Η ήττα της Γερμανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ο συνακόλουθος διαμελισμός της σε τέσσερις ζώνες κατοχής έφερνε μαζί της και την ανάγκη αναδιοργάνωσης των κρατικών δομών, προκειμένου να καλυφθούν οι άμεσες ανάγκες του πληθυσμού αλλά και να εξασφαλιστεί επιρροή στην κρατική οντότητα που θα προέκυπτε από τις ισορροπίες μεταξύ των συμμάχων.
Σε αυτή τη μεταβατική φάση, και οι τέσσερις δυνάμεις (ΕΣΣΔ, ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία), προκειμένου να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στα εδάφη που έλεγχαν, προχώρησαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στην εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού ή τουλάχιστον των κρίσιμων τομέων του από τους εθνικοσοσιαλιστές. Δεδομένης βέβαια της εμπλοκής ολόκληρου του κράτους κι ενός μεγάλου τμήματος της γερμανικής κοινωνίας στα εγκλήματα του εθνικοσοσιαλισμού κάτι τέτοιο ήταν κάθε άλλο παρά εύκολο, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι προθέσεις όλων των πλευρών ήταν αγνές. Κι αν στη σοβιετική ζώνη κατοχής οι εκκαθαρίσεις αυτές έλαβαν μαζικότερο χαρακτήρα, μέσα από τις ριζικές αλλαγές στον διοικητικό τομέα, που άγγιξαν και τα μεσαία κλιμάκια της κρατικής διοίκησης, η εικόνα στις δυτικές ζώνες κατοχής είναι αρκετά διαφορετική.
Οι δυτικές δυνάμεις κατοχής, πέρα από τους ανοιχτά ρατσιστικούς νόμους, άλλαξαν ελάχιστα στον τομέα του δικαίου, με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα τμήμα της νομοθεσίας να είναι κληρονομιά της εθνικοσοσιαλιστικής περιόδου. Επιπλέον, ενώ αρχικά προχώρησαν στην απόλυση δεκάδων χιλιάδων υπαλλήλων, οι περισσότεροι από αυτούς έως το 1948 είχαν επιστρέψει στα υπουργεία τους.
Η πρακτική των επαναπροσλήψεων συνεχίστηκε και από το δυτικογερμανικό κράτος, που το 1949 –τη χρονιά της ίδρυσής του– προχώρησε στη μαζική πρόσληψη πρώην ναζί στην αστυνομία. Το 1951 οι προσθήκες στο άρθρο 131 του Βασικού Νόμου (του άτυπου Συντάγματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας) προέβλεπαν ότι τουλάχιστον το 20% των θέσεων του κρατικού τομέα θα έπρεπε να στελεχωθεί από υπαλλήλους που είχαν υπηρετήσει το ναζιστικό καθεστώς. Το γεγονός αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν προβλέφθηκε αντίστοιχη ποσόστωση για τους υπαλλήλους που είχαν εκδιωχθεί από τους εθνικοσοσιαλιστές εξαιτίας των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Ακόμα και οι νομικοί περιορισμοί για την επαναπρόσληψη όσων είχαν διαπράξει απάνθρωπες πράξεις (inhuman acts), περιορισμοί που μάλιστα διευρύνθηκαν το 1957, δεν επηρέασαν ιδιαίτερα την πρακτική των δυτικογερμανικών κυβερνήσεων, που επαναπροσέλαβαν σχεδόν το σύνολο αυτών των ανθρώπων. Τούτο οδήγησε στην κατάληψη ακόμα και των υψηλότερων αξιωμάτων του δημόσιου τομέα από ανθρώπους που κατείχαν θέσεις κλειδιά επί ναζισμού.
Δύο περιπτώσεις στελεχών του ναζιστικού καθεστώτος κινούν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον: ο Τόμας Όμπερλαίντερ (Thomas Oberländer), ο οποίος διατέλεσε υπουργός Εκπατρισμένων[1] από το 1953 έως το 1960, και ο Χανς Γκλόμπκε (Hans Globke), μόνιμος γραμματέας του καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ (Konrad Adenauer) και στενότερος σύμβουλός του. Ο Όμπερλαίντερ υπήρξε ο βασικός σχεδιαστής του ναζιστικού προγράμματος περί «ζωτικού χώρου στην Ανατολή», ενώ ο Γκλόμπκε ήταν επιφορτισμένος με την παροχή νομικής επίφασης στις έκνομες ενέργειες του καθεστώτος. Κατά τη δεκαετία του 1950 χρησιμοποίησε την ισχυρή επιρροή του για να προωθήσει άλλους αξιωματούχους της ναζιστικής περιόδου σε υπεύθυνες θέσεις, κάτι που φυσικά αύξησε ακόμα περισσότερο τη δική του δύναμη.
Άλλες δύο αντίστοιχες περιπτώσεις είναι εκείνες του Βίλχελμ Χέρτερ (Wilhelm Herter) και του Γιόχαν Στρούμπινγκ (Johann Strübing). Ο Χέρτερ ήταν διοικητής των SS και μάλιστα βρισκόταν πολύ ψηλότερα στην ιεραρχία από τον Άντολφ Άιχμαν (Adolf Eichmann), τον υπεύθυνο του προγράμματος εξόντωσης των Εβραίων. Μετά την απελευθέρωσή του από τις ολλανδικές φυλακές και την παχυλή αποζημίωση που έλαβε από το δυτικογερμανικό κράτος, ο Χέρτερ κατέλαβε υψηλόβαθμη θέση στο υπουργείο Εσωτερικών της Βαυαρίας παρά το γεγονός ότι ήταν προσωπικά υπεύθυνος για την εξόντωση 100.000-140.000 Εβραίων. Ο Στρούμπινγκ, από την άλλη, είχε υπάρξει στέλεχος της RSHA, δηλαδή της υπηρεσίας πληροφοριών των SS. Το 1950 κατάφερε να προσληφθεί με ψεύτικο όνομα στη νέα κρατική υπηρεσία πληροφοριών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Το 1955 αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα, κάτι που όμως δεν επηρέασε την προαγωγή του, κι έτσι συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο δυτικογερμανικό κράτος.
Οι συνέχειες εθνικοσοσιαλιστικού και αστικού κοινοβουλευτικού κράτους όμως είναι ιδιαίτερα εμφανείς στον δικαστικό μηχανισμό, όπου οι περισσότεροι δικαστικοί παρέμειναν στις θέσεις τους, ενώ όπως είδαμε ο πυρήνας της νομοθεσίας διατηρήθηκε αμετάβλητος. Οι αξιωματούχοι αυτοί, κατά τη δεκαετία του ’50, έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην απαγόρευση των οργανωμένων δυνάμεων της αριστεράς (ιδίως του Κομμουνιστικού Κόμματος και των οργανώσεων που σχετίζονταν μαζί του) και στις διώξεις εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, που στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν κατηγορίες περί (μη βίαιης) «αντιπολιτευτικής δραστηριότητας».[2] Η προπαγάνδα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας αρεσκόταν να τονίζει ότι συχνά ήταν οι ίδιοι δικαστές που καταδίκαζαν τους ίδιους κομμουνιστές που είχαν καταδικάσει και κατά την περίοδο του ναζισμού... Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση του δικαστή Καρλ Χάινζ Όττενμπεζ (Karl Hainz Ottenbech), ο οποίος είχε πει στον κατηγορούμενο Πάουλ Μπούτσεκ (Paul Butschek) ότι «δεν είχε μάθει τίποτα» από τον εγκλεισμό του σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά την περίοδο 1933-1945.[3]
Παράλληλα, οι δικαστές αυτοί μερίμνησαν ώστε τα εγκλήματα της ναζιστικής περιόδου, ακόμα και στις περιπτώσεις που αφορούσαν Γερμανούς πολίτες, να μείνουν ατιμώρητα στην πλειονότητά τους. Τα δυτικογερμανικά δικαστήρια δεν καταδίκασαν κανένα πρόσωπο που υπηρέτησε ως δικαστής ή κατήγορος την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού, παρά το γεγονός ότι τα χρόνια εκείνα διαπράχθηκαν χιλιάδες «δικαστικές δολοφονίες». Επίσης, κανένας κατηγορούμενος δεν καταδικάστηκε εφόσον είχε ακολουθήσει τις προβλεπόμενες «νόμιμες διαδικασίες» κατά την εκτέλεση αμάχων στη διάρκεια του πολέμου. Ακόμα και οι γιατροί που είχαν εργαστεί στο πρόγραμμα εξόντωσης των διανοητικά και σωματικά ασθενών έμειναν κατά κανόνα ατιμώρητοι.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες είχαν συνέπεια η δυτικογερμανική πολιτική, τουλάχιστον μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60, να καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από ανθρώπους που είχαν υπάρξει βασικοί φορείς και σχεδιαστές των δολοφονικών επιλογών του Γ΄ Ράιχ. Καθώς όμως η χώρα βρισκόταν στο «σύνορο των κόσμων» και καλούνταν να λειτουργήσει ως προπύργιο του «ελεύθερου κόσμου», οι συνέχειες αυτές όχι μόνο δεν προκαλούσαν την αντίδραση των Δυτικών αλλά ήταν και επιθυμητές καθώς επρόκειτο για ένα στελεχιακό δυναμικό ιδιαίτερα καταρτισμένο και άρα απαραίτητο σε μια περίοδο που ο Ψυχρός Πόλεμος κλιμακωνόταν.
[1] Aπό το 1945 και τη διαφαινόμενη ήττα της Γερμανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε μια μαζική φυγή Γερμανών από τα κατακτημένα εδάφη στην ανατολική Ευρώπη αλλά και τις ανατολικές επαρχίες του γερμανικού κράτους, υπό τον φόβο των αντιποίνων του προελαύνοντος Κόκκινου Στρατού. Η φυγή αυτή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια καθώς εκτεταμμένα εδάφη της Γερμανίας παραχωρίθηκαν στην Πολωνία, με συνολικά περισσότερα από 12 εκατ. άτομα να ξεριζώνονται. Στη Δυτική Γερμανία εγκαταστάθηκαν συνολικά 9 εκατ. πρόσφυγες, διαμορφώνοντας μια κατηγορία με σημαντική εκλογική βαρύτητα για το συντηρητικό στρατόπεδο. Για να κερδηθεί η υποστήριξή τους, δημιουργήθηκε ένα ειδικό υπουργείο, που μεταξύ άλλων δραστηριοποιούνταν και στην ανάκτηση των χαμένων στον πόλεμο εδαφών, μια προσπάθεια βέβαια που ήταν εξαρχής καταδικασμένη σε αποτυχία.
[2] Υπολογίζεται ότι την περίοδο 1951-68 κινήθηκε ποινική προδικασία εναντίων 150.000-200.000 πολιτών για μη βίαιη αριστερή αντιπολιτευτική δραστηριότητα. Επρόκειτο για μέλη, οπαδούς ή ακόμα και απλές επαφές του Κομμουνιστικού Κόμματος και του κινήματος ειρήνης ενάντια στον επανεξοπλισμό και τα πυρηνικά, καθώς και για άτομα που αγωνίζονταν για μια ενιαία ουδέτερη Γερμανία ή που απλώς διατηρούσαν επαφές με κατοίκους της Ανατολικής Γερμανίας. Τελικά, περίπου 10.000 από αυτούς καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης άνευ αναστολής. Αυτό σήμαινε ότι περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι επηρεάστηκαν άμεσα ή έμμεσα: είτε έχασαν τη δουλειά τους είτε είδαν τη σύνταξή τους να περικόπτεται είτε αναγκάστηκαν να υποστούν πολυετείς δικαστικές ταλαιπωρίες και παρακολουθήσεις από τις αρχές, που πολλές φορές είχαν δραματικές επιπτώσεις στη ζωή τους (πηγή: Rolf Gössner, «Auf dem Weg in einen autoritären „Sicherheitsstaat“?», UTOPIE kreativ 91/92, Μάιος-Ιούνιος 1998, σ. 98).
[3] John P. Teschke, Hitler’s Legacy. West Germany Confronts the Aftermath of the Third Reich, Peter Lang Publishing, Νέα Υόρκη 1999, σ. 67.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ