευρώ και τη ρήξη με την Ε.Ε.; Σε αυτό ακριβώς διαφωνώ με τον σ. Παπακωνσταντίνου[1] όταν λέει ότι όσοι αναδεικνύουν το ζήτημα της ρήξης με την Ε.Ε. λένε απλώς ταυτόχρονη διπλή αποδέσμευση από ευρώ και Ε.Ε. Ας μην κάνουμε τόσο εύκολες κριτικές μεταξύ μας… Να συμφωνήσω μαζί του στο ότι θέλουμε να διεκδικήσουμε την ηγεμονία στις λαϊκές τάξεις και την κοινωνία. Συμφωνούμε επίσης και στο ότι αυτή τη στιγμή στο ζήτημα της Ευρώπης οι αντίπαλοί μας έχουν διαμορφώσει καλύτερο συσχετισμό γι’ αυτούς (παρόλο που με την άνοδο των τάσεων ευρωσκεπτικισμού το κλίμα είναι σαφώς αλλαγμένο σε σχέση με πέντε ή δέκα χρόνια πριν).

Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι τελικά πώς διεκδικείς την ηγεμονία. Χωρίς να λες καν τη θέση σου στο ζήτημα επειδή τώρα δεν είναι πλειοψηφική και «ώριμη» ή λέγοντάς την και παλεύοντας γι’ αυτή προσπαθώντας να «ανοίξεις χώρο» για την ίδια, να μετατοπίσεις το πλαίσιο της συζήτησης και των συνειδήσεων; Διακρίνοντας φυσικά άμεσα αιτήματα από αιτήματα ζύμωσης, με ιεράρχηση των κρίκων και αναγνωρίζοντας την κεντρικότητα του κρίκου ΟΝΕ αυτή τη στιγμή όπως ορθά λέμε ως ΛΑΕ. Αυτό υποστηρίζουμε πολλοί που θέτουμε το ζήτημα για τη θέση για την Ε.Ε., ας συζητήσουμε λοιπόν πιο ουσιαστικά και πιο ανοιχτά μεταξύ μας χωρίς εύκολες σχηματοποιήσεις. Η ΛΑΕ πρώτον πρέπει να έχει θέση για τον εαυτό της και δεύτερον να την εκφωνεί, όχι ως κεντρικό κρίκο μεν αλλά όχι και εντελώς στο περιθώριο της τοποθέτησής της.

Η εκτίμησή μας για την περίοδο είναι επίσης πολύ σημαντικό ζήτημα. Πορευτήκαμε από το φθινόπωρο κυρίως με μια εκτίμηση ότι έρχονται άμεσες πολιτικές εξελίξεις και πιθανές εκλογές και ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. δεν θα μακροημερεύσει μάλλον. Συχνά εκφωνήθηκε και με τόνο υπερβολής αυτή η εκτίμηση, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Δεν σκοπεύω να κάνω τον έξυπνο, όλοι λιγότερο ή περισσότερο κάποια στιγμή θεωρήσαμε ότι όντως είχε πιθανότητες αυτό το ενδεχόμενο. Το θέμα είναι να αποτιμήσουμε πού είμαστε τώρα. Και η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση Τσίπρα μάλλον κέρδισε πολιτικό χρόνο καταφέρνοντας να περάσει χωρίς απώλειες τα νέα μέτρα. Στο έδαφος της συνεχιζόμενης κοινωνικής και πολιτικής κρίσης κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει και ξαφνικές εξελίξεις, τυφλή κοινωνική έκρηξη κ.λπ. Ωστόσο, μάλλον τα ενδεχόμενα περιορίζονται αισθητά τούτη τη στιγμή. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να πέσουμε σε έναν εσώστρεφο αναστοχασμό, αν και η βαθύτερη αναζήτηση και ο απολογισμός όλης της πενταετίας είναι αναγκαίος για να βρούμε νέες αποτελεσματικές απαντήσεις και πρακτικές. Όμως η εκτίμηση αυτή διαψεύστηκε και πρέπει να τροποποιηθεί γιατί είχε και συγκεκριμένες πολιτικές συνέπειες στη λειτουργία της ΛΑΕ. Οδήγησε σε μια ΛΑΕ σχεδόν σε διαρκή προεκλογική καμπάνια, σε διαρκές τρέξιμο καμπανιακού τύπου και συχνά χωρίς συλλογικά επεξεργασμένο σχέδιο, σε εκφώνηση απλώς καταγγελτικών αιτημάτων έναντι της κυβέρνησης χωρίς προσπάθεια να λεχθεί θετικά και επεξεργασμένα η πρότασή μας για φιλολαϊκή έξοδο από την κρίση με έξοδο από την ΟΝΕ. Και απονεύρωσε πολλές πολιτικές επιτροπές, που κατέληγαν συχνά απλώς να διοργανώνουν εκδηλώσεις με στελέχη και να μοιράζουν κεντρικά κείμενα υποτιμώντας την πολιτική συζήτηση, τον ειδικό σχεδιασμό για τον χώρο ευθύνης τους, χωρίς πρωτοβουλίες γι’ αυτόν.

Αν λοιπόν ο κεντρικός στόχος μας είναι η ρήξη με χρέος, μνημόνια και ευρωσύστημα και η περίοδος έχει τροποποιημένα χαρακτηριστικά, πρέπει να συζητήσουμε τι απαιτείται πλέον για να παρέμβουμε αποτελεσματικά. Χρειάζεται ανάταξη και επανίδρυση της ΛΑΕ. Πρέπει να βαθύνουμε πολιτικά τον λόγο μας και να γίνει σοβαρή και κυρίως συλλογική επεξεργασία του προγράμματος μαζί με τον κόσμο του κινήματος και τη μαχόμενη διανόηση. Χρειαζόμαστε προγραμματική αφήγηση και επεξεργασία και της ρήξης και του αναγκαίου παραγωγικού μετασχηματισμού. Δεν αρκεί απλώς η καταγγελία του μνημονίου και της λιτότητας και οι ευκολίες στην εκφώνηση για τη φιλολαϊκή διέξοδο. Αυτό το έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν προετοίμασε τον κόσμο για καμιά ρήξη· έτσι, και στη νέα συγκυρία δεν είναι καθόλου πειστικό. Δεν αρκεί απλώς η διεκδίκηση της αναδιανομής εισοδήματος με υποτίμηση της ρήξης με το ευρωσύστημα, αφού αν δεν υπάρξει τέτοια ρήξη ούτε η αναδιανομή είναι εφικτή – και ακόμα και αν γινόταν θα καταναλωνόταν σε μεγάλο βαθμό σε εισαγωγές αυξάνοντας ξανά το χρέος, όπως γίνεται σε όλη την περίοδο που είμαστε εντός ΟΝΕ. Πρέπει να μπορούμε να απαντάμε έστω και στοιχειωδώς στις ερωτήσεις του κόσμου «πώς θα βγούμε από τα μνημόνια;», «πώς θα βγούμε από το ευρώ χωρίς να πληρώσει ο λαός;», «τι θα κάνουμε με τα τρόφιμα και το πετρέλαιο;», «τι θα γίνει με την ανεργία;», «τι διεθνείς σχέσεις θα έχουμε, θα γίνει πόλεμος;» κ.λπ.

Χρειαζόμαστε κινηματικό προσανατολισμό και σχέδιο, συλλογική και νεανική φυσιογνωμία. Να οργανώνουμε τις δυνάμεις μας συντονισμένα στα μέτωπα πάλης, να σχεδιάζουμε τον κινηματικό βηματισμό μας εκεί, την κοινή δράση και τον συντονισμό μας με άλλες ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Να γίνει ο κόσμος μας οργανικό κομμάτι, πυρήνας κινημάτων με συλλογικό και σχεδιασμένο τρόπο. Όχι απλώς να «εκπροσωπούμε» κινήματα που ξεσπούν με όρους κεντρικής πολιτικής εκφώνησης, αλλά να οικοδομούμε κινήματα μεθοδικά και με υπομονή. Να εκπέμπουμε αγωνιστική φυσιογνωμία και νεανική ζωντάνια προβάλλοντας και νέα πρόσωπα, ειδικά από κινηματικούς χώρους. Ο κόσμος μας είναι αρκετά ενεργός, με κινηματική και μετωπική κουλτούρα, γνώση και εμπειρία σε πολλούς χώρους. Είναι άλλο πράγμα όμως το να κινείται συχνά πρωτοβουλιακά (ατομικά ή σε επίπεδο οργανώσεων-συνιστωσών) και άλλο να κατακτήσει η ΛΑΕ αυτή τη φυσιογνωμία και τη δυνατότητα να είναι πολιτικό κέντρο όλων αυτών των προσπαθειών, να βοηθά και να βοηθιέται από τούτη τη σχέση.

Χρειαζόμαστε τολμηρό και ειλικρινές μετωπικό κάλεσμα σε κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Ακριβώς επειδή θέλουμε να υπηρετήσουμε κοινωνικά και πολιτικά το σχέδιο της ρήξης, επιδιώκουμε την πλατύτερη κοινωνική και πολιτική συσπείρωση που θα μπορεί να το υλοποιήσει. Πώς όμως; Συγκεντρώνουμε δυνάμεις στη βάση της ενότητας γύρω από το μεταβατικό πρόγραμμα. Υπερασπίζομαι τη λογική της πλατύτερης ενότητας στο μεταβατικό πρόγραμμα όπως την υπερασπίστηκα και όταν ήμουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπου ενάντια στην κεντρική σεχταριστική γραμμή την υλοποιούσαμε σε διάφορα σωματεία, δημοτικά σχήματα και επιτροπές αγώνα. Και έφυγα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ όταν έγινε σαφές ότι πλέον αποκλίνει όλο και περισσότερο από αυτή την κατεύθυνση, και στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο. Ενότητα λοιπόν, όχι όμως απλώς «ενότητα της αριστεράς» (σχέδιο που χρεοκόπησε πλέον με τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ), όχι γενικά κι αφηρημένα ενότητα για «αποτελεσματικότητα». Θέλουμε αποτελεσματικότητα με ριζοσπαστικό πρόσημο, για την οικοδόμηση μιας κατεύθυνσης ρήξης, αλλιώς αποτελεσματικότητες υπάρχουν πολλές και τις εξυπηρετούν άλλοι. Σε αυτή τη βάση επιδιώκουμε διαρκώς πλατιές συσπειρώσεις στο κίνημα στη βάση των αναγκαίων αιτημάτων σε κάθε μέτωπο πάλης και με σαφή ριζοσπαστική αντικυβερνητική, αντιμνημονιακή και αντιεργοδοτική κατεύθυνση. Σε αυτή τη βάση επιδιώκουμε πολιτικές συμμαχίες και συνεργασίες με δυνάμεις που κινούνται αντιμνημονιακά, ριζοσπαστικά και σε κατεύθυνση ρήξης με το ευρωσύστημα, παίρνοντας πρωτοβουλίες και καλώντας ανοιχτόκαρδα το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την Πλεύση Ελευθερίας, δυνάμεις, συντρόφους και συντρόφισσες που έχουν φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ, απλό ανένταχτο κόσμο.

Αυτός είναι, τέλος, ο λόγος που πρέπει να χωρίσουν οι δυνάμεις μας με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ παντού. Γιατί ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξυπηρετεί αυτή την κατεύθυνση, αλλά υλοποιεί μνημόνιο και είναι πλέον ένα σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα. Ούτε νέο ΚΚΕ χρειαζόμαστε επομένως αλλά ούτε ΣΥΝ της δεκαετίας του ’90 με «κεντροαριστερές» συνεργασίες κεντρικά ή σε χώρους.

Ο Ρώσος συγγραφέας Ιβάν Τουργκένιεφ έγραψε κάποτε: «Να φωνάζεις δυνατότερα ενάντια στα ελαττώματα που νιώθεις ότι έχεις», μια αποστροφή που άρεσε στον Λένιν να χρησιμοποιεί. Αν πολύς κόσμος της ΛΑΕ το κάνει νιώθοντας τις ανεπάρκειές μας σε σχέση με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις που έχουμε να σηκώσουμε στις πλάτες μας, δεν είναι γιατί θέλει να τραυματίσει το εγχείρημά μας. Είναι ακριβώς γιατί θέλει να υπερβούμε τις ανεπάρκειες όλοι μαζί. Για να μπορέσει να γίνει η ΛΑΕ, που είναι αναγκαία αφετηρία για κάτι τέτοιο, καταλύτης για ένα σύγχρονο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που θα υλοποιήσει επιτυχώς την ανατροπή και τη ρήξη με τον βραχνά του χρέους, τα μνημόνια και το ευρωσύστημα. Για ένα μέτωπο που θα φτιάξει μια νέα «πατρίδα», των εργαζομένων και της νεολαίας. Όπως έλεγαν και οι παλιοί, έχουμε πολύ μαλλί να ξάσουμε ακόμη, γι’ αυτό ας αρχίσουμε να το κάνουμε!

 

O Χρίστος Τουλιάτος είναι μέλος της Π.Ε. Ζωγράφου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.