Μια από τις σχετικά άγνωστες ιστορίες της ευρωπαϊκής αντίστασης κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι εκείνη των παρτιζάνων στο κρατίδιο της Καρινθίας (Καίρντεν) στην Αυστρία. H περίπτωσή τους είναι ιδιαίτερη καθώς αποτέλεσαν το μοναδικό ένοπλο αντιστασιακό κίνημα που αναπτύχθηκε σε γερμανικό έδαφος κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η Καρινθία (αλλά και η γειτονική Στυρία), με τους μεγάλους ορεινούς όγκους, είναι η πατρίδα της σλοβενικής μειονότητας της Αυστρίας, η ιστορία της οποίας πηγαίνει πίσω στη μεγάλη «μετανάστευση των λαών» και τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Έκτοτε, η σταδιακή επικράτηση των γερμανικών φύλων στην περιοχή έθεσε στο περιθώριο τους σλαβόφωνους πληθυσμούς, ενώ οι πιέσεις που δέχονταν οι κοινότητές τους εντάθηκαν λόγω της ανάδυσης των εθνικισμών κατά τον 19ο αιώνα. Με το Anschluss, την ενσωμάτωση της Αυστρίας στο γερμανικό κράτος το 1938, η κατάσταση για τη μειονότητα επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο καθώς οι αρχές κατέβαλλαν εντατικές προσπάθειες για τον εκγερμανισμό της. Το γεγονός αυτό οδήγησε πολλούς άρρενες Σλαβόφωνους, πριν ακόμα ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, να καταφύγουν στα βουνά και να πάρουν τον δρόμο για τη Γιουγκοσλαβία, όπου ξεκινούσαν οι προετοιμασίες για την έναρξη του ένοπλου αγώνα.
Η αντίσταση στην Καρινθία συνδέθηκε άμεσα με το Απελευθερωτικό Μέτωπο των Σλοβένων της Γιουγκοσλαβίας,[1] που ιδρύθηκε την άνοιξη του 1941, μετά τη γερμανική εισβολή στα Βαλκάνια, και πήρε μαζικά χαρακτηριστικά. Αλλά και εντός της δίγλωσσης αυστριακής Καρινθίας δημιουργήθηκε ένα πλατύ αντιστασιακό κίνημα, στο οποίο συμμετείχαν όχι μόνο όσοι άντρες επιδίωκαν να αποφύγουν την επιστράτευση στη Βέρμαχτ αλλά και πολλές γυναίκες και παιδιά. Τα μειονοτικά χωριά και ιδίως τα απομονωμένα ορεινά αγροκτήματα αποτέλεσαν ζωτικά στηρίγματα για τους παρτιζάνους εφοδιάζοντάς τους με τρόφιμα και προσφέροντάς τους καταφύγιο.
Οι ομάδες των παρτιζάνων επικεντρώνονταν αρχικά σε ενέργειες σαμποτάζ και αποτέλεσαν τη βασική ευκαιρία των επιστρατευμένων μελών της μειονότητας να ξεφύγουν από την κόλαση του μετώπου. Το 1943 μάλιστα το φαινόμενο της λιποταξίας έλαβε τέτοια έκταση που η Βέρμαχτ σταμάτησε να δίνει άδειες στους στρατιώτες της προς τις μειονοτικές περιοχές της Αυστρίας. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, στην Καρινθία δραστηριοποιούνταν δύο αντάρτικες ομάδες, μία στο ανατολικό τμήμα, που αριθμούσε περίπου 200 άτομα και εξαιτίας του μεγέθους της είχε τη δυνατότητα ένοπλης αντιπαράθεσης με τον γερμανικό στρατό (κυρίως μέσω της τακτικής της ενέδρας), και μία στο δυτικό, που αποτελούνταν από 40 άτομα και επικεντρωνόταν στην προπαγάνδιση της αντίστασης.
Με τα έντυπά τους, οι παρτιζάνοι απευθύνονταν τόσο στη σλαβόφωνη όσο και στη γερμανόφωνη κοινότητα, αλλά και στους Γερμανούς στρατιώτες, τους οποίους καλούσαν να λιποτακτήσουν και να περάσουν στις γραμμές τους. Μάλιστα οι αντιστασιακές οργανώσεις, προκειμένου να αποτρέψουν τα αντίποινα εναντίον των οικογενειών που έβγαιναν στο βουνό, έβαζαν τα μέλη τους στα χωριά να περιγράφουν στις αρχές τη βίαιη στρατολόγηση των συγχωριανών τους από τους αντάρτες.
Οι γερμανικές αρχές προσπάθησαν με διάφορους τρόπους να ανακόψουν την ανάπτυξη του αντάρτικου. Από τον Απρίλιο του 1942 επιδιώχτηκε ο εκτοπισμός της μειονότητας και ο εγκλεισμός της σε στρατόπεδα, ενώ μέσω ορισμένων αγροτών επιχειρήθηκε η διοχέτευση δηλητηριασμένων τροφίμων προς τους αντάρτες, καθώς και η διείσδυση πρακτόρων στις τάξεις τους. Ταυτόχρονα, οι εθνικοσοσιαλιστές, οργανώνοντας τη δράση ψευτοπαρτιζάνικων ομάδων που προέβαιναν σε βιαιότητες και καταστροφές, προσπάθησαν να στρέψουν τον τοπικό πληθυσμό και των δύο κοινοτήτων εναντίον των ανταρτών.
Οι βιαιότητες των αρχών όμως συνέχιζαν να μαζικοποιούν τον αντιστασιακό αγώνα, ο οποίος κορυφώθηκε την περίοδο 1944-45. Στις αρχές του 1944 οι αντάρτες, με τη βοήθεια του πολεμικού υλικού που έλαβαν από τη Σλοβενία, πραγματοποίησαν επιθέσεις σε φρουραρχεία, ανατίναξαν σιδηροδρομικές γραμμές, προξένησαν καταστροφές στο τηλεφωνικό και τηλεγραφικό δίκτυο και προέβησαν σε δολοφονίες εθνικοσοσιαλιστών. Τον Απρίλιο τα δύο αντάρτικα τμήματα κατάφεραν να ενωθούν, ενώ από τον Ιούλιο η δράση τους εντάθηκε χάρη και στα πρώτα δέματα της συμμαχικής βοήθειας που έπεσαν στα αυστριακά βουνά.
Τον Σεπτέμβριο ελήφθη μια κρίσιμη απόφαση, η οποία όριζε ότι το μεγαλύτερο μέρος των ανταρτών θα περνούσε στη Γιουγκοσλαβία προκειμένου να χτυπήσει εκεί τον γερμανικό στρατό, που είχε αρχίσει να αποχωρεί από τα Βαλκάνια. Για τις ομάδες που θα παρέμεναν εντός του γερμανικού εδάφους ο χειμώνας του 1944-45 ήταν ιδιαίτερα σκληρός καθώς υπέστησαν μεγάλες απώλειες, την ίδια στιγμή που αντιμετώπιζαν δυσκολίες στη στρατολόγηση νέων μελών, την οποία απέτρεπαν οι ναζιστικές θηριωδίες εναντίον των μειονοτικών κοινοτήτων.
Η προέλαση του Κόκκινου Στρατού έδωσε νέα ώθηση στον αγώνα, που είχε αρχίσει πλέον να περνά στην επιθετική του φάση. Την άνοιξη του 1945 οι Σλοβένοι, αφού πραγματοποίησαν μαζικές απελευθερώσεις Σοβιετικών αιχμαλώτων και αφού υποδέχτηκαν αρκετούς Γερμανούς λιποτάκτες, αποτελούσαν πλέον μειοψηφία μεταξύ των παρτιζάνων, που συνέχισαν να πολεμούν εναντίον της Βέρμαχτ ακόμα και μετά τις 8 Μαΐου και τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, καθώς πολλές μονάδες της Βέρμαχτ αρνήθηκαν να καταθέσουν τα όπλα. Στις μάχες αυτές δεκάδες παρτιζάνοι έδωσαν τη ζωή τους μέχρι και οι τελευταίοι Γερμανοί να αποδεχτούν την ήττα τους.
Μετά τη λήξη του πολέμου, η ελπίδα πολλών μελών της μειονότητας για ενσωμάτωση της περιοχής τους στο γιουγκοσλαβικό κράτος διαψεύστηκε, κυρίως εξαιτίας της αντίρρησης της Βρετανίας. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι το αυστριακό κράτος χρησιμοποίησε την αντίσταση των σλαβόφωνων εναντίον του ναζισμού προκειμένου να επιτύχει τη διεθνή του αναγνώριση το 1955, η μειονότητα αντιμετώπισε νέες διακρίσεις και παραβιάσεις των δικαιωμάτων της. Οι εντάσεις με τη γερμανόφωνη πλειονότητα, οι όποιες συχνά λάμβαναν εκρηκτικό χαρακτήρα, διήρκεσαν μέχρι και τις αρχές του νέου αιώνα, ενώ ακόμα και σήμερα το ρήγμα μεταξύ των δύο κοινοτήτων δεν έχει κλείσει.
Ο αντιφασιστικός αγώνας στην Καρινθία μπορεί από άποψη αριθμών να μην είναι ίδιου μεγέθους με τα αντιστασιακά κινήματα στην κατεχόμενη Ευρώπη, η μοναδικότητά του όμως του επιφυλάσσει μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ευρωπαϊκής αντίστασης. Για την αντιμετώπισή του, η Βέρμαχτ αναγκάστηκε να διαθέσει χιλιάδες στρατιώτες, οι οποίοι της ήταν απαραίτητοι σε άλλα μέτωπα στο εσωτερικό της χώρας. Οι παρτιζάνοι της Καρινθίας απέδειξαν έτσι με τη δράση τους ότι ακόμα και μέσα στις σκληρότερες συνθήκες η αντίσταση στο φασισμό είναι όχι μονάχα εφικτή αλλά και καθοριστική για την τελική έκβαση.
[1] Osvobodilna Fronta: Ιδρύθηκε στις 26 Απριλίου 1941 στη Λιουμπλιάνα από το Κ.Κ. Σλοβενίας, από τους Χριστιανοκοινωνιστές, από διανοούμενους και από πατριωτικούς γυμναστικούς συλλόγους, με σκοπό την αντίσταση στους Γερμανούς και την επανένωση της Σλοβενίας, που είχε διαμελιστεί μεταξύ Γερμανίας, Ιταλίας και Ουγγαρίας. Από το δεύτερο συνέδριο του Αντιφασιστικού Συμβουλίου Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (AVNOJ), που διεξήχθη στο Γιάιτσε της Βοσνίας στις 21-28 Νοεμβρίου του 1943, αποτέλεσε και επίσημα μέρος της γιουγκοσλαβικής αντίστασης υπό την ηγεσία του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ