ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ |
Τρί, 11/09/2018 - 13:12

Ο Ντόναλντ πήρε τ’ όπλο του: Για τους εμπορικούς πολέμους και την κατάσταση της διεθνούς οικονομίας


Κι έτσι, ο κόσμος βρέθηκε στη μέση μιας καταιγίδας εμπορικών πολέμων, δηλαδή για να το κάνουμε λιανά να καταλάβει ο κόσμος, βασικά έχουμε όξυνση των εμπορικών ανταγωνισμών μεταξύ ιμπεριαλιστικών μπλοκ, «με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας σεχταρισμός που αποπροσανατολίζει τις μάζες και τις αφήνει σε ένα τέλμα ιδεολογικής σύγχυσης με ανεπανόρθωτες συνέπειες, ανεπανόρθωτες συνέπειες, επαναλαμβάνω, στην ανάπτυξη του κινήματος της εργατικής τάξης και της αποδέσμευσής της από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά».

Με όλους αυτούς τους Τραμπ-άκουλες που συνωθούνται στα ανώτατα κλιμάκια του διεθνούς συστήματος, η κατάσταση θα ήταν πραγματικά πολύ αστεία αν δεν ήταν τρoμαχτική.

 

Το χρέος. Ξανά

Παρά την πρόσφατη κυκλική ανάκαμψη των δεικτών της παγκόσμιας οικονομίας, το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει ακόμα ξεφύγει από τη δίνη της βαθιάς συστημικής κρίσης που ξέσπασε το 2007. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Για να γίνει κάτι τέτοιο μακροπρόθεσμα, χρειάζεται ένα νέο παραγωγικό (δηλαδή κοινωνικό και τεχνολογικό) πρότυπο που να αντικαθιστά το προηγούμενο, σαρώνοντας παλιές μεθόδους παραγωγής και μαζί τους παλιές κοινωνικές σχέσεις (νόμους, τρόπους εργασίας, συμπεριφορές, μόδες). Η τρέχουσα είναι η τέταρτη συστημική κρίση στην ιστορία του σύγχρονου καπιταλισμού, μετά από την κρίση του τελευταίου τέταρτου του 19ου αιώνα, την κρίση της δεκαετίας 1930 και την κρίση της δεκαετίας του 1970, που καθεμιά τους χρειάστηκε για το ξεπέρασμά της ριζικές ανατροπές των προηγούμενων μοντέλων.

Η τελευταία από αυτές μάς άφησε κληρονομιά τον «νεο»-φιλελευθερισμό, την επιθετική εφαρμογή στο επίπεδο της οικονομικής θεωρίας και της πολιτικής μια απλής και ανόθευτης καπιταλιστικής φαντασίωσης για το πώς πρέπει να κυβερνάται ο κόσμος. Παρότι η θεωρία είναι παλιά (ο νεοκλασικισμός είναι προϊόν αντίδρασης στις τότε επιτυχίες του μαρξισμού γύρω στο τέλος του 19ου αιώνα), πρώτη φορά εφαρμόστηκε σε τέτοια έκταση με τη Θάτσερ, τον Ρήγκαν και τον... Ντενγκ Χσιαοπίνγκ, που συνήθως, αλλά αδίκως, παραλείπεται από το πάνθεον των νεοφιλελεύθερων. Η ασυδοσία του κεφαλαίου («απορρύθμιση», ιδιωτικοποίηση κ.λπ.) σε συνδυασμό με την κατάρρευση του «υπαρκτού» και την είσοδο της Κίνας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας κατάφερε να σπρώξει το διεθνές σύστημα μέχρι την κρίση του 2007. Η μέθοδος ήταν απλή και λέγεται μείωση του εργατικού εισοδήματος: Ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας αυξανόταν, οι μισθοί έμειναν σταθεροί.

Στη ρίζα της κρίσης του 2007-08 βρίσκεται η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (FRED), η χρήση του παραγωγικού δυναμικού στη χώρα, από τα επίπεδα του 85-90% τη δεκαετία του ’60, έπεσε στο 75% με καθοδική μακροχρόνια τάση την τρέχουσα δεκαετία. Με αντίστοιχο τρόπο η Κίνα, προκειμένου να ξεφύγει από την τελευταία κρίση και τη σχετική μείωση της ζήτησης για κινεζικά προϊόντα, επιχείρησε να κρατήσει την ανάπτυξή της γυρνώντας στην εσωτερική κατανάλωση και επενδύοντας με ιδιαίτερα αυξημένους ρυθμούς σε υποδομές (αεροδρόμια, τρένα, αυτοκινητόδρομους, οικοδομή κ.λπ.). Το αποτέλεσμα των αχαλίνωτων επενδύσεων σε σταθερό κεφάλαιο είναι φυσικά ένα μεγάλο τμήμα του επενδυμένου κεφαλαίου να μένει αργό, μη αξιοποιούμενο: άδεια σπίτια, άχρηστα αεροδρόμια κ.λπ. Και φυσικά αυτό σήμανε επίσης την ταχύτατη αύξηση του χρέους.

Ολόκληρη η περίοδος από πριν την κρίση μέχρι τώρα χαρακτηρίζεται διεθνώς από τη συνεχή αύξηση του χρέους, τόσο δημόσιου όσο και ιδιωτικού. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, αύξηση του χρέους σημαίνει γενικά επενδύσεις που δεν αποδίδουν, δεν είναι όσο κερδοφόρες προσδοκούσε ο δανειστής όταν έδινε το δάνειο. Σχηματικά, οι επενδύσεις που έκανε με τα χρήματα του δανείου ο δανειζόμενος δεν αποδίδουν αρκετά γρήγορα για να αποπληρωθεί το δάνειο. Το σταθερό κεφάλαιο αποδίδει πιο αργά από όσο απαξιώνεται. Με άλλα λόγια, δημιουργείται υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, περισσότερο κεφάλαιο απ’ όσο «χρειάζεται». Η περιοδικότητα κρίσεων υπερσυσσώρευσης στην ιστορία του καπιταλισμού έχει να κάνει ακριβώς με την ανάγκη καταστροφής του πλεονάζοντος κεφαλαίου (και του χρέους που συνδέεται με αυτό) ώστε να ξεκινήσει ένας νέος «ενάρετος» κύκλος συσσώρευσης.

Το χρέος χρησιμοποιήθηκε και σε έναν άλλο συνδυασμό ενεργειών (ο «συνδυασμός» στα γαλλικά είναι combination, απ’ όπου η «κομπίνα»): την απορρύθμιση του ιδιωτικού δανεισμού, ή αλλιώς τον αφειδή («Πάρε κόσμε!») δανεισμό των νοικοκυριών, μια κομπίνα που με ένα σμπάρο χτύπησε πολλά τρυγόνια. Πρώτον, καλύφθηκαν με δανεικά βασικές ανάγκες, όπως η στέγαση, ανάγκες που ήταν απαγορευτικές λόγω της μείωσης των εισοδημάτων. Δεύτερο, οι τράπεζες βρήκαν ένα νέο σχεδόν παρθένο χώρο κερδοφορίας. Και, τέλος, είχαμε και το ιδεολογικό κέρδος, ότι κάθε χρεωμένος εργαζόμενος εξαρτά άμεσα την τύχη του υποθηκευμένου σπιτιού του (και η υποθήκη είναι ιδιοκτησία της τράπεζας και όχι του δανειολήπτη) από τις διαθέσεις της τράπεζας. Ως τέτοιο το σπίτι είναι στην πραγματικότητα κεφάλαιο, υπακούει στις διακυμάνσεις της αγοράς, μπαίνει στο χρηματιστήριο μέσω των τραπεζικών προϊόντων που χτίζονται επάνω του κ.λπ. Οι δανειολήπτες φαντάζονται τους εαυτούς τους ως «κατόχους» κεφαλαίου, φαντάζονται επομένως κοινά συμφέροντα με τις ανώτερες τάξεις, ενώ ταυτόχρονα υπάγουν τη μικροϊδιοκτησία τους στις ορέξεις και τους κινδύνους της αγοράς. Οι εργάτες (νομίζουν ότι) γίνονται «εισοδηματίες», «μέτοχοι», ενδιαφέρονται για το χρηματιστήριο, οι νέες χρηματιστικές τεχνολογίες γίνονται μηχανισμός ελέγχου και βιοεξουσίας πάνω στις υποτελείς τάξεις.

Η κρίση, αν και έσκασαν επάλληλες φούσκες, και επομένως είδε το χρέος να καταγράφει μια ορισμένη κάμψη στις χώρες του ιμπεριαλιστικού κέντρου, δεν ξεκαθάρισε το τοπίο. Αντίθετα, το χρέος συνέχισε στην πραγματικότητα να μεγαλώνει στο διεθνές επίπεδο. Στις ΗΠΑ, παρά τη σχετική εκκαθάριση της πρόσφατης κρίσης, υπάρχουν τομείς χρέους που συνεχίζουν να αυξάνονται (π.χ. το φοιτητικό χρέος), ενώ η «εκκαθάριση» των ιδιωτικών στεγαστικών δανείων είχε δραματικές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο επίπεδο ζωής των Αμερικανών. Για παράδειγμα, η ιδιοκτησία κατοικίας για τους κάτω των 45 ετών έπεσε από 24% το 2006 σε 14% το 2017, με την ταυτόχρονη εκτόξευση των ενοικίων, εξέλιξη στενά συνδεμένη με την αύξηση των αστέγων. Το χρέος των νοικοκυριών είναι λίγο μεγαλύτερο από το διαθέσιμο εισόδημα σε χώρες όπως η Γερμανία, οι ΗΠΑ και η Ελλάδα, μέχρι 2 έως 3 φορές το διαθέσιμο ετήσιο εισόδημα σε χώρες όπως η Ελβετία, η Σουηδία και ο Καναδάς. Σύμφωνα με το Reuters, η ανάπτυξη στις ΗΠΑ, για την οποία τόσο κομπάζει ο Ντόναλντ, οφείλεται στο εκ νέου φούσκωμα του χρέους των φτωχών.

Ειδική μνεία οφείλει να γίνει σε έναν τομέα σχετιζόμενο με το χρέος, τον συνταξιοδοτικό. Ένα συμπέρασμα της παραπάνω ανάλυσης είναι ότι το συνταξιοδοτικό έχει άμεση ανάγκη αναδιάρθρωσης και μεταρρύθμισης. Πράγματι, οι συντάξεις στον πρώτο κόσμο πρέπει να σταματήσουν να «κεφαλαιοποιούνται» και να επιστρέψουν στο διανεμητικό πρότυπο της διαγενεακής αλληλεγγύης. Η κεφαλαιοποίηση των εργατικών εισφορών είναι από τους κύριους λόγους που γεννούν φούσκες και αδυναμία εγγύησης των συντάξεων σε περίπτωση σκασίματός τους, εισάγοντας περαιτέρω αστάθειες στο σύστημα.

Σύμφωνα τώρα με τη Διεθνή Τράπεζα Διακανονισμών (BIS), το παγκόσμιο χρέος διαμορφώνεται στο 217% του ΑΕΠ, σε άνοδο από το 179% πριν από μία δεκαετία. Αυτό κυρίως βέβαια αντανακλά τον κρατικό δανεισμό που δεν είναι το ίδιο επικίνδυνος όσο ο ιδιωτικός. Ωστόσο, και η εταιρική μόχλευση έχει επίσης εκτοξευτεί, ιδιαίτερα στις τάξεις των δυτικών δανειοληπτών υψηλού κινδύνου και των εταιρειών αναδυόμενων αγορών, κυρίως στην Κίνα, που είδε τα τελευταία χρόνια την πιο γρήγορη αύξηση χρέους στην ιστορία του καπιταλισμού – και επομένως, θα έπρεπε να προσθέσουμε, και μια πολύ γρήγορη άνοδο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Επίσης η πρόσφατη κρίση στην Τουρκία κατά μεγάλο μέρος οφείλεται στο φούσκωμα των δανείων επιχειρήσεων σε συνάλλαγμα.

Την ίδια στιγμή, ενώ και το ιαπωνικό χρέος δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά την «υποδειγματική» (λόγω της συντριβής των λαϊκών διεκδικήσεων, όχι της οικονομικής επιτυχίας) διαχείριση της ελληνικής κρίσης, σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε διαχείριση του ευρύτερου ζητήματος του χρέους. Ακόμα και οι πρόσφατες καλές επιδόσεις της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, που τόσο πολύ εκθειάζουν οι υπεύθυνοι της Ε.Ε., βασίζονται σε ένα ακόμα φούσκωμα του ιδιωτικού χρέους σε αυτές τις χώρες.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν αναγκαστικά ότι είναι σωστά τα καταστροφικά σενάρια του κυρίαρχου περί χρέους λόγου. Τα σενάρια αυτά απλώς αποτελούν μια φτηνή απολογητική της διαρκούς λιτότητας χωρίς ιδιαίτερη γείωση στην πραγματικότητα. Το χρέος, ειδικά το κρατικό σε χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, μπορεί, ανάλογα με τη συγκεκριμένη κατάσταση και τις πολιτικές συνθήκες, να είναι μακροχρόνια διαχειρίσιμο ακόμα κι αν βρίσκεται σε επίπεδα που υποτίθεται θα έπρεπε να φέρουν το τέλος του κόσμου. Η Ιαπωνία, σύμφωνα με τους τρομολάγνους εκπροσώπους της λιτότητας, έπρεπε να έχει καταστραφεί ολικά λόγω χρέους εδώ και δεκαετίες. Κι όμως, η σταθερότητά της, παρά το εκπληκτικά μεγάλο της κρατικό χρέος εδώ και σχεδόν 30 χρόνια, την κάνει ένα από τα κύρια στηρίγματα του ιμπεριαλισμού.

Ωστόσο είναι γεγονός ότι η αύξηση του χρέους είναι αποτέλεσμα και δείκτης τής όχι ικανοποιητικής «ανάπτυξης», δηλαδή της όχι επαρκούς (όπως το βλέπει από την πλευρά της η άρχουσα τάξη) εκμετάλλευσης του επενδυμένου κεφαλαίου, όχι επαρκούς απόσπασης υπεραξίας στον συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό. Επομένως, το αυξημένο χρέος μπορεί να σημαίνει μακροπρόθεσμη αδυναμία υπεραξίωσης, βάλτωμα των ρυθμών ανάπτυξης, μακροπρόθεσμη αποεπένδυση, καταστροφή ανθρώπινου δυναμικού και κοινωνικά αναγκαίων δεξιοτήτων, αύξηση των ανισοτήτων κ.λπ. ή, αντίστροφα, μπορεί να σημαίνει επίσης μια απότομη έκρηξη που είναι λ.χ. το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Το τι θα συμβεί εξαρτάται από τη συγκεκριμένη κατάσταση, αλλά σε γενικές γραμμές η συνθήκη αυτή τη στιγμή στις αναπτυγμένες οικονομίες του κέντρου φαίνεται να είναι η πρώτη, η συνεχής σταδιακή διολίσθηση σε όλο και χειρότερες θέσεις, αν και η απειλή εμπορικών πολέμων οπωσδήποτε ενισχύει τις κρισιακές δυναμικές.

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός είναι ότι οι ΗΠΑ, η Ε.Ε., η Κίνα και η Ιαπωνία έχουν αυτή τη στιγμή περίπου τα 2/3 του παγκόσμιου προϊόντος. Αυτές οι 4 οικονομικές-ιμπεριαλιστικές ζώνες, με προεξάρχουσες φυσικά τις ΗΠΑ, ήταν για όλο το διάστημα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι «κινητήρες» του παγκόσμιου καπιταλισμού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η μία μετά την άλλη αύξησαν το χρέος τους, πέρασαν επομένως από υψηλούς σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με τελευταία χρονικά τη νεοφερμένη στο κλαμπ των «μεγάλων» Κίνα, η οποία βρίσκεται κατά πάσα πιθανότητα στο τέλος της εκρηκτικής καπιταλιστικής ανάπτυξης που ξεκίνησε με το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης. Ο υπόλοιπος μη αναπτυγμένος καπιταλιστικά κόσμος, η Λατινική Αμερική η Νότια Ασία και η Αφρική, αποτελείται βασικά από εξαγωγούς πρώτων υλών, εμπορευμάτων και αγροτικών προϊόντων, άρα η ανάπτυξή τους θα ακολουθεί τους αργούς ρυθμούς του ιμπεριαλιστικού κέντρου προς το οποίο εξάγουν. Επιπλέον, το μέγεθος καθενός από τα κράτη αυτών των περιοχών είναι πολύ μικρό για να έχει πραγματικά γρήγορη συμμετοχή σε μια πιθανή παγκόσμια εκτίναξη του καπιταλισμού. Η Ινδία λ.χ., που σύντομα θα είναι η μεγαλύτερη χώρα του κόσμου, αυτή τη στιγμή είναι μόνο το 3% του παγκόσμιου ΑΕΠ, άρα πολύ μικρή για να κάνει άμεσα τη διαφορά. Αλλά είναι αμφισβητήσιμο αν η Ινδία είναι σε θέση να ακολουθήσει την πορεία ανάπτυξης της Κίνας ούτως ή άλλως. Η Κίνα ξεκίνησε την άνοδό της έχοντας ένα αχανές, μορφωμένο και υγιές προλεταριάτο με το οποίο ήταν σε θέση να κινήσει τη βιομηχανία της. Οι ανισότητες, οι ανομοιογένειες, το χαμηλό γενικό επίπεδο των αγροτικών πληθυσμών της Ινδίας, του αυριανού της προλεταριάτου, δεν φαίνεται να μπορούν να υποστηρίξουν μια τόσο ραγδαία άνοδο. Μια πιο αργή και σταδιακή αύξηση του ΑΕΠ είναι πιο πιθανή, αλλά και λιγότερο ικανή να «τραβήξει» τον καπιταλισμό από την αργή ανάπτυξη που φαίνεται να είναι το μεσοπρόθεσμο μέλλον του.

 

Για τους διεθνείς οικονομικούς ανταγωνισμούς 

Μια μικρή παρένθεση για τους δασμούς και το ελεύθερο εμπόριο. Παρά τις διεθνείς φωνασκίες για πόσο «κακοί», «ανελεύθεροι», «lose-lose» κ.λπ. είναι οι δασμοί που απειλούν να θεσμοθετήσουν οι ΗΠΑ, η αλήθεια είναι κάπως πιο πολύπλοκη. Ιστορικά, όλες οι καπιταλιστικές δυνάμεις (ήδη από την εποχή του μερκαντιλισμού και των πολέμων που αυτός πυροδότησε) χρησιμοποίησαν δασμούς στις εισαγωγές τους, μέχρι τουλάχιστον να αποκτήσουν ισχυρές ανταγωνιστικές βιομηχανίες. Όταν αυτή η στρατηγική πετύχαινε, τότε οι δυνάμεις αυτές γίνονταν αίφνης υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου και των ανοιχτών αγορών. Η στιγμή που με τη βοήθεια των δασμών καταφέρνεις να παραγάγεις φτηνότερα από τους ανταγωνιστές σου είναι η στιγμή που μπορείς να αρχίσεις να φωνάζεις ότι οι δασμοί είναι κακοί και άδικοι και οι ελεύθερες ανοιχτές αγορές είναι καλύτερες και πιο αποδοτικές και πρέπει οι ανταγωνιστές σου να τους καταργήσουν. Στην ιστορία του καπιταλισμού υπήρξαν διαδοχικά κύματα προστατευτισμού και ελεύθερων αγορών. Η Ιαπωνία, οι τίγρεις της Άπω Ανατολής και η Κίνα είναι μερικά μόνο παραδείγματα της δημιουργίας βιομηχανίας μέσω επιβολής δασμών μέσα στον 20ό αιώνα.

Επίσης είναι παρατηρημένο ότι οι τρεις προηγούμενες κρίσεις συνδυάστηκαν με μείωση του διεθνούς εμπορίου, ενώ οι ανακάμψεις που ακολούθησαν βασίστηκαν στην εκρηκτική άνοδό του. Μάλιστα, η περίοδος από τη δεκαετία του ’80 μέχρι το 2007 είναι μια περίοδος εκρηκτικής αύξησης όχι μόνο του εμπορίου, αλλά και των ροών κεφαλαίων στις οποίες έπαψαν να μπαίνουν περιορισμοί. Η Ε.Ε. μάλιστα ήταν και το μεγαλύτερο παράδειγμα εγκατάλειψης οποιωνδήποτε περιορισμών στις ροές εμπορευμάτων, χρήματος και εργασίας – δηλαδή στις ροές κεφαλαίων εν γένει.

Βέβαια, η Ε.Ε. συνολικά είναι νεομερκαντιλιστική για μια σειρά βιομηχανικά προϊόντα, αφού οι δασμοί που έθετε σε εισαγόμενα αυτοκίνητα (λ.χ. σε αμερικανικά ή ιαπωνικά) είναι συστηματικά μεγαλύτεροι από τους δασμούς των Αμερικανών ή των Ιαπώνων στα ευρωπαϊκά (διάβαζε: γερμανικά) αυτοκίνητα. Ως προς την Ιαπωνία πάντως, να σημειώσουμε ότι μετά την υπογραφή πρόσφατης σχετικής συμφωνίας, Ε.Ε. και Ιαπωνία αποτελούν πλέον τη μεγαλύτερη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών του πλανήτη. Γυρνώντας στην Ε.Ε., η κοινή αγροτική πολιτική, με τις επιδοτήσεις που δίνει, είναι και αυτή μια προστατευτική πολιτική, αφού με οιονεί κρατική παρέμβαση μειώνει τις τιμές κάποιων προϊόντων σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό, ακόμα κι αν δεν θέτει δασμούς στα εισαγόμενα. Έτσι, το γερμανικό κεφάλαιο έχει μεγάλο θράσος να διαμαρτύρεται για τους δασμούς που θέλει με... θράσος να θέσει η κυβέρνηση Τραμπ.

Το τρέχον καθεστώς ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων, που διαφυλάσσουν με ζήλο οι διεθνείς οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, η Διεθνής Τράπεζα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου κ.λπ., εφαρμόστηκε στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής του ιμπεριαλιστικού κέντρου. Η μειούμενη κερδοφορία του βιομηχανικού κεφαλαίου στο κέντρο μαζί με τη διαρκώς αυξανόμενη του τραπεζικού οδήγησαν σε αυτό το καθεστώς που επέτρεψε την εξαγωγή παραγωγικών δραστηριοτήτων (outsourcing) των μεγάλων βιομηχανικών κολοσσών σε χώρες όπως η Κίνα, ώστε να επανακτήσουν την κερδοφορία τους καθώς και τη διεθνή επέκταση των μέχρι τότε περιορισμένων στα σύνορά τους τραπεζικών ομίλων. Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από την εξαγωγή κεφαλαίων, έλεγε σχηματικά ο Λένιν: Όσο λιγότεροι οι περιορισμοί, τόσο ευκολότερη η εξαγωγή κεφαλαίων. Τα χρόνια της νεοφιλελέ απελευθέρωσης ήταν τα χρυσά χρόνια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

 

To μπούλιν και ο Μπούλης

Η πρόσφατη τάση αλλαγής της αμερικανικής πολιτικής στο ζήτημα, που απειλεί να ξεκινήσει δασμολογικούς πολέμους με όλον τον υπόλοιπο κόσμο, βασίζεται εν μέρει στην ύπαρξη της επιθετικής ευρωπαϊκής μερκαντιλιστικής πολιτικής. Εξίσου προσπαθεί να κόψει τα φτερά της Κίνας, αλλά δεν είναι αυτή η ουσία της. Η πραγματικότητα είναι ότι στη δεδομένη συγκυρία, όπου το οικονομικό βάλτωμα έχει ανατρέψει τις προηγούμενες ισορροπίες, οι ΗΠΑ διερευνούν το ενδεχόμενο μιας λιγότερο ηγεμονικής και περισσότερο επιθετικής-ανταγωνιστικής πολιτικής. Η ηγεμονία έχει πλέον σοβαρά οικονομικά κόστη, που αρχίζουν να μην αντισταθμίζονται από κέρδη σε άλλες περιοχές. Η στρατηγική του outsourcing φτάνει σε όρια που απειλούν την κερδοφορία των ομίλων, από τη μία, και τη σταθερότητα του βασισμένου στο δολάριο παγκόσμιου οικοδομήματος από την άλλη.

Για παράδειγμα, οι εισαγωγείς αγαθών στις ΗΠΑ πληρώνονται κατά κύριο λόγο με αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Αυτή τη στιγμή από τα 14,84 τρισ. δολάρια που είναι η συνολική αξία όλων των αμερικανικών ομολόγων, οι ξένοι επενδυτές έχουν στα χέρια τους ομόλογα ύψους 6,17 τρισ. δολαρίων. Αν και δεν είναι αλήθεια, όπως συχνά υποστηρίζεται, ότι οι ξένοι μπορούν να ξεπουλήσουν τα ομόλογα αυτά κι έτσι να χρεοκοπήσουν οι ΗΠΑ ή ότι θα έρθει υπερπληθωρισμός και δράκοι και το τέλος του κόσμου, εντούτοις υπάρχει πρόβλημα. Και το πρόβλημα με τα συναλλαγματικά αποθέματα σε δολάριο των ξένων είναι ότι εάν η οικονομία των ΗΠΑ είναι πιο αδύνατη, οι χώρες που εξάγουν στις ΗΠΑ θα αναγκαστούν σταδιακά να βρουν άλλον χώρο υποδοχής των προϊόντων τους και άλλα νομίσματα να κάνουν τις συναλλαγές τους, μειώνοντας τα συναλλαγματικά τους αποθέματα, μειώνοντας έτσι τη σημασία της Αμερικής για το διεθνές σύστημα και άρα παίρνοντας από τα χέρια του αμερικανικού κράτους ένα από τα σημαντικότερά του όπλα, το παγκόσμιο απωθεματικό νόμισμα. Ήδη η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, ξεπερνώντας την Αμερική. Επιπλέον, οι εμπορικοί πόλεμοι αναγκαστικά σημαίνουν την ύπαρξη και άλλων νομισμάτων με αποθεματικό χαρακτήρα (κάθε μπλοκ θα τείνει να αποθηκεύει τουλάχιστον ένα μέρος του πλούτου στο «δικό του» νόμισμα), μια εξέλιξη που θα ήταν καταστροφική για τις ΗΠΑ.

Κάθε νόμισμα είναι τόσο ισχυρό όσο η κρατική οντότητα που το εκδίδει· αν η Αμερική δεν είναι δυνατή, τότε ούτε το δολάριο θα είναι ισχυρό. Και κάθε «στραβοπάτημα» του δολαρίου έχει αντανάκλαση στην κρατική ισχύ της φθίνουσας υπερδύναμης.

Το δόγμα «Πρώτα η Αμερική» προσπαθεί να ξεπεράσει επιθετικά το αδιέξοδο αυτό πατώντας στο ιδιαίτερα μεγάλο οικονομικό και στρατιωτικό μέγεθος της χώρας. Προτείνει ένα πολυπολικό τοπίο χωρίς ηγεσία, μια ανταγωνιστική ζούγκλα συναλλαγών, όπου οι ΗΠΑ με το πλεονέκτημα του μεγέθους μπορούν αναπόδραστα να κερδίζουν σε αντιπαραθέσεις ενός προς έναν. Μπορεί ένα τέτοιο σχέδιο να έχει μειονεκτήματα (κυρίως ότι κανείς άλλος δεν το θέλει αφού σημαίνει ακόμα μικρότερη ανάπτυξη όλων καθώς και σπάσιμο των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων), αλλά παραδόξως έχει έναν ορθολογικό πυρήνα: Τουλάχιστον εν μέρει, είναι εύκολο για την Αμερική να μειώσει το εμπορικό της έλλειμμα με τον υπόλοιπο κόσμο, αφού οι εξαγωγείς όπως η Ε.Ε. έχουν περισσότερη ανάγκη τις ΗΠΑ από το αντίστροφο. Σε αυτή τη συγκυρία, το μπούλινγκ είναι όντως μια πιθανή διέξοδος για την υπερδύναμη – αλλά πιθανή δεν σημαίνει και αναγκαία – και δεν σημαίνει ότι θα πετύχει.

 

Τρύπες στη βάρκα του νεοφιλελευθερισμού

Τα τελευταία χρόνια, ο ρόλος της Κίνας στάθηκε η μείωση του μέσου διεθνούς εργατικού κόστους. Η μεταφορά σε κινεζικό έδαφος των εργοστασίων των δυτικών πολυεθνικών, όχι μόνο χρησιμοποιούσε το χαμηλότερο κόστος των Κινέζων εργατών, αλλά μείωνε τους μισθούς πίσω στο κέντρο μέσω του εκβιασμού «ή δέχεστε μικρότερους μισθούς ή πάω Κίνα». Η ευτυχής αυτή περίοδος για τα δυτικά κεφάλαια έφτασε αισίως στο τέλος της.

Οι κινεζικοί μισθοί έχουν ήδη αυξηθεί και η στρατηγική της κινεζικής ηγεσίας είναι η αύξηση της κατανάλωσης στο εσωτερικό της χώρας. Όχι μόνο αυτό: Το πλεονάζον κεφάλαιο ζητάει απεγνωσμένα διεξόδους αξιοποίησης, εξού και ο νέος δρόμος του μεταξιού, η COSCO, ο Πειραιάς κ.λπ. Η Κίνα μετατρέπεται σταδιακά και αυτή από εξαγωγός εμπορευμάτων σε εξαγωγό κεφαλαίων.

Αντίστροφα, οι μισθοί στο κέντρο έχουν υποστεί μείωση – και η κρίση βοήθησε σε αυτό. Επιπλέον, έπειτα από τόσες δεκαετίες «απελευθέρωσης» και μεταρρυθμίσεων, υπάρχουν πλέον επαρκή τεκμήρια για να φανεί το κατά πόσο ο καπιταλισμός δουλεύει:

– Οι τιμές ενέργειας αυξάνονται, όχι μόνο λόγω της διαχείρισης για αύξηση του κέρδους από το προϊόν τους που κάνουν οι ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτρισμού, αλλά και λόγω των παιχνιδιών που παίζουν με παράγωγα. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις ιδιωτικοποιημένες εταιρείες κοινής ωφελείας που όταν καταρρέουν τις αναλαμβάνει (εκ νέου) το κράτος, μαζί με όλα τα σχετικά «κερατιάτικα».

– Η κρίση έφερε τη διάσωση των τραπεζών και την πτώχευση των εργαζομένων. Οι τραπεζίτες συνεχίζουν ατάραχοι να μας κουνάνε το δάχτυλο.

– Οι υποδομές καταρρέουν.

– Η κοινωνική πρόνοια δεν υπάρχει. Υγεία δεν υπάρχει. Σχολεία δεν υπάρχουν. Παιδικοί σταθμοί δεν υπάρχουν.

– Οι μόνιμες δουλειές τελείωσαν, οι δουλειές που υπάρχουν είναι ημιαπασχόλησης και χαμηλής ποιότητας. Η ανεργία παραμένει γενικά υψηλή, αλλά ακόμα και στις ΗΠΑ, που η ανεργία βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, οι στατιστικές κλέβουν καταχωρίζοντας ως εργαζόμενους αυτούς που δούλεψαν έστω και μία ώρα.

Τα παραπάνω δεν ισχύουν όλα στην Ελλάδα αλλά σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο – απλώς στη χώρα μας η καταστροφή ήταν πολλαπλάσια. Το συμπέρασμα είναι ότι η κλασική νεοφιλελεύθερη αφήγηση δεν γίνεται πλέον πιστευτή από το παραδοσιακό της ακροατήριο ή, με άλλα λόγια, οι κυρίαρχες τάξεις βιώνουν μια κρίση στρατηγικής, δεν ξέρουν ούτε οι ίδιες πώς να διαφυλάξουν και τα κέρδη τους και την ηγεμονία.

Η εκλογή μιας πομπώδους προσωπικότητας με στοιχεία ναρκισσιστικής διαταραχής στην προεδρία των ΗΠΑ είναι σύμπτωμα αυτής της βαθιάς κρίσης και αδυναμίας του προηγούμενου προτύπου να ηγεμονεύσει πρώτα πρώτα σε ευρέα στρώματα λευκών Αμερικανών εργατικής και μικροαστικής καταγωγής που ψήφισαν τον τωρινό πρόεδρο, ο οποίος δεν ήταν η πρώτη προτίμηση του πολιτικού κατεστημένου της Ουάσινγκτον. Σύμπτωμα αυτής της κρίσης είναι τα «λαϊκιστικά», όπως με απέχθεια λένε οι φιλελέ, ακροδεξιά κόμματα σε όλη την Ευρώπη.

Τα παραπάνω είναι συμπτώματα της κρίσης της δεξιάς – αλλά και του γεγονότος ότι δεν υπάρχει συγκροτημένη κινηματική αριστερή πολιτική πουθενά στον αναπτυγμένο κόσμο. Είναι εκπληκτικό να αναλογιστεί κανείς ότι στις ΗΠΑ λ.χ. ως αριστερά λογίζεται η Χίλλαρυ. Στην Ευρώπη πάλι, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, αυτή που κάποτε την έλεγαν και «ρεφορμιστική», σήμερα δεν αξίζει ούτε καν αυτόν τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό. Στην πραγματικότητα, η μόνη χώρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού με ισχυρές αριστερές-σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις είναι μόνο η χώρα μας, που είναι πλέον το διεθνές παράδειγμα. Προς αποφυγή: «Θέλετε να γίνουμε όπως η Ελλάδα με τον ΣΥΡΙΖΑ;»...

Το μεταναστευτικό μόνο δευτερεύοντα ρόλο παίζει σε αυτόν τον διχασμό μεταξύ της αστικής καθαρά φιλελέ ακροδεξιάς και της λαϊκής (και κάπως εθνικοσοσιαλιστικής) ακροδεξιάς. Η εκλογή στην Ουγγαρία του ξενόφοβου Όρμπαν, όταν η χώρα δεν έχει ούτε έναν μετανάστη, το αποδεικνύει. Τα συμπιεσμένα από την κρίση λαϊκά στρώματα που κάποτε ξέπεφταν στη σοσιαλδημοκρατία (η οποία δρώντας ως «πυροσβέστης» του κινήματος ήταν ωστόσο υποχρεωμένη να υπερασπίζεται κάποιες πλευρές εργατικής και κοινωνικής πολιτικής) μην έχοντας πού να στραφούν, και με βάση την πραγματικότητα της ταύτισης όλων των νεοφιλελεύθερων, δεξιών και σοσιαλδημοκρατών, γυρνάνε ακόμα πιο δεξιά. Τμήματα των παραδοσιακών μικροαστικών ακροατηρίων, είτε της σοσιαλδημοκρατίας (που καταρρέει) είτε της δεξιάς, προτιμούν τα στοιχεία κοινωνικής πολιτικής «μόνο για Έλληνες», Γάλλους, Σουηδούς κ.λπ. που προτείνουν οι Ευρωπαίοι ναζί ή τις δουλειές μόνο για Αμερικανούς που υπόσχεται ψευδώς ο Τραμπ. Το κυρίαρχο εδώ είναι οι δουλειές που δεν υπάρχουν και όχι οι μετανάστες που τις «κλέβουν».

Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, δεν είναι τα –αναμφίβολα πάρα πολύ απωθητικά και χαοτικά– προσωπικά χαρακτηριστικά του Τραμπ εκείνα που δείχνουν ότι η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση μακροχρόνιας συστημικής κρίσης, αλλά οι αποφάσεις της κυβέρνησης για την οικονομική πολιτική της υπερδύναμης.

– Στο εσωτερικό, η μοναδική μεγάλης κλίμακας οικονομική απόφαση που κατάφερε να περάσει η τωρινή προεδρία ήταν η μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις και το μεγάλο κεφάλαιο. Τέτοιες αποφάσεις είναι στην πραγματικότητα μια επαναλαμβανόμενη τελετουργία όλων των αμερικανικών κυβερνήσεων των τελευταίων 40 χρόνων και όχι κάποια πρωτότυπη, δυναμική κίνηση. Οι κυβερνήσεις, ειδικά οι ρεπουμπλικανικές, περικόπτουν τους φόρους ισχυριζόμενες ότι τα έσοδα της κυβέρνησης, παρά τις μειωμένες εισπράξεις, θα αυξηθούν λόγω της ανάπτυξης, των επενδύσεων, της μείωσης του κράτους ή για μια σειρά παρόμοιους φαντασιακούς λόγους, που τους λένε «διάδοση του πλούτου προς τα κάτω» (trickle down economics). Αντίθετα με αυτά τα φληναφήματα, ο πλούτος παραμένει στους επάνω. Η κίνηση αυτή είναι απλώς αμυντική κίνηση αύξησης κερδών του κεφαλαίου, η μοναδική που μπορεί αντανακλαστικά να συνασπίσει όλες τις μερίδες του κεφαλαίου.

– Αλλά που τα προβλήματα της οικονομικής βάσης του εξωτερικού είναι εκείνα που επηρεάζουν το διεθνές πολιτικό σκηνικό. Οι ΗΠΑ έχουν αποσυρθεί (έστω και για να διαπραγματευτούν, αν και με αμφισβητήσιμα αποτελέσματα) από μια διάφορους διεθνείς οργανισμούς και συμφωνίες ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης. Το αποτέλεσμα, που θα ήταν απλώς αφάνταστο πριν από μόλις 10 χρόνια, είναι πολλοί από αυτούς τους οργανισμούς απλώς να συνεχίζουν να λειτουργούν διαπιστώνοντας ότι δεν έχουν ανάγκη τις υπηρεσίες του έως τώρα ηγεμονικού σχηματισμού.

– Θα πρέπει εδώ να πούμε πως η παραδοσιακή πολιτική των ΗΠΑ πριν γίνει υπερδύναμη ήταν ο απομονωτισμός, από τον οποίο την έβγαλε βασικά η εμπλοκή στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως η άποψη ότι η τρέχουσα γραμμή Τραμπ είναι απλώς μια αταβιστική επιστροφή στις παλιές αυτές πολιτικές είναι ανιστορική και αγνοεί το γεγονός ότι στο μεταξύ η θέση των ΗΠΑ στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα άλλαξε. Είναι διαφορετικό μια μεγάλη δύναμη να απομονώνεται για διάφορους λόγους από το διεθνές σύστημα και διαφορετικό η μεγαλύτερη δύναμη και εγγυήτρια της διεθνούς τάξης να απομονώνεται.

– Τέλος, άλλο ένα στοιχείο αστάθειας είναι το γεγονός ότι μια τέτοια πολιτική μπορεί σύντομα να καταστρέψει την όποια εσωτερική σταθερότητα έχει καταφέρει να συμπήξει η επιθετική ακροδεξιά ατζέντα του Τραμπ. Και αυτό όχι για πολιτισμικούς, αλλά για οικονομικούς λόγους. Πράγματι, οι ρεπουμπλικάνοι, που ήταν υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου, τώρα στηρίζουν τον προστατευτισμό, τον αντικομμουνισμό τους τον αντικαθιστούν με τη... «φιλία» του Κιμ και το ηθικοπλαστικό τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» επισκιάζεται από σχέσεις με πορνοστάρ και λογοδιάρροια στο τουίτερ. Όμως το «ηθικό» μέρος είναι ως γνωστόν ασήμαντο· η τελική (αν και ασταθής) επικράτησή τους βασίζεται στην υπόσχεση από τη μία προς το κεφάλαιο ότι θα σταθεροποιηθεί η οικονομία και θα διασφαλιστεί η διεθνής κυριαρχία, και από την άλλη προς τις κατώτερες τάξεις ότι θα βρίσκουν δουλειά και ότι θα μπορούν να αποπληρώνουν τα τεράστια δάνειά τους, υπόσχεση που απευθύνθηκε ειδικά προς τους λευκούς ψηφοφόρους του Τραμπ, οι οποίοι βλέπουν συστηματικά τα τελευταία χρόνια την οικονομική τους κατάσταση να χειροτερεύει.

Οι εμπορικοί πόλεμοι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορούν να καταφέρουν τα παραπάνω. Αντίθετα, κινδυνεύουν να «κλείσουν» τα αμερικανικά κεφάλαια στο εσωτερικό των συνόρων της χώρας, τη στιγμή ακριβώς που και οι υποδομές της καταρρέουν και έχει χάσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε πολλούς βιομηχανικούς τομείς. Αλλά ακόμα κι αν καταφέρουν τον σκοπό τους, οι δουλειές που θα φέρουν θα έχουν κινεζικούς μισθούς, δηλαδή δεν θα επαρκούν για να ξεπληρώσουν τα δάνεια της εργατικής τάξης – πόσο μάλλον να χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις της. Άρα θα πρέπει να περιμένουμε όχι μόνο διχασμό στο ανώτατο επίπεδο ως προς το αν η στρατηγική είναι σωστή αλλά και μείωση της εκλογικής υποστήριξης του Τραμπ από τη συμπαγή του βάση αν η πολιτική του δεν έχει (που δεν θα έχει) σύντομα αποτελέσματα. Ο Τραμπ όμως είναι το σχέδιο Β, δεδομένου ότι το σχέδιο Α δεν δούλευε. Δεδομένου ότι σχέδιο Γ δεν υπάρχει στον ορίζοντα, η κατάσταση στην υπερδύναμη παραμένει εκρηκτική και επικίνδυνη.

Ο κυριότερος ανταγωνιστής των ΗΠΑ σε αυτό το σημείο είναι προφανώς η Κίνα. Η ίδια, εκτός του ότι δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα καταφέρει να έχει σύντομα το μεγαλύτερο ΑΕΠ στην πλανήτη, έχει και τα δικά της εσωτερικά προβλήματα. Η υπερεπέκταση των επενδύσεων σε υποδομές έχει φτάσει στα όριά της (δεν είναι δηλαδή αποδοτική). Μοναδικός της δρόμος είναι η ανάπτυξη νέων αγορών και η εξαγωγή κεφαλαίων: Αυτή είναι η στρατηγική του δρόμου του μεταξιού (που αφορά και τη χώρα μας), η οποία σημαίνει από τη μία επιθετική εξαγωγή κεφαλαίων, κάτι που ενέχει τον κίνδυνο της μη αποδοτικής επένδυσης, και από την άλλη την αναγκαστική αύξηση των ανταγωνισμών με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η σχετικά ομαλή σχέση με την Ε.Ε. μπορεί να λειτουργεί μόνο για όσο καιρό η Κίνα έχει ανάγκη τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό που μπορεί αυτή να της δίνει, άρα για όσο μπορεί το ισοζύγιο να είναι περίπου ισορροπημένο. Αυτή η εποχή φτάνει επίσης στο τέλος της, ενώ και η «στρατηγική» συμμαχία με τη Ρωσία μόνο ως λυκοφιλία μπορεί να χαρακτηριστεί.

Στο μεταξύ, η επέκτασή της στο τελευταίο ανεκμετάλλευτο χώρο στον πλανήτη, τη νότια Ασία και την Αφρική (όπου εκμεταλλεύεται πρώτες ύλες και κατασκευάζει υποδομές), όχι μόνο θα συγκρουστεί κάποια στιγμή με τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των υπόλοιπων «ιδιοκτητών» του πλανήτη (ΗΠΑ και Ευρώπη), αλλά επιπλέον μπορεί να προκαλέσει και συγκρούσεις με τις περιφερειακές δυνάμεις και τις δικές τους σφαίρες επιρροής. Για παράδειγμα, οι προσπάθειες της Κίνας να εντάξει και την Ινδία και το Πακιστάν στον δρόμο του μεταξιού δεν είναι σίγουρο ότι θα ευοδωθούν. Αντίθετα, η Ινδία είναι πιθανό να ακολουθήσει τις δικές της φιλοδοξίες, «σαμποτάροντας» έτσι τις κινεζικές επενδύσεις. Και τα παραπάνω χωρίς να λογαριάσουμε ούτε τις καταιγίδες που έρχονται στην Ε.Ε. (τουλάχιστον Brexit και Ιταλία) ούτε την σε εξέλιξη κρίση των αναπτυσσόμενων χωρών, της οποίας αιχμή του δόρατος είναι το τουρκικό αδιέξοδο.

Αν υπάρχει ένα πολιτικό δίδαγμα, αυτό είναι ότι για όσο καιρό ο καπιταλισμός θα αδυνατεί να ξεπεράσει τις κρισιακές του τάσεις, από τη μία μεριά οι εντάσεις και οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί θα εντείνονται, ενώ από την άλλη θα γίνεται όλο και πιο προφανές το πολιτικό κενό που θα πρέπει να καλυφθεί από μια κομμουνιστικής αναφοράς αριστερά.

Αν μη τι άλλο, το επόμενο διάστημα δεν θα μας αφήσει να πλήξουμε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.