Τα ερωτήματα που έθεσε η Παρισινή Κομμούνα –προφανώς δηλαδή το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας– διασχίζουν την ιστορία του κινήματος, τίθενται ξανά και ξανά στις κρίσιμες στροφές, ζητώντας κάθε φορά καινούριες, όλο και πιο δύσκολες απαντήσεις. Μια τέτοια στροφή ήταν και η απόπειρα εγκαθίδρυσης κομμούνας στη Σαγκάη.
Η εξέγερση πολιτικά βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις επεξεργασίες που είχαν προκύψει από τη λυσσώδη πάλη γραμμών που είχε ήδη ξεσπάσει στο εσωτερικό του κόμματος μεταξύ της Αριστεράς (των «μαοϊκών») και της τεχνοκρατικής, οικονομίστικης Δεξιάς, που σκοπό της είχε την εκβιομηχάνιση της χώρας υπό την αυστηρή εποπτεία της κεντρικής κρατικής εξουσίας (δεν είναι αναγκαίο εδώ να υπενθυμίσουμε ποια γραμμή επικράτησε...).
Η Δεξιά είχε καταφέρει να επικρατήσει μετά την αποτυχία του Μεγάλου Άλματος προς τα εμπρός (η οποία χρεώθηκε στον Μάο). Παρ’ όλα αυτά –ή εξαιτίας αυτού του γεγονότος– η κατάσταση ήταν πρόσφορη για εξέγερση. Η πολυπληθής και μορφωμένη νεολαία και τα εργατικά στρώματα βρίσκονταν όλο και περισσότερο σε κατάσταση σύγκρουσης με τα όλο και πιο προφανή προνόμια της δυνάμει αστικής τάξης (της κομματικής και στρατιωτικής ιεραρχίας). Η ταξική ειρήνη που η τελευταία επιθυμούσε δεν μπορούσε να διαρκέσει˙ όπως λέει και η παλιά κινέζικη παροιμία: «Γαλήνη το δέντρο πρόσταζε, μα ο άνεμος διαφωνούσε».
Η μαοϊκή γραμμή ήταν η συνεχιζόμενη επανάσταση, η επανάσταση μέσα στην επανάσταση, μια γραμμή που έδινε έμφαση στον επαναστατικό μετασχηματισμό του εποικοδομήματος, τις ιδεολογικές, πολιτικές και πολιτιστικές πλευρές της κοινωνίας (για να μπορέσουν έτσι να συνεχίσουν και να βαθύνουν οι αλλαγές στην οικονομική βάση). Ένα παράδειγμα είναι η σύγκρουση για τις αγροτικές κομμούνες: Ο Λιου Σιάο Σι (ο κυριότερος εκπρόσωπος της καπιταλιστικής γραμμής τη δεκαετία του ’50, αυτός που είχε πει «η εκμετάλλευση έχει και τα πλεονεκτήματά της») έλεγε ότι πρώτα πρέπει να γίνει η εκμηχάνιση της γεωργίας και μετά η δημιουργία αγροτικών κομμουνών, ενώ αντίθετα ο Μάο επέμενε ότι οι κολεκτίβες θα μετασχημάτιζαν τη γεωργία. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ακόμα και σήμερα, ύστερα από δεκαετίες επικράτησης της γραμμής του Λιου, η κινεζική γεωργία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πλήρως εκμηχανισμένη, ενώ φυσικά και οι κομμούνες που είχαν εγκαθιδρυθεί βρίσκονται υπό διάλυση.
Ένα τα πιο σημαντικά κείμενα της περιόδου, κείμενο που λειτούργησε σαν σπίθα, ήταν τα «16 σημεία για την Πολιτιστική Επανάσταση», η απόφαση της 11ης ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΚ, τον Αύγουστο του ’66 (το κείμενο του Μάο «Βομβαρδίστε το επιτελείο» είχε δημοσιοποιηθεί μία βδομάδα νωρίτερα). Το κείμενο, αν και σε ένα βαθμό προϊόν συμβιβασμών στην Κ.Ε., σκιαγραφεί την κατεύθυνση που θα έπρεπε να λάβει η ταξική πάλη στην περίοδο της Πολιτιστικής Επανάστασης και την αλληλεπίδραση των οργανώσεων των επαναστατημένων μαζών και του κόμματος, θέτοντας το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας και της δημοκρατίας: «Είναι αναγκαία η θέσπιση ενός συστήματος γενικών εκλογών, όπως αυτό της Παρισινής Κομμούνας, για την εκλογή των μελών των επιτροπών και των ομάδων της Πολιτιστικής Επανάστασης και αντιπροσώπων στα επαναστατικά συνέδρια. Οι λίστες υποψηφίων προτείνονται από τις επαναστατικές μάζες και οι εκλογές θα πρέπει να γίνονται έπειτα από ενδελεχή συζήτηση στο εσωτερικό των μαζών». Επίσης υπήρχε πρόβλεψη για την ανακλητότητα των εκλεγμένων. Αλλά και κάλεσμα για την «αποβολή από τις ηγετικές τους θέσεις όλων αυτών των υπευθύνων που ακολουθούν τον καπιταλιστικό δρόμο, έτσι ώστε να γίνει δυνατή η ανακατάληψη της ηγεσίας από τους προλετάριους επαναστάτες».
Το κείμενο σαφώς επιχειρούσε να μειώσει την πολιτική ισχύ του κράτους και να γενικεύσει την κολεκτίβα ως έναν ημιαυτόνομο θεσμό, κύτταρο πολιτικής εξουσίας σε μια προσπάθεια να αναζωογονήσει τη διαλεκτική της επαναστατικής εξουσίας. Οι παλιοί επαναστάτες του κόμματος έτειναν να χάνουν την επαφή τους με τις μάζες. Το κόμμα γινόταν το φυτώριο μιας νέας αστικής τάξης. Η εποχή ήταν κατάλληλη όχι για μια επανάσταση που ξεπηδά από την αβίωτη εξαθλίωση των κατώτερων τάξεων (όπως οι ως τότε επαναστάσεις), αλλά, αντιθέτως, για μια πρώτα και κύρια πολιτική επανάσταση, μια επανάσταση για την ανακάλυψη εκ νέου της διαλεκτικής κόμματος και (μη κομματικών) μαζών.
Στον δρόμο για την εξέγερση
Η Σαγκάη, ως η πιο βιομηχανική και εμπορική πόλη της Κίνας, έχει μακρά ιστορία ταξικών αγώνων. Μετά την ανακήρυξη της λαϊκής δημοκρατίας, η πόλη παρέμενε το σημαντικότερο βιομηχανικό κέντρο της χώρας, με ένα συνειδητό και οργανωμένο προλεταριάτο. Η πόλη ήταν ένα από τα κέντρα της πολιτικής αναταραχής στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60. Το καλοκαίρι του ’66 οι εξεγερμένοι ερυθροφρουροί είχαν δημιουργήσει πλέον βάσεις όχι μόνο στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, αλλά και στα εργοστάσια της πόλης. Η εξέγερση στρεφόταν κατά της κομματικής ιεραρχίας και του τρόπου που κυβερνούσε, ξεκινώντας από τα μικρά (π.χ. την οργάνωση της παραγωγής στο εργοστάσιο).
Η κατάσταση πολιτικά γινόταν περίπλοκη, λόγω του ειδικού βάρους του ονόματος του Μάο στην κινεζική κοινωνία (και στο εσωτερικό του κόμματος). Για παράδειγμα, στο εργοστάσιο υφαντουργίας 17 (απ’ όπου ξεκίνησε η εξέγερση) οι δύο αντίπαλες οργανώσεις (υπέρ και κατά της Πολιτιστικής Επανάστασης) ονομάζονταν «Πάντα πιστοί στη σκέψη Μάο Τσετούνγκ» η μία, και «Υπερασπίζοντας τη σκέψη Μάο Τσετούνγκ» η άλλη. Το να «ανεμίζεις την κόκκινη σημαία ώστε να αντισταθείς στην κόκκινη σημαία» ήταν μια συνηθισμένη κατηγορία που εξαπέλυαν οι μεν στους δε και αντιστρόφως. Επιπλέον, η εξουσία βρισκόταν στα χέρια της κομματικής ιεραρχίας και του στρατού, θεσμών που διέθεταν ευρύτατη υποστήριξη από τα λαϊκά στρώματα.
Γρήγορα έγινε αντιληπτό από τους εξεγερμένους εργάτες ότι χρειαζόταν ένα κέντρο συντονισμού και αγώνα και έτσι συστάθηκε το «Αρχηγείο της Επαναστατικής Εξέγερσης των Εργατών της Σαγκάης». Τον Νοέμβριο το αρχηγείο οργάνωσε μια μαζική διαδήλωση έξω από το δημαρχείο με αίτημα την αναγνώρισή του από τις κομματικές αρχές. Η άρνηση των τελευταίων οδήγησε την ηγεσία του αρχηγείου να ρίξει το σύνθημα της κατάληψης της εξουσίας, σύνθημα που πρώτη φορά ακουγόταν από το 1949.
Εντούτοις, το αρχηγείο ακόμα δεν είχε συγκεντρώσει τους υλικούς όρους γι’ αυτό το βήμα. Όχι μόνο αυτό: Η κομματική ηγεσία της πόλης αρνήθηκε να αναγνωρίσει το αρχηγείο ως νόμιμη οργάνωση στους κόλπους του λαού. Δεδομένης της αποτυχίας, οι εξεγερμένοι κατέλαβαν τρένα για να πάνε στην πρωτεύουσα και να αναπτύξουν τα αιτήματά τους στην Κ.Ε. Οι κομματικές αρχές σταμάτησαν το τρένο στο Αντίνγκ, μια κωμόπολη, και κράτησαν πολιορκημένους τους εξεγερμένους για μέρες, ώσπου τελικά η Κ.Ε. του κόμματος ουσιαστικά αποδέχτηκε τα βασικά τους αιτήματα, σηματοδοτώντας έτσι μια ηθική νίκη για την εξέγερση. Το εργατικό κίνημα είχε πάρει σε αυτό το σημείο τα ηνία από τις οργανώσεις της νεολαίας ως προς τη διεξαγωγή της επανάστασης.
Στο μεταξύ οι τοπικές κομματικές αρχές οργάνωναν την αντίδρασή τους. Η οργάνωση των «πορφυρών φρουρών», ενός είδους αντι-ερυθροφρουρών, τον Δεκέμβρη είχε φτάσει να έχει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες μέλη. Οι συγκρούσεις στο δρόμο, σε διαδηλώσεις, σε καταλήψεις εργοστασίων και δημόσιων κτιρίων πολλαπλασιάζονταν.
Η «καταιγίδα του Γενάρη»
Το πρώτο κύτταρο πραγματικής δυαδικής εξουσίας εμφανίστηκε τις πρώτες μέρες του Γενάρη, όταν οι εργάτες που είχαν μείνει σε ένα εργοστάσιο γυαλιού (οι υπόλοιποι ήταν πορφυροί), αποφάσισαν να δημιουργήσουν μιαν επαναστατική επιτροπή και να πάρουν την παραγωγή στα χέρια τους, διώχνοντας την ηγεσία της μονάδας, και προχωρώντας ταυτόχρονα την παραγωγή και την πολιτική δουλειά. Μια καταιγίδα από τέτοιες καταλήψεις, με ρητό στόχο τον αντι-οικονομισμό, σάρωσε παραγωγικές μονάδες, μέσα ενημέρωσης και τις κρίσιμης σημασίας τράπεζες, ελέγχοντας έτσι και μειώνοντας τις παράλογες χρηματικές ροές. Το αρχηγείο των εξεγερμένων, αρχίζοντας να δρα πλέον ως πόλος εξουσίας, τόνιζε: «Για να αποφευχθεί ο αποπροσανατολισμός της πάλης, ζητήματα αναπροσαρμογής των μισθών (σ.σ.: προς τα πάνω, από την καταρρέουσα κομματική ηγεσία) και υλικών ωφελημάτων θα αντιμετωπιστούν σε επόμενο στάδιο του κινήματος».
Παρά τη ρητή δέσμευση ότι οι μισθοί δεν θα αυξηθούν, σταδιακά οι μεταφορές, οι υπηρεσίες, οι εισαγωγές και εξαγωγές από το λιμάνι, το ρεύμα και ο ανεφοδιασμός με καύσιμες ύλες (και ήταν ένας πολύ κρύος Γενάρης), άρχισαν σε κάποιον βαθμό να αποκαθίστανται από επιτροπές εξεγερμένων. Ένα ένα τα οχυρά της παλιάς εξουσίας κατέρρεαν και νέες επαναστατικές μορφές ξεπηδούσαν. Ταυτόχρονα, η συζήτηση για την κομμούνα ξεκίνησε στις μυριάδες «οργανώσεις των επαναστατημένων μαζών» που είχαν ξεφυτρώσει, έναν ευρύτατο όρο που περιλάμβανε από εργατικές ενώσεις και ερυθροφρουρούς διάφορων πεποιθήσεων μέχρι οργανώσεις πρώην στρατιωτών ή διανοουμένων.
Στις 5 Φεβρουαρίου, σε μια τεράστια συγκέντρωση, ανακηρύχτηκε η Κομμούνα από τη μεταβατική επαναστατική επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από τουλάχιστον 32 οργανώσεις μαζών (αλλά και δύο μέλη της Κ.Ε. του ΚΚΚ), με σκοπό την αναδιοργάνωση της διοίκησης και την προετοιμασία των γενικών εκλογών. Οι εκπρόσωποι των εργατών υπόκειντο στην κριτική των μαζών και ήταν άμεσα ανακλητοί (κάτι που αποδείχτηκε ότι δυσκόλευε τη διοικητική δουλειά λόγω των διαρκών ανακλήσεων). Οι εκπρόσωποι έπρεπε να συμμετέχουν στην παραγωγική δουλειά, ώστε να μην κατοχυρώνονται διαφορές με τα απλά μέλη των οργανώσεων των μαζών. Καμιά πολιτική δύναμη δεν είχε θεσμικό ρόλο στην Κομμούνα, ούτε καν το κόμμα (αν και βέβαια τουλάχιστον δύο ηγετικά του στελέχη είχαν ρόλο σε αυτήν).
Γιατί η Κομμούνα δεν άντεξε;
Η άμεση δημοκρατία εφαρμόστηκε μόνο στο επίπεδο των μαζικών οργανώσεων που συγκρότησαν τη μεταβατική επιτροπή της Κομμούνας. Η ίδια η μορφή της Κομμούνας έμεινε ανολοκλήρωτη, αφού γενικές εκλογές δεν έγιναν ποτέ: Στις 25 Φεβρουαρίου, η Κομμούνα διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από τις τριμερείς επιτροπές, αποτελούμενες από εκπροσώπους του κόμματος (της μαοϊκής γραμμής), του στρατού και των μαζικών οργανώσεων, μια μορφή που επικράτησε μέχρι το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης σε όλη τη χώρα.
Το ερώτημα που έθεσε η Κομμούνα εκκρεμεί. Ήταν μια ιστορικά πρωτότυπη απόπειρα από τα κάτω εμβάθυνσης μιας σοσιαλιστικής επανάστασης που έφτασε μιαν ανάσα πριν από την εγκαθίδρυση μιας νέας πολιτικής μορφής. Γιατί δεν ολοκληρώθηκε; Γιατί πισωγύρισε σε μια μορφή που, αν και βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς τού από τα πάνω ορισμού της πολιτικής ηγεσίας (σύστημα που εφαρμόζεται και σήμερα στη χώρα), σε καμιά περίπτωση δεν ικανοποιεί τις διακηρύξεις των επαναστατών;
Οπωσδήποτε ένας βασικός λόγος που οδήγησε στην εγκατάλειψη της μορφής Κομμούνας ήταν το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας και η δομή της. Οι πιέσεις στο εσωτερικό της κινεζικής κοινωνίας για καπιταλιστική ανάπτυξη ήταν ήδη πολύ ισχυρές, ακόμα και σε ιδεολογικό επίπεδο: Η ραγδαία ανάπτυξη των «πορφυρών φρουρών» τον Δεκέμβρη του ’66 το αποδεικνύει. Ο Μάο, με το ειδικό του βάρος, έδρασε μάλλον ως ισορροπιστής σε εκείνη τη συγκυρία, προσπαθώντας όχι να οξύνει μέχρι τέλους τις αντιφάσεις, αλλά μάλλον επιδιώκοντας μια νέα ισορροπία σε σχέση με το καθεστώς πριν από την Πολιτιστική επανάσταση. Ο συμβιβασμός επιτεύχθηκε με τις τριμερείς επιτροπές που από τη μία είχαν μια δόση άμεσης δημοκρατίας (στο επίπεδο των μαζικών οργανώσεων), αλλά από την άλλη την πλειοψηφία κρατούσαν οι (διορισμένοι) εκπρόσωποι του κόμματος και του λαϊκού στρατού. Το «μείγμα» αυτό είναι σαφές ότι απέτυχε, αφού εύκολα οδήγησε λίγα χρόνια μετά στο νέο καπιταλιστικό μοντέλο της χώρας.
Ένα δεύτερο στοιχείο ήταν η εσωτερική αδυναμία του κινήματος να διαχειριστεί την επιτυχία του. Δεν είναι μόνο οι συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών οργανώσεων (που σε περιοχές ήταν ένοπλες και έφτασαν στα όρια του εμφυλίου), ούτε το θέμα ότι μερικές από αυτές δρούσαν ως φέουδα των ηγετών τους, ούτε τέλος ο ανεξέλεγκτος αριστερισμός άλλων. Το επίπεδο συνειδητότητας των μαζών παίζει φυσικά ένα ρόλο, αλλά το ζήτημα εδώ είναι η αλληλεπίδραση του (δεχόμενου μαζική επίθεση!) κόμματος με τις μάζες και το κατά πόσο μπορεί το τελευταίο σε τέτοιες συνθήκες να παίξει τον παιδαγωγικό του ρόλο. Και ακόμα: Ποιοι ακριβώς έχουν δικαίωμα ψήφου σε μια δικτατορία του προλεταριάτου; Πώς η λαϊκή δημοκρατία της κομμούνας υπερασπίζει τον εαυτό της σε ενδεχόμενες επιθέσεις από τον αστισμό; Πώς θωρακίζει (μακροπρόθεσμα, όχι μόνο τη στιγμή της εξέγερσης) την ιδεολογική της ηγεμονία από τον εχθρό;
Υπάρχει ακόμα το ερώτημα της σχέσης πόλης-χωριού και κέντρου-περιφέρειας. Η Σαγκάη απέδιδε στην κεντρική κυβέρνηση πάνω από το 90% του οικονομικού της πλεονάσματος, ώστε οι πόροι να κατευθυνθούν σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές. Κατά πόσο θα συνέχιζε αυτή η ροή κεφαλαίων από μια αποκεντρωμένη διοίκηση; (Πάντως αυτή η κατανομή πόρων σταμάτησε μετά το τέλος της επανάστασης, με πρόσχημα την ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης της Σαγκάης, δημιουργίας «κέντρων αριστείας» κ.λπ.).
Στη βάση των ερωτημάτων που άνοιξε η κομμούνα, ερωτημάτων που έρχονται από το μέλλον, βρίσκεται πάντα η αντιφατική διαλεκτική του κόμματος νέου τύπου με τις μάζες. Και το ερώτημα αυτό είναι σήμερα, στις συνθήκες αυτής της χώρας πάντα επίκαιρο (και πάντα αναπάντητο, αν σκεφτούμε τα ερωτήματα που έθεσαν ατελώς οι πλατείες): «Είναι η εξουσία στα χέρια των μαζών, των οργανώσεών τους και των προωθημένων τους στοιχείων ή είναι στα χέρια του κόμματος; Ή, θέτοντάς το αλλιώς, η εξουσία ασκείται από τους εργαζόμενους ή ασκείται γι’ αυτούς (Μπετελέμ)»;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ