ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


ΔΙΕΘΝΗ |
Τρί, 19/07/2016 - 14:50

Τουρκία: Η επόμενη μέρα του πραξικοπήματος και τα ανοιχτά ερωτήματα


Τυπικά το πέμπτο πραξικόπημα στην ιστορία της Τουρκίας (είχε προηγηθεί το πραξικόπημα του 1960, του 1971, του 1980 και του 1997) δεν στέφθηκε με επιτυχία. Ωστόσο, οι εκρηκτικές αντιθέσεις που συμπύκνωσε εξακολουθούν να είναι ενεργές και όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε σε μια νέα σελίδα που μένει να δούμε πώς θα εξελιχτεί. Προϋπόθεση όμως για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τα γεγονότα είναι να ξεφύγουμε από διάφορες ευκολίες και μυθολογίες που έχουν καταγραφεί και στην ελληνική δημόσια συζήτηση, και πρώτα απ’ όλα από την άποψη ότι επρόκειτο για ένα πραξικόπημα-οπερέτα ή ακόμα χειρότερα για ένα σκηνοθετημένο πραξικόπημα.

 

Ένα αρκετά πραγματικό πραξικόπημα

Πρέπει να πούμε ότι παρότι έγινε από διάφορες πλευρές προσπάθεια να παρουσιαστεί ως μια κίνηση που εκπροσωπούσε μικρό τμήμα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων τελικά φάνηκε ότι οι πραξικοπηματίες, αρχικά τουλάχιστον, είχαν αρκετά εκτεταμένο σχέδιο δράσης, που περιλάμβανε διάφορους νευραλγικούς τομείς και κινητοποίησε πλήθος μονάδες. Προφανώς, δεν ήταν ένα πραξικόπημα όπως του 1980 υπό τον στρατηγό Εβρέν, που είχε την πλήρη στήριξη του συνόλου του στρατεύματος και αποφασίστηκε από το ίδιο το τουρκικό Γενικό Επιτελείο. Ωστόσο, η κλίμακα των επιχειρήσεων, ο αριθμός των νεκρών, η διάρκεια των συγκρούσεων, η επέκταση σε διαφορετικά σώματα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων παραπέμπουν σε σχέδιο που ενέπλεξε σημαντικό μέρος του στελεχιακού δυναμικού τους. Αυτό αποδεικνύεται και από τις χιλιάδες συλλήψεις που γίνονται στο πλαίσιο της εκκαθάρισης από τους οπαδούς του πραξικοπήματος. Φαίνεται ακόμα και από τον αριθμό των υψηλόβαθμων αξιωματικών που συνελήφθησαν και περιλαμβάνουν τον τέως αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας και μέλος του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου, τον διοικητή της Δεύτερης Στρατιάς, τον διοικητή της Τρίτης Στρατιάς και αρκετούς στρατηγούς. Ούτε είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι τέθηκε θέμα ελέγχου της βάσης του Ιντσιρλίκ, απ’ όπου επιχειρούν και τα αμερικανικά αεροπλάνα εναντίον της Συρίας. Όλα αυτά παραπέμπουν σε πραξικόπημα με εκτεταμένο δίκτυο συνωμοτών.

 

Η αντίδραση της Δύσης

Οι δυτικές κυβερνήσεις, αφού για αρκετές ώρες φαίνονταν ως εάν να ήθελαν να δουν προς τα πού φυσάει ο άνεμος, τελικά δήλωσαν τη στήριξή τους στη νομιμότητα και την εκλεγμένη κυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά, ο κάπως ξινισμένος και ενοχλημένος τόνος με τον οποίο κάλυψαν την τελική εξέλιξη ορισμένα από τα μεγαλύτερα δυτικά μέσα ενημέρωσης παραπέμπει σαφώς στο ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο άλλες δυτικές δυνάμεις δεν θα είχαν απριόρι κάποιο πρόβλημα με το να δουν τον Ερντογάν να βγαίνει από τη μέση και την Τουρκία να ευθυγραμμίζεται περισσότερο με τους δυτικούς σχεδιασμούς. Μάλλον το ακριβώς αντίθετο. Ο Μπραντ Σέρμαν, μέλος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της αμερικανικής βουλής, έσπευσε κατά τις πρώτες ώρες να δηλώσει την ελπίδα του ότι το πραξικόπημα θα οδηγήσει «σε πραγματική δημοκρατία και όχι στον αυταρχισμό του Ερντογάν».

Άλλωστε, ειδικά για τον αμερικανικό χώρο αρκετοί ήταν εκείνοι, ιδίως από τον χώρο των νεοσυντηρητικών, που είχαν μιλήσει ανοιχτά για την ανάγκη να ανατραπεί ο Ερντογάν και η κυβέρνηση του AKP. Ο Μάικλ Ρούμπιν από το νεοσυντηρητικό American Enterprise Institute είχε ήδη από τον περασμένο Μάρτιο υποστηρίξει ότι η κατάσταση στην Τουρκία είναι «εκτός ελέγχου», ότι ο Ερντογάν συμπεριφέρεται σαν χαλίφης, ότι γίνεται όλο και πιο αυταρχικός, ότι οδηγεί την Τουρκία σε μια ντε φάκτο διαίρεση με τη στάση του στο Κουρδικό. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ρούμπιν υποστήριξε ότι χρειαζόταν ένα πραξικόπημα ανάλογο με αυτό που ανέτρεψε τον Μοχάμεντ Μόρσι, τον εκλεγμένο με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα πρόεδρο της Αιγύπτου, ένα πραξικόπημα που θα αποκαθιστούσε τις βασικές ελευθερίες και το οποίο θα έπρεπε, κατά την γνώμη του Ρούμπιν, να αγκαλιάσει η αμερικανική κυβέρνηση. Μάλιστα, πρόλαβε όλα αυτά να τα επαναλάβει, με αφορμή την τρέχουσα απόπειρα πραξικοπήματος, και σε άρθρο του στη New York Post με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γιατί το πραξικόπημα στην Τουρκία μπορεί να σημαίνει ελπίδα», πριν αποδειχτεί ότι το πραξικόπημα έβαινε προς αποτυχία.

Ο ίδιος πάντως ο Ερντογάν αλλά και οι υπουργοί του επιμένουν να στοχοποιούν τις ΗΠΑ, καλώντας τες να εκδώσουν τον Γκιουλέν και κατηγορώντας τες ότι όσο δεν τον εκδίδουν είναι σαν να παραδέχονται ότι έχουν ευθύνη για την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Είναι επίσης σαφές ότι οι κινήσεις του Ερντογάν σε αυτή τη φάση οδηγούν σε μεγαλύτερη ένταση τις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ: το αίτημα έκδοσης του Γκιουλέν είναι δεδομένο ότι θα απορριφθεί, άρα το να τίθεται σημαίνει ότι γίνεται για να δοθεί εικόνα έντασης· η επικέντρωση στη βάση του Ιντσιρλίκ ως άντρου των πραξικοπηματιών (με τη διακοπή της παροχής ρεύματος κ.λπ.) δεν ήταν τυχαία, ούτε πρέπει να υποτιμήσουμε το γεγονός ότι συνελήφθη ως πραξικοπηματίας και ο διοικητής της Δεύτερης Στρατιάς, που έχει ως ζώνη ευθύνης τα σύνορα με Ιράκ, Συρία και Ιράν και ήταν σε διαρκή επιχειρησιακή επικοινωνία με τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις.

Από την άλλη, μετά το πραξικόπημα, μια περιήγηση στον δυτικό Τύπο μάς φέρνει μπροστά σε πλήθος αναφορές για «ανάγκη αυτοσυγκράτησης» αλλά και στη σταδιακή επιστροφή όλης της ρητορικής περί του αυταρχικού «σουλτάνου» που είναι «αποξενωμένος» από μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας, που είναι «λαϊκιστής» και που απειλεί την ισορροπία στην περιοχή. Ούτε πρέπει να υποτιμήσουμε τις έμμεσες προειδοποιήσεις και των ΗΠΑ και των άλλων δυτικών δυνάμεων.

Την ίδια στιγμή, η κρίση της Ε.Ε. μετά το Brexit –όπου μόνιμη επωδός των αντιδράσεων μεγάλου μέρους του ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού ως προς την ανάγκη αλλαγής πορείας είναι και η άρνηση της παραπέρα διεύρυνσης και ως εκ τούτου η οριστική ταφόπλακα στα ενταξιακά σχέδια της Τουρκίας– σήμαινε ότι δεν υπήρχε και η όποια συστολή για το ότι τυχόν παρέμβαση του στρατού θα διακύβευε την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ούτε πρέπει να μας διαφύγει το γεγονός ότι η συζήτηση για την επαναφορά της θανατικής ποινής έχει και τη συμβολική σημασία ότι ακυρώνει μία από τις θεσμικές τομές (την κατάργηση της θανατικής ποινής) που η Τουρκία έκανε ακριβώς για να μπορέσει να ενταχθεί στην Ε.Ε.· γιατί βέβαια, σε κάθε περίπτωση, το ΝΑΤΟ κανένα πρόβλημα δεν θα είχε, εφόσον κατά τη διάρκεια τεσσάρων πραξικοπημάτων στην Τουρκία και μιας επτάχρονης δικτατορίας στην Ελλάδα ουδέποτε έθεσε ζήτημα αποπομπής ούτε της Τουρκίας ούτε της Ελλάδας.

 

Η στοχοποίηση Γκιουλέν

Οι εκπρόσωποι της τουρκικής κυβέρνησης έσπευσαν να αποδώσουν το πραξικόπημα σε υποστηρικτές του Γκιουλέν στο πλαίσιο της μακροχρόνιας αντιπαράθεσης του Ερντογάν μαζί του ως προς την ηγεμονία μέσα στο πολιτικό Ισλάμ αλλά και ως έμμεση προειδοποίηση προς τις ΗΠΑ για τυχόν ανάμειξή τους. Άλλωστε, από διάφορες πλευρές έχουν υπάρξει αναφορές για σχέση του δικτύου των οργανώσεων του Γκιουλέν, που αρνείται κάθε ανάμειξη στο πραξικόπημα, με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.

Παρά την προσπάθεια «αγιοποίησής» του ακόμα και σε ελληνικά ΜΜΕ, το δίκτυο του Γκιουλέν υπήρξε ένας ιδιαίτερα εκτεταμένος μηχανισμός που με αφετηρία ένα επίσης εκτεταμένο δίκτυο ιδιωτικών σχολείων, κολεγίων και πανεπιστημίων αλλά και παρουσία στον Τύπο ξεδίπλωσε ήδη από τη δεκαετία του 1970 μια προσπάθεια συντηρητικής ιδεολογικής στροφής που συνδύαζε τον ισλαμισμό με τον καπιταλισμό και μια απόπειρα άλωσης κρίσιμων θέσεων στον κρατικό μηχανισμό. Ο Ερντογάν εν μέρει στηρίχτηκε σε αυτό με σκοπό να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους στρατιωτικούς, εκμεταλλευόμενος τη συστηματική διείσδυση του δικτύου Γκιουλέν στο δικαστικό σώμα, για να οργανώσει μεγάλες δίκες κατά των στρατιωτικών. Για μεγάλο διάστημα το AKP στηρίχτηκε στην προεργασία που είχε κάνει από χρόνια ο Γκιουλέν: από τη μία, γιατί είχε μια αρκετά επεξεργασμένη εκδοχή «πολιτικού Ισλάμ», συμβατή με την οικονομία της αγοράς, τον συντηρητισμό, τον φιλοδυτικό προσανατολισμό· από την άλλη, γιατί κατεξοχήν συσπείρωνε μορφωμένα στρώματα και έδινε τη δυνατότητα στελέχωσης του κρατικού μηχανισμού με ανθρώπους προσανατολισμένους στο πολιτικό Ισλάμ, οι οποίοι είχαν προσόντα που οι παραδοσιακοί πολιτευτές του AKP δεν διέθεταν.

Θα αξιοποιήσει επίσης την ιδιαίτερα έντονη παρουσία του Γκιουλέν στις ΗΠΑ, μέσω των σχολείων που διατηρεί και στο εξωτερικό, αλλά και της επιρροής του στην τουρκική διασπορά, όπως και των καλών σχέσεών του με την αμερικανική ακαδημία και τις αμερικανικές πολιτικές ελίτ, ως τμήμα των διπλωματικών ανοιγμάτων του. Ωστόσο, στο τέλος θα υπάρξει σύγκρουση ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Γκιουλέν, που θα γίνει ακόμα πιο έντονη όταν τα δίκτυα του Γκιουλέν θα στραφούν εναντίον του ενεργοποιώντας μεγάλες δίκες κατά της διαφθοράς, που θα αγγίξουν και τον ίδιο τον Ερντογάν. Η ρήξη με τον Γκιουλέν, η οποία συμπίπτει με τα πρώτα έντονα σημάδια κρίσης του «τουρκικού μοντέλου» που εισήγαγε το AKP, αποτέλεσμα και της σχετικής αποτυχίας των ηγεμονικών σχεδίων στο εξωτερικό αλλά και της όξυνσης των εσωτερικών συγκρούσεων (τη μεγάλη πόλωση που έφεραν στο προσκήνιο οι κινητοποιήσεις γύρω από το πάρκο Γκέζι), αποτύπωνε με αυτή την έννοια και διαφορές ως προς την εσωτερική πολιτική και ως προς τον διεθνή προσανατολισμό (τον κίνδυνο απομάκρυνσης από μια φιλοδυτική πορεία). Και πρέπει να πούμε ότι ούτως ή άλλως η τουρκική κυβέρνηση μεθόδευε εκκαθαρίσεις του κρατικού μηχανισμού από τα δίκτυα του Γκιουλέν.

Παρ’ όλα αυτά, το ίδιο το ανακοινωθέν των πραξικοπηματιών και ο τόνος, όπως και το όνομα που διάλεξαν («Συμβούλιο για την ειρήνη στην πατρίδα»), που παραπέμπει σε σύνθημα του ίδιου του Κεμάλ, έδειχνε ότι διεκδικούσαν και την κεμαλική παράδοση. Εάν αυτό συνέβη για λόγους αισθητικής ή συγκάλυψης είναι κάτι που τη συγκεκριμένη στιγμή δεν το γνωρίζουμε. Μπορεί κάποιος να κάνει την υπόθεση ότι μερίδες του στρατού, που έχει μακρά παράδοση ενεργού πολιτικού ρόλου στην Τουρκία, θεώρησαν ότι έπρεπε να ανακόψουν την πορεία του Ερντογάν επαναφέροντας την Τουρκία σε μια πιο αυταρχική, κοσμική και φιλοδυτική παράδοση, ακολουθώντας ανάλογα βήματα προηγούμενων επεμβάσεων του στρατού στην πολιτική και προφανώς υπολογίζοντας ότι στο τέλος θα είχαν και στη στήριξη της Δύσης. Προφανώς, σε αυτή τη φάση, το σύνολο της ιεραρχίας του στρατεύματος δεν ήθελε να ακολουθήσει μια τέτοια κατεύθυνση ή εκτίμησε ότι δεν ήταν τόσο ώριμες οι συνθήκες ή αποφάσισε να μην ταυτιστεί μαζί του.

 

Ένας στρατός που επιμένει να «αναμειγνύεται στην πολιτική»

Εδώ χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ο στρατός στην Τουρκία διεκδίκησε πολλές φορές να έχει πολιτικό ρόλο θεωρώντας ότι μπορεί να αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά του κράτους και τον εγγυητή της σταθερότητας. Έχει επίσης σημαντικό οικονομικό ρόλο, μέσω του ΟΥΑΚ, του συνταξιοδοτικού ταμείου των ενόπλων δυνάμεων (κάτι σαν το δικό μας Μετοχικό Ταμείο Στρατού αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα), που είναι από τους σημαντικότερους οικονομικούς παράγοντες στην Τουρκία καθώς ελέγχει 87 εταιρείες που δρουν σε 19 χώρες και απασχολούν περίπου 30.000 εργαζόμενους και έχει αξία 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και στο οποίο είναι σε εξέλιξη σχέδια πολιτικού ελέγχου και πιθανώς ιδιωτικοποίησής του.

Είναι επίσης ένας στρατός νατοϊκός που αποτέλεσε βασικό τμήμα του ατλαντικού αμυντικού σχεδιασμού στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου όταν η Τουρκία ήταν προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης στην περιοχή αλλά και βασικό τμήμα του σχεδιασμού και της υποστήριξης όλων των ένοπλων επεμβάσεων τα τελευταία χρόνια στην ευρύτερη περιοχή.

Η ιστορία του περιλαμβάνει πραξικοπήματα αλλά και μακρά παράδοση βίας, που φάνηκε και στη δικτατορία Εβρέν με τις εκατοντάδες χιλιάδες συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τις δίκες και καταδίκες χιλιάδες αγωνιστών, αλλά και στον βρόμικο πόλεμο κατά των Κούρδων στη Ν.Α. Τουρκία και κατά των αριστερών σε όλη την Τουρκία. Είναι επίσης ο στρατός κομβικό τμήμα του «βαθέος κράτους», δηλαδή ενός συνόλου εμφανών και αφανών δικτύων, συγκροτημένων τόσο κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (με την τουρκική παραλλαγή των δικτύων τύπου «Stay Behind», δηλαδή των δικτύων που υποτίθεται ότι θα έκαναν αντίσταση στην περίπτωση κατάληψης από δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας και που αποτέλεσαν βασικό μηχανισμό της CIA) όσο και στην περίοδο των διαφόρων πραξικοπημάτων, που διαμόρφωναν ένα παράλληλο σύστημα εξουσίας προς τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Για την ακρίβεια, η ίδια η έκφραση «βαθύ κράτος» (derin devlet) είναι τουρκική και επινοήθηκε ακριβώς για να περιγραφεί το παράλληλο αυτό κρατικό δίκτυο.

Ούτε πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ρόλος του στρατού να παρεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα ήταν και επίσημα θεσπισμένος. Το Σύνταγμα του 1961 (μετά το πραξικόπημα του 1960) εισήγαγε το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, οι αρμοδιότητες του οποίου ενισχύθηκαν από το Σύνταγμα που που καθιέρωσε η χούντα του Εβρέν, διαμορφώνοντας ένα κέντρο με πραγματικές υπερεξουσίες. Το 1997 ήταν οι στρατιωτικοί που υποχρέωσαν σε παραίτηση την κυβέρνηση Ερμπακάν (την πρώτη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κυβέρνηση «πολιτικού Ισλάμ»). Ουσιαστικά, θα είναι οι κυβερνήσεις του AKP που θα περιορίσουν τις αρμοδιότητες του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλάζοντας εκτός των άλλων και τη σύνθεσή του.

 

Γιατί απέτυχε το πραξικόπημα;

Γιατί όμως απέτυχε το πραξικόπημα (ιδίως εάν διακινδυνεύσουμε την υπόθεση ότι στο τέλος θα είχε την ανοχή της Δύσης); Ένας πρώτος λόγος φαίνεται να είναι ότι στην εποχή μας, και με όλη τη συνθετότητα που αποκτούν οι μηχανισμοί εξουσίας και η υποδομή τους, δεν αρκεί να καταλάβεις μερικά νευραλγικά σημεία για να κατακτήσεις την εξουσία. Χρειάζεται να μπορέσεις να ελέγξεις ένα μεγάλο φάσμα λειτουργιών, συμπεριλαμβανομένης και της επικοινωνίας, αλλά και να εξασφαλίσεις ότι το σύνολο των σωμάτων ασφαλείας υπακούουν στη νέα κατάσταση και δεν έχουμε, όπως έγινε στην Τουρκία, ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε αστυνομικούς και στρατιώτες, εικόνα που δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς στην Τουρκία μέχρι πριν από λίγο. Ρόλο έπαιξε και η αποτυχία των πραξικοπηματιών να μπορέσουν έγκαιρα να συλλάβουν τον ίδιο τον Ερντογάν, γεγονός που του έδωσε το περιθώριο να απευθυνθεί στον λαό, να τον καλέσει στον δρόμο, προφανώς να εξασφαλίσει τη συνεργασία μέρους του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας και να οργανώσει την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη.

Ένας άλλος λόγος ήταν ότι μια σημαντική –από ό,τι φαίνεται– μερίδα των στρατιωτικών στάθηκε με τη μεριά της κυβέρνησης. Αυτό αποτυπώθηκε και στην έκταση συγκρούσεων στο εσωτερικό των ίδιων των δυνάμεων ασφαλείας. Για παράδειγμα, ήταν καθοριστική για την εξέλιξη των πραγμάτων η στάση του στρατηγού Ουμίτ Ντουντάρ, διοικητή της Πρώτης Στρατιάς, που στάθηκε στο πλευρό του Ερντογάν, τον έπεισε να πάει στην Κωνσταντινούπολη και εμφανίστηκε στην τηλεόραση λέγοντας ότι το πραξικόπημα ήταν παράνομο. Στη συμπόρευση μερίδας των στρατιωτικών με την κυβέρνηση συντέλεσε και η αναβάθμιση του ρόλου του στρατού μέσα από την κλιμάκωση των επιχειρήσεων εναντίον των Κούρδων στο πλαίσιο της στροφής που έχει γίνει σε αυτό το θέμα. Τη βελτίωση όμως των σχέσεων του Ερντογάν είχε ενισχύσει και το κλείσιμο, με απαλλαγές τελικά, της υπόθεσης Εργκένεκον, κίνηση που αποκατέστησε ως έναν βαθμό τις σχέσεις με το στρατό. Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορούσε καταγγελίες για μια συνωμοσία των ενόπλων δυνάμεων στην αποκάλυψη και την αρχική εκδίκαση της οποίας είχαν παίξει σημαντικό ρόλο τμήματα του κρατικού και δικαστικού μηχανισμού με αναφορά στον Γκιουλέν. Η υποτιθέμενη χάλκευση της συνωμοσίας αποτελεί μόνιμη πολεμική του AKP κατά της πλευράς Γκιουλέν. Επιπλέον, τόσα χρόνια παραμονής στην εξουσία επέτρεψαν και στον Ερντογάν να αποκτήσει και αυτός πρόσβαση στις ένοπλες δυνάμεις.

Από εκεί και πέρα όντως οι πραξικοπηματίες δεν υπολόγισαν μια παράμετρο που σε προηγούμενα πραξικοπήματα δεν υπήρξε: τη λαϊκή κινητοποίηση που φάνηκε ότι μπορούσε όντως να επηρεάζει τους ρυθμούς ξεδιπλώματος του πραξικοπήματος. Και εδώ να ξεκαθαρίσουμε ότι η έκκληση στον κόσμο να κατέβει στον δρόμο άγγιξε όχι μόνο τους οπαδούς του Ερντογάν (που καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι την τελευταία φορά εξελέγη με 52%) αλλά και αρκετούς άλλους. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι η ίδια η έννοια του πραξικοπήματος είναι πια βαθιά αντιδημοφιλής στην Τουρκία, σε αντίθεση με άλλες εποχές, όταν μπορούσαν τέτοιες πρακτικές να έχουν και την αποδοχή τμημάτων της κοινωνίας. Αντίθετα, αυτή τη φορά είχαμε την καταδίκη του πραξικοπήματος, που περιλάμβανε ευρύτατο φάσμα πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων.

Στο σημείο αυτό ας ξεκαθαρίσουμε και κάτι ακόμα, μια που υπήρξαν διάφορες φωνές στην ελληνική δημόσια σφαίρα, ιδίως την ηλεκτρονική. Δεν υπάρχουν «καλά πραξικοπήματα», ιδίως για όποιον έχει εικόνα της τουρκικής ιστορίας. Επικράτηση του πραξικοπήματος θα σήμαινε πρώτα και κύρια διώξεις των αριστερών και των Κούρδων, όπως έγινε σε όλες τις προηγούμενες επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ζωή. Ούτε τυχαίο είναι ότι οι τουρκικές και οι κουρδικές αριστερές οργανώσεις καταδίκασαν όλες το πραξικόπημα εξαρχής. Είναι επίσης προφανές ότι η επένδυση του Ερντογάν στη λαϊκή κινητοποίηση ενάντια στο πραξικόπημα (με τις εικόνες που είδαμε με κόσμο να αψηφά τα τανκ) μπορεί να ισχυροποίησε τον ίδιο αλλά αφήνει και ένα αποτύπωμα δυνατότητας του λαϊκού παράγοντα να παρεμβαίνει στις εξελίξεις.

Σημαίνει αυτό ότι παραβλέπουμε τον αυταρχισμό του Ερντογάν και του AKP; Προφανώς και όχι. Άλλωστε, συνολικά η ανάδυση του Ερντογάν και του AKP στην κυρίαρχη θέση μέσα στην τουρκική πολιτική ζωή ήταν το αποτέλεσμα σημαντικών πολιτικών και ιδεολογικών μετατοπίσεων που ακύρωσαν τη βαρύτητα προηγούμενων πολιτικών διαιρέσεων (ανάμεσα στην κεντροαριστερά, τις παραλλαγές της κεντροδεξιάς και την εθνικιστική δεξιά), με αφετηρία όμως μια διεργασία άμβλυνσης κάθε ριζοσπαστικής όχι μόνο ισλαμικής αλλά και κοινωνικής αναφοράς σε σχέση με προηγούμενες εκδοχές «πολιτικού Ισλάμ», σε ένα ηγεμονικό πρόταγμα που συνδύαζε την ισλαμική ταυτότητα, τον συντηρητισμό, την αγορά, τη «νεοοθωμανική» αυτοπεποίθηση στην εξωτερική πολιτική με μια υπόσχεση δικαιοσύνης για τα πληβειακά στοιχεία. Το πρόταγμα αυτό είχε εξαρχής και ένα στοιχείο αυταρχισμού που έγινα ακόμα πιο έντονο όσο περνούσαν τα χρόνια, όπως φάνηκε από την καταστολή των κινητοποιήσεων του 2013, τις συνεχείς επιθέσεις στους αλεβίτες, τους Κούρδους και την αριστερά, την κλιμάκωση του πολέμου στο Κουρδιστάν. Ουσιαστικά, όλες οι εξελίξεις –ιδίως σε σχέση με τη συνταγματική αναθεώρηση– παραπέμπουν σε μια εντεινόμενη αυταρχική και βοναπαρτιστική λογική, έστω και υπό έναν τυπικό δημοκρατικό μανδύα. Ότι πέραν των κινητοποιήσεων κατά των πραξικοπηματιών υπήρξαν και επιθέσεις σε αριστερές και κουρδικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης αυτό καταδεικνύει. Όλα αυτά σε κανέναν βαθμό δεν μπορούν να προσδώσουν οποιαδήποτε νομιμοποίηση στο πραξικόπημα.

 

Τα ανοιχτά ερωτήματα της επόμενης μέρας

Τα πιο σημαντικά ερωτήματα αφορούν το από εδώ και πέρα έστω κι αν είναι σχετικά νωρίς για να έχουμε πλήρη εικόνα. Η αποτυχία του πραξικοπήματος σημαίνει ότι καθίσταται αυτόματα ισχυρότερος ο Ερντογάν όπως υποστηρίζουν διάφοροι; Και εδώ χρειάζεται προσεκτικότερη προσέγγιση.

Σίγουρα, σε μια πρώτη φάση μπορεί να εκμεταλλευτεί την αποτυχημένη έκβαση του πραξικοπήματος για να προχωρήσει σε ακόμα μεγαλύτερη εκκαθάριση και έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, όπως φαίνεται και από τις μαζικές συλλήψεις που ήδη γίνονται, οι οποίες δεν αφορούν μόνο χιλιάδες στρατιωτικούς αλλά και χιλιάδες δικαστικούς και δημοσίους υπαλλήλους. Αυτό σημαίνει μια τεράστιας έκτασης προσπάθεια για έλεγχο και των σωμάτων ασφαλείας και του κρατικού μηχανισμού, προσπάθεια χωρίς προηγούμενο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στις μεταμοντέρνες μεταδημοκρατίες μπορεί να είναι η αποτυχία ενός πραξικοπήματος εκείνη που ανοίγει τον δρόμο για ένα πραγματικό πραξικόπημα ενάντια στις δημοκρατικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα και σε μια μεγάλη επιχείρηση αυταρχισμού. Σίγουρα, επίσης, ο Ερντογάν μπορεί να εκμεταλλευτεί την κατάσταση, δεδομένων και των πρόσφατων εκλογικών θριάμβων του, για να προωθήσει τις συνταγματικές αλλαγές που προκρίνει με κομβικό άξονα την απόδοση ακόμα μεγαλύτερων εξουσιών στο πρόσωπο του προέδρου της δημοκρατίας και γενικά για να ασκήσει μεγαλύτερο έλεγχο σε κρίσιμες όψεις της δημόσιας συζήτησης.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα για τον ίδιο και την πολιτική του. Ο Ερντογάν στήριξε τη δημοτικότητα και την κυριαρχία του στην πολιτική σκηνή και σε ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που πέτυχε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, τρέχοντας στο τελευταίο τρίμηνο του 2015 με ετήσιο ρυθμό 5,7%. Αυτό το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης έδωσε μια αίσθηση καταναλωτικής ευδαιμονίας σε μεγάλα τμήματα της τουρκικής κοινωνίας· έχει όμως σχετικά σαθρά στηρίγματα καθώς στηρίζεται σε μια διογκούμενη φούσκα ιδιωτικού χρέους. Σήμερα ο μέσος Τούρκος διαθέτει το 14% του διαθέσιμου προσωπικού εισοδήματός του για την εξυπηρέτηση του ιδιωτικού του χρέους. Την ίδια στιγμή αρκετές είναι οι προειδοποιήσεις για την ευστάθεια του τουρκικού τραπεζικού συστήματος.

Στην εξωτερική πολιτική έχει υποχρεωθεί σε σημαντικές αναδιπλώσεις που δεν αναλογούν στον επιθετικό ρόλο που διεκδίκησε στην αρχή της «Αραβικής Άνοιξης»· όταν επιχείρησε να εκπροσωπήσει μαζί με την Αίγυπτο του Μόρσι την ατζέντα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, δηλαδή την ανατροπή αυταρχικών καθεστώτων και την εκλογή κυβερνήσεων «πολιτικού Ισλάμ», ήρθε σε ρήξη με έναν παραδοσιακό σύμμαχο όπως το Ισραήλ και ενεπλάκη ενεργά στη συριακή κρίση, ελπίζοντας σε ταχεία ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Αλλά τα πράγματα δεν προχώρησαν με αυτόν τον τρόπο και επειδή το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και οι ΗΠΑ δεν επιθυμούσαν μια τόσο ευρεία ανατροπή συσχετισμών στην περιοχή και επειδή στην Αίγυπτο η κυβέρνηση Μόρσι θα έχει και αυτή σημάδια αυταρχισμού και διαφθοράς, καθώς και γιατί ο Άσαντ δεν θα καταρρεύσει τόσο εύκολα. Για την ίδια την Τουρκία, ειδικά η συριακή εμπλοκή έδειξε ότι τελικά είχε μεγάλο κόστος, καθώς όχι μόνο δεν έγινε ταχεία «αλλαγή καθεστώτος» αλλά οι εξελίξεις έδωσαν μεγάλη ώθηση στο ενδεχόμενο διαμόρφωσης κουρδικής κρατικής οντότητας, καθώς οι Κούρδοι της Συρίας θα βρεθούν να απολαμβάνουν και την αμερικανική υποστήριξη στο πλαίσιο των επιχειρήσεων κατά του «Ισλαμικού Κράτους». Επιπλέον, η εμπλοκή της Τουρκίας στις συγκρούσεις στη Συρία, με την υποστήριξη ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων και την ανοχή στο λαθρεμπόριο πετρελαίου του «Ισλαμικού Κράτους», έκαναν την Τουρκία μέρος του προβλήματος αλλά και οδήγησαν σε μια ολόκληρη αλυσίδα επιθέσεων και στο έδαφος της ίδιας της Τουρκίας.

Αποτέλεσμα αυτών των προβλημάτων ήταν μια εντυπωσιακή αναδίπλωση ως προς την εξωτερική πολιτική, που περιλαμβάνει την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ και τη συγγνώμη προς τη Ρωσία για την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού, αλλά και τη συνεννόηση για την επίλυση του συριακού, με την Τουρκία να επιμένει μεν στην αποπομπή Άσαντ αλλά να παραδέχεται την ανάγκη διατήρησης της ακεραιότητας της Συρίας (απέναντι στον κίνδυνο διαμόρφωσης κουρδικής κρατικής οντότητας), ερχόμενη πιο κοντά στη ρωσική θέση για πολιτική λύση του ζητήματος. Μένει να δούμε εάν θα υπάρξει και απόπειρα εξομάλυνσης με την Αίγυπτο, αν και εκεί η αρνητική φόρτιση από το πραξικόπημα εναντίον της εκλεγμένης κυβέρνησης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας παραμένει ισχυρή.

Όλα αυτά μπορεί να αποδεικνύουν ότι ο Ερντογάν διατηρεί ισχυρό ένστικτο πολιτικής επιβίωσης αλλά την ίδια στιγμή δίνουν και την αίσθηση απομάκρυνσης από τα αρχικά μεγάλα σχέδια για μια Τουρκία πρωταγωνίστρια των εξελίξεων.

Επιπλέον, αυτές οι προσπάθειες αλλαγής πλεύσης δεν είναι χωρίς κινδύνους. Κάθε κίνηση της Τουρκίας που θα φαντάζει ως απομάκρυνση από τις ΗΠΑ (όπως θα ήταν οποιοδήποτε βήμα που θα παρέπεμπε προς την «ευρασιατική ενοποίηση» που προκρίνει η Μόσχα) θα μπορούσε να εκθέσει την Τουρκία και το καθεστώς Ερντογάν σε πιέσεις αποσταθεροποίησης. Δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή θα σταθεροποιηθεί σχετικά γρήγορα ή ότι θα αντιμετωπιστεί π.χ. το ζήτημα των Κούρδων της Συρίας. Η τουρκική οικονομία μπορεί να τροφοδοτείται από την εσωτερική κατανάλωση αλλά παραμένει ευάλωτη, ιδίως το τραπεζικό σύστημα στις διεθνείς τάσεις και διακυμάνσεις. Όλα αυτά μπορούν να αποτελέσουν αντικειμενικούς μοχλούς πίεσης προς την Τουρκία και μπορεί να υποθέσει κανείς ότι οι διάφορες δυτικές προειδοποιήσεις στον Ερντογάν για «αυτοσυγκράτηση» σε αυτό παραπέμπουν.

Στο Κουρδικό και εκεί τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Ούτως ή άλλως ο Ερντογάν εδώ και καιρό είχε στραφεί προς την κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων, μετατρέποντας τη Ν.Α. Τουρκία σε ζώνη πολέμου, εγκαταλείποντας τις αρχικές του επιδιώξεις για πολιτική επίλυση του ζητήματος, που σημειώνουμε ότι ήταν και από τις βασικές αιχμές της ανόδου στην εξουσία και που πήραν και τη μορφή των διαπραγματεύσεων ακόμα και με τον ίδιο Οτσαλάν. Πλέον, η αντιμετώπιση είναι πολύ σκληρή και μπορεί να περιμένει κανείς ότι την επαύριον του πραξικοπήματος θα επιμείνει σε μια πιο αυταρχική αντιμετώπιση, πράγμα που εκτός όλων των άλλων σημαίνει και ακόμα πιο μεγάλη πολιτική αλλά και κατασταλτική πίεση απέναντι στο HDP, που δεν είναι μόνο ο πολιτικός εκπρόσωπος των Κούρδων αλλά και η μόνη πολιτική δύναμη που διεκδικεί πραγματικό εκδημοκρατισμό, εκπροσωπώντας κατά κάποιον τρόπο και τη δυναμική του κόσμου που βγήκε στο προσκήνιο με τις κινητοποιήσεις του 2013. Ωστόσο, καθόλου δεδομένο δεν είναι ότι αυτού του είδους η πίεση θα κάμψει τη μαχητικότητα του κουρδικού κινήματος, όπως καθόλου δεδομένο δεν είναι ότι η «ρεαλιστικότερη» στροφή στη Συρία θα διακόψει άμεσα την ενίσχυση των Κούρδων της Συρίας και τη διαμόρφωση των αυτόνομων κουρδικών περιοχών.

Άλλωστε, η ιστορία του κουρδικού ζητήματος έχει αποτυπώσει ότι η καταστολή από μόνη της δεν αρκεί, την ίδια ώρα που οι δημογραφικές τάσεις δείχνουν ότι για τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσουμε να έχουμε αύξηση της βαρύτητας του κουρδικού στοιχείου μέσα στον συνολικό πληθυσμό της Τουρκίας, καθώς οι περιοχές με κουρδική πλειονότητα είναι και οι περιοχές με ιδιαίτερα υψηλή γεννητικότητα (3,2 - 4,2 παιδιά ανά οικογένεια), σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Τουρκίας, όπου η γεννητικότητα πέφτει και πηγαίνει σε «δυτικού τύπου» ρυθμούς.

Και η ίδια η σχέση του Ερντογάν βέβαια, όσον αφορά τον κρατικό μηχανισμό και ιδίως τον στρατό, δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, ούτε πρέπει να προβάλουμε στο διηνεκές μια εικόνα απόλυτης κατίσχυσής του. Στην πραγματικότητα, από το ίδιο το πραξικόπημα μπορεί να βγάλει κανείς δύο συμπεράσματα, που δεν είναι λογικά αποκλειόμενα μεταξύ τους. Από τη μία, όντως φάνηκε ότι είναι πολύ δύσκολο ένα πραξικόπημα όταν δεν έχει εξαρχής ούτε πλήρη στήριξη του συνόλου των ενόπλων δυνάμεων ούτε κάποιου τύπου ανοχή της κοινωνίας. Από την άλλη, φάνηκε ότι ακόμα κι ένα πραξικόπημα που δεν είχε τη στήριξη του συνόλου της στρατιωτικής ιεραρχίας μπορούσε να καταφέρει αποφασιστικά πλήγματα, να φτάσει κοντά στη σύλληψη της πολιτικής ηγεσίας και να ελέγξει κομβικές λειτουργίες, με την αποτυχία του να εξαρτάται κυρίως από το ότι κινήθηκε εναντίον του ένα τμήμα των ίδιων των ενόπλων δυνάμεων. Κοινώς, φάνηκε ότι ένα πραξικόπημα δεν είναι αδιανόητο. Ότι στη σωτηρία του Ερντογάν έπαιξε ρόλο και η στάση σημαντικής μερίδας των στρατηγών δεν σημαίνει ότι θα είναι στο πλευρό του σε κάθε επιλογή του ή ότι δεν θα του υπενθυμίζουν πως τελικά στηρίχτηκε σε αυτούς, ή –γιατί όχι– πως κάποια άλλη στιγμή μπορεί να ρίξουν το βάρος τους σε διαφορετική κατεύθυνση.

Την ίδια στιγμή, η τουρκική κοινωνία παραμένει βαθιά διαιρεμένη και ίσως και εδώ να είναι η αφετηρία των μελλοντικών εξελίξεων. Σίγουρα ο Ερντογάν και το AKP έχουν καταφέρει να διαμορφώσουν μια ιδιαίτερα ισχυρή κοινωνική συμμαχία γύρω από την πολιτική τους, που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών στρωμάτων (από αγροτικά και πληβειακά στρώματα μέχρι μερίδες του κόσμου των επιχειρήσεων), που έλκονται από τον συνδυασμό ισλαμικού συντηρητισμού, υπόσχεσης για μια «ισχυρή Τουρκία» και καταναλωτισμού που προτείνει. Επιπλέον, ο πυρήνας των πολιτικών του είναι νεοφιλελεύθερος, με σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις αλλά και αξιοποίηση κρατικών πόρων για την ενίσχυση επιχειρήσεων και συστηματική προσπάθεια να καταστέλλονται τυχόν εργατικές κινητοποιήσεις. Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο συνδυασμός ανάμεσα σε ισλαμισμό και νεοφιλελευθερισμό, που πρέσβευε στη δεκαετία του 2000 το AKP, ήταν και ένας από τους λόγους που οι δυτικοί το πρόβαλλαν και ως πρότυπο και για τον αραβικό κόσμο.

Αυτό όμως δεν αναιρεί το πλατύ φάσμα δυνάμεων που είναι απέναντι: όχι μόνο οι παραδοσιακές κεμαλικές ελίτ στο κράτος, τις επιχειρήσεις και τη δημοσιογραφία, ούτε μόνο οι κουρδικοί πληθυσμοί, αλλά και όλα εκείνα τα κομμάτια της μορφωμένης νεολαίας και των εργαζομένων που βγήκαν στο προσκήνιο, ριζοσπαστικοποιήθηκαν με τις κινητοποιήσεις με αφορμή το πάρκο Γκέζι, συγκρούστηκαν με τον Ερντογάν και μέσα στην απουσία αριστερού πόλου (πλην του HDP), δεν έχουν πολιτική έκφραση που να τους αναλογεί.

Η απόπειρα πλήρους κυριαρχίας του Ερντογάν σε αυτό το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο δεν είναι καθόλου δεδομένο εάν θα οδηγήσει σε μια αυτόματη κατίσχυση ή σε εκ νέου όξυνση των πραγματικών αντιθέσεων που διαπερνούν την τουρκική κοινωνία. Η διαίρεση της τουρκικής κοινωνίας αποτυπώθηκε ως προς τις κοινωνικές δυνάμεις στο μεγάλο κίνημα γύρω από το πάρκο Γκέζι, ως προς τις εθνικές πληγές στο Κουρδικό, και ως προς τη συνοχή του κρατικού μηχανισμού στο αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Την ίδια ώρα καθόλου δεδομένο δεν είναι ότι η στροφή της Τουρκίας ως προς την εξωτερική πολιτική θα σημαίνει και απεμπλοκή από την ευρύτερη αστάθεια στην περιοχή ή συνολικότερο αναπροσανατολισμό.

 

Αντί (πρόωρου) συμπεράσματος

Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι έχουμε μπει σε μια περίοδο ευρύτερων ανακατατάξεων και αλλαγών στον σύγχρονο κόσμο. Η αδυναμία διαμόρφωσης ενός ηγεμονικού καθεστώτος συσσώρευσης ύστερα από την κρίση του 2008-2009 διαμορφώνει έδαφος ανακατατάξεων στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η αποτυχία σταθεροποίησης της ευρύτερης Μέσης Ανατολής ύστερα από την «αυτοκρατορική» προσπάθεια βίαιης εξαγωγής δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς σε συνδυασμό με την προσπάθεια Ρωσίας και Κίνας να διαμορφώσουν ενός είδους αντίπαλο δέος οδηγεί εκ των πραγμάτων σε έναν κόσμο λιγότερο μονοπολικό. Η βαθιά κρίση του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος», όχι μόνο εξαιτίας του Brexit και των ανερχόμενων αντι-Ε.Ε. αντανακλαστικών αλλά και λόγω των εσωτερικών διαιρέσεων και ως προς την οικονομική και ως προς την εξωτερική πολιτική, απειλεί να συμπαρασύρει μεγάλο μέρος των ευρωατλαντικών διαρρυθμίσεων ασφαλείας και των αντίστοιχων θεσμών. Σε αυτό το πλαίσιο, λογικό είναι να αναμένει κανείς και στην περιοχή μας και γενικότερα αυξημένη αστάθεια και εντονότερες τάσεις «ανατροπής δεδομένων». Και με μια ελληνική κυβέρνηση υπό πραγματική και τυπική επιτροπεία και σε εμμονική ευρωατλαντική προσκόλληση δεν έχουμε και πολλούς λόγους για ήσυχο ύπνο.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.