Οι Γερμανοί ως λαός γενικά δεν αγαπούν τις εντάσεις. Όμως την περασμένη Κυριακή πολλοί ψηφοφόροι αυτό ακριβώς επέλεξαν να φέρουν στην πολιτική ζωή της χώρας. Έτσι, βάσει των εκλογικών αποτελεσμάτων η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) θα εκπροσωπείται και στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, και μάλιστα ως τρίτη δύναμη, πέρα από τα δεκατρία τοπικά κοινοβούλια όπου ήδη έχει λάβει θέσεις. Σε μια χώρα που σημειώνει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης και με την ανεργία να κυμαίνεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, η εξέλιξη αυτή με μια πρώτη ανάγνωση ίσως να φαντάζει παράδοξη, μπορεί όμως να εξηγηθεί.
Από τη μία, αν και οι περισσότεροι μισθωτοί έχουν δει τα εισοδήματά τους να αυξάνονται, εντούτοις οι ανισότητες στην κατανομή των εισοδημάτων είναι μεγαλύτερες σε σχέση με πριν από είκοσι χρόνια, ενώ τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας οφείλονται κυρίως στην αύξηση των κακοπληρωμένων θέσεων ευκαιριακής και ελαστικής απασχόλησης. Από την άλλη, οι τρεις συνεχόμενες τετραετίες διακυβέρνησης έχουν φθείρει το CDU/CSU και έχουν καταστρέψει όποιον άλλον συγκυβέρνησε μαζί του (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα οι φιλελεύθεροι, που στις προηγούμενες εκλογές απέτυχαν να περάσουν το όριο του 5%). Επιπλέον, οι συνασπισμοί αυτοί δεν κατάφεραν να δώσουν λύσεις στα προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες, κάτι που σε συνδυασμό με την απουσία ουσιαστικής αντιπολίτευσης και πολιτικής αντιπαράθεσης αποξένωσε τους ψηφοφόρους από τα παραδοσιακά κόμματα.
Το αίσθημα ότι έπειτα από δώδεκα χρόνια Άνγκελα Μέρκελ «κάτι πρέπει να αλλάξει» και πως κάποιος πρέπει να ταρακουνήσει τους «από πάνω» ώστε να ασχοληθούν ξανά με τους «από κάτω» ήταν διάχυτο κατά την προεκλογική εκστρατεία, βρίσκοντας τελικά την έκφρασή του στο ακροδεξιό AfD. Το κόμμα κέρδισε μεγάλο μέρος των υποστηρικτών του κατά τις τέσσερις τελευταίες εβδομάδες, όταν και φάνηκε ότι το αποτέλεσμα των εκλογών είχε ξεκαθαρίσει. Με τα υπόλοιπα κόμματα να αναλώνονται στη στοχοποίηση των θέσεών του, εκείνο κατάφερε να πολώσει τα ερωτήματα γύρω από τον εαυτό του, ενώ μέσω μιας σχεδιασμένης στρατηγικής προκλητικών και ακραίων δηλώσεων μονοπώλησε τη συζήτηση στα ΜΜΕ.
Καθώς το CDU επί Μέρκελ εγκατέλειψε πολλές από τις παραδοσιακές του αξίες, υιοθετώντας συχνά θέσεις που εξέφραζαν δυνάμεις οι οποίες κινούνται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, άφησε ένα κενό στα «δεξιά» του, το οποίο έσπευσε να καλύψει η «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Επενδύοντας σε θέματα όπως η τρομοκρατία και το προσφυγικό, και ιδιαίτερα στον φόβο πολλών Γερμανών ότι η χώρα κινδυνεύει να «ισλαμοποιηθεί», το συγκεκριμένο κόμμα κατάφερε να κινητοποιήσει έναν λανθάνοντα ρατσισμό που ανέκαθεν υπήρχε στη Γερμανία αλλά ποτέ δεν είχε βρει αυτοτελή πολιτική έκφραση. Αυτό φαίνεται στα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά που κατέγραψε σε συντηρητικές περιοχές, δηλαδή στην ανατολική Γερμανία (και ιδίως τη Σαξονία), στη Βαυαρία και τη Βάδη-Βυρτεμβέργη. Ιδίως στην Ανατολή, η μαζική στήριξη του AfD συχνά συνοδεύτηκε από μια ιδιαίτερα ανησυχητική αποστροφή προς τη δημοκρατία, που στις συγκεκριμένες περιοχές έχει μακρά παράδοση, η οποία για δεκαετίες υποτιμήθηκε και πλέον λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις. Τέλος, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε και τη διεθνή διάσταση του «φαινομένου AfD», καθώς αυτό αποτελεί παράλληλα και τμήμα της «συντηρητικής επανάστασης» που τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο και επιδιώκει την επιστροφή σε κοινωνικές αξίες που κυριαρχούσαν πριν από την άνοδο των κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60 κι έπειτα.
Ο ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο, που δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από τις κουρτίνες, είναι βέβαια το εθνικό ζήτημα, γύρω από το οποίο πολώνεται σήμερα η γερμανική κοινωνία. Η υποδοχή εκατομμυρίων προσφύγων τα τελευταία χρόνια επανέφερε στην επικαιρότητα τα ερωτήματα γύρω από την ερμηνεία όρων όπως «λαός», «έθνος» και «εθνικό», με τους οποίους οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις (αλλά και γενικότερα η γερμανική κοινωνία) αρνούνταν εξαιτίας της ιδιαίτερης γερμανικής ιστορίας να αναμετρηθούν. Σε μια κοινωνία που αλλάζει (και δημογραφικά) ταχύτητα, το ερώτημα του ποιος έχει το δικαίωμα να ανήκει σε αυτή (βλ. να μπαίνει στη χώρα) και ποιος να προσδιορίζεται ως «Γερμανός» (όπως και το αν κάποιος έχει δικαίωμα να διατηρεί διπλή υπηκοότητα) έχει έρθει στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Μένει βέβαια να δούμε τώρα αν τελικά το AfD θα σταθεροποιηθεί στα δεξιά του πολιτικού σκηνικού και θα καταφέρει να κρατήσει τους ψηφοφόρους του, καθώς πρόκειται για ένα σχετικά νέο κόμμα, το οποίο επιπλέον σπαράσσεται από μεγάλες εσωτερικές διαμάχες. Ήδη στη μετεκλογική συνέντευξη τύπου του κόμματος το μεσημέρι της Δευτέρας η (τυπικά) επικεφαλής του Φράουκε Πέτρυ ανακοίνωσε την ανεξαρτητοποίησή της με το επιχείρημα ότι το κόμμα πλέον δεν την εκφράζει, καθώς οι ακραίες θέσεις που έχει υιοθετήσει κάνουν αδύνατη τη συμμετοχή του σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό. Στην πραγματικότητα βέβαια, ήταν η ίδια η Πέτρυ που πρωτοστάτησε στην εκπαραθύρωση του ιδρυτή του κόμματος Μπερντ Λούκε και στην αρχική επικράτηση των ακραίων τάσεων. Καθώς όμως έχει χάσει εδώ και καιρό το εσωκομματικό παιχνίδι (με την επικράτηση ακόμα πιο ακραίων τάσεων), επιδιώκει τώρα να προστατευτεί από τις ενδοκομματικές αντιπαραθέσεις ώστε μπορέσει να ξαναπαίξει το χαρτί της σε επόμενο χρόνο.
Αν και σε ομοσπονδιακό επίπεδο για την ώρα δεν έχουν υπάρξει άλλες ανεξαρτητοποιήσεις, μόνο τυχαίο δεν πρέπει να θεωρείται ότι την ίδια μέρα τέσσερις από τους εκπροσώπους του κόμματος στο τοπικό κοινοβούλιο του κρατιδίου Μεκλεμβούργο - Δυτική Πομερανία επέλεξαν επίσης να ανεξαρτητοποιηθούν. Μένει πλέον να δούμε αν και πόσοι ομοσπονδιακοί βουλευτές θα ακολουθήσουν, οι φήμες όμως που θέλουν τη Φράουκε Πέτρυ να διοργανώνει προεκλογικές συναντήσεις με άλλα στελέχη ήδη βοούν. Όπως κι αν έχει πάντως, η εξαιρετικά ανομοιογενής και ασύνδετη κοινοβουλευτική ομάδα του AfD αναμένεται το επόμενο διάστημα να παρέχει πλούσιο δημοσιογραφικό υλικό.
Εκείνο που σίγουρα έχει προκαλέσει η εκλογική επιτυχία είναι μια πρωτόγνωρη πόλωση της γερμανικής κοινωνίας. Ήδη μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διοργανώθηκαν σε πολλές πόλεις πορείες, ενώ η συντριπτική πλειονότητα της κοινής γνώμης, αλλά και του επιχειρηματικού κόσμου, αντέδρασε σοκαρισμένη, με τους περισσότερους να θεωρούν ντροπή για τη χώρα ότι ένα τέτοιο κόμμα κατάφερε να λάβει τόσο μεγάλο ποσοστό. Ταυτόχρονα, το αποτέλεσμα των εκλογών θα επαναπολιτικοποιήσει ραγδαία τη γερμανική κοινωνία και θα οδηγήσει μεγάλο μέρος της να εμπλακεί εντονότερα με τα κοινά. Όπως επίσης πιθανότατα να οδηγήσει και στην αύξηση της πολιτικής βίας στους δρόμους.
Σε επίπεδο κυβερνητικών εξελίξεων, αν και είναι νωρίς ακόμη, ιδίως από τα προεκλογικά καβγαδάκια μεταξύ πράσινων και φιλελεύθερων είναι φανερό ότι οι συζητήσεις για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης στην πραγματικότητα έχουν ήδη ξεκινήσει, αν και η τελική συμφωνία προφανώς θα βασίζεται στο εκλογικό αποτέλεσμα. Παρά τις όποιες διαφωνίες τους σε πολλά σημαντικά ζητήματα όπως η ψηφιοποίηση, η στροφή στην πράσινη ενέργεια, η μείωση της παρακολούθησης των πολιτών, η μαζική αλλά ταυτόχρονα ελεγχόμενη μετανάστευση, η αύξηση των κονδυλίων για την εκπαίδευση και η διεύρυνση των φοιτητικών επιδομάτων, φιλελεύθεροι και πράσινοι συμφωνούν περισσότερο μεταξύ τους απ’ ό,τι συμφωνούν με το CDU/CSU ή απ’ ό,τι τα δύο αδερφά κόμματα μεταξύ τους.
Αναμφίβολα πάντως το έργο της νέας κυβέρνησης θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο καθώς θα κληθεί να σταθεροποιήσει το κλονισμένο πολιτικό σύστημα και ταυτόχρονα να βελτιώσει την στραπατσαρισμένη εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Η κατοχύρωση της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη και η αντιμετώπιση των διαλυτικών τάσεων που τη συνταράσσουν είναι μια αποστολή δύσκολη, πόσο μάλλον όταν επικεφαλής της κυβέρνησης θα είναι μια αδύναμη καγκελάριος με ημερομηνία λήξης. Στο εσωτερικό θα χρειαστεί να πάρει σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, καθώς πολλές από τις υποδομές –και ιδίως το σύστημα των αυτοκινητοδρόμων– κινδυνεύουν να καταρρεύσουν. Παράλληλα, θα κληθεί να αντιμετωπίσει τα χρόνια προβλήματα υποστελέχωσης της υγείας και της παιδείας (ζητήματα που βέβαια αποτελούν καταρχάς αρμοδιότητες των κρατιδίων), να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας που θα βελτιώσουν τη θέση των επισφαλώς εργαζομένων και θα τους διασφαλίσουν μελλοντικά υψηλότερες συντάξεις, όπως και να αντιμετωπίσει το οξύ στεγαστικό πρόβλημα, με το οποίο έρχονται αντιμέτωπα τα λαϊκά αλλά πλέον και τα μεσσία στρώματα των μεγαλουπόλεων.
Καθώς είναι σίγουρο πια ότι η περίοδος παντοδυναμίας της Άνγκελας Μέρκελ έχει τελειώσει και δεν είναι σε θέση να διεκδικήσει για πέμπτη φορά την καγκελαρία, υπάρχουν ήδη φωνές που τις ζητούν να παραδώσει στον ή –πιθανότατα– στη διάδοχό της πριν από τη λήξη της τετραετίας. Σε αυτό το διάστημα, το CDU θα προσπαθήσει να κλείσει το ρήγμα που έχει ανοίξει στα δεξιά του, επαναπροσεγγίζοντας το συντηρητικό ακροατήριο.
Το SPD από την άλλη, από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (θέση που σε περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού θα αναλάμβανε το AfD) καλείται να ανασυγκροτηθεί και να ξαναπλησιάσει το παραδοσιακό εργατικό του ακροατήριο. Αν τα καταφέρει, έχει τη δυνατότητα σε τέσσερα χρόνια να κάνει τη μεγάλη επιστροφή και να είναι εκείνο που (μαζί με τους πράσινους, ίσως την αριστερά ή τους φιλελεύθερους) θα συγκροτήσει τη νέα κυβέρνηση. Τα υψηλά ποσοστά που οι δημοσκοπήσεις έδιναν στον Μάρτιν Σουλτς πριν από μερικούς μήνες όταν ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος, αλλά και η δυναμική επανάκαμψη των φιλελεύθερων, που όλοι τούς θεωρούσαν πολιτικά τελειωμένους, δείχνουν ότι εφόσον το SPD επιστρέψει σε μια πιο παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική πολιτική (κάτι που θα διευκολύνει και τη σύγκλιση με το Die Linke) είναι δυνατό να προκύψει ένας τέτοιος κυβερνητικός συνασπισμός.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ