ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Ρήξη και την υπέρβαση του μεταπολεμικού λογοτεχνικού παραδείγματος

Νίκος Καρούζος: Ακόμη αυτό το έαρ


Ο Γιάννης μέσα στο έαρ: Ο Καρούζος και η μετεμφυλιακή λογοτεχνία

Όταν ο Νίκος Καρούζος επιχειρεί να γράψει, ένα φάντασμα κατατρύχει τη μεταπολεμική νεοελληνική λογοτεχνία: το φάντασμα της ήττας. Είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές στη συγκεκριμένη λογοτεχνία, που γράφτηκε κυριολεκτικά πάνω στις στάχτες της ήττας του κοινωνικού οράματος στη μετεμφυλιακή Ελλάδα: πολιτική ποίηση, ποιητική και πολιτική ηθική, στρατευμένη λογοτεχνία, ποίηση της αντίστασης, ποίηση της ήττας. Μανόλης Αναγνωστάκης, Τάσος Λειβαδίτης, Άρης Αλεξάνδρου, Τίτος Πατρίκιος, Θανάσης Κωσταβάρας, Πάνος Θασίτης, Δημήτρης Δούκαρης και τόσοι άλλοι. Γυάρος, Μούδρος, Ικαρία, Αη Στράτης, Μακρόνησος. Ονόματα και τόποι που σημάδεψαν μια εποχή. Μια εποχή που σημάδεψε τόσα ονόματα. Το ποίημα «Έγερση – IV» του Δούκαρη συμπυκνώνει μέσα σε οχτώ στίχους ολόκληρο το πνεύμα αυτής της εποχής:

 

Συχώρεσέ με Επανάσταση –

εγώ είμαι κορμί κι Εσύ ιδέα

εγώ είμαι αίμα κι Εσύ είσαι αρχές

εγώ είμαι πάθος κι Εσύ είσαι αταραξία

εγώ είμαι ζωή και θάνατος

κι Εσύ είσαι μονάχα ζωή κι όχι θάνατος

Συχώρεσέ με Επανάσταση –

εγώ έχω πονέσει περισσότερο από σένα.

 

Μέσα στην πολιτική κατήφεια της μετεμφυλιακής Ελλάδας ο Νίκος Καρούζος θα δημοσιεύσει το πρώτο του ποίημα με τίτλο «Σίμων ο Κυρηναίος» το 1949 στο περιοδικό Ο αιώνας μας, ενώ το 1953 θα τυπώσει την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Η επιστροφή του Χριστού. Ανοίγοντας κανείς τον πρώτο τόμο των απάντων του θα διαβάσει το εξής αρχικό δίστιχο του πρώτου ποιήματος που έχει τίτλο «Απολέλυσαι της ασθενείας σου»:

 

Νηστεύει η ψυχή μου από πάθη

και το σώμα μου ολόκληρο την ακολουθεί.

 

Όταν στο μεταπολεμικό λογοτεχνικό πεδίο οι δύο κυρίαρχες δομές είναι η κοινωνική και η υπαρξιακή ποίηση, είναι φανερό ότι όλα τα παραπάνω τον τοποθετούν το δίχως άλλο στη δεύτερη κατηγορία ποιητών και μάλιστα σε εκείνους που τους χαρακτηρίζει μια έντονη θρησκευτική αγωνία. Είναι όμως έτσι ακριβώς τα πράγματα; Στο ποίημά του «Ο Γιάννης μέσα στο έαρ» θα γράψει:

 

Ξένος είμαι στο σπίτι μου

ξένος στους δρόμους

με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.

 

Σε αυτό το πολιτικά υπαρξιακό τρίστιχο μπορούμε να πούμε ότι συμπυκνώνεται το καρούζειο ποιητικό ιδίωμα με τον πιο εύγλωττο τρόπο. Αυτός ο καφκικός Γιάννης χωρίς όνομα, ο νεοέλληνας Κ., ο ανώνυμος Έλληνας της αποξενωμένης μετεμφυλιακής μεγαλούπολης είναι που συνδυάζει την πολιτική αποτυχία του επαναστατικού οράματος με το υπαρξιακό άγχος που κυοφορείται στον σύγχρονο μεταπολεμικό κόσμο. Και το αξιοσημείωτο είναι πως αυτός ο Γιάννης «που δεν έχει τίποτα δικό του» δεν ανήκει μόνο στο χτες, αλλά υπάρχει στο αύριο, στο σήμερα, στο τώρα, υπάρχει ανάμεσά μας, είναι «εμείς».

Η ποίηση του Νίκου Καρούζου ξεπερνά την εποχή της με τρόπο ευρηματικό. Ακολουθώντας πιστά το πρόγραμμά της, το οποίο τοποθετείται φαινομενικά στο περιθώριο των επίκαιρων ερωτημάτων της δεκαετίας του ’60, παραγνωρίζεται από την κυρίαρχη λογοτεχνική κριτική και μένει στη σκιά, ακριβώς επειδή τα ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να απαντήσει είναι μιας μέλλουσας εποχής, της δικής μας. Αυτό θα το αποδώσει ο ίδιος με περισσή αυτογνωσία αλλά και διορατικότητα:

 

Θα με διαβάζει ο γυαλάκιας του μέλλοντος

αυτός που τώρα παίζει στην αλάνα της γειτονιάς του.

 

Διότι όταν δεν έχεις αναγνωστικό κοινό, τότε μπορείς κάλλιστα να το εφεύρεις. Και ο κατοπινός αναγνώστης του Καρούζου μπορεί να αντιληφθεί εύκολα την εσωτερική αυτή σύγκρουση που διεξάγεται μέσα στο έργο του ποιητή, η οποία μπορεί να απηχεί τις συγκρούσεις της μεταπολεμικής λογοτεχνικής κριτικής, τις υπερβαίνει όμως αριστοτεχνικά.

Η ποίηση του Νίκου Καρούζου σηματοδοτεί τη ρήξη και την υπέρβαση του μεταπολεμικού λογοτεχνικού παραδείγματος. Δεν είναι υπαρξιακή με τον τρόπο των υπόλοιπων υπαρξιακών ποιητών ούτε πολιτική με τον τρόπο των πολιτικών ποιητών του μεταπολέμου. Το σημείο θέασης του Καρούζου (για να θυμηθούμε τον Μπουρντιέ) είναι διττό και διφορούμενο, είναι η υπαρξιακή αντιπολίτευση της πολιτικής ποίησης και ταυτόχρονα η αριστερή αντιπολίτευση της υπαρξιακής ποίησης. Με άλλα λόγια, ο Καρούζος συνθέτει τις κυρίαρχες αντιθέσεις του μεταπολεμικού λογοτεχνικού πεδίου και τις υπερβαίνει. Το πολιτικό ασυνείδητο στην ποίησή του είναι ταυτόχρονα και συνείδηση της ύπαρξης, ενώ το συνεχές και αδιάλειπτο φλερτ του με τη λογοτεχνία του παραλόγου θυμίζει το σισύφεια υπαρξιακό ύφος του Καμύ και του Μπέκετ, αν και δεν ταυτίζεται απόλυτα με την απαισιοδοξία του δεύτερου, όπως φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα από το δοκίμιο του «Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο»:

 

Αλλά κάπου πραγματικά γελιέται ο Μπέκετ. Εννοώ πως ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να διαλέξει και να μην ψοφήσει στην απόγνωση. Το παράλογο που πηγάζει από την ενότητα της ζωής και του θανάτου λείπει από τη ματεριαλιστική βίωση, όπου οι όποιοι απελπισμοί και οι όποιες απογνώσεις βιώνονται στη διάσταση της μελλοντικότητας που θα βρει τους τρόπους να τις αναιρέσει.[1]

 

Το ποιητικό πρόγραμμά του, λοιπόν, σαφώς πιο αισιόδοξο από του Μπέκετ, πιο οραματικό από του Μίλτου Σαχτούρη και πιο κοντά στην υπαρξιστική φιλοσοφία του Σαρτρ, είναι κάτι εντελώς διάφορο από το πρόγραμμα των συγχρόνων του και όπως θα δούμε στη συνέχεια συνοψίζεται στις παρακάτω λέξεις, οι οποίες τυγχάνει να είναι και δικές του: μια νέα συνείδηση της ελληνικής γλώσσας.

 

Η γλώσσα είναι σε μένα. Εγώ δεν είμαι στη γλώσσα: Ο Καρούζος, το μοντέρνο και η γλώσσα

Η ποίηση του Νίκου Καρούζου συνέχει σχεδόν όλους τους -ισμούς, όλα τα ρεύματα, όλες τις τάσεις της μεταπολεμικής ποίησης και λογοτεχνίας, έχοντας ταυτόχρονα κατακτήσει το δικό της αδιάψευστο ίχνος μέσα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Καρούζος είναι πολιτικός και υπαρξιακός, είναι μετασολωμικός, μεταθεολογικός και μεταϋπερρεαλιστής, ένας στρατευμένα αστράτευτος ποιητής. Έχει χωνέψει δημιουργικά όλον τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό και ολόκληρη την ελληνική παράδοση, είναι γλωσσικά μέσα σε όλες τις εκδοχές της ελληνικής, από τον Όμηρο και τον Ηράκλειτο, τη βυζαντινή υμνογραφία μέχρι την ακραία δημοτική και τα greeklish, ενώ το άλλοτε κραταιό γλωσσικό ζήτημα που δίχαζε την προπολεμική νεοελληνική διανόηση θρυμματίζεται μέσα στη μοντερνικότητα της ποίησής του φαντάζοντας τόσο προμοντέρνο όσο και γραφικό.

Η φωνή του είναι όπως όλων των μεγάλων ποιητών, ένα κράμα, ένα αμάλγαμα γλωσσικών ποιοτήτων και λεκτικών τόνων, είναι η εξαίρεση σε όλους τους κανόνες και ο κανόνας σε όλες τις εξαιρέσεις. Ο Νίκος Καρούζος είναι ένας από τους πιο μεταγλωσσικούς ποιητές που έχουμε,[2] διότι δεν αντιμετώπισε τη γλώσσα ποιητικά μόνο (αυτό το έκαναν πολλοί), αλλά έκανε και κάτι άλλο: αντιμετώπισε την ποίηση γλωσσικά, θεματοποίησε δηλαδή την ίδια τη γλώσσα και την έκανε κέντρο της ύπαρξης και εστία της ποίησής του. Δεν χρησιμοποίησε τη γλώσσα μόνο από τα έξω, ως σημαίνον, ως μέσο για να εκφράσει νοήματα, αλλά και από τα μέσα, ως σημαινόμενο. Ως γνήσιος λεξίθρησκος ιερουργός χρησιμοποίησε τη λέξη ως λέξη, τη συλλαβή ως τέτοια, το φώνημα ως ήχο, ώστε όχι μόνο να αρθρώσει αλλά και να εξαρθρώσει τις γλωσσικές δομές και να τις ρυμουλκήσει με το ταχύπλοο σθένος του –σαν άλλος Μπέκετ– στα αχαρτογράφητα νερά του άλεκτου και του άλογου.

 

Ο Καρούζος και τα ποιήματα-πορτραίτα

Υπάρχει στο έργο του Καρούζου μια σειρά ποιημάτων που θεματοποιούν πρόσωπα, καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά υποκείμενα, όπως ο Μπαχ («Του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ ανωφέρεια»), ο Μάλερ («Στο δάσος του Μάλερ»), ο Χαίλντερλιν («Τα πολύτιμα βάσανα του Scardanelli»), ο Λόρκα («Μουλέτα»), ο Παπαδιαμάντης («Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος»), ο Μαγιακόφσκι («Μαγιακόφσκι»), αλλά και επαναστάτες όπως ο Σαιν-Ζυστ («Tο εύκρατο σκοτάδι του Saint-Just») και ο Γκεβάρα («Nada»). Τα ποιήματα-πορτραίτα συγκροτούν ένα πνευματικό εικονοστάσι και αγκαλιάζουν τα αναφερόμενα πρόσωπα με μια ανεπανάληπτη γλωσσική στοργή, μια λεκτική θαλπωρή και μια γενναιόδωρη ανιδιοτέλεια πνευματικής αγάπης:

 

Άνοιξη φθινόπωρο καλοκαίρι χειμώνας

ο Μπαχ ανεβαίνει πάντα στους αιθέρες

γελαστός άγγελος του δρυμού

μεγάλος ιδιοκτήτης

ο Μπαχ ανεβαίνει την ουράνια σκάλα

ιερέας των ήχων απ’ τη βροχή νεότερος

αγιόκλημα φυτρωμένο στ’ όργανο της εκκλησίας

η θαλπωρή μεσ’ στην ανάγκη του θεού μεγάλη.

«Του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ ανωφέρεια»

 

Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος

εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης

και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.

«Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος»

 

Δωρεάν η ζωή Φεδερίκο

Γκαρθία Λόρκα δωρεάν ο θάνατος.

«Μουλέτα»

 

Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς πόσο ζυγισμένη είναι η γλώσσα των ποιημάτων αυτών και πόσο εναρμονισμένη είναι με την ιδιόλεκτο του εκάστοτε προσώπου. Μέσα από τα ποιήματα-πορτραίτα ο Καρούζος καταφέρνει όχι μόνο να αποτίσει φόρο τιμής σε αγαπημένους ποιητές, μουσουργούς ή επαναστάτες, αλλά ταυτόχρονα οικειοποιείται με άπταιστη ανοιχτότητα τον προσωπικό τους μύθο και ολόκληρο το συγκείμενο σύμπαν τους, μεταγλωττίζοντας στο «σωστό ύψος» το κλίμα και σύνολο το πολιτισμικό και ιστορικό παρόν τους, είτε πρόκειται για τη Βαϊμάρη του Γκαίτε και τη Σουαβία του Χαίλντερλιν είτε για την Ισπανία του Λόρκα, τη Ρωσία του Μαγιακόφσκι, τη Γαλλία της Γαλλικής Επανάστασης και του Σαιν-Ζυστ και τη Βολιβία του Γκεβάρα.

Το ποίημα με τίτλο «Μουλέτα», που αναφέρεται στον Λόρκα, ανακαλεί το κλίμα του Ισπανικού Εμφυλίου αλλά και της ανδαλουσιανής θερμότητας (εσύ μυρόεσσα Ισπανία – της Ευρώπης θερμότητα / τι δόξα πρόσθεσες απ’ τη λαλιά του / την άσπιλη), το κόκκινο χρώμα της καστιλιάνικης ταυρομαχίας αλλά και το μαύρο χρώμα του φρανκισμού (είν’ ο Θεός που αμιγής εκτείνεται στο μαύρο), ενώ ο στίχος Ισπανία εσύ, αυθεντία στο θάνατο! δεν μπορεί παρά να μας θυμίζει τον εμβληματικό στίχο του Τσέλαν Ο θάνατος είναι ένας μάστορας από τη Γερμανία («Η φούγκα του θανάτου»).

Το αφιερωμένο στον Μαγιακόφσκι ποίημα έχει μια αύρα μπολσεβικισμού (Μ’ αρέσει που έπιασε την παλιά Ρωσία απ’ τα μαλλιά / και την έστειλε στο διάβολο / θρυμματίζοντας μια κιθάρα στο κεφάλι της) και ρώσικου φουτουρισμού (Ωραίος απ’ τη θύελλα της βιομηχανίας / αεροπόρος των ηλιόλουστων ημερών) που το καθιστά ίσως το πιο φουτουριστικό ποίημα που έχει γραφτεί ποτέ στην ελληνική γλώσσα.

Ενώ το ποίημα για τον Παπαδιαμάντη, σε ευθεία αντίθεση με το προηγούμενο, αφού ανακαλεί τον «φυσικό» πλούτο του παπαδιαμαντικού ιδιώματος με χαρακτηριστική περιεκτικότητα (Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας), σκηνοθετεί στη συνέχεια μια ιδιότυπη ατμόσφαιρα σκιαθίτικης φύσης, πτώσης και ορθοδοξίας, στοιχεία που το καθιστούν ποιητική καταγγελία φυσιολατρικής διάθεσης για κάθε είδους νεόπλουτο τουρισμό, «πρόοδο» και δυτική επιστήμη (αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας), η οποία ανάγει τον Παπαδιαμάντη σε Νεοέλληνα Γκωγκέν της ορθοδοξίας:

 

Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει

πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο

κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα

πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.

Μα είν’ αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση

με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.

 

Την ίδια στιγμή δηλαδή που το ποίημα για τον Μαγιακόφκσι είναι εξόχως μαγιακοφσκικό, το ποίημα για τον Παπαδιαμάντη είναι εξαιρετικά παπαδιαμαντικό, ενώ τα αντίστοιχα ποιήματα για τον Μπαχ, τον Χαίλντερλιν και τους άλλους λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει απόλυτη εναρμόνιση της γλώσσας που χρησιμοποιεί σε καθένα από τα ποιήματα-πορτραίτα με το έργο, την εποχή, την ιστορική ακρίβεια, τη σωστή ατμόσφαιρα, το ανάλογο ύφος και ήθος, και την αντίστοιχη πνευματικότητα της προσωπικότητας που κάθε φορά τιμάται στο ποίημα. Θα έλεγε κανείς πως η αγωνία της επίδρασης στον Καρούζο (για να θυμηθούμε και τον Μπλουμ) παίρνει δραματικές διαστάσεις και φτάνει στα όρια της αγωνίας της ανταπόδοσης, της ευχαριστίας και της ευγνωμοσύνης προς τους πνευματικούς πρόδρομούς του, αγωνία που μέσα στο γενικότερο κλίμα της ποίησής του υψώνεται ως τα εδελβάις άνθη.

 

Θυμάμαι την όραση να μη βλέπει καθόλου: Ο Καρούζος, ο Χάιντεγκερ και οι προσωκρατικοί

Υπάρχει ένα υπόγειο ρεύμα το οποίο διαπερνά την ευρωπαϊκή μεταπολεμική ποίηση και ρητά ή άρρητα συνδιαλέγεται με τη σκέψη των προσωκρατικών. Ποιητές όπως ο Ρενέ Σαρ, ο Πάουλ Τσέλαν, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Νίκος Καρούζος στην ωριμότητα του έργου τους προσφεύγουν στους προσωκρατικούς και δανείζονται-οικειοπούνται την αποσπασματικότητα και την κρυπτικότητα του λόγου τους.

Την ίδια στιγμή, στη σκέψη των προσωκρατικών θα στραφεί επίσης ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, την οποία θα χαρακτηρίσει την πρώτη απαρχή της μεταφυσικής και της δυτικής φιλοσοφίας. Η στροφή στην προσωκρατική σκέψη δεν ενδιαφέρει τον Χάιντεγκερ ως απλή επιστροφή, ως μίμηση ή αντιγραφή, αλλά ως «εκ νέου ανάληψη ενός ερωτήματος»[3] και των εναλλακτικών απαντήσεών του, το ενδεχόμενο, δηλαδή, μιας άλλης απαρχής της ανθρώπινης σκέψης και του μεταφυσικού παρόντος. Η προσωκρατική σκέψη, λόγω της πρωταρχικότητας και της μεταβατικότητάς της, συνιστά την πλέον προνομιακή περίοδο της ιστορίας της μεταφυσικής, στην οποία μας επιτρέπεται «να διαστοχαστούμε τις δυνατότητες και τη μορφή μιας σκέψης που θα μπορούσε να έχει βαδίσει σε μια διαφορετική οδό».[4]

Ο φιλόσοφος Χάιντεγκερ και οι πιο πάνω ποιητές συναντιούνται ακριβώς σε αυτή την επιστροφή στην αφετηρία των προσωκρατικών, στο σημείο εκκίνησης ενός νέου διαστοχασμού, στην ενδεχομενικότητα μιας άλλης απαρχής, προσδοκώντας μια επανεκκίνηση, ένα νέο βλέμμα πάνω στα πράγματα, με τους όρους της πρώιμης και αρχετυπικής όρασης των προσωκρατικών. Και δεν είναι καθόλου τυχαία εδώ αυτή η συνάντηση φιλοσοφίας και ποίησης, αφού ο λόγος των προσωκρατικών, στον οποίο εδράζεται το πρώτο φανέρωμα της δυτικής φιλοσοφίας, άλλοτε θυμίζει φιλοσοφία και άλλοτε ποίηση, καθώς αρθρώνεται μέσα από μια αποσπασματική ποιητική μορφή, προπλατωνική και προαριστοτελική. Το ποίημα του Παρμενίδη καθώς και τα φιλοσοφικά αποσπάσματα του Ηράκλειτου και του Εμπεδοκλή εκφράζουν φιλοσοφικές απόψεις για το ον, το μη ον και τη φύση, αλλά το κάνουν με έναν ποιητικό, προφορικό και κρυπτικό τρόπο, ο οποίος δεν θυμίζει σε τίποτα τον οργανωμένο γραπτό φιλοσοφικό λόγο του Αριστοτέλη.

Ο Μωρίς Μπλανσό, μιλώντας κάποια στιγμή για τον Γάλλο ποιητή Ρενέ Σαρ, θα αναφέρει πως η ποίησή του είναι «αποκάλυψη της ποίησης», «ποίηση της ποίησης», και θα εκθειάσει την αποσπασματική, αφοριστική και ηρακλείτεια διάσταση του έργου του. Στον ίδιο τόνο, ο Χάιντεγκερ αποκαλεί τον Ρενέ Σαρ «φιλόσοφο διά της ποίησης». Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι θα έλεγε ο Γερμανός φιλόσοφος αν είχε τη δυνατότητα να διαβάσει το έργο του Καρούζου, η εγγύτητα όμως της σκέψης του ενός και του άλλου, ειδικά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν και οι δύο τη γλώσσα και την ποίηση είναι παραπάνω από προφανής. «Η γλώσσα είναι η κατοικία τού είναι» θα γράψει κάποια στιγμή ο Χάιντεγκερ, φράση που ο Νίκος Καρούζος θα προσυπέγραφε αδιαμφισβήτητα, καθώς η θρησκευτικών διαστάσεων προσήλωση στη γλώσσα κατακλύζει ολόκληρο το έργο του.

Το ίδιο συμβαίνει και με την πολύχρονη πνευματική ενασχόληση και των δύο με τους προσωκρατικούς. Ο Νίκος Καρούζος, στο πρώτο απόσπασμα του ποιητικού του «Credo» θα γράψει με ύφος καθόλα προσωκρατικό, τοποθετώντας μαζί και διαλεκτικά τον Εμπεδοκλή με τον Μπωντλαίρ:

 

Πιστεύω εις έναν Ποιητήν εκτός ουρανού

φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής

και επί γης

εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου

 

Αν αναλογιστεί κανείς όχι μόνο την επίδραση που είχαν στην ποίησή του οι προσωκρατικοί, αλλά και την ομοιότητα του τόσο λιτού, θεόφτωχου και ανιδιόκτητου βίου του με την αυτοεξόριστη ζωή ενός Ηράκλειτου, υπό αυτό το πρίσμα ίσως κατανοήσει βαθύτερα και τον παρακάτω αφορισμό:

 

ο Ποιητής έχει τίποτα

βλέπε τους αναχωρήσαντες

 

Ενώ ο τελευταίος στίχος των τόσο σολωμικών όσο και ηρακλείτειων «Σπαραγμάτων» θα μας αφήνει πάντοτε ενεούς μπροστά στην απορία:

 

αυτό που φανερώνουμε είναι κρύπτη

 


[1] Ν. Καρούζος, Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο, Ίκαρος, Αθήνα 1993, σ. 36.

[2] Ο Γ. Μπαμπινιώτης έχει αναφερθεί με τον όρο «μεταγλωσσικός» στους ποιητές Ο. Ελύτη και Κ. Μόντη.

[3] Μ. Heidegger, Λόγος, μοίρα, αλήθεια: Ηράκλειτος, Παρμενίδης, μτφρ. Ι. Αβραμίδου, εισαγωγή Π. Θανασάς, επιμέλεια Γ. Ξηροπαΐδης, Πλέθρον, Αθήνα 2009, σ. 19.

[4] Στο ίδιο, σ. 20.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.