Οι εθνικές εκλογές που διεξάγονται την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου στη Γερμανία έχουν από πολλές απόψεις ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν και το αποτέλεσμά τους μάλλον δεν θα αλλάξει δραματικά την πολιτική του Βερολίνου. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν ξεκάθαρο προβάδισμα στο κόμμα της Άνγκελας Μέρκελ, που ετοιμάζεται έτσι για την τέταρτη συνεχόμενη θητεία της στην καγκελαρία, την ίδια ώρα που ο κυβερνητικός της εταίρος, οι σοσιαλδημοκράτες, βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση και αναμένεται να λάβουν το χαμηλότερο ποσοστό μεταπολεμικά. Από την άλλη, δυναμική επανεμφάνιση αναμένεται να κάνει το κόμμα των φιλελευθέρων, το οποίο στις προηγούμενες εκλογές είχε μείνει εκτός βουλής, ενώ παρόμοια ποσοστά φέρεται να λαμβάνουν οι πράσινοι και το κόμμα της αριστεράς.
Εκείνο το κόμμα βέβαια που διαταράσσει τα ήρεμα νερά της γερμανικής πολιτικής ζωής είναι η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), η οποία μπορεί να αναδειχτεί ακόμα και σε τρίτη δύναμη. Στο πρόγραμμά του, δίπλα στο αίτημα για την έξοδο από την Ε.Ε. βρίσκει κανείς θέσεις περί της αντισυνταγματικότητας της ομοφυλοφιλίας (και αυτό παρά το γεγονός ότι η βασική υποψήφια έχει δηλώσει ανοιχτά πως είναι λεσβία), την ανάγκη περιορισμού της ελευθερίας των ΜΜΕ, την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 72 έτη, τη δωρεάν εργασία των ανέργων για το κράτος, τη μείωση της φορολογίας για τα μεγάλα εισοδήματα και την περικοπή των επιδομάτων των μονογονεϊκών οικογενειών. Το κόμμα τάσσεται επίσης υπέρ της επιστροφής στην πυρηνική ενέργεια και στον άνθρακα, θεωρώντας πως η κλιματική αλλαγή είναι απάτη.
Παρότι έχει ενσωματώσει πολλά ακροδεξιά και νεοναζιστικά στοιχεία, μεγάλο μέρος του μηχανισμού του προέρχεται από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος των χριστιανοδημοκρατών. Έχοντας δει την τελευταία δεκαετία το κόμμα τους να στρέφεται σαφώς «προς τα αριστερά» (ή το κέντρο, αν προτιμάτε) το δυναμικό που συσπείρωνε αναζήτησε νέα πολιτική έκφραση, αναλαμβάνοντας να εκφράσει θέσεις που μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες κυριαρχούσαν στη γερμανική δεξιά. Η βελτίωση της θέσης των γυναικών, η αναγνώριση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων και η παρακμή της παραδοσιακής οικογένειας και των ξεκάθαρων έμφυλων ρόλων, κυρίως όμως οι μεγάλες δημογραφικές αλλαγές που συντελούνται στη γερμανική κοινωνία έχει θορυβήσει μεγάλο μέρος του συντηρητικού δυναμικού. Το 2015, δηλαδή λίγο πριν από το μεγάλο προσφυγικό ρεύμα, το 35,9% των παιδιών κάτω των πέντε ετών είχε μεταναστευτική καταγωγή, όταν στην ηλικιακή κατηγορία 35-45 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 27,4% και στην κατηγορία 85-95 μόλις 6,3%. Αυτό συνεπάγεται ότι εκείνη τη χρονιά 17,1 εκατομμύρια κάτοικοι της χώρας είχαν μεταναστευτική καταγωγή, με το 96,1% να ζουν στις περιοχές της δυτικής Γερμανίας και στο Βερολίνο.
Η χαμηλή παρουσία μεταναστών στα εδάφη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο τα υψηλά ποσοστά που θα λάβει το AfD στις συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες δεν θα πρέπει να μας εντυπωσιάσουν. Ο ιδιότυπος εθνικισμός περί της καλύτερης Γερμανίας που καλλιεργήθηκε επί «υπαρκτού», σε συνδυασμό με την προβληματική πολιτική και οικονομική απορρόφηση από την Ομοσπονδιακή Γερμανία, έχουν αφήσει σημαντικά τραύματα, παρά το γεγονός ότι ορισμένες από τις περιοχές αυτές παρουσιάζουν σημαντική οικονομική ανάπτυξη.
Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάμε και τους αποκλεισμένους του γερμανικού οικονομικού «θαύματος». Ολόκληρες περιοχές της χώρας φαίνεται να έχουν ξεχαστεί από την πολιτική, ενώ μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού, ιδίως της νεαρότερης γενιάς, φαίνεται απλώς να περισσεύει, επιβιώνοντας με επιδόματα και κακοπληρωμένες δουλειές (ευκαιριακής) απασχόλησης. Αν και το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων αυτών, που παραδοσιακά εκφράζονταν από τους σοσιαλδημοκράτες, θα επιλέξει την αποχή, η επιρροή που πλέον ασκεί το AfD είναι και εδώ σημαντική.
Δεν θα πρέπει τέλος να κάνουμε το λάθος, στο οποίο υποπίπτει μεγάλο μέρος της ελληνικής αριστεράς, να θεωρήσουμε ότι η ακροδεξιά εκφράζει γραμμικά και ντε φάκτο τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Αν και ορισμένες θέσεις της μοιάζουν πράγματι να ευνοούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης, στην πραγματικότητα η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» αμφισβητεί τις βασικές επιλογές του γερμανικού κεφαλαίου, δηλαδή την ένταξη στην Ε.Ε., την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, τη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Με τον αριθμό των γεννήσεων (παρά τις αυξητικές τάσεις) να παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός –το 2015 αντιστοιχούσαν 1,5 παιδιά σε κάθε γυναίκα–, η προσέλκυση μεγάλου αριθμού ξένων επιστημόνων εργαζομένων και προσφύγων (τους οποίους θέλει να περιορίσει το AfD) αποτελεί βασική στρατηγική για την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος.
Το ιδεολόγημα μιας «ανοιχτής» και φιλόξενης» κοινωνίας είναι αδιαμφισβήτητος κοινός τόπος, ενώ όλα τα κόμματα που αυτή τη στιγμή εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο (όπως και οι φιλελεύθεροι) συναινούν στους βασικούς άξονες της ασκούμενης πολιτικής. Σε αυτό το πολιτικό τοπίο, όπου δεν φαίνεται να υπάρχει εναλλακτική, η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» έρχεται να φέρει μια πρωτόγνωρη ένταση στην πολιτική ζωή της χώρας, επενδύοντας συνειδητά στην όξυνση και την καταστροφή του «πολιτικού πολιτισμού». Το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής κοινωνίας μπορεί να αποστρέφεται τα «άκρα», η εκλογική της άνοδος όμως πολώνει τη γερμανική κοινωνία, κάτι που προκαλεί την ανησυχία των κυρίαρχων ελίτ, οι οποίες θα προτιμούσαν να συνεχίσουν να κάνουν τις δουλειές τους χωρίς την ενοχλητική ενεργοποίηση των «από κάτω». Και το γερμανικό πολιτικό σύστημα βέβαια έχει να επιδείξει μια ιδιαίτερη ικανότητα ενσωμάτωσης (και εξουδετέρωσης) των «αποκλίσεων», κάτι που έκανε με ιδιαίτερη επιτυχία τόσο με τους πράσινους όσο και με το κόμμα της αριστεράς.
Ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός που θα προκύψει από τις εκλογές της Κυριακής θα είναι πιθανότατα μια σύμπραξη των χριστιανοδημοκρατών με τους φιλελεύθερους ή τους πράσινους (ή και με τους δύο). Αντίθετα, μια επανάληψη του μεγάλου συνασπισμού με τους σοσιαλδημοκράτες μοιάζει αυτή τη στιγμή λιγότερο πιθανή. Θα ήταν άλλωστε αυτοκτονική για τους τελευταίους, που αντί να καρπωθούν τις (μικρές, είναι η αλήθεια) επιτυχίες τους, όπως η αύξηση των συντάξεων και εισαγωγή του κατώτατου μισθού, χρεώθηκαν τη φθορά της κυβέρνησης. Όποιος και αν είναι όμως ο νέος αυτός συνασπισμός, θα κληθεί να δώσει λύσεις στα σημαντικά προβλήματα που απειλούν να εκτροχιάσουν το τρένο της γερμανικής οικονομίας. Και αυτό μεταξύ άλλων συνεπάγεται τόσο μεγάλες δημόσιες επενδύσεις όσο και ορισμένες παραχωρήσεις προς τα λαϊκά στρώματα, προκειμένου το ιδεολόγημα της «ισχυρής Γερμανίας» να συνεχίσει να έχει μέλλον.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ